Top menu

9 ποιητές - 9 ανέκδοτα ποιήματα σε πρώτη δημοσίευση

Οι άμαθοι

Να τους λυπάστε τους άμαθους στα πάθη.
Βουτούν χωρίς γνώση, ολοκληρωτικά
με κάθε σπιθαμή της ψυχής τους να τρέμει
να λαχταρά να ελευθερωθεί, να αφεθεί
στη ροή των κυμάτων και να πάει όπου την πάνε.
Να παρασυρθεί για να ξεχάσει τη δίψα της.

Να τους λυπάστε με όλη σας την ύπαρξη
Γιατί δεν είναι πλέον άνθρωποι.
Είναι αερικά, ξωτικά, ιδέες.
Ό,τι πει η ηχώς.

Εύπλαστα ζυμάρια σε χέρια
ικανά και ανίκανα
πονηρά και αθώα
ειλικρινή και ανειλικρινή.
Με ή χωρίς στερητικό, απλώς δεν είναι.

Απλώς φαίνονται.

Να τους λυπάστε όταν συνέλθουν.
Δεν θα δείτε στον κόσμο πουθενά
ανεπιτήδευτη αστάθεια τόση
όση σ’ αυτούς που δεν έχουν γη να πατήσουν.

Να τους αγαπάτε πολύ και ανιδιοτελώς.
Έχουν μόνο ότι τους δίνεται.
Καημένα μου αδύναμα πλάσματα!

Η Πηνελόπη Γιαλελή ζει στην Αθήνα.

Αναμνήσεις από σέπια

Θυμάμαι τη μητέρα μου να επαναλαμβάνει ιστορίες
για τον καβαλάρη που χάθηκε διαβαίνοντας τον ποταμό
το στρατιώτη που έπεσε στη μάχη
το κορίτσι που έφυγε για πάντα με το πλοίο της ξενιτιάς
ή το γέρικο άλογο που ψυχορραγούσε
το σκυλί που ξεψύχησε

κάπως έτσι ξεκινούσαν πάντοτε
οι μεγάλες αφηγήσεις της καθημερινότητας
ανθρώπων απλών και ταπεινών
που αγάπησαν
και μίσησαν
ανυπεράσπιστοι
με το τραχύ χέρι στο αλέτρι
δεύτεροι ρόλοι στα επεισόδια της Ιστορίας
     
εικόνες ασπρόμαυρες
ενός κόσμου απόκοσμου πια
σκηνές που ξετυλίγονταν απ’ το τέλος
δίχως κλιμάκωση και σασπένς
απλά κι αμετάκλητα
σαν επιτύμβιες στήλες

προάγγελοι και της δικής μας μοίρας.                     

O Φώτης Δημητρακάκης ζει στην Αθήνα.

Ένα μεγάλο πρόβλημα θεωρίας, απόφασης και δράσης.
Ένα μεγάλο πρόβλημα συγχρονισμού και πίστης.
Η αυτοδιοργανώμενη σπατάλη συμπερασμάτων,
λέξεων και ηχητικών κυμάτων απο και προς την ικανοποίηση του πατροναρισμένου μεταφραστή.
Η ψευδαίσθηση της δύναμης και η ευκολία της ηττοπάθειας, διευκολύνουν στην
εσωτερική κακοποίηση του εαυτού.
Βάζουν φωτιά στον ανώτερο συλλογισμό, ξεγυμνώνοντας την πίστη στην θεϊκή πλευρά,
καταλαγιάζοντας την μόνο με την διαταγή της απόλυτης ιδιοκτησίας για ικανοποίηση.

Ο Χρήστος Κούκος ζει στο Αίγιο.

Αισθηματική αγωγή

Η κυρία αμάρτησε
με στυλ.
Το φλέρτ της,
ισοδύναμο δεκάδων αρπαχτών.
Ο επιχείλιος έρπης της
ωσαν ηπτίτιδα και άλλα
βαρέα λοιμώδη.
Η κυρία όμως
θα θυμάται την αμαρτία, τις ημερομηνίες,
το πρόσωπο
όταν οι άλλοι θα μετρούν μονάχα
ημέρες
προ θανάτου.
Επτάψυχες, παρά
την σεξιστική καταστολή
ή μήπως
χάριν αυτής;

Ο Νίκος Κυριακίδης ζει στην Αθήνα.

Αρμυρίκια

Μες στο σκοτάδι να βρεθούμε,να αναπνέουμε καπνό
Να τσουγκρίζουμε τα ποτήρια μας και να γελάμε
Να γελάμε καθώς τα δάκρυα θα πέφτουν στα ποτήρια
Και θα κάνουν το κρασί αρμυρό
Σα νερό γλυφό που δε σε ξεδιψάει ποτέ
Σαν οφθαλμαπάτη που άμμο σου γεμίζει  το στόμα
Ενώ τη νόμισες για δροσερό νερό
Κι όμως σαν αρμυρίκια
Εκεί που σκάνε τα δάκρυα
Εκεί θα ξεφυτρώνουμε εμείς
Αμετακίνητοι φρουροί της νοσταλγίας
Της πίκρας μας και της αλήθειας
Να καιγόμαστε από τον ήλιο που ανατέλλει
Μοναχά μες στα μυαλά μας
Να παραδερνόμαστε απ τον αγέρα
Που λυγίζει τα κλαριά μας
Να απομυζούμε απο την αρμύρα
Μια στάλα δροσιάς
Και με πρησμένα χείλη να φωνάζουμε
Ναι ΡΕ είμαι ζωντανός

Ο Σπύρος Μαρτζούκος ζει στην Αθήνα.

