Top menu

Γ. Ανδρέου: "Το χρέος του καλλιτέχνη είναι να εκφράζει την εποχή του"

Συνέντευξη
στην Χρυσάνθη Ιακώβου

Και μόνο το γεγονός ότι είναι ο συνθέτης του τραγουδιού “Μικρή Πατρίδα”, θα ήταν αρκετός λόγος για ν’ αγαπάς και να θαυμάζεις τον Γιώργο Ανδρέου ως καλλιτέχνη. Αλλά η αλήθεια είναι ότι η λίστα των λόγων είναι αρκετά μεγάλη: Άγιος ο έρωτας, συνεργασίες με όλο σχεδόν το ελληνικό μουσικό στερέωμα, καλλιτεχνική διεύθυνση του Φεστιβάλ Αστυπάλαιας, μουσικές για θέατρο και κινηματογράφο. Άνθρωπος μαχητικός, δραστήριος, με ξεκάθαρες πολιτικές απόψεις. Και πλέον και χαρισματικός συγγραφέας, του πολύ ενδιαφέροντος βιβλίου “Δαίμονας Ξένος”.

Πείτε μου λίγα λόγια για το βιβλίο σας, “Δαίμονας Ξένος”.

Είναι η πρώτη φορά που γράφω σε μεγάλη φόρμα. Για μένα ήταν μια πρόκληση και μια ανάγκη ταυτόχρονα, επειδή το τραγούδι και η μουσική είναι τέχνες πιο μινιμαλιστικές, ο μουσικός δηλαδή πρέπει σε πολύ λίγο χρόνο να καταφέρει να πει μια ολόκληρη ιστορία και να δημιουργήσει συγκίνηση. Και αυτό είναι ωραίο, αλλά και η μεγάλη φόρμα έχει αρετές, γιατί μπορεί κανείς να αναπτύξει χαρακτήρες, να διαμορφώσει μια ιστορία με μεγαλύτερο βάθος. Ο “Δαίμονας Ξένος” είναι η ιστορία τριών ανθρώπων οι οποίοι συναντιούνται σε δύο διαφορετικές στιγμές της νεότερης ιστορίας, μια γύρω στο 1980, μετά τη μεταπολίτευση, και μια το 2000, λίγο πριν την Ολυμπιάδα. Τους τρεις ήρωες συνδέει ένα περιστατικό της νεότητάς τους, το οποίο κουβαλούν μαζί τους, με τον ίδιο τρόπο βέβαια που όλοι χαρακτηριζόμαστε από τη νεότητά μας, καθώς αυτή είναι που δημιουργεί –ή δεν δημιουργεί!- τις προϋποθέσεις ενηλικίωσης μας... Το βιβλίο φιλοδοξεί να μιλήσει για τη δική μου γενιά, τη γενιά της μεταπολίτευσης, η οποία μεγάλωσε μέσα σε κάποιες συνθήκες ανωμαλίας λόγω της δικτατορίας και στη συνέχεια βρέθηκε σε μια κατάσταση life style και περίεργης υπερπληροφόρησης, που αφαίρεσε κάθε πνευματικότητα, συνέπειες των οποίων είναι όσα συμβαίνουν σήμερα.

Το μυθιστόρημα σας είναι, με την ευρεία έννοια, πολιτικό. Είναι στόχος σας να δώσετε κάποιες απαντήσεις, και στους αναγνώστες και στον εαυτό σας, σχετικά με όσα βιώνουμε σήμερα;

Δεν δίνω απαντήσεις, αλλά μέσα από τις περιγραφές της ζωής των ηρώων υπάρχουν γενικότερες αναφορές στο κοινωνικό πλαίσιο. Για παράδειγμα, ο ένας από τους τρεις γεννήθηκε γύρω στο 1950, μετά το τέλος του εμφυλίου, μεγάλωσε με το βαρύ μετεμφυλιακό κλίμα, οι άλλοι δύο γύρω στο 1960, άρα ήταν στα δεκατέσσερα όταν έπεσε η χούντα, διάνυσαν την πρώιμη εφηβεία τους στη δικτατορία, είδαν την Κύπρο να καταστρέφεται... Αυτά όλα είναι πλάγιες προβολές. Το βιβλίο όμως δεν ασχολείται αποκλειστικά με το πολιτικό κομμάτι, ασχολείται κυρίως με την τοποθέτηση των ανθρώπων στο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο και με την υπέρβαση της ιδέας του θανάτου, με τη συμφιλίωση μαζί του όσο κανείς μεγαλώνει. Η βασική ιδέα που διαπραγματεύεται το βιβλίο, πέρα από τις περιπέτειες των ηρώων, είναι η εξέλιξη του χρόνου. Ο οποίος βέβαια όσο είσαι νέος δεν υπάρχει, έχεις την αίσθηση ότι θα ζήσεις για πάντα. Όσο όμως μεγαλώνεις τόσο συνειδητοποιείς το πεπερασμένο της ύπαρξης σου και συνομιλείς με την ιδέα του τέλους. Η ιδέα του τέλους προϋποθέτει μια φιλοσοφική στάση, η οποία κατακτιέται με κάποιον τρόπο από τους ήρωες του βιβλίου μου. Ασφαλώς, ως άνθρωπος που έζησε σε μια εποχή μεγάλων συζητήσεων και εντάσεων, δεν υποτιμώ καθόλου τον κοινωνικοπολιτικό περίγυρο και θεωρώ πως ως ένα μεγάλο βαθμό μας καθορίζει. Ο περίγυρος αυτός, σε συνδυασμό με την προσωπική περιπέτεια του κάθε ήρωα, συναισθηματική και υπαρξιακή, δημιουργούν το πρόσωπο του καθενός.

