Top menu

Η Ευδοξία, ο Μίμης και τα Κοράκια [Ο' μέρος] - Μυθιστόρημα σε συνέχειες

130076-giannis_soldatos

Την επομένη, το Σάββατο, ο Γραβάνης τηλεφώνησε στη Βασιλεία:

– Θα πας σήμερα στη Χαλκίδα;

– Όχι, υπάρχει μια μικρή συνομωσία κι ελπίζω να μη θυμώσετε. Η κόρη σας ζήτησε να πάμε αύριο οι τρεις μας. Μπορεί να έρθει και η κυρία Αναστασία.

– Ευχάριστη έκπληξη. Το απόγευμα είμαι διαθέσιμος για φωτογράφιση. Δεν νομίζω πως ο Σωκράτης ήταν και τόσο άνετος όταν ήπιε το κώνειο.

Με την Ευδοξία δεν υπήρξε καμία ανταλλαγή μηνύματος, ο ένας περίμενε από τον άλλο να κάνει το πρώτο βήμα. Εκείνος δεν μπήκε στον πειρασμό να εκθειάσει με δικό του μήνυμα τις φωτογραφίες που τράβηξε η Βασιλεία.

Στη συνέντευξη που έδωσε το 2009 ο  Ιωαννίδης, στον «Αδέσμευτο Τύπο», κατηγόρησε το ΚΚΕ και την καραμανλική Δεξιά, υποστηρίζοντας ότι έχουν έναν παράξενο έρωτα και αλληλοσυμπληρώνονται.

Πίστευε ο Ιωαννίδης πως τα δύο άκρα συγκλίνουν κάπου; Τα ετερώνυμα έλκονται, κατά τους νόμους της φυσικής, αλλά είναι δύσκολο να ερμηνεύσει κάποιος τις ιδεολογίες της ελληνικής Αριστεράς και της αντίστοιχης Δεξιάς με τους φυσικούς νόμους. Τους ταιριάζουν καλύτερα οι νόμοι της μεταφυσικής. Η διαλεκτική του Ηράκλειτου και προπάντων αυτή του Σωκράτη απευθύνονται σε άλλες δομές δημοκρατίας και όχι σε δημοκρατία που επιβιώνει σε τσιγγαναριό. Ο Ιωαννίδης πρόδωσε τη χώρα του, στο όνομα της χώρας του, ο Αλκιβιάδης πρόδωσε την πόλη του επειδή εκείνη τον πρόδωσε και ο Σωκράτης δεν πρόδωσε κανέναν. Οι αρχαίοι είχαν άλλο επίπεδο σκέψης ή καλύτερα πολλά επίπεδα σκέψης. 

«Γηράσκω αεί διδασκόμενος», έλεγε ο δάσκαλος.

Αυτονόητο, όμως πολλοί βολεύτηκαν στο επίσης αυτονόητο, όσο γερνάω βολεύομαι και δεν θέλω να μάθω άλλα.

– «Η παιδεία, σαν την πλούσια χώρα, παράγει αγαθά». Το λέω συχνά και το ξαναλέω, είπε ο Γραβάνης στη Βασιλεία που στεκόταν απέναντί του, πίσω από τη φωτογραφική της μηχανή.

Ήρθε στην ώρα της, τοποθέτησε τον καθηγητή της ανάμεσα σε δύο παράθυρα, όπως το συνήθιζε στις φωτογραφίσεις, βοήθησε την ατμόσφαιρα με το μικρό φως και του άφησε ελεύθερο το πεδίο δράσης. Φόρεσε μαύρα ρούχα εκείνος και κινήθηκε με άνεση στον χώρο, όπως η Ευδοξία.

– Το έλλειμμά μας δεν είναι οικονομικό, μα έλλειμμα παιδείας και πολιτισμού. Αν αποκτήσουμε παιδεία και πολιτισμό θα λυθεί και το οικονομικό μας πρόβλημα. Ο Σωκράτης είπε: «Όσοι εκπαιδεύτηκαν διαφεντεύουν σωστά τα οικονομικά τους, και οφελούν τους άλλους ανθρώπους».

