Top menu

Η Ευδοξία, ο Μίμης και τα Κοράκια [Π' μέρος] - Μυθιστόρημα σε συνέχειες

130076-giannis_soldatos

Τη Δευτέρα, η Βασιλεία αναζητούσε την Ευδοξία όλη μέρα και η άλλη δεν της απαντούσε, δεν είχε δώσει σημεία ζωής ούτε στον Γραβάνη. Πήρε την πρωτοβουλία εκείνος και έστειλε το μήνυμά του:

«Υπάρχω».

Του απάντησε με στίχο καψούρας και προπάντων βαθιάς φιλοσοφίας:

«Όσο υπάρχεις θα υπάρχω».

«Σε ψάχνει η Βασιλεία».

«Δεν με αφορά, σου τη χαρίζω μαζί με τις φωτογραφίες της».

«Είσαι υπέροχη στις φωτογραφίες».

«Δεν με ξέρεις καθόλου».

«­Θέλω να σε μάθω».

«Όλοι κάτι θέλουμε να μάθουμε».

Μιλούσε το ένα μαντείο με το άλλο. Η δελφική Πυθία έστειλε στον Ιουλιανό τον Παραβάτη έναν από τους τελευταίους της χρησμούς.

Εἴπατε τῷ βασιλεῖ, χαμαὶ πέσε δαίδαλος αὐλά,

οὐκέτι Φοῖβος ἔχει καλύβην, οὐ μάντιδα δάφνην,

οὐ παγὰν λαλέουσαν, ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ.

Το μαντείο ήταν λεηλατημένο από τους θησαυρούς του, και σε άθλια κατάσταση ψέλλιζε το τέλος ενός κόσμου. Του κόσμου της δυτικής ευμάρειας. Η διαρκής αγωνία για ανάπτυξη οδήγησε τον δυτικό κόσμο σε υπερτροφία και σε φρικαλέα παχυσαρκία. Το έμφραγμα καραδοκούσε. Έστειλε νέο μήνυμα στην Ευδοξία:

«...ἀπέσβετο καὶ λάλον ὕδωρ».

«Δεν θα υπάρχω», ήταν η απάντησή της.

Τα πήρε στο κρανίο και της ανταπάντησε:

«Δεν κόβουμε την πλάκα;»

«Δεν είναι πλάκα, καλέ μου».

Το απόγευμα τον επισκέφτηκε, χωρίς προειδοποίηση, η Βασιλεία.

– Έτσι, απροειδοποίητα;

– Μου έδωσε τα κλειδιά της η κόρη σου, για την περίπτωση που θα έλειπες.

– Δεν καταλαβαίνω.

– Ούτε κι εγώ. Σε λίγο θα έρθει η Μυρτώ να τη φωτογραφίσω σαν Ηλέκτρα.

– Νομίζω πως όλη η παρέα κινείται γύρω από την πλανητική σκέψη του Κώστα Αξελού, γύρω από τον ορισμό της έννοιας κόσμος και στη σχέση μας με αυτόν. Ο φιλόσοφος ορίζει τον κόσμο σαν σχήμα που περιλαμβάνει το φυσικό περιβάλλον, τον άνθρωπο και τον χρόνο. Κινητήρια δύναμη του κόσμου είναι ο χρόνος, που προσφέρει την ύπαρξη στον κόσμο. Ο άνθρωπος παίζει ένα παιχνίδι με τον κόσμο και ο τελευταίος συντρίβει τον πρώτο. Η τράπουλα είναι σημαδεμένη και η μοίρα μας πλανητική, θα λάμψουμε, αλλά και θα σβήσουμε.

