Top menu

7 + 1 βιβλία για τον Νοέμβριο [Λέσχη Ανάγνωσης Οκτωβρίου]

λέσχη-ανάγνωσης-οκτώβριου-2015

Η συντακτική ομάδα του περιοδικού Vakxikon.gr προτείνει στη Λέσχη ανάγνωσης Οκτωβρίου, τα παρακάτω βιβλία:

1 - nesbomarinos

Περισσότερο αίμα, μυθιστόρημα, Τζο Νέσμπο, μτφρ. Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη, εκδόσεις Μεταίχμιο 2015

Αγοράστε το βιβλίο

Να αποχαιρετήσουμε τον Χάρι Χόλερ και να υποδεχθούμε τον Όλαφ/Γιουν; Δεν είμαι και πολύ ειδικός στην επικράτεια του Νέσμπο, αλλά τουλάχιστον ο πρώτος χαρακτήρας έχει όλα εκείνα τα στοιχεία που τον κάνουν αξιοπρόσεκτο και συγκρουσιακό σε αντίθεση με το νέο… πουλέν του Νορβηγού, ο οποίος ναι μεν επιθυμεί να εμφανιστεί περισσότερο «εσωτερικής καύσης», εντούτοις αυτή η εμβάθυνση μάλλον δεν ανήκει στα ουσιώδη χαρίσματα του συγγραφέα.

Το «Περισσότερο Αίμα» είναι τυπικά και μόνο η συνέχεια της διλογίας που ξεκίνησε με το «Αίμα στο Χιόνι». Στην πραγματικότητα, η σχέση του είναι ελάχιστη και η αυτονομία του ευδιάκριτη.

Η ιστορία είναι στρωτή, ακόμη και αν δεν ακολουθεί ευθύγραμμη τυπολογία, οι χαρακτήρες φορούν καλά τη… φορεσιάς τους, όλα είναι τακτοποιημένα, οι ανατροπές είναι μετρημένες και ελάχιστες, η δράση περιορίζεται σε κάποιες εξάρσεις βίας που δεν χτυπούν κόκκινο, τα ευρήματα είναι τυπικής μορφής και δεν επηρεάζουν την πλοκή. Τι προσπαθεί, άραγε, να μας πει ο Νέσμπο; Ότι θέλει να στρέψει το ενδιαφέρον των πολυάριθμων αναγνωστών του σε άλλου είδους αναζητήσεις; Ότι ο ίδιος, κουρασμένος –ενδεχομένως- από την επιτυχία, αναζητεί, συγγραφικώ τω τρόπω, μια άλλη έξοδο; Το «Περισσότερο Αίμα», ως προς αυτό το σημείο, αν φυσικά ισχύει, έχει αξία διότι φανερώνει έναν άλλο Νέσμπο.

Βρισκόμαστε στη δεκαετία του ‘ 70 και ο κυνηγημένος από βαρόνους των ναρκωτικών και από τις τύψεις του, Όλαφ, ένας δολοφόνος που δεν έχει σκοτώσει ποτέ, καταφεύγει σε ένα απομακρυσμένο χωριό της Λαπωνίας για να ξεφύγει. Το τοπίο είναι φασματικό: κενός ουρανός, νύχτα που είναι πάντα ημέρα, σκληρή φωτεινότητα, άνθρωποι βουτηγμένοι στη θρησκοληψία και τον πουριτανισμό. Διαμένει σε ένα καταφύγιο-ρημαδιό και δηλώνει κυνηγός. Μόνο που έχει έρθει σε λάθος εποχή και δεν φαίνεται άνθρωπος που ξέρει από θηράματα. Στο μεταξύ, στο κατόπι του, βρίσκονται τα πρωτοπαλίκαρα του Ψαρά (του ναρκοβαρόνου) που τον ψάχνουν, καθώς ο Όλαφ διέφυγε με τα χρήματα και τα ναρκωτικά του αφεντικού.

Ο Νέσμπο σκιαγραφεί τον Όλαφ ως έναν άνθρωπο που προσπαθεί να συγκολλήσει τα κομμάτια του παρελθόντος του. Μια χαμένη γυναίκα, ένας έρωτας που τέλειωσε άδοξα, ένα παιδί που έφυγε νωρίς από τη ζωή και για το οποίο ο ίδιος το φέρει ως βάρος ότι δεν πρόλαβε να το σώσει, μια ζωή (η δική του) που πάει στράφι. Ο Όλαφ είναι περισσότερη πεσιμιστής και λιγότερο τραχύς. Ένας τρωτός εγκληματίας που δεν φέρει πάνω του τίποτα το σκοτεινά ηρωικό. Αρχίζει να αισθάνεται οικεία, και τελικά ερωτικά, με μια γυναίκα του χωριού. Κάνει παρέα με το γιο της. Μόνο που είναι παντρεμένη με έναν τυπικό αγροίκο που θεωρητικά έχει πνιγεί στα ανοιχτά του ωκεανού.

Ο Όλαφ μπλέκεται στις ιστορίες του χωριού, αν και κατά βάση επιθυμεί να παραμείνει ερημίτης και αποσυνάγωγος. Εντούτοις, βρίσκει καταφύγιο στη ζεστασιά αυτής της τυραννισμένης γυναίκας και στις οικείες μορφές του τόπου (ακολουθεί μια ολόκληρη παράθεση αρχετυπικών χαρακτήρων που παραμένουν ως το τέλος ωσάν καρικατούρες). Παλεύει με τις ερινύες του και το σκληρό τόπο στον οποίο έχει κουρνιάσει. Φευ, ο κίνδυνος δεν έχει αποσοβηθεί. Ο σύζυγος της Λέα, της γυναίκας-θεραπαινίδας, δεν έχει –ακριβώς- πεθάνει, ενώ οι άνδρες του Ψαρά ανακαλύπτουν τα ίχνη του.

Ο Όλαφ έχει τώρα τρεις εχθρούς: οι δύο είναι προφανείς, ενώ ο τρίτος είναι ο κακοφορμισμένος εαυτός του που θέλει να πάρει αυτό-εκδίκηση και να αφανιστεί. Κι ενώ φλερτάρει με την αυτοκτονία, αίφνης βρίσκεται στο τέλος του ξετυλιγμένου κουβαριού: είναι αναγκασμένος να δώσει μια τελική λύση.

Ο Νέσμπο επιλέγει μια συμβατική διέξοδο. Ένα happy end τόσο πρόδηλο και προφανές που ακυρώσει ό,τι έχτισε πιο πριν.

Ακόμη κι έτσι, η προσπάθειά του να δει λίγο περισσότερο ιμπρεσιονιστικά το αφηγηματικό τοπίο, είναι αξιοπρόσεκτη. Αν και οι φανατικοί αναγνώστες του δεν θα πρέπει να ικανοποιήθηκαν αρκετά με αυτή τη στροφή του.

Το μυθιστόρημα διαβάζεται δίχως προσκόμματα. Έχει μια ελαφριά pulp αισθητική την οποία ο Νέσμπο υπηρετεί αρκετά ικανοποιητικά. Ερώτηση αναγνώστη: Μήπως να ξαναγυρίσει στην… πεπατημένη και να φτιάξει μια ακόμη ιστορία με τον Χάρι Χόλερ;

Η μετάφραση από τα νορβηγικά ανήκει στην Κρυστάλλη Γλυνιαδάκη.

Διονύσης Μαρίνος

2 - vaxevanixlwp

Πρακτικά έρωτος, ποίηση, Μυρτώ Βαξεβάνη, εκδόσεις Ars Poetica 2015

Αγοράστε το βιβλίο

Ο έρωτας από τα πρώτα βήματα της λογοτεχνίας αποτελεί έναν από τους βασικούς πυλώνες της ποίησης. Από την Ιλιάδα έως σήμερα η ερωτική ποίηση φαίνεται να αποτελεί το πιο αγαπημένο είδος είτε συμπλέκεται με την κοσμογονία και επικούς/ιπποτικούς άθλους είτε με άλλα είδη της τέχνης (μουσική, θέατρο). Τα ερωτικά ποιήματα, άλλωστε, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ποιητικής μας παράδοσης.

Ωστόσο, ένα βασικό ζήτημα που συχνά προκύπτει στην κριτική είναι ο τρόπος με τον οποίο κάποιος θα αγγίξει το θέμα, πώς θα διαχειριστεί την ερωτική προσμονή, το χωρισμό, τη μοναξιά και τον πόνο• από μία "εγωιστική" ερωτική εμμονή έως τη φιλοσοφική αναζήτηση και από τη θρησκευτική διάστασή του έως την επιδεικτική χρήση του ποιητικού λόγου για τη δημιουργία εντυπώσεων. Σε μία τέτοια διαφορετική αντιμετώπιση του θέματος προχωρά η Μυρτώ Βαξεβάνη με τα «πρακτικά έρωτος» (ars poetica, 2015).

Η δημιουργός προσεγγίζει τον έρωτα μέσα από τις πτυχές που αυτός φιλοσοφικά και κοινωνικά γνώρισε. Συνδέεται με τη γέννηση των πάντων, του ανθρώπου, με το συναίσθημα και τη σεξουαλικότητα. Ο έρωτας ξεπερνά τη συνήθη σεξουαλικότητα και μετατρέπεται σε πρισματικό πολυεδρικό αντικείμενο.

Στην ποίηση της Βαξεβάνη το μυθολογικό και λατρευτικό (χριστιανικό ή αρχαιοελληνικό) στοιχείο αξιοποιείται για να υμνηθεί ο έρωτας σε έναν καινοτόμο συνδυασμό. Οι Σειρήνες, οι Περσίδες, η Νέμεσις και η Άτη, ο Ορφέας, οι Μούσες, ο Πάνας, και διάφοροι λατρευτικοί όροι (δώρο, αντίδωρο, κεριά, δισκοπότηρο, τρισάγιο, αγιασμός κλπ) ή θρησκευτικοί και μυθολογικοί μύθοι (κολυμβήθρα του Σιλωάμ, Καρυάτιδες) προσδίδουν μία διαφορετική οπτική στον έρωτα -ακόμα κι αν το συναισθηματικό τους βάρος ως λέξεων μένει αναξιοποίητο.

Ο στιχουργικός ρυθμός μαγεύει τον αναγνώστη. Η καθημερινή γλώσσα μέσα στη λιτότητα της έκφρασης εμπλουτίζεται με λέξεις σπάνιες (λαϊκές, λόγιες ή αρχαΐζουσες) επεκτείνοντας τη μουσικότητα του στίχου. Η περιορισμένη -και μόνο για την ενίσχυση της μελωδίας- χρήση τους δεν εκτρέπεται σε βερμπαλισμό.

Η ελευθεροστιχία ισχυροποιεί τη μουσικότητα, ενώ ταυτόχρονα επιτρέπει πειραματισμούς (Ενάλιον Ευ, ιχνογραφία). Άλλοτε υιοθετεί μία φόρμα αποφθεγματική (άφιξη, προσκλητήριο, αίτηση τον ουρανό), άλλες φορές πιο πλούσια γλωσσικά (σε χρόνο αόριστο, ένδεια, αναστάσιμο). Οι μετωνυμίες και οι παρομοιώσεις με τις μεταφορές (νότες-αγιασμούς, ντύνονται αλκοόλη, βράχια της Απροθυμιάς, πεντάγραμμα εμβαδόν) εξωτερικεύουν απεικονιστικά τα συναισθήματα που περικλείουν τον έρωτα σε όλες του τις φάσεις.

Το αφηγηματικό ύφος προσδίδει μία "αντικειμενικότητα" στη γραφή καθώς εγκαταλείπεται το εξομολογητικό ύφος (που συνηθίζεται στην ερωτική ποίηση). Έτσι, ιχνογραφείται μία διαφορετική ποιητική στάση για τον έρωτα που εμπλουτίζεται εκφραστικά με πρωτοενικές διατυπώσεις, ερωτήσεις και κάποιο αόριστο β΄ ενικό γραμματικό πρόσωπο.

Ο έρωτας της Βαξεβάνη σε όλες του τις εκφάνσεις παραμένει ρομαντικός χωρίς να αισθητοποιείται με την εικαστική επίκληση φυσικών στοιχείων (φεγγάρι, άστρα, ήλιος, άνθη). Αυτά κι όταν υπάρχουν δε συνδέονται άμεσα με τη ρομαντική διάθεση. Τούτη πηγάζει ανεμπόδιστα μέσα από τους συνειρμούς και τη "θρησκευτική" διάσταση που προσδίδεται στον έρωτα.

Η εικονοπλασία -ως περιβάλλον στοιχείο- ενισχύει το βασικό συναίσθημα (ρομαντισμού, πόνου, απογοήτευσης). Ποτέ όμως το συναίσθημα δεν ξεπερνά το μέτρο. Πάντα ισορροπεί στον στιχουργικό ιστό ακροβατώντας μεταξύ "θρησκευτικής" διάστασης, λανθάνουσας λαγνείας και βαθιάς αγάπης ή πόνου, απογοήτευσης, ηδονής.

Η ποίηση της Βαξεβάνη είναι συνεσταλμένη. Απομακρύνεται από τη στείρα εκμυστήρευση του έρωτα και αναζητά βαθύτερα συναισθήματα μέσα από μία εκφραστική συγκράτηση που συνδέεται με την επίκληση του θείου.

Δήμος Χλωπτσιούδης

3 - voupourasganasou

7 θυμοί, μυθιστόρημα, Χρήστος Βούπουρας, εκδόσεις Εστία 2014

Ο Χρήστος Βούπουρας είναι γνωστός στον κόσμο των τεχνών με τη διπλή ιδιότητα του σεναριογράφου και του σκηνοθέτη. Έχει υπογράψει τις ταινίες: «Λιποτάκτης» - μεγάλου μήκους (1988), «Παμβώτις - Δημήτρης Χατζής», ντοκιμαντέρ μικρού μήκους, «Mirupafshim» - μεγάλου μήκους (1977) όλες σε συνεργασία με το Γιώργο Κόρρα και «Ο χορός των αλόγων», ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους (2001) ενώ έχει δημοσιεύσει τη συλλογή διηγημάτων «Στο αδιέξοδο της οδού Ασωμάτων» (2004). Η τελευταία του ταινία «7 θυμοί» προβλήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Αθήνας «Νύχτες Πρεμιέρας» το Σεπτέμβριο του 2014 και αποτελείται σχεδόν από το ίδιο υλικό που συγκροτεί και το ομώνυμο μυθιστόρημα.

Με φόντο το κέντρο της Αθήνας και το