Έχει συνεπώς τόσο κοινωνική όσο και υπαρξιακή διάσταση το βιβλίο σας.

Ακριβώς. Και έχει και πολλή βάσανο με τη γλώσσα. Έχω κάνει μια προσπάθεια να ενσωματώσω στοιχεία από την καθαρεύουσα, τη δημοτική παράδοση, την αρχαία... Με απασχόλησε πολύ και το θέμα της αφήγησης. Το πρώτο μέρος είναι γραμμένο σε πρώτο πρόσωπο, σαν ένα μικρό θεατρικό έργο, και το δεύτερο μέρος εξελίσσεται με μια πιο fiction αφήγηση.

Έχετε διαγράψει μια πολύ μεγάλη και επιτυχημένη πορεία στο χώρο της μουσικής και απέχετε από την κατεξοχήν ηλικία και φάση της αναζήτησης. Τι ήταν αυτό που σας κέντρισε να ασχοληθείτε με κάτι τόσο διαφορετικό και να γράψετε ένα μυθιστόρημα;

Όντως είναι έτσι. Θα έλεγα όμως ότι δεν έχει ιδιαίτερο νόημα η εξειδίκευση σου να γίνεται φυλακή. Βεβαίως και είμαι μουσικός –κι αυτό δεν το λέω εγώ, αλλά όσοι έχουν αγαπήσει τα τραγούδια μου. Πιστεύω ότι υπάρχει μια κατηγορία ατόμων που ασχολείται με την έκφραση και έχει μια πιο ευρεία οπτική. Δεν είμαι ο μόνος βέβαια που το έχει κάνει αυτό. Θαύμαζα πάντα τον Πωλ Μπόουλς, εξαιρετικό μουσικό και συγγραφέα του βιβλίου “Τσάι στη Σαχάρα”. Διάφοροι συνάδελφοι μου επίσης έχουν γράψει ενδιαφέροντα βιβλία, όπως ο Οδυσσέας Ιωάννου, ο Μιλτιάδης Πασχαλίδης. Κάθε τέχνη έχει μια σειρά από αρετές και περιορισμούς, κάποια στιγμή θέλεις να ξεφύγεις από τους περιορισμούς υιοθετώντας μιαν άλλη εκφραστική φόρμα. Εμένα εξάλλου από παιδί με απασχολούσε η γλώσσα. Και θεωρώ ότι μόνο στη μυθιστορηματική και ποιητική φόρμα μπορεί να καταθέσει κανείς την ανησυχία του και τη στάση του. Η μουσική έχει να κάνει ισχυρότατα με το υποσυνείδητο, είναι ένας κώδικας που δεν χρειάζεται ερμηνείες. Όταν λες ποτήρι, όλοι σκέφτονται ένα ποτήρι. Ενώ όταν ακούς μια μελωδία, ο καθένας είναι ελεύθερος να δημιουργήσει τη δική του εικόνα. Η διαφορά είναι τεράστια. Εγώ αισθάνομαι πολύ καλά γράφοντας, αλλά εκ των πραγμάτων δε θα γράψω πολλά βιβλία: ήδη το πρώτο μού πήρε πέντε χρόνια, κι αν έχω κάποια άλλη ιδέα θα μου πάρει άλλα τέσσερα-πέντε... Ενδεχομένως όμως να προκύψει η κυκλοφορία κάποιας συλλογής από ποιητικά κείμενα που γράφω πολλά χρόνια.