Είχε πάρει το ύφος του σοφού δασκάλου που από τα χείλη του κρέμονταν οι μαθητές του. Μπροστά του βρισκόταν μόνο η Βασιλεία, αλλά και μία κάμερα που κατέγραφε την έκφρασή του, για να τη μεταφέρει και σε μια άλλη γυναίκα. Κοίταξε σαν αυστηρός καθηγητής, αλλά και σαν πληγωμένο ζώο τον φακό και είπε:

– «Χωρίς εξέταση μην τιμωρείς κανέναν». Ο Σωκράτης το λέει. Τον εξέτασαν και τον τιμώρησαν άδικα εκείνοι που μετέτρεπαν την αλήθεια σε ψέμα και το ψέμα σε αλήθεια. «Οι άριστοι ασκούν δικαιοσύνη ακόμη και την ώρα που πεθαίνουν».

Η Βασιλεία τραβούσε τις πιο ωραίες της φωτογραφίες. Ο δάσκαλός της βρισκόταν πέρα από την ατμόσφαιρα της στιγμής. Ήταν πληγωμένος από κάτι πρόσκαιρο, αλλά αυτό δεν τη φόβιζε, του έδινε το πείσμα να παλέψει. Δεν φορούσε προσωπείο, εξέφραζε αυτά που αισθανόταν και δεν βρισκόταν σε θέση άμυνας, αλλά επίθεσης, ενάντια σε αυτούς που οδήγησαν την Ευδοξία σε διαρκή άμυνα.

– «Όπως στο άγαλμα, έτσι και στο βίο μας όλα τα μέρη πρέπει να είναι αρμονικά». Δεν ξέρω πως να σταθώ και πως να το πω, βοήθησέ με, Βασιλεία.

– Έχουν τέτοια αρμονία όλα αυτά που λέτε, οι κινήσεις, η τοποθέτηση του σώματός σας στον χώρο, το φως που έρχεται από τη θάλασσα, ακόμα και τα μαύρα που φοράτε εκπέμπουν φως.

– Το μαύρο δεν εκπέμπει φως, απορροφά το φως.

– Αυτό μας το είπαν από την πρώτη μέρα στη σχολή φωτογραφίας. Αλλά εσείς είσαστε φως.

– Είμαι εγλωβισμένος σε ένα μαύρο κέλυφος. Εισπράττω το φως και δεν μπορώ να το αναμεταδώσω... Λέω σοφιστείες γιατί περιμένω μια οδηγία από σένα.

Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Κοκκίνισε εκείνη:

– Αν σας έλεγα να βγάλετε τα ρούχα σας;

Κοκκίνισε εκείνος, της χαμογέλασε και τα έβγαλε. Αναψοκοκκίνισε η άλλη και άρχισε να τραβάει κατά ριπάς. Επέστρεψε στον κόσμο του εκείνος, χωρίς την παραμικρή ντροπή εκτεθειμένος στον φακό μιας μαθήτριάς του, που όμως είχε στήσει γύρω του έναν δείκτη προστασίας ισχυρότερο από τα μαύρα ρούχα που φορούσε πριν.

– «Ούτε η γυναίκα χωρίς άντρα, ούτε η ελπίδα χωρίς πόνο δεν μπορεί να γεννήσει χρήσιμα πράγματα».

Κάθισε και κουλουριάστηκε σαν έμβρυο.

– «Η ομορφιά είναι τυραννία που κρατάει λίγο καιρό».

Κουλουριάστηκε τόσο που έγινε άμορφη μπάλα. Ένιωσε κάποια στιγμη το χέρι εκείνης στην πλάτη του. Πήρε το κεφάλι του στην αγκαλιά της, τρύπωσε στον κόρφο της σαν παιδάκι ο άλλος και έτρεμε. Προσπάθησε να τον ηρεμήσει.

– Το μάθημα τελείωσε, κύριε καθηγητά.

Την κοίταξε στα μάτια εκείνος, πλησίασαν τα χείλη τους. Τη ρώτησε σαν πρωτάρης:

– Αν συνεχίσουμε, θα διαπράξουμε ύβρη;

– Ο μαθητής πρέπει να ρωτάει τον δάσκαλο κι εκείνος να παίρνει την ευθύνη.

