Top menu

Άλι Σμιθ: Εγγραφή [Ανέκδοτη μετάφραση στα ελληνικά]

Μεταφράζει η Άρτεμις Μιχαηλίδου
alismith1310.jpg
Η Άλι Σμιθ γεννήθηκε στη Σκωτία το 1962 και σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Aberdeen. Κατέχει εξέχουσα θέση στη σύγχρονη βρετανική λογοτεχνία, έχοντας δημοσιεύσει συνολικά 13 μυθιστορήματα και συλλογές διηγημάτων, καθώς επίσης δοκίμια και κριτικές. Έχει λάβει εγκωμιαστικά σχόλια εντός και εκτός Μ. Βρετανίας, καθώς και σημαντικά βραβεία για το έργο της (Saltire, Whitbread, Scottish Arts Council), ενώ είναι ιδιαίτερα δημοφιλής για την τολμηρή της θεματογραφία και τους παιγνιώδεις γλωσσικούς πειραματισμούς.
Τα πιο πρόσφατα έργα της (The Story of Antigone και Shire) εκδόθηκαν το 2013. Στην Ελλάδα κυκλοφορούν σε μετάφραση τρία από τα μυθιστορήματά της: Η Τυχαία, Hotel Cosmos, Κορίτσι Συναντά Αγόρι. Γνωστή για τις προοδευτικές της θέσεις και την εναντίωσή της σε κάθε μορφής κοινωνικό ρατσισμό, η Άλι Σμιθ αρθρογραφεί τακτικά σε διακεκριμένα έντυπα όπως οι Times και ο Guardian. Ζει στο Cambridge.
Το παρόν διήγημα Εγγραφή προέρχεται από τη συλλογή The First Person and Other Stories (2008) και δημοσιεύεται για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα. 
 

*

 

Ζήτησα απ’ τον δεκατετράχρονο εαυτό μου να καθίσει στο τραπέζι του καθιστικού, απέναντί μου, για να μπορέσουμε να μιλήσουμε.
Όλον αυτό τον καιρό που βρίσκεται σπίτι μου, το μόνο πράγμα που κάνει είναι να κοιτάζει με προσήλωση στο κενό – κάποιο σημείο ακριβώς πάνω απ’ το κεφάλι μου – ή να με κοιτάζει κατάματα, κι έπειτα να στρέφει το βλέμμα αλλού, σαν να ‘μαι ό,τι πιο βαρετό υπάρχει στον κόσμο.
Γύρισα σήμερα απ’ τη δουλειά κι ήταν ακόμα σπίτι. Δεν ρώτησα το λόγο – ούτε που είχε πάει την τελευταία φορά που έφυγε. Της ζήτησα απλώς να κλείσει την τηλεόραση. Της είπα και πάλι να έρθει να καθίσει δίπλα μου, στο τραπέζι.
Βγάζει ένα στεναγμό. Υπακούει τελικά σ’ αυτό που της ζητάω. Τραβάει αδέξια μια καρέκλα. Είναι σαν να προσπαθεί επίτηδες να φανεί αδέξια. Κάθεται κι αναστενάζει ξανά, πιο δυνατά τώρα.
Την περασμένη εβδομάδα, ένα κορίτσι, μια κοπέλα άγνωστη (αλήθεια, πότε ένα κορίτσι γίνεται κοπέλα; Πότε παύουμε να είμαστε κορίτσια;) έκανε μεταβολή προς το μέρος μου – περπατούσαμε κι οι δυο σ’ ένα δρόμο γεμάτο κόσμο – με στρίμωξε επιδέξια σ’ ένα τοίχο (διαφήμιζε κάποια ανακαίνιση παλιών καταστημάτων), και με φίλησε. Μέρα μεσημέρι, στο κέντρο του Λονδίνου. Το φιλί αυτό με ξάφνιασε, έτσι όπως ήρθε απ’ το πουθενά. Εκείνο το βράδυ, όταν γύρισα σπίτι, ο δεκατετράχρονος εαυτός μου τριγύριζε παντού – σκόνταφτε πάνω στα έπιπλα… Είχε ύφος αγριεμένο και φερόταν απρόβλεπτα, όπως θα έκανε και μια νεαρή φοράδα αν την κλείνανε στους τέσσερεις τοίχους.