Η Βασιλεία είχε παρατήσει στη γωνία τα φωτογραφικά της σύνεργα και σταυροπόδι, στη μέση του σαλονιού, άκουγε με κατάνυξη τον δάσκαλό της. Συνέχισε εκείνος:

– Εγώ παλεύω με την έννοια του χρόνου και θέλω να τον καταργήσω. Σου φαίνεται σολοικισμός η φράση που τώρα ανέφερα. Επικαλέσθηκα το πέρασμα του χρόνου για να καταργήσω τον χρόνο. Η γλώσσα εξελίσσεται στον χρόνο, αλλά γιατί να μην εξελίσσεται στον χώρο; Θέλω ο χρόνος να μετατραπεί σε χώρο. Τότε δεν θα βιώνουμε τη φθορά και οι ημερομηνίες θα γίνουν τοποθεσίες. Ο Μίμης που με βασανίζει τον τελευταίο καιρό υπάρχει κάπου, και φωτίζει την ευρύτερη τοποθεσία 1973-74. Εκεί έλαμψε και έσβησε, όπως λέει και ο Αξελός, αλλά παραμένει πάντα εκεί και θα μου ξεδιπλώσει την πλανητική του σκέψη. Η Ηλέκτρα σας είναι πιο ασαφής, γιατί δεν έχει συγκεκριμένο ιστορικό στίγμα. Κινείται μεταξύ ιστορίας και μυθολογίας, οπότε δεν μπορούμε να νετάρουμε, όπως λέτε οι φωτογράφοι, εύκολα την τοποθεσία της. Εσύ όμως τα κατάφερες με την Ωραία Ελένη και από τότε έγινε ακόμη πιο θολή η εικόνα της Ευδοξίας. Να δούμε τι θα φτιάξεις σήμερα.

Η Μυρτώ στεκόταν στη θέση που βρισκόταν πριν δύο μέρες εκείνος, στα μαύρα ντυμένη κι αυτή. Το σκηνικό επαναλαμβανόταν για τρίτη φορά, με τις δύο τελευταίες φωτογραφίσεις στο διαμέρισμα του Γραβάνη. Το επεσήμανε εκείνος και η Βασιλεία το δικαιολόγησε σαν το μοτίβο της. Το σπίτι του άρχισε να γίνεται το στούντιό της.

– Ποια είναι η Ηλέκτρα; ρώτησε η Μυρτώ τη Βασιλεία.

– Η εκδίκηση, της απάντησε.

– Εσύ ποια είσαι;

– Η αντεκδίκηση.

– Θα εκδικηθείς την Ηλέκτρα, επειδή σκότωσε τη μάνα της;

– Είμαι έτοιμη για όλα.

Είχε στηθεί ανάμεσα στα δύο παράθυρα και περίμενε τον Ορέστη. Όμως εκείνος δεν ερχόταν και αποφάσισε να φτάσει μόνη της στο φονικό, να φορτωθεί τις τύψεις και μετά να εκδικηθεί τον εαυτό της. Το ανέκφραστο πρόσωπό της αναζητούσε τον φωτογράφο που θα το κατέγραφε σαν παγωμένο ανά τους αιώνες. Η Βασιλεία πάλευε να δαμάσει το παγόβουνο. Ο καθηγητής παρακολουθούσε την πάλη των δύο γυναικών και περίμενε την έκβαση. Η μία είχε σαν όπλα το συναίσθημα και την έκφρασή του και η άλλη το φως και τη γωνία λήψης. Πλησίασε εκείνος στο εικονοσκόπιο της φωτογράφου και πάγωσε με την εικόνα που είδε. Το πρόσωπο του μοντέλου εξέπεμπε την παγωμένη μορφή που ερχόταν από τους αιώνες, για να πάρει εκδίκηση, εδώ και τώρα, με αντίπαλο τον εαυτό της. Η Μυρτώ έδινε κύρος σ’ αυτό που έκανε και η άλλη το εισέπραττε και το κατέγραφε. Ο καθηγητής θέλησε να σπρώξει τα πράγματα στα άκρα:

– Ο Ορέστης που περιμένεις μπορεί να μην έρθει ποτέ ή αν έρθει δεν θα είναι ο φοβερός παλικαράς με το κοφτερό σπαθί, αλλά ένα αδύναμο παιδί.

Σκλήρυνε κι άλλο η Μυρτώ, έγινε μαινάδα, έτοιμη να σπαράξει ότι κινούνταν γύρω της. Ήταν η κορυφαία στιγμή και για τις δύο γυναίκες. Μετά βρέθηκαν εξουθενωμένες η μία στον καναπέ και η άλλη στο πάτωμα. Η Μυρτώ πήρε μερικές ανάσες, σηκώθηκε, έφτιαξε τα μαλλιά της και έφυγε, αφήνοντας ένα ψιθυριστό «καληνύχτα, παίδες». Η Βασιλεία παρέμεινε στο πάτωμα, με το άδειο βλέμμα στραμμένο στο ταβάνι.