Έμειναν λίγο ακόμη να κοιτάζονται αναποφάσιστοι. Μετά τον άρπαξε από τα μαλλιά και τον φίλησε με πάθος στο στόμα. Έπεσαν στο πάτωμα, χωρίς ρούχα κι οι δύο κι εκείνος βρέθηκε μέσα της. Δεν έγινε κανένας σεισμός, ήταν όλα ωραία. Όταν τελείωσαν, τον κοίταξε γλυκά:

– Τα καταφέραμε και δεν χρειάστηκε να φύγω, ούτε να κοιμηθώ απόψε στο κρεβάτι της Ευανθίας, ούτε στο κρεβάτι σου δεν προλάβαμε να πάμε.

– Πού θα κοιμηθούμε;

– Το κρεβάτι είναι για να κοιμόμαστε... Θα με κρατάς αγκαλιά; Μη νομίζεις πως μόνο εσύ έχεις ανάγκη την αγκαλιά... Και συγγνώμη που ξεχάστηκα και μιλάω στον ενικό.

– Συγγνώμη κι εγώ που παρασύρθηκα και έκανα αυτό που δεν έχω κάνει με καμία φοιτήτριά μου.

– Τώρα τα κακά έγιναν και μας βγήκαν σε καλό. Οι φωτογραφίες θα πάνε αύριο στον αποδέκτη.

– Αύριο υπάρχει η Χαλκίδα.

Στο μεταξύ, το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών είχε συμφωνήσει από το απόγευμα πως διαφωνούν στην αντιμετώπιση των κρίσιμων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων της χώρας.

 

Η ωραία παρέα ολοκληρώθηκε στην Κυψέλη, που έφτασε ο Γραβάνης με τη Βασιλεία για να παραλάβουν την Ευανθία με τη μητέρα της. Η Βασιλεία κατέβηκε, για να παραχωρήσει τη θέση του συνοδηγού στην Αναστασία, αγκαλιάστηκε στο πεζοδρόμιο με τη  μικρή και τα είπαν λίγο. Βρήκε την ευκαιρία η Αναστασία να πειράξει τον Πάνο της:

– Μη μου πεις πως κοιμήθηκε στο σπίτι σου;

– Κακό είναι;

– Πας και με μαθήτριές σου;

– Μία εξαίρεση. Έχει περάσει τα είκοσι πέντε.

– Η ηλικία μάς μάρανε. Δεν φαντάζομαι να ξεχάσεις εμένα;

– Εσύ είσαι σταθερή αξία...

Ξεχάστηκε και δεν τον είχε φιλήσει ή έκανε πως ξεχάστηκε, για να τον φιλήσει στο στόμα την ώρα που μπήκαν και βολεύονταν τα κορίτσια στο πίσω κάθισμα.

– Είμαι ευτυχισμένη, είπε με περίσσεια χαρά η Ευανθία.

– Υπάρχουν και ευτυχισμένοι τσιγγάνοι. Μια παλιά ταινία του 1967, του Αλεξάντερ Πέτροβιτς, έχει τον τίτλο «Συνάντησα και ευτυχισμένους τσιγγάνους».

– Μπαμπά, με βλέπεις για τσιγγανάκι; πετάχτηκε η Ευανθία.

– Άλλο τσιγγάνος, άλλο τσιγγανάκι και άλλο τσιγγαναριό και γυφταριό.

– Μας μπέρδεψες, επενέβη η Αναστασία.

– Βλέπεις ό,τι βλέπω; τη ρώτησε ο Παναγιώτης, στα όρια Κυψέλης και Γαλατσίου.

Έκοψε ταχύτητα και οδήγησε τα βλέμματα των τριών γυναικών προς τον κάδο των απορριμμάτων, όπου ένας γύφτος, μπορεί να ήταν γύφτος στην πραγματικότητα, μεταφορικά ήταν σίγουρα, πετούσε τα σκουπίδια στον δρόμο, ψάχνοντας για χαμένους θησαυρούς. Σταμάτησε ο οδηγός και περίμεναν μέχρι να ολοκληρώσει ο άλλος τη  διαδικασία και να εξαφανιστεί. Κατέβηκαν και οι τέσσερις και τοποθέτησαν τα σκουπίδια στον κάδο.

– Και τσιγγάνοι και πρόσκοποι, αποφάνθηκε η Βασιλεία.

– Γύφτοι δεν είμαστε, συμπλήρωσε η μικρή.

Όταν έφτασαν στην Χαλκίδα, η μικρή και η Βασιλεία εξαφανίστηκαν για το σπίτι της τελευταίας. Θα συναντούσαν τους άλλους το απόγευμα, για την επιστροφή.