Είναι σοκαριστικό να βλέπεις τον εαυτό σου όπως δεν τον έχεις δει εδώ και τριάντα χρόνια. Κι ούτε νιώθεις τόσο άνετα, με τον εαυτό σου στον ίδιο χώρο, να παρακολουθεί την κάθε σου κίνηση σαν να σου κάνει χάρη – γιατί ποιος άλλος θα ‘θελε να ξέρει τι ακριβώς κάνεις;
-    Πώς σου φαίνεται το σπίτι; ρωτάω τη δεκατετράχρονη εκδοχή μου. Σ’ αρέσει;
Ούτε καν γυρνά να κοιτάξει. Σηκώνει αδιάφορα τους ώμους.
-    Θέλεις λίγο καφέ; τη ρωτάω.
Να ‘το πάλι αυτό το ύφος, σαν να μου κάνει χάρη. Κάνει την αναίδεια να μοιάζει χαριτωμένη. Ξεχνιέμαι για ένα λεπτό, θαυμάζοντας την τέχνη της. Νιώθω περήφανη. Την επιδοκιμάζω.
-    Άλλα της! λέω.
Με κοιτάζει σαν να τρελάθηκα.
-    Αλλά τι; με ρωτά.
-    Χα! Δεν με κατάλαβες. Το «άλλα της», είναι μια έκφραση – κάτι σαν κλισέ. Προέρχεται απ’ το χώρο της μουσικής. Σημαίνει μπράβο, σου βγάζω το καπέλο. Κάτι τέτοιο. Είναι αμερικάνικη έκφραση, απ’ την κουλτούρα των μαύρων. Μεταγενέστερη. Θέλω να πω, είσαι ακόμα μικρή για να την ξέρεις.
Κάνει έναν ήχο σαν «τς, τς…»  -- ίσα που ακούγεται.
Ακουμπάω το φλιτζάνι με τον καφέ στο τραπέζι, μπροστά της. Το παίρνει.
-    Πάρε και το πιατάκι μαζί.
Κοιτάζει με τρόμο το περιεχόμενο του φλιτζανιού.
-    Δεν μπορώ να το πιω: θέλω και γάλα, μου απαντά. Η προφορά της θυμίζει το μέρος απ’ όπου κατάγομαι. Είναι τόσο αυθεντική που, ακούγοντάς την να λέει πάνω από πέντε λέξεις στη σειρά, νιώθω ένα σφίξιμο στο στήθος.
-    Δεν έχω γάλα. Ξέχασα ότι τον καφέ τον πίνεις με γάλα…
-    Άσε που παραείναι δυνατός. Είναι πολύ δυνατός για μένα, ξαναλέει.
Το λέει με ύφος απολογητικό.
-    Προτιμώ τον στιγμιαίο, συνεχίζει. Όλοι οι υπόλοιποι καφέδες έχουν πολύ έντονη γεύση για τα γούστα μου.
-    Ναι, αλλά ο στιγμιαίος είναι γεμάτος αντισυσσωματικά. Κάνει μεγάλη ζημιά στα νεύρα…
Μέχρι να πω τη λέξη «αντισυσσωματικά» τα μάτια της κοιτάζουν και πάλι στο κενό. Σπρώχνει μακριά το φλιτζάνι και γέρνει το κεφάλι στα χέρια. Ξαφνικά νιώθω χαμένη. Θέλω να της πω: «Για δες – το περίμενες ποτέ ότι θ’ αγόραζα σπίτι; Σ’ αρέσει που ‘ναι γεμάτο βιβλία; Ξέρω ότι σ’ αρέσουν τα βιβλία. Μαζί μου, δεν χρειάζεται να παριστάνεις ότι δεν είσαι έξυπνη. Το ξέρω πως είσαι. Όταν ήμουν στην ηλικία σου, λάτρευα την ιδέα ενός σπιτιού γεμάτου βιβλία…»
Θα τόλμαγα όμως να το πω; «Όταν ήμουν στην ηλικία σου…» Θ’ άφηνα στ’ αλήθεια τον εαυτό μου να εκστομίσει μια φράση τόσο απαίσια;
Υπάρχουν, ωστόσο, πολλά πράγματα που θα ‘θελα να της πω. Όπως, για παράδειγμα, για τη μάνα μας: θα της έλεγα, για παράδειγμα: «Μην ανησυχείς. Θα το ξεπεράσει. Απλώς περνά δύσκολες ώρες τώρα. Δεν πρόκειται να πεθάνει μέχρι να φτάσεις στη διπλάσια ηλικία απ’ όσο σήμερα».