Πώς βιώνετε τώρα την επαφή με τις δύο τέχνες; Η μία είναι ο κύριος χώρος δράσης σας, η άλλη όμως είναι κάτι νέο –και πιο γοητευτικό ίσως;

Προφανώς υπερηφανεύομαι που έγραψα ένα βιβλίο! Αλλά εννοείται είμαι πολύ πιο έμπειρος στο τραγούδι. Αυτό πάντως που έχω να παρατηρήσω είναι ότι εμείς οι άνθρωποι του τραγουδιού είμαστε ίσως λίγο καλομαθημένοι... Επειδή το τραγούδι είναι το κατεξοχήν λαϊκό είδος έκφρασης της μουσικής τέχνης στη χώρα μας –η Ελλάδα δεν έχει άλλου είδους μουσικές παραδόσεις όπως όπερα ή κλασσική μουσική-, καταλαμβάνει ένα τεράστιο κομμάτι του μουσικού πολιτισμού. Άρα οι φορείς του, και κυρίως οι ερμηνευτές, είμαστε πιο καλομαθημένοι, γιατί το είδος είναι ευρείας απήχησης, η φόρμα ευκολότερα καταληπτή. Στη λογοτεχνία τα πράγματα είναι πιο πολύπλοκα. Ένα σοβαρό βιβλίο -και λέω σοβαρό γιατί, όπως στη μουσική, έτσι και στη λογοτεχνία υπάρχουν και πολύ κακά πράγματα-, είτε μυθιστόρημα είτε ποίηση, προϋποθέτει έναν αναγνώστη συνειδητοποιημένο. Ενώ το τραγούδι μπορεί να συναντήσει και να συγκινήσει τον οποιονδήποτε, είναι εύκολο να επικοινωνήσεις μέσω αυτού. Το να αγοράσει όμως και να διαβάσει κάποιος ένα βιβλίο προϋποθέτει μια στάση ζωής και μια αντίληψη της παιδείας. Δεν είναι εύκολο να είναι κάποιος σοβαρός αναγνώστης. Γι’ αυτό και είναι τόσο μικρή η κατανάλωση βιβλίων. Η αναλογία σε σχέση με τα μουσικά έργα μπορεί να είναι και ένα προς δέκα ή προς χίλια.

Εσείς πώς συναντήσατε τα πράγματα, εν συγκρίσει με τις προσδοκίες σας; Είχε το βιβλίο την απήχηση που περιμένατε;

Θα έλεγα πως είμαι ευχαριστημένος. Η διαδρομή βέβαια συνεχίζεται, τα βιβλία δεν είναι σαν τους δίσκους, που πρέπει κάθε έξι μήνες να βγάλεις κι άλλον! Το βιβλίο κάνει διαδρομή χρόνων, υπάρχουν βιβλία που έκαναν πορεία δεκαετιών μέχρι να καταξιωθούν. Γενικά πάντως είμαι ευχαριστημένος.

Τι είναι αυτό που θέλετε να υπηρετήσετε μέσω της τέχνης σας, τόσο της μουσικής όσο και της λογοτεχνίας, και σε πόσο μεγάλο βαθμό πιστεύετε ότι ο καλλιτέχνης μπορεί να συμβάλλει στην ηθική και κοινωνική αναμόρφωση της χώρας του;