Ξύπνημα

Το πρωί σηκώθηκα νυσταγμένη,
σκόνταψα σε ένα οστεοφυλάκιο,
είχε γραμμένο το όνομα μου απ’ έξω,
λευκή κιμωλία στο ξύλο
γράμματα καλλιγραφικά

Το μεσημέρι έξω απ’ το σπίτι
με περίμενε ένας ψηλός - ψηλός καλόγερος,
που έμπλεκε και ξέμπλεκε τα δάχτυλά του.

Η Λαμπριάνα Οικονόμου ζει στη Χίο.

Αλάλητα

Λέξη δε μού ‘ρχεται να πω, μήτε λέξη να γράψω.
Κενή η φαντασία μου, άδεια η κεφαλή μου.
Ή που πολλά έχω να πω, να βγάλω απ’ την ψυχή μου,
Τόσα που αρχή να κάμω να τα πω ζορίζομαι να πράξω.
Ή που απ’ τις πολλές σκοτούρες μου και τις πολλές φροντίδες,
Η έμπνευσή μου έσβησε σαν φλόγα και εχάθη,
Είτε πήγε και κρύφτηκε στα απύθμενά μου βάθη,

Απ’ το ωμό καθρέφτισμα του κόσμου τούτου να σωθεί.
Κι, έτσι, άκρα του τάφου σιωπή! Εντός κι εκτός μου απλώνεται ο τύφος της σιγής•
 Μα του Ερμή είμαι ψυχή που πάντ’ ανάγκη το ‘χει
Και με τ’ Ομήρου τον λόγο να τα πει όλα αυτά που νιώθει.
Τη φίμωση δεν την μπορεί
Και τώρα μέσα της πονεί
Που την τρυπάει η βουβή η ολόδική της λόγχη.

Αχ, εσέ, αναγνώστη μεγαλόψυχε και ακριβέ μου φίλε, το βράδυ ετούτο σκέφτομαι.
Που γραψίματ’ άυλα θα βρεις, λευκά σαν περιστέρια, και λόγια άσαρκα, λόγια σκελετωμένα,
Αφού η πηγή σαν φαίνεται εστέρεψε γι’ απόψε.
Μα ταπεινά κι απέριττα μια χάρη τώρα σου ζητώ:
Στον Παντοδύναμο Θεό για μένα προσευχήσου
Να βρω και πάλι τη λαλιά.
Κι εγώ υπόσχομαί σου
Πως δωρητής της εμορφιάς θε να γενώ παντοτινά
Εις στην γλυκιά ψυχή σου.

Η Νικολέττα Σίμωνος ζει στη Λευκωσία.

Άτιτλο

Να αποτελειώσετε ότι έχει μείνει,
να σιγουρέψετε μια πλήρη εξαφάνιση
αυτού του είδους που λέγεται "άνθρωπος".
Να του βιδώσετε σφιχτά τις κλειδώσεις - άκαμπτες να γίνουν,
να κλείσετε γερά το στόμα - βουβό να μείνει,
να του φορέσετε μια μπλούζα που να μυρίζει ναφθαλίνη,
να τον πνίξετε με τα περσινά ή τα αιώνια πάθη..

Μετά τραβήξτε την περόνη και μετρήστε ως το δέκα.
Μην κουνηθείτε χιλιοστό,
για να δείτε από κοντά την έκρηξη.
Έτσι αρμόζει στους δήμιους.

Η Αμαλία Τσίπα ζει στην Αθήνα. Ασχολείται με την καλλιτεχνική βιβλιοδεσία και εργάζεται στο Βιβλιοπωλείο της Εστίας.


Στα παιδιά μου

Χειλάκια που τρεμόπαιζαν,
χεράκια που κουνιώνταν,
το κλάμα σας μια μουσική
στ’ αυτιά μου επλανώταν.

Θυμάμαι, λες κι ήτανε εχθές,
να σας κρατώ στα χέρια,
το πρώτο σας χαμόγελο
μ’ανέβασε στ’ αστέρια.

Πνοή εσείς μου δώσατε,
ζωή στα όνειρα μου,
ελπίδα για το αύριο
το γέλιο σας παιδιά μου.

Κακό ποτέ να μην βρεθεί,
μην σας αγγίξει πόνος,
χαρές και γέλια πάντοτε
να είν’ ο δικός σας δρόμος.

Ο Κυριάκος Χριστοφίδης ζει στη Λεμεσό.