Δεν μπορώ όμως να πω κάτι τέτοιο – έτσι δεν είναι;
Θέλω να της πω: «Θα τα πας μια χαρά σ’ όλες τις εξετάσεις. Και στο Πανεπιστήμιο το ίδιο. Θα περάσεις καλά. Μη σε νοιάζει που την πρώτη εβδομάδα δεν θα τα βρείτε με το αγόρι από τη φοιτητική εστία – εκείνο που μύριζε λαδομπογιά… Δεν είναι απαραίτητο να τα φτιάξεις με κάποιον απ’ την πρώτη εβδομάδα. Δεν είναι ανάγκη – δεν έχει σημασία…»
Θέλω να της πω ποιον να εμπιστεύεται και ποιον όχι: ποιοι θα ‘ναι πραγματικοί φίλοι και ποιοι θα της γαμήσουν τη ζωή… Με ποιους να πέσει στο κρεβάτι και ποιους να αποφύγει οπωσδήποτε… Σ’ αυτό το άτομο να πεις ναι – αδιαμφισβήτητα: είναι ό,τι καλύτερο μπορούσε να σου τύχει… Και μη φοβηθείς, θέλω να της πω, όταν διαπιστώσεις ότι σ’ αρέσουν και τα κορίτσια όσο και τ’ αγόρια. Δεν υπάρχει πρόβλημα. Κι αυτό εντάξει είναι. Μια χαρά θα σου πάει. Μην μπεις καν στον κόπο ν’ ανησυχήσεις – ούτε για ένα απόγευμα. Μη χάσεις ούτε μια ώρα… Κι επί τη ευκαιρία, το 1997 να μην ψηφίσεις το κόμμα των Εργατικών: είναι σαν να ψηφίζεις τους Συντηρητικούς. Αλήθεια σου λέω. Κι όταν θα γίνεις είκοσι δύο, και θα πας για ‘κείνη τη δουλειά στις πωλήσεις, στο κέντρο του Εδιμβούργου, και θα προχωράς με το Σιτροέν στην όπισθεν, στο σημείο που βρίσκεται το άγαλμα, μην προχωρήσεις πάρα πολύ: πάτα μόνο με προσοχή το συμπλέκτη. Μην πανικοβληθείς γιατί, αν τα χάσεις, θα κάνεις κομμάτια τον πίσω προφυλακτήρα στον τοίχο κάποιας παμπ. Και στο κάτω κάτω, δεν υπάρχει λόγος να δεχθείς μια δουλειά σαν κι αυτή: εννοώ ότι θα μπεις σ’ ένα δωμάτιο όπου όλοι θα φορούν κοστούμια, ενώ εσύ θα είσαι με τα τζην… Να ξέρεις, δηλαδή, τι θες πραγματικά να κάνεις – αυτό θέλω μόνο να πω…
Την κοιτάζω όμως εκεί, στο τραπέζι – έτσι λεπτή, κι αυτάρκη, και γεμάτη αναίδεια – και δεν μπορώ να βγάλω λέξη. Θα ‘ταν άλλωστε τρομερό να της ανοίξω εγώ τα μάτια για τους φίλους που δεν έχει ακόμα γνωρίσει, ή για την αριστερή κυβέρνηση που μας προέκυψε αλλιώτικη… Θα ‘τανε τρομερό να της μιλήσω, αυτή τη στιγμή, για τον σπασμένο προφυλακτήρα κάποιου απογεύματος του 1984… Εδώ είναι τρομερό να υπαινιχθώ καν ότι θα πάει Πανεπιστήμιο…
-    Πρέπει να τρως περισσότερο, λέω τελικά.