– Υπάρχει και κρεβάτι, της είπε ο καθηγήτής της.

Δεν τον άκουσε. Έσκυψε τη σήκωσε στην αγκαλιά του και την πήγε στο κρεβάτι του. Μετά πήρε την κάρτα από τη μηχανή της και άρχισε να βλέπει τις φωτογραφίες, μέχρι αργά. Γύρισε και είδε πίσω του τη Βασιλεία που είχε συνέλθει.

– Πρέπει να φύγω; τον ρώτησε.

– Εσύ τι θέλεις;

– Αν μείνω θα με κρατάς όλη τη νύχτα αγκαλιά;

– Αν με κρατάς κι εσύ... 

«Καλό μήνα» ήταν το πρωινό μήνυμα που ήρθε από την Ευδοξία, όταν εκείνος βγήκε στο σαλόνι.

Συνειδητοποίησε πως υπάρχουν και απλά καθημερινά πράγματα, είχε μπει ο Δεκέμβριος.

«Και σε σένα», της απάντησε.

«Καλό μήνα», άκουσε πίσω του τη Βασιλεία. «Θα ετοιμάσω πρωινό».

Αυτό το πλάσμα είχε εισχωρήσει στη ζωή του και διεκδικούσε τη θέση της, χωρίς πολλά και μεγάλα λόγια, αινίγματα και υστερίες. Λίγο να κουνούσε το χέρι του, μια μικρή στροφή να έπαιρνε και δεν θα ήταν μόνος, θα υπήρχε σύντροφος στο σπίτι, με την ευλογία της κόρης του, της Αναστασίας και των φίλων του. Όμως η στροφή ήταν ανέφικτη. Το κενό που θα ακολουθούσε, αν έβγαζε από το μυαλό του την Ευδοξία, δεν θα το κάλυπτε καμία. Η Βασιλεία το είχε καταλάβει και περίμενε δίπλα του ήρεμη. Όταν κάποια βραδιά θα της έλεγε πως θα κρατήσει μια άλλη γυναίκα στην αγκαλιά του, θα έφευγε διακριτικά, ψιθυρίζοντάς του ένα «όνειρα γλυκά». Δεν της χρωστούσε τίποτε. Ό,τι είχε πάρει ήταν κέρδος μεγάλο γι’ αυτήν. Ήρθε για απλή γνωριμία και του έφτιαχνε πρωινό, αφού όλη νύχτα την κρατούσε στη αγκαλιά του και έκαναν έρωτα σαν να ήταν ζευγάρι από καιρό. Έστρωσε το κρεβάτι, τακτοποίησε το σαλόνι που είχε αναστατωθεί από τη  φωτογράφιση της Μυρτώς και περίμενε εντολές. Εκείνος δεν είπε τίποτε. Την άφησε να κάνει ό,τι νόμιζε. Να φύγει ή να μείνει, να του προτείνει πώς θα περνούσαν τη μέρα τους, τι θα φάνε, ποιους θα δούνε. Η επιχείρηση να φτάσουν οι φωτογραφίες του στην Ευδοξία είχε εγκαταλειφθεί.

Ο Γραβάνης άνοιξε τον υπολογιστή και βρήκε την ταινία «Η δίκη της Χούντας». Την έτρεξε προς το τέλος κι εκεί, στις 11 Δεκεμβρίου του 1975, ο αόρατος δικτάτωρ έγινε ορατός στην αίθουσα του δικαστηρίου, όχι ως κατήγορος, αλλά ως κατηγορούμενος για εσχάτη προδοσία. Σαν λύκος, με μονοκόμματο σβέρκο, κοιτούσε δεξιά-αριστερά, εποπτεύοντας τον χώρο, μήπως τον αιφνιδιάσουν. Είχε ύφος κλασικού αγοραφοβικού:

«Κύριε πρόεδρε, κύριοι εφέται...»