Σίγουρα η οποιαδήποτε στάση ζωής, οτιδήποτε κι αν κάνει ένας άνθρωπος, ανεξαρτήτως αν είναι καλλιτέχνης ή όχι, επηρεάζει τον τόπο του και τον πολιτισμό του. Αυτό βέβαια γεννά αυτομάτως και μια διαπίστωση, ότι εφόσον η Ελλάδα έχει φτάσει σε αυτή την κατάσταση, ένα μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων δεν έχει συμπεριφερθεί με τον τρόπο που θα έπρεπε! Κι αυτό είναι αλήθεια. Όλα βέβαια ξεκινούν από τους πολιτικούς ταγούς, από τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης, από τα media, που για πολλά χρόνια δεν έδωσαν καθόλου χώρο στην πνευματική δράση, κι όλο αυτό είναι μια πυραμίδα που εξαπλώνεται στην κοινωνία. Η τέχνη, και ειδικά αυτή του τραγουδιού, γιατί αυτή είναι πιο επιθετική και πιο γρήγορη, αποτελεί ένα ηθικό μέγεθος. Εφόσον κάποιος ταυτίζεται συναισθηματικά, εφόσον υιοθετεί τις ποιότητες που παρέχει ένα τραγούδι, οπωσδήποτε επηρεάζεται. Δεν πιστεύω όμως στις απαρχαιωμένες αντιλήψεις ότι ο καλλιτέχνης πρέπει να βγει στους δρόμους, να γκρεμίσει, να γράψει προπαγανδιστικά. Γιατί τίθεται και το άλλο ζήτημα: ποιο είναι το σημαντικότερο στην παρούσα κατάσταση; Να πάει ο καλλιτέχνης να κατασκηνώσει στο Σύνταγμα ή να δημιουργήσει το επόμενο έργο; Ασφαλώς οι καλλιτέχνες δεν θα μπούνε σε γυάλα, αλλά πιστεύω ότι το πραγματικό χρέος τους είναι να εκφράσουν την εποχή τους και ως εκ τούτου να παράξουν έργο, γιατί η ερμηνεία που θα υπάρξει μετά στην εποχή τους, θα γίνει μέσα από το έργο τους. Χωρίς τα πολιτισμικά μας εργαλεία δεν υπάρχουμε. Και φυσικά μπορεί το καλλιτεχνικό έργο να επηρεάζει και να έχει τη δυνατότητα να μεταβάλει την κοινωνική πραγματικότητα, αλλά αυτό εξαρτάται και από τον συμμετέχοντα. Το έργο τέχνης προϋποθέτει την ελεύθερη συμμετοχή αυτού που το μοιράζεται, σαν ένα είδος ευεργετικής συνομωσίας ανάμεσα στον καλλιτέχνη και τον αποδέκτη. Εφόσον ο αποδέκτης συγκινείται και βλέπει μέσω του καλλιτεχνικού έργου ένα βαθύτερο, εναργέστερο τοπίο, τότε προφανώς επηρεάζεται και μεταφέρει αυτή την επιρροή στην κοινωνία.

Είστε αισιόδοξος σχετικά με την καλλιτεχνική δημιουργία στις μέρες μας;

Καταρχάς, δεν νομίζω να υπάρχει εποχή στην ανθρώπινη ιστορία κατά την οποία να μη δημιουργούνται αριστουργήματα ή έργα τέχνης ή επιστημονικά επιτεύγματα. Και σε αυτήν και σε κάθε εποχή υπάρχει δημιουργία. Το γεγονός ότι βρισκόμαστε τώρα σε αυτή τη δύσκολη θέση έχει και ένα καλό, ότι απομακρυνόμαστε από την εποχή του life style και της ευκολίας, που περάσαμε από τα μέσα του 1990 μέχρι και τους Ολυμπιακούς, που για μένα ήταν μια απαράδεκτη δεκαετία. Κατά τη διάρκειά της οποίας επικράτησαν όλων των ειδών οι αποπνευματοποιήσεις, οι ευκολίες, οι αρρωστημένες νοοτροπίες επίδειξης νεοπλουτισμού. Αυτά πλέον σίγουρα δεν μπορούν να διατηρηθούν. Και σήμερα προβάλλεται ένας καθρέφτης που δείχνει τόσο την οικονομική δυσχέρεια σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και την προσωπική μας αλλοτρίωση. Το σίγουρο είναι ότι τα πράγματα έχουν φτάσει σε τόσο οριακό σημείο που είναι πλέον απαραίτητο να σχεδιαστεί ένα καινούργιο συμβόλαιο, σε ευρωπαϊκό ή και παγκόσμιο επίπεδο, γιατί πενήντα-εξήντα χρόνια μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο βλέπουμε ότι ο πλούτος συσσωρεύτηκε και πάλι στα χέρια των λίγων. Όλα αυτά προκαλούν κραδασμούς, οι οποίοι εντέλει θα οδηγήσουν σε καινούργιες καταστάσεις, όχι απαραίτητα με αιματοχυσίες, αλλά με έντονες κοινωνικές διεργασίες. Όμως η Ελλάδα έχει και ένα άλλο πρόβλημα: η δημοκρατία που έστησε μετά τη μεταπολίτευση ήταν τύποις υποδειγματική, αλλά ουσιαστικά ανάπηρη. Διότι η δημοκρατία αυτή είχε μεν πολλά θετικά χαρακτηριστικά, αλλά δεν κατόρθωσε να εκπαιδεύσει συνειδητοποιημένους πολίτες. Δημιούργησε πελατειακές σχέσεις κράτους-πολίτη, συνεχίζοντας όλα τα αρρωστημένα φαινόμενα που συνοδεύουν το ελληνικό κράτος από την πρώτη στιγμή της δημιουργίας του. Και οι συνέπειες φαίνονται τώρα. Το οικοδόμημα αυτό δεν πρόκειται να αντέξει κι αυτό νομίζω θα είναι το μεγαλύτερο σοκ που θα υποστεί η ελληνική κοινωνία, η οποία θα δει μέσα στην επόμενη πενταετία να διαλύεται οριστικά όλο το πλέγμα σχέσεων, ισορροπιών, αμοιβαίων συμφερόντων, διαπλοκής. Αυτό βέβαια έχει και την καλή του πλευρά, γιατί μπορεί να μας δώσει τη δυνατότητα να στήσουμε κάποιους μηχανισμούς σοβαρούς από την αρχή και να γίνουμε επιτέλους και στην ουσία ευρωπαϊκό κράτος. Εγώ, για παράδειγμα, θα αισθανθώ ότι η Ελλάδα είναι ευρωπαϊκό κράτος όταν πάψουν να μας κυβερνούν τα ίδια επίθετα πενήντα χρόνια. Όποιος βρει πολιτισμένη δημοκρατία της δύσης και κράτος, υπό τη χριστιανική κουλτούρα, από την Τουρκία μέχρι τον Καναδά με το φαινόμενο της οικογενειοκρατίας, ας μου το πει. Και δεν λέω ασφαλώς ότι δεν μπορεί ένα παιδί να διαπρέψει όπως ο γονιός του, αλλά αυτή η διαδοχή στο ανώτερο πολιτικό επίπεδο αποδεικνύει την αρρώστια της ελληνικής δημοκρατίας. Κοντολογίς, δημιουργήσαμε θεσμούς, αλλά όχι το σύστημα αξιολόγησης και χρήσης τους. Η δυσκολία αυτή που βιώνουμε ίσως να δίνει στον κόσμο και ένα μήνυμα, ότι δεν αρκεί να καλυτερεύσει μόνο η οικονομική κατάσταση, πράγμα βέβαια που είναι το πιο σημαντικό, αλλά πρέπει να αναμορφωθεί και το περιβάλλον, το κοινωνικό, το διοικητικό, ώστε να δημιουργηθεί ένα καινούργιο συμβόλαιο συνύπαρξης.