Βάζει στο στόμα μία τούφα απ’ τα μαλλιά της. Την ξαναβγάζει, την κρατά στα δάχτυλα και τη σηκώνει ψηλά. Ελέγχει τις βρεγμένες άκρες για ψαλίδα.
-    Α, μην το κάνεις αυτό! της λέω. Είναι αηδιαστικό!
Μου ρίχνει μια κοροϊδευτική ματιά.
Έχει σπυράκια γύρω απ’ το στόμα και τη μύτη. Φυσικό είναι, μ’ αυτό το δέρμα που τώρα ξέρω πως λέγεται «μικτό». Θα μπορούσα να της πω τι να κάνει. Η χωρίστρα στη μέση κάνει τα μαλλιά της να χάνουν τον όγκο τους, και μοιάζει έτσι πιο ντροπαλή απ’ όσο είναι. Ψηλά στο μέτωπο, στις ρίζες των μαλλιών, έχει ακμή. Θα μπορούσα να της πω τι να κάνει και μ’ αυτό.
Σηκώνομαι και πάω προς το παράθυρο. Κοιτάζω έξω. Εκείνο το φιλί στον τοίχο κάνει ακόμα το κεφάλι μου να βουΐζει: σαν να ‘χει ένα καπάκι στην κορφή, και κάποιος να το άνοιξε, και να ‘ριξε μέσα μια κανάτα ζεστό νερό μαζί με λίπασμα για τα λουλούδια, κι έπειτα να στόλισε το ανοιξιάτικο μπουκέτο που ξεπήδησε από μέσα – πανσέδες, ασφόδελους – παίρνοντας το κεφάλι μου για βάζο. Είναι Φεβρουάριος όμως, το φως λιγοστεύει, πέφτει το σούρουπο, κι οι δρόμοι είναι γεμάτοι χιόνι ακόμα. Τώρα πλέον ξέρω – αν και δεν το ήξερα όταν αγόρασα το σπίτι – πως οι δρόμοι είναι στην πραγματικότητα νεκροταφείο. Εκεί κάτω έθαβαν, αιώνες πριν, τους χιλιάδες νεκρούς της πανούκλας σ’ αυτή την πόλη. Κάτω απ’ τα πόδια των ανθρώπων που έβγαλαν το σκύλο βόλτα, κι εκείνων που επιστρέφουν απ’ τα ψώνια, κάτω απ’ το γρασίδι και το χιόνι που λιώνει, κάτω απ’ τη γη, εκεί που συναντιούνται όλα τα μονοπάτια, βρίσκεται η τελική μορφή των θυμάτων της πανούκλας: τα γυμνά τους κόκαλα. Και πάνω τους, η πίσσα του δρόμου, κι ακόμα πιο ψηλά ο ουρανός – σκούρος μπλε – το χρώμα που έχει πάντοτε πριν πέσει η νύχτα. Αργότερα θα βγουν τ’ αστέρια. Θα ‘ναι όμορφα, μ’ όλα τ’ αστέρια και τους πλανήτες διάσπαρτους πάνω απ’ το δρόμο, έτσι όπως μπαίνουν στη σειρά όταν τελειώνει ο χειμώνας κι έρχεται η άνοιξη… Έχει άραγε αστέρια απόψε; Δεν ξέρω αν έχει συννεφιά ή καθαρό ουρανό… «Γιατί έχω μόνο μάτια», που λέει και το τραγούδι… Αρτ Γκαρφάνκελ, αυτός το είπε. Το τραγούδι αυτό ξαφνικά μου ‘δωσε και μια ιδέα:
-    Ποιο είναι το νούμερο ένα τώρα; ρωτώ τη δεκατετράχρονη εκδοχή μου. Στα charts, στα είκοσι πρώτα;
-    Το «Figaro», από τους «Brotherhood of Man», μου απαντά. Είναι χάλια.
-    Κι αυτοί είναι χάλια.
-    Μουσική για νιάνιαρα!
-    Κι αυτό το τραγούδι, το «Angelo»…, συνεχίζω.
-    Το μισώ αυτό το τραγούδι. Ξέρασμα!