Συνέχισε για μία ώρα και δεν είπε τίποτε. Δεν αποκάλυψε τίποτε. Έφταιγαν όλοι για όλα. Αυτός ήταν υπεράνω όλων και απαξίωνε να μιλήσει σε όντα κατώτερά του.

– Προσωπείο φοράει, άκουσε ο Γραβάνης πίσω του τη Βασιλεία.

– Αυτό το προσωπείο προσπάθησα να παραμερίσω όλο τον Νοέμβριο, αλλά δεν τα κατάφερα.

– Ο Δεκέμβριος θα είναι πιο δημιουργικός.

Στο λογιστήριο της εφημερίδας τον περίμενε η αμοιβή του, και ένα μήνυμα για να περάσει από το γραφείο του αρχισυντάκτη. Εκεί ήταν σίγουρος πως θα βρίσκεται η Ευδοξία. Τον περίμεναν και οι δύο. Του σύστησε εκείνη τον Δημήτρη Πετράκο, και του μίλησαν εγκάρδια και με πολλούς επαίνους για το άρθρο του. Περίμεναν το επόμενο και στην πορεία θα υπήρχαν και έκτακτες συνεργασίες. Παρήγγειλαν καφέ και στην εξέλιξη της συζήτησης μπήκε ο άνδρας που τον είχε δει ο Γραβάνης να συνοδεύει την Ευδοξία. Ο αρχισυντάκτης τον σύστησε σαν Βασίλη Πετράκο, γιο του. Ακολούθησε η τυπική χειραψία, πρόσφερε ένα χαμόγελο ο Πετράκος τζούνιορ στην Ευδοξία, του ανταπέδωσε εκείνη, έμειναν οι τρεις και σε λίγο ο αρχισυντάκτης και η Ευδοξία άφησαν στον Γραβάνη να καταλάβει πως πρέπει να αποχωρήσει. Κατέβηκε αργά από τις σκάλες, ροκανίζοντας τον χρόνο και περιμένοντας εκείνη να κατέβει με το ασανσέρ, να του πει κάτι. Δεν έγινε και γύρισε μόνος στο σπίτι, που τον περίμενε η Βασιλεία.

Τη βρήκε στην κουζίνα να φτιάχνει, σαν καλή νοικοκυρά, μακαρονάδα για μεσημεριανό φαγητό. Ήταν τόσο ωραία η εικόνα που δεν άνοιξε το στόμα του. Όμως θα ήθελε να βρίσκεται αλλού. Αυτός ο υπέροχος άνθρωπος που στεκόταν μπροστά του και στο πλάι του, ίσως δεν του άξιζε. Σύντομα θα την πλήγωνε, όποια κι αν ήταν η έκβαση της σχέσης του με την Ευδοξία. Η τελευταία δεν του άφηνε περιθώρια σύγκρισης με καμία. Ίσως δεν μπορούσε να ανεχτεί καμία δίπλα της. Είχε γίνει ο σκοτεινός δικτάτορας που απειλούσε την πνευματική και σωματική υπόσταση του Γραβάνη.

– Ήταν και η Ευδοξία στην εφημερίδα; τον ρώτησε γλυκά η Βασιλεία.

– Ναι... της απάντησε κομπιάζοντας.

– Πώς σε δέχτηκε;

– Ήμουν ένας καλοδεχούμενος συνεργάτης, στο γραφείο του αρχισυντάκτη. Ήταν και ο δικός της εκεί, είναι γιος του αρχισυντάκτη.

Πλησίασε τη Βασιλεία, της έπιασε ελαφρά τα μαλλιά, της γύρισε το κεφάλι και την κοίταξε κατά πρόσωπο. Δίστασε, αλλά έκανε την ερώτηση:

– Ποια από τις δύο με αγαπάει περισσότερο;

– Το ίδιο και οι δύο, του απάντησε με το γλυκό χαμόγελο, στην άκρη των χειλιών.

– Όχι, δεν είναι έτσι. Αυτή με αγαπάει αρρωστημένα. Είναι κολλημένη ανάμεσα σε μένα και στον άλλον. Εσύ με αγαπάς πραγματικά.

