Top menu

Δαίμονας χωρίς ταυτότητα, ιστορίες

της Άτης Σολέρτη

 

Ο δυνατός αυτός κρότος, τον σήκωσε από τη θέση του - το παγκάκι. Τράβηξε κατά τη θάλασσα.
Το ίδιο  Γ  Ι  Α Τ Ι  πέρασε πάλι μπροστά απ' τα μάτια του.
Γιατί να κόβεις κάθε ρόδο που συναντάς;                             
Γιατί να θέλεις να ονειρεύεται απ' το νερό που το ποτίζεις;                                                
Κι εκείνο γιατί να θέλει να μεγαλώνει με το φώς που του ρίχνεις, έτσι όπως εσύ επιλέγεις να το ρίξεις;  Γ Ι Α Τ Ι;
Error a culpa vacat, η πλάνη δε συνεπάγεται ενοχή.
ΓΙΑΤΙ την τιμωρείς;

Ο αέρας φυσούσε δυνατά στο πρόσωπό του. Του έκανε καλό.
Ήταν σα να έδιωχνε, να ξερίζωνε από μέσα του ό,τι τον έτρωγε.
Ήταν σαν να του έδειχνε το δρόμο προς τη λύτρωση... που πάντα αναζητούσε. Το δρόμο προς το Καθαρτήριο των Παθών.
Μια θάλασσα...ήταν τόσο κοντά του. Η θάλασσα!                                                                                                                                          

Δεν άργησε να τρέξει κατευθείαν σ' αυτή.
Το λιμάνι των αναμνήσεων, η θάλασσα, ο βυθός που κατάπινε για χρόνια τους αναστεναγμούς του και ποτιζόταν από τ' αλμυρά του δάκρυα.
Η θάλασσα! Ο γαλαζοπράσινος εχθρός του. Ο γαλαζοπράσινος φίλος του. Πόσες φορές τον έκανε να ονειρεύεται, νανουρίζοντάς τον στην ποδιά της, που μύριζε αλμύρα ή άλλοτε σαπίλα απ' ό,τι είχε ποτίσει πάνω της.
 
Αγαπημένη θάλασσα! Μάνα αιώνια! Αιώνιο πέρασμα στους βυθούς της κολασμένης αβύσσου που στοιχειώνουν τα όνειρά μου!
Πότε θ' ανοίξουν οι κοραλλένιες πύλες σου για να με καλωσορίσουν στο βασίλειο του Άδη; Μη μου λες πως ''είναι νωρίς''.
Δε θέλω να τ' ακούσω. Πάψε κι εσύ. Δε θέλω ν' ακούω ούτε εσένα. (Είπε αποτεινόμενος σε μια φωνή, που έσπευσε να συμφωνήσει με τη θάλασσα).
Η ζωή είναι μια πέτρα που πρέπει ο καθένας να τη σπρώξει μόνος του ως την κορυφή του βουνού..., αλλά εγώ δεν έχω χέρια να τη σπρώξω. Δεν έχω σώμα, μάτια, μύτη, στόμα, αυτιά.

Το μόνο που μου 'μεινε είναι η καρδιά μου. Δυστυχώς.
Κι εκείνη όμως έχει γίνει κομμάτια. Ο χτύπος της δεν ακούγεται πια. Μοιάζει να σταμάτησε.
Αλλά χτυπά. Χτυπά μόνο για να μου θυμίζει ότι... ζω.
Ζαλίζομαι. Η σιωπή παίρνει τη μορφή φθόγγων, γίνεται ήχος και βγαίνει δυνατή φωνή, κραυγή απ’ το στόμα. Ξημερώνει. Παραπαίω ανάμεσα στην τρέλα και στη λογική, στο φώς και στο σκοτάδι. Τρέμω. Κλαίω.
Νιώθω να πνίγομαι απ' το δικό μου το αίμα.
Ο δαίμονάς μου έβγαλε τώρα δύο κεφάλια κι έχει δύο ονόματα.
Μίσος και Οίκτος.
Τι θα φωλιάσει ακόμα στην ψυχή μου; Φυλακισμένος στις σκέψεις, στοιχειωμένος από δαιμόνια που με ρίχνουν στα σκυλιά κάθε μέρα και μου ξεσκίζουν τη σάρκα λίγο-λίγο... Λιώνω. Χάνομαι.
Γίνομαι σκουλήκι. Σέρνομαι και χώνομαι ντροπιασμένο κάτω απ' το χώμα της γης. Σκεπάζομαι καλά κι εξαφανίζομαι. Γυρίζω στη σαπίλα απ' την οποία προήλθα.
Τι ευτυχία να γεννιέσαι στον Παράδεισο!
Τι δυστυχία να συναντά η ψυχή το δαίμονα που την εξουσιάζει και να τον κοιτά κατάματα!
Μακάρι η σιωπή ν' ακουγόταν και να έπαιρνε απαντήσεις!
Σιχάθηκα τη σαπίλα μου. Μυρίζει απαίσια. Ασφυκτιώ. Πνίγομαι.

Βουτώ και κλείνομαι σε σένα θάλασσα!
Στα τρικυμιώδη νερά σου αφήνω το σώμα μου να πορευτεί...
και στους δολοφονικούς βράχους των ομιχλωδών ακτών σου ελπίζω να το συντρίψεις.
Βυθίζομαι σε σένα θάλασσα!
Στα φασματικά φύκια σου μπλέκομαι και ικετευτικά περιμένω ν' αποκτήσουν την Ποσειδώνια δύναμη του αφανισμού μιας ύπαρξης δίχως  Τέλος.
Βουτώ και κλείνομαι σε σένα θάλασσα!
Στις σκονισμένες από στάχτη πέτρες σου δένομαι κι αναμένω να
με βυθίσουν αργά στον αφρισμένο απ' τις ανάσες των νεκρών πάτο σου.
Μη μ' αποπαίρνεις θάλασσα!
Μη διώχνεις τις μαγευτικές σειρήνες σου από κοντά μου!
Άσ’τες να με νανουρίσουν γλυκά..., ασματικά..., καθώς εγώ θα κείτομαι στο γαλάζιο σου δίχτυ.
Μη με διώχνεις θάλασσα! Μη με ωθείς στην επιφάνεια του ήρεμου αλλά γεμάτου ρυτίδες προσώπου σου, για να μ' εξορίσεις με την ψυχρή σου ανάσα απ' το βασίλειο των υδάτινων μυστικών σου.
Άσε τους νεκρούς σου ν' αγγίξουν τις αλμυρώδεις πληγές μου!
Άσε τους σκελετωμένους καπετάνιους σου να μ' οδηγήσουν στα βυθισμένα καράβια τους, κι εκεί να ξαποστάσω το ταλαιπωρημένο μου πνεύμα!
Βουτώ και κλείνομαι σε σένα θάλασσα!
Δίχως ψυχή, δίχως καρδιά, δίχως νου....
και περιμένω να σβήσεις τις φωτιές που με καίνε και θέλουν να με κάνουν στάχτη!
Βυθίζομαι σε σένα θάλασσα! Αλλά δεν έχεις βυθό.
Βυθίζομαι στο απόλυτο κενό με γεύση αλμύρας... κι ελπίζω τ’ ομιλητικό σου νερό να μου φανερώσει τα αινιγματικά μυστικά που στη θέα της σκιάς μου κρύβονται.
Αιωρούμαι...

Ίσως μέσα μου να εύχομαι να μπορούσα να ξυπνήσω ένα πρωί σ' ένα λειβάδι, ανάλαφρος να τρέξω σ' αυτό σαν πουλί, φορώντας το μανδύα της λήθης.
-Χα, Χα, Χα.....
Άκου... Γελά ο δαίμονάς μου! Με κοροϊδεύει για τις φρούδες μου σκέψεις. Και πάλι γελά....
-Το λειβάδι....Για σένα...φλογερό καμίνι με χίλιους δαίμονες-αδελφούς για συντροφιά. Χα, Χα, Χα...

Σκέψεις ιλίγγου, σκέψεις παράνοιας.
Σιωπή βασανιστική.
Το φώς του ήλιου με κάνει να νυστάζω.
Κι αυτό το σφίξιμο στην καρδιά και στο στομάχι...
Νιώθω βαριά τα βλέφαρα και το πρόσωπό μου γεμάτο ρυτίδες.                                      

Η απεικόνιση της ψυχής μου.
Δε νιώθω τα χέρια μου, το σώμα μου. Φοβάμαι. Το φώς είναι ακόμα μακριά κι η ελπίδα παραμένει ξεχασμένη..., ακόμα κλεισμένη στο κουτί της Πανδώρας.
Για πόσα έτη φωτός θα την αναζητά ο άνθρωπος;
Πόσα ακόμη ρόδα θα κόβει ανενόχλητα το χέρι της μοίρας;