-    Σκέτη κλεψιά από τους ΑΒΒΑ, απ’ το «Fernando», ξαναλέω. Λίγο να το προσέξει κάποιος κι είναι ολοφάνερο!
-    Ναι, λέει κι αυτή. Έτσι είναι. Σκέτη κλεψιά. Πήραν απλώς την ιδέα απ’ τους ΑΒΒΑ κι έκαναν μια χαζή διασκευή.
Για πρώτη φορά, από τότε που ‘ρθε, μιλά μ’ ενθουσιασμό. Μένω μαζί της. Σπάω το κεφάλι μου να θυμηθώ κάτι που θα της αρέσει. Της τραγουδώ: «Hey you pretty face. Welcome to the human race».
-    Μ’ αρέσει πολύ ο τρόπος που χρησιμοποιούν το πιάνο στο «Mr Blue Sky»: Είναι σαν ηλεκτρονική φωνή, και νομίζεις πως θα μπορούσε να ‘ναι και η φωνή του ουρανού, αν ο ουρανός είχε φωνή. Εδώ που τα λέμε, μ’ αρέσει τρελά η ιδέα μιας ηλεκτρικής ορχήστρας, σαν το φως, γιατί αυτή η ιδέα είναι σαν να ενώνει κάπως την ορχήστρα με το φως, σαν ελαφρύ φως, κι επιπλέον μ’ αρέσει να ‘ναι όλα ηλεκτρικά, και να μην υπάρχει τίποτα άλλο εκτός απ’ το φως, σαν το ρεύμα που το ανάβεις και το σβήνεις όταν θες.
Τόσο καιρό που βρίσκεται σπίτι, δεν έχει μιλήσει τόσο πολύ.
-    Σαν να ‘χεις μια ολόκληρη ορχήστρα με το πάτημα ενός διακόπτη, απαντώ.
-    Μια ολόκληρη, μεγάλη ορχήστρα, μέσα σ’ ένα γλόμπο, συνεχίζει. Είναι πολύ έξυπνο να το κάνεις αυτό βάζοντας απλώς μερικές λέξεις στη σειρά: οι λέξεις τα κάνουν όλα από μόνες τους. Μ’ αρέσει πολύ. Γράφει, στ’ αλήθεια! Το ξέρεις αυτό με τη φράση που γράφει στο νερό;
-    Όχι.
-    Αυτό για τον Τζον Κητς, τον ποιητή: μας το είπε σήμερα η δεσποινίς Αμπερντίν, στο μάθημα της Λογοτεχνίας.
-    Τον τραγικό ποπ σταρ της Ρομαντικής περιόδου… Δεν σας το ‘πε αυτό η δεσποινίς Αμπερντίν;
-    Ναι, όμως όταν πέθανε, συνεχίζει ο δεκατετράχρονος εαυτός μου, δηλαδή, πριν πεθάνει, ο Τζον Κητς – ξέρεις, ο ποιητής – ζήτησε να του φτιάξουν ένα μνήμα που να λέει «Ενθάδε κείται κάποιος ποιητής που τ’ όνομά του γράφει στο νερό». Όχι «γράφτηκε» αλλά «γράφει». Μπορεί να γράψει στο νερό. Μου φαίνεται πολύ ωραίο: «Ενθάδε κείται κάποιος ποιητής που τ’ όνομά του γράφει στο νερό».
-    «Κάποιος», της λέω. Σκέτο. Όχι «κάποιος ποιητής». Έτσι λέει στο μνήμα: «Ενθάδε κείται κάποιος».
-    Καλά, το ίδιο κάνει.
-    Και είναι «εγράφη στο νερό»,  συνεχίζω. Τρεις συλλαβές, όχι δύο.
-    Λάθος: δυο συλλαβές. «Γράφει».
-    Δεν είναι έτσι. Πρώτα λέει «εγράφη». Κι έπειτα «στο». Κι έπειτα «νερό».
-    Ναι, μα το «εγράφη» δεν είναι λέξη!
-    Κι όμως, είναι. Υπάρχει στ’ αλήθεια.
-    Ναι, σιγά τη λέξη! απαντά ο δεκατετράχρονος εαυτός μου. Δεν σημαίνει τίποτα!