Θα μπορούσαμε να σας δούμε ίσως να ασχολείστε με κάποια άλλη μορφή τέχνης;

Μου αρέσουν πολλά, ο κινηματογράφος, η ζωγραφική, το θέατρο, αλλά δεν νομίζω πως θα ασχοληθώ ποτέ με κάποιο από αυτά. Ένα όνειρό μου θα ήταν ίσως να ανεβάσω κάποια στιγμή, σε συνεργασία με έμπειρους ανθρώπους του θεάτρου, ένα αρχαίο δράμα, έχοντας βέβαια μεγάλη συμβολή και στα μουσικά κομμάτια της παράστασης. Με ενδιαφέρει και με συγκινεί πολύ το αρχαίο δράμα, και ως μουσικό και ως αναγνώστη.

Τι ετοιμάζετε για τους επόμενους μήνες;

Θα εκδοθεί ένα έργο για τον Καραγκιόζη, με τη συμμετοχή του Δήμου Πατρών, με μουσική δική μου και λόγια πολύ σημαντικών ανθρώπων, μεταξύ άλλων του Μάνου Ελευθερίου, του Θοδωρή Γκόνη, του Μωραΐτη, του Ζούδιαρη, του Δεληβοριά, του Θηβαίου, που έχουν γράψει την άποψη τους για τον Καραγκιόζη, σαν ένα κομμάτι αρχετύπου του Έλληνα. Σχεδόν έτοιμο είναι ακόμα ένα έργο μου που έγινε σε συνεργασία με το Δήμο Πατρών. Τον χειμώνα θα συμμετέχω σε κάποιες μουσικές δραστηριότητες. Και ετοιμάζω έναν κύκλο δέκα τραγουδιών, για το νέο άνθρωπο του σήμερα, τα οποία θα ηχογραφήσω με την Ρίτα Αντωνοπούλου.

Ο Γιώργος Ανδρέου γεννήθηκε στις Σέρρες. Σπούδασε μουσική στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Με τις ιδιότητες του συνθέτη, του στιχουργού, του ενορχηστρωτή, του μουσικού, του ηχολήπτη, του δισκογραφικού και συναυλιακού παραγωγού έχει συνεργαστεί με το σύνολο σχεδόν των σημαντικών προσωπικοτήτων του ελληνικού τραγουδιού. Έχει συνθέσει τραγούδια (με στίχους είτε δικούς του είτε άλλων στιχουργών), έχει συνεργαστεί με πολλούς συνθέτες και με διάφορα σχήματα και σύνολα. Έχει γράψει μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Από το 2000 είναι άμισθος καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ Αστυπάλαιας. Το “Δαίμονας Ξένος” (Εκδόσεις Γαβριηλίδης) είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.