– Όλοι συνωμοτούν υπέρ μου, σχολίασε ο Γραβάνης.

– Και πάλι βρεθήκαμε μόνοι.

– Πού πάμε;

– Θυμάσαι μια φορά που χαθήκαμε σε ένα μαγικό τόπο διασχίζοντας τη Δίρφυ και φτάσαμε ως τη Χιλιαδού;

– Καμιά εξηνταριά χιλιόμετρα είναι, σε μιάμιση ώρα θα είμαστε εκεί, κάπου θα βρούμε να φάμε. Διάβασες το άρθρο μου;

– Λες να μην το διάβασα;

– Αύριο πληρώνομαι, και πληρώνομαι καλά.

– Λαχείο μάς βγήκε η Ευδοξία σου. Η Βασιλεία πώς έγινε κολλητή σου;

Της τα διηγήθηκε όλα με κάθε λεπτομέρεια. Τον μακάρισε εκείνη που βρέθηκε με τόσες γυναίκες δίπλα του, ενώ η ίδια είχε μείνει με τον Ηλία και τον πρώην σύζυγο. Ο τελευταίος προσφέρθηκε να συνδράμει την κατάσταση, αν συναντήσει κάτι καλό, αφού η πρώην συντηρητική Αναστασία είχε ανακαλύψει τον καταπιεσμένο της εαυτό. Μιλούσαν σε όλη τη διαδρομή, σαν να είχαν χρόνια να συναντηθούν, σαν να συναντιόνταν κάθε μέρα. Πέρασαν τη Νέα Αρτάκη, τον Βατώντα, τους Καθενούς, τη Στενή, τους Στρόπωνες, τη Λάμαρη και έφτασαν στην παραλία της Χιλιαδούς. Οι κάτοικοι της γύρω περιοχής ισχυρίζονται πως η περιοχή ήταν ορμητήριο πειρατών. Δεν ρώτησαν κανέναν, απλά το ανέφερε εκείνος και φυσικά δεν συνάντησαν κανέναν πειρατή.

Το τοπίο, χωρίς τα καραβάνια των καλοκαιρινών εκδρομέων και κατασκηνωτών, ήταν διαφορετικό, πολύ πιο ωραίο, με το κύμα να κυριαρχεί σαν ήχος και εικόνα. Στο τέλος της παραλίας τούς περίμενε το μονοπάτι που οδηγούσε στη μικρή παραλία των γυμνιστών, που τη βρήκαν γυμνή από κόσμο. Είχαν έρθει οι δυο τους πριν πέντε χρόνια, τότε που η Αναστασία έκανε μπάνιο με ολόσωμο μαγιό, σαν τη μύγα μες στο γάλα. Τώρα ήταν διαφορετική, έβγαλε όλα τα ρούχα της και βούτηξε στο κύμα. Ο Παναγιώτης κάθισε στην παραλία και την καμάρωνε. Μια φιγούρα γήινη. Δεν είχε το ανάερο και εφηβικό της Ευδοξίας και της Βασιλείας, ήταν ένα δυνατό θηλυκό που για χρόνια κρυβόταν κάτω από τη μάσκα των ρούχων της, για να μην προκαλεί τα βλέμματα των ανδρών, πέρα από αυτό του συζύγου της. Έβγαλε εκείνος το μπουφάν του και περίμενε ως τη  στιγμή που εκείνη ήρθε και την τύλιξε για να μην παγώσει. Έμεινε ώρα στην αγκαλιά του με τα χείλη της κολλημένα στα δικά του.

– Σ’ αγαπάω, όσο τίποτε άλλο στον κόσμο, του είπε.

– Εσύ δεν είπες πως δεν χρειάζεται να το δηλώνουμε;

– Το είπα, αλλά τώρα μου χρειάστηκε. Προχώρα με τη Βασιλεία, και η Αναστασία παραμένει η χρυσή σου εφεδρεία.

– Δεν πιστεύω πως μου έστειλε ο θεός στην αγκαλιά μου ένα τέτοιο πλάσμα, σαν εσένα.

– Έπρεπε να χωρίσουμε για να καταλάβουμε ο ένας τον άλλον και να ξαναβρεθούμε για πάντα, όπως είμαστε τώρα... Καίγομαι, με το θερμόμετρο να δείχνει μείον...

 Η συνέχεια αύριο