-    Είναι μια αληθινή, ολοκληρωμένη λέξη. Μπορείς να τη βρεις και στο λεξικό. Έχει αλλάξει σημασία στο πέρασμα του χρόνου, κι από την άλλη έχει διατηρήσει τη σημασία της. Απλώς δεν τη χρησιμοποιούμε πλέον έτσι, μ’ αυτή τη μορφή.
Την ακούω που κλωτσάει το πόδι του τραπεζιού.
-    Μην το κάνεις αυτό!
Σταματάει. Είναι και πάλι σιωπηλή. Στρέφω το βλέμμα έξω. Όλο και σκοτεινιάζει. Δεν χρειάζεται να γυρίσω για να δω τι κάνει. Το ξέρω: κουνάει τα πόδια πίσω απ’ την πλάτη μου, κάτω απ’ το τραπέζι, και – στο παραπέντε ακριβώς – αποφεύγει να το κλωτσήσει. Θέλει τέχνη κι αυτό.
-    Ξέρεις, ο Κητς πέθανε απίστευτα νέος, ξαναλέω.
-    Όχι, δεν νομίζω. Ήταν εικοσιπέντε χρονών – ή εκεί περίπου.
-    «Αιώνια ευδαιμονία», συνεχίζω. «Κι η χάρη της συνέχεια μεγαλώνει». Δεν μπορώ να θυμηθώ τι λέει μετά το «κενό». Θεέ μου! Κάποτε το ‘ξερα απ’ έξω αυτό το ποίημα!
-    Κάναμε κι εμείς ένα δικό του ποίημα.
-    Ποιο;
-    Εκείνο που κοιτάς ένα παλιό βιβλίο, μου απαντά.  Και μετά… Πάει, μου ‘φυγε. Γιατί όταν μπήκα στην τάξη σήμερα ήταν χάλια, γιατί στα Καλλιτεχνικά μ’ έβαλαν να βγάλω τα ρούχα μου. Μπροστά σε όλους.
Γυρίζω και την κοιτώ.
-    Ποιος σ’ έβαλε; Ο καθηγητής;
-    Όχι καθηγητής. Καθηγήτρια. Η δεσποινίς Μάκιντος. Μια κουνημένη.
-    Μην τη λες έτσι! Η δεσποινίς Μάκιντος είναι πολύ καλή!
-    Μια κουνημένη από την κουνημενοχώρα!
-    Όχι, δεν είναι!
-    Και που λες, μου ‘πε να βγάλω τα ρούχα μου, που ήταν μούσκεμα, και να τ’ απλώσω στο καλοριφέρ, και να φορέσω το παλτό της. Κι ήμουν σ’ όλο το μάθημα με το παλτό της. Δυο ώρες συνεχόμενες. Πάγωσαν τα χέρια μου. Κάποια στιγμή τα ‘χωσα στις τσέπες της. Και μου ‘χε σκιστεί και το καλσόν, από τις πέτρες, όταν γλίστρησα στο ρέμα. Η Λώρα Γουάιζ απ’ τ’ άλλο τμήμα είπε ότι δεν κρύωνε και μου ‘δωσε το δικό της. Είδε τι έγινε. Είπε ότι ο Τζον Μακλίντοκ είναι σπαζοδελικός.
-    Για στάσου ένα λεπτό! Πρώτον, δεν κάνει να λες αυτή τη λέξη. Δεύτερον, τι πέτρες και μουσκεμένα ρούχα; Τι έγινε ακριβώς;
-    Εκείνο το παιδί, ο Τζον Μακλίντοκ, μ’ έσπρωξε κάτω στο ρέμα.
Το θυμάμαι το ρέμα: συχνάζαμε πολύ εκεί πέρα. Όμως αυτό δεν το θυμάμαι. Θυμάμαι ότι περνάγαμε απ’ το ρέμα κάθε μέρα, πηγαίνοντας για το σχολείο. Και μετά στην επιστροφή. Ήταν μια πράσινη πλαγιά πίσω απ’ τα σπίτια, εκεί που φύλαγαν ό,τι περίσσεψε απ’ τον σκουπιδότοπο, πριν χτιστεί η περιοχή. Προφανώς υπήρχαν περιορισμοί στο σχέδιο πόλεως, κι ίσως γι’ αυτό να μην είχε χτιστεί κι εκείνο το σημείο. Ίσως γι’ αυτό να φύτεψαν δέντρα και γκαζόν γύρω απ’ τους κοντόχοντρους θάμνους, σ’ όλη την έκταση μέχρι το νέο πάρκιν. Αν θυμάμαι καλά, το ρέμα ήταν πολύ απότομο.
-    Δηλαδή ένα παιδί έσπρωχνε τον κόσμο στο ρέμα;
-    Εμένα μόνο, μου απαντά. Μόνο εμένα έσπρωξε. Κανέναν άλλο. Ήμασταν πάρα πολλοί.
-    Και γιατί πήγατε στο ρέμα, στην κορφή;
-    Για να δούμε το χιόνι.
-    Κάτσε να καταλάβω, λέω. Αυτό το παιδί…
-    Γλίστραγε, λέει κι αυτή.
Κρύβει το πρόσωπό της πίσω απ’ τις παλάμες της. Χαμογελά, καθισμένη απέναντί μου, μ’ ένα φλιτζάνι κρύο καφέ μπροστά της. Κουνάει τα πόδια κάτω απ’ το τραπέζι, μα δεν το χτυπά. Ομολογώ πως δεν γνωρίζω αν χαμογελά επειδή την έσπρωξε στο ρέμα ένα αγόρι, ή επειδή τη σήκωσε από κάτω ένα κορίτσι, ή επειδή μια καθηγήτρια Καλλιτεχνικών – που ξέρω ότι της αρέσει – της είπε να βγάλει τα ρούχα της.
Κι έπειτα καταλαβαίνω ότι το κάνει για όλα αυτά. Θυμάμαι τα χέρια μου, χωμένα στις τσέπες ενός γυναικείου παλτού.
Συγκινούμαι. Εκείνη το βλέπει και τσαντίζεται ξανά. Το χαμόγελο εξαφανίζεται. Κάνει μια γκριμάτσα περιφρόνησης.
-    Το «γράφει» είναι πολύ καλύτερο απ’ το «εγράφη», μου λέει.
-    Μπορεί – αλλά δεν είναι η λέξη που χάραξαν στο μνήμα…
-    Κουνημένη, ξαναλέει.
-    Μην είσαι αγενής!
-    Από την κουνημενοχώρα, λέει όσο πιο σιγανά μπορεί.
Μου ρίχνει μια γρήγορη ματιά κι ύστερα κοιτάζει αλλού – στο σωστό χρόνο και με άψογο στυλ.
Έχει νυχτώσει τώρα εντελώς, έξω απ’ τα παράθυρα, κι ας είναι ακόμα έξι. Όλα τα φώτα είναι αναμμένα. Κι όλα τ’ αυτοκίνητα, πέρα στην πόλη, βρίσκουν σιγά σιγά το δρόμο για το σπίτι – ή για κάπου αλλού. Από μακριά, ακούγεται η κίνηση. Και πιο κοντά στο σπίτι, έξω, στο σκοτάδι, κάτω απ’ τον ουρανό που προμηνύει παγωνιά, κάποιος τριγυρνά σ’ ένα μονοπάτι. Είναι πάνω στο ποδήλατο. Δεν φαίνεται. «Σ’ αγαπώ», φωνάζει. Μπορεί να ‘ναι και γυναίκα: δεν ξεχωρίζω καλά τη φωνή. Κι έπειτα φωνάζει κάτι που μοιάζει με όνομα, μέσα στο σκοτάδι. Το φωνάζει στον αέρα, στ’ αστέρια – πάνω απ’ τους χιλιάδες νεκρούς του παρελθόντος. Κι έπειτα λέει ξανά το σ’ αγαπώ. Κι έπειτα τ’ όνομα, για μια ακόμη φορά.
Ο δεκατετράχρονος εαυτός μου κοιτάζει το παράθυρο. Το ίδιο κι εγώ.
-    Τ’ άκουσες αυτό; λέμε κι οι δυο ταυτόχρονα.