– Με κολακεύει, αλλά κάνεις λάθος. Δεν γνωρίζουμε ποια είναι η σχέση της με τον άλλον. Αυτή περίμενε πολλά κι εγώ λίγα. Προσγειώθηκε απότομα, ενώ εγώ απογειώθηκα ομαλά και ταξιδεύω υπέροχα μαζί σου. Στο πρώτο αεροδρόμιο που θα τη συναντήσεις, εγώ θα πάρω διαφορετικό αεροπλάνο. Σήμερα το απόγευμα θα έρθει ο Ορέστης, θα είσαι μαζί μας; Ο Άρης, ο θεός του πολέμου, ο φίλος μας, θα συναντήσει τη Μυρτώ, σαν Ηλέκτρα, μα και σαν Μυρτώ, που φέρει αυτό το υπέροχο όνομα.

– Με εγκλώβισες με την παρουσία σου και η άλλη με την απουσία της.

– Μπορείς να πάρεις τους δρόμους και να την ψάχνεις. Θα είναι υπέροχο, και μετά θα γυρίσεις και θα βρεις εμένα.

– Πάμε μαζί;

– Κύριε καθηγητά, καλέ και σοφέ μου, αυτά βιώνονται στη μοναξιά και όχι έτσι. Τα ξέρετε καλύτερα από μένα.

Έφαγαν την υπέροχη μακαρονάδα και μετά πήγαν στο Χαλάνδρι να πάρει εκείνη κάποια αντικείμενα καθημερινής χρήσης. Ο Γραβάνης άφηνε τη ζωή να τους πηγαίνει όπου ήθελε. Η Βασιλεία δήλωσε δυνατή για τη δύσκολη ώρα. Αν όμως φορούσε προσωπείο και η δύσκολη ώρα την τσάκιζε; Αν δεν το άντεχε εκείνη δεν θα το άντεχε και αυτός.

Το απόγευμα ήρθε ο Ορέστης, ένας ζαλισμένος από το διαφημιστικό ηθοποιός, που ρώτησε τι πρέπει να υποδυθεί. Η Βασιλεία και η Μυρτώ, που είχε μπει στο κλίμα, δεν ζητούσαν από αυτόν να υποδυθεί τίποτε. Περίμεναν τον Ορέστη. Όμως ο Ορέστης δεν ήρθε εκείνο το βράδυ και αυτό εκνεύρισε τη Μυρτώ. Δεν αποπειράθηκε να κρατήσει όλο το βάρος επάνω της. Είχε τελειώσει με την προδομένη Ηλέκτρα, προτιμούσε την Αντιγόνη, που δεν περίμενε κανέναν και σήκωσε μόνη το βάρος του καθήκοντος. Μια άλλη φορά...

Έφαγαν το δεύτερο μέρος της μακαρονάδας, σχολίασαν καλοπροαίρετα την παρουσία της νέας νοικοκυράς στο σπίτι, άφησαν τη συζήτηση να διολισθήσει προς την καθημερινότητα, αντάλλαξαν απόψεις πάνω στα πρόσωπα και τις σχέσεις της ευρύτερης οικογένειας, σχόλασαν αργά, και στο διαμέρισμα του Γραβάνη επαναλήφθηκε το σκηνικό της προηγούμενης μέρας.

– Αισθάνεσαι να μπαίνεις σε ρουτίνα; ρώτησε το πρωί η Βασιλεία τον σύντροφό της.

– Το αντίθετο. Αισθάνομαι γύρω μου ένα προστατευτικό δίχτυ που δεν αφήνει τη  ρουτίνα να πλησιάσει. Δεν είσαι η ρουτίνα, είσαι η διαρκής ανανέωση. Ρουτίνα είχε γίνει το κυνήγι για την εξέλιξη της καριέρας μου.

Ήρθε μήνυμα από την Ευδοξία:

«Είμαι τραγικά μόνη».

Ο Γραβάνης το έδειξε στη Βασιλεία κι εκείνη απάντησε απλά:

– Αύριο στο μάθημα θα προσπαθήσω να την πλησιάσω...

 Η συνέχεια αύριο