Top menu

Βασίλης Παπαδόπουλος: Κατηγορία εσχάτης προσδοκίας

Κατηγορία εσχάτης προσδοκίας, ποίηση, Βασίλης Παπαδόπουλος, Εκδόσεις Εκάτη, 2013

 

Πανίσχυρες Έξεις   

Θυμάμαι πως έφηβος ακόμα έκλεβα σε κάθε ευκαιρία μήλα και προσχήματα από τους κήπους των γειτόνων μας. Ο πατέρας απογοητευμένος συχνά μου έλεγε πως έτσι όπως πάω θα καταλήξω εγκληματίας. Κάποτε αποφάσισα να ζήσω και περπατώντας έφτασα ως την Κατάλληλη Ηλικία. Εκεί άνοιξα ένα πρώτης τάξεως μαγαζάκι –πρέπει κανείς κάπως να βγάζει το ψωμί του– όπου κάθε πρωί στραγγάλιζα με μεγάλη όρεξη τα νυχτερινά μου όνειρα σαν κοτόπουλα. Τα μεσημέρια έστηνα ξόβεργες στη γύρω περιοχή για να πιάσω όσες αμφιβολίες κυκλοφορούσαν ακόμα ελεύθερες – σπάνια γύριζα πίσω με άδεια χέρια. Η μεγαλύτερή μου όμως απόλαυση ήταν να βγαίνω τις νύχτες στους δρόμους, ν’ απαγάγω πρώιμες ενοχές, να τις κλειδώνω στο υπόγειο του σπιτιού μου κι ύστερα να στέλνω ανώνυμα γράμματα στον εαυτό μου ζητώντας υπέρογκα λύτρα.


Εκτός διδακτέας ύλης                                     

Στη Νέλλη Σεμιτέκολο   

Στην επόμενη στροφή της αγωνίας μας περιμένει υπομονετικά ο δρόμος που από παιδιά θέλαμε να πάρουμε, αλλά δε μας άφηναν. Γι’ αυτό κι εγώ ανεβαίνω κάθε βράδυ στο ικρίωμα μήπως και καταλάβω, αλλά οι πιο βαριές σιωπές στέκονται πάντα στην αντίπερα όχθη. Τότε κάθομαι κι ακούω με προσοχή τους σωλήνες που τρίζουν πίσω από τους τοίχους. Το νερό βλέπετε κουβαλάει πάντα περισσότερη θλίψη. Με τον ίδιο τρόπο κάθε Κυριακή απόγευμα συγκεντρώνονται στο σπίτι όλα αυτά που δεν κάναμε όταν έπρεπε και κάθονται χωρίς να βγάζουν λέξη, σαν πενθούντες συγγενείς. Λίγες ώρες αργότερα φεύγουν με το στόμα πλημμυρισμένο αναβολές και αντικατοπτρισμούς παρηγοριάς. Στην τελευταία τους επίσκεψη διαμαρτυρήθηκα και τους δήλωσα με θράσος πως θα ήθελα πια κι εγώ να φύγω. Βρήκαν το αίτημά μου δίκαιο και το δέχτηκαν. Με έστησαν στον τοίχο και στάθηκαν απέναντί μου. Μου έδεσαν τα μάτια μ’ ένα πανί για να μη βλέπω την ντροπή τους κι αυτοπυροβολήθηκαν.


Κόκκινο – Μαύρο                                     

Στην Αργυρώ Μαντόγλου  

«Messieurs faites vos jeux! À tout seigneur, tout honneur!» 
Ανάστροφο το βλέμμα, το παιχνίδι πια είναι μέσα μας. 
Σταυροί ψαλιδισμένοι στο σχήμα του τριαντάφυλλου μας προφυλάσσουν,
μη φοβάστε!  Ξεχάστε τα άδεια τοπία, αυτά είναι πια μόνο για τις κάρτες                                  
                                                                                                                          των παραθεριστών. 
Ο φόβος μας εκβιάζει με το θάνατο κι ο Άγιος μας υπόσχεται ένα Δράκο                                
                                                                                            στη θέση της Τύχης. 
Λείψανε οι αποχαιρετισμοί και τα δάκρυα, λείψανε οι άδειες ώρες, 
νεκροί εμείς κληρονομούμε τώρα τη σοφία των ζωντανών. 
À tout seigneur, tout honneur!
Κανένας μίτος δε θα μας βγάλει από τον Κόσμο, 
ούτε από το σπίτι στο χρώμα του πυρετού. 
Ξέρουμε πως τον εαυτό μας θα συναντήσουμε πάλι                                     
                                                                                           στον επόμενο Λαβύρινθο.
«Messieurs faites vos jeux!» 
Η κατανόηση έρχεται αργά, κύριοι, 
κι είναι σχεδόν πάντα άχρηστη 
–είναι η κορδέλα σ’ ένα κουτί με γλυκά 
που πάμε σε απεχθή συγγενή–, 
δε χρησιμεύει σε τίποτα
βοηθάει όμως να κρατάμε 
τα προσχήματα…
«Messieurs… faites vos jeux!»


Αφροδίτη  

Ανεβασμένη σ’ ένα διαφορετικό βάθρο  
–λίγα μόνο εκατοστά ψηλό για να ’σαι προσιτή– 
μέσα απ’ την εξαίσιά σου γεωμετρία
ρίχνεις τα δίχτυα σου βαθιά μες στις αισθήσεις, 
έφτασες ως εδώ με βία μέσα απ’ τη λάσπη,
εσύ που ανήκεις στον ουρανό των διάφανων πλασμάτων.
Θεά των πληβείων, κάποτε ονειρευόσουν, 
τώρα αλέθεις την ψυχή σου νύχτα τη νύχτα
κι ανεβάζεις ως τα μάτια 
μια αστρόσκονη πικρή 
που τρέφει όλους εμάς και σένα,
κρατώντας το δέρμα σου –παγοδρόμιο του φωτός– 
σφραγισμένο 
για να μην μπαίνουν ούτε από κει
τα λόγια που ’χει σπιτώσει στοργικά ο δρόμος. 
Μου χαμογελάς. Κοιτάζω την πινακίδα πάνω απ’ το κεφάλι σου 
– σ’ ακολουθεί κι εδώ η γενέθλια πόλη: «Οδός Βουκουρεστίου».   


Ο Ηνίοχος των Δελφών 

Ονειρεύομαι σκιές και φωνές ανθρώπων,
το ποδοβολητό των αλόγων.
Ονειρεύομαι γλώσσες ακατάληπτες
μια ατελείωτη νύχτα.
Ονειρεύομαι τον ηνίοχο που κάποτε υπήρξα,
το άγαλμα που θα γίνω.  
Απ’ τα μεγάφωνα του σιδηροδρομικού σταθμού ακούστηκε η ανακοίνωση: «Δοθέντος του σήματος αναχωρήσεως η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί». Αμέσως όλοι άρχισαν να ψάχνουν στις τσέπες τους για μια κατάλληλη στιγμή και να συνωστίζονται στο ικρίωμα. Ο σταθμάρχης όμως έβγαλε αργά από το καπέλο του ένα ηθικό δίδαγμα, αφού άλλωστε τα λουλούδια είναι πιο σημαντικά από τις ερωτήσεις.  
*


Ο Βασίλης Παπαδόπουλος (Ισημερία, ποίηση, Εκδόσεις Εκάτη, 2007) έρχεται και πάλι να ταράξει τα νερά της σύγχρονης ελληνικής ποίησης με την άρτι αφιχθείσα νέα του αυτή συλλογή.  Καυστικός αλλά με υποφώσκουσα ειρωνεία, παραληρηματικός και ταυτόχρονα με συγκροτημένο λόγο, μας δίνει νέες διαστάσεις και προοπτικές:

…Με τον ίδιο τρόπο κάθε Κυριακή απόγευμα συγκεντρώνονται στο σπίτι όλα αυτά που δεν κάναμε όταν έπρεπε και κάθονται χωρίς να βγάζουν λέξη, σαν πενθούντες συγγενείς. Λίγες ώρες αργότερα φεύγουν με το στόμα πλημμυρισμένο αναβολές και αντικατοπτρισμούς παρηγοριάς...

Η γραφή του μεστή, και γρήγορη με υπερρεαλιστικές τάσεις παρασέρνει τον αναγνώστη σε καθημερινά τοπία αντεστραμμένης προοπτικής, δημιουργώντας του αισθήματα ιλίγγου που τον περιδινίζουν περιπαικτικά:

…Η μεγαλύτερή μου όμως απόλαυση ήταν να βγαίνω τις νύχτες στους δρόμους, ν’ απαγάγω πρώιμες ενοχές, να τις κλειδώνω στο υπόγειο του σπιτιού μου κι ύστερα να στέλνω ανώνυμα γράμματα στον εαυτό μου ζητώντας υπέρογκα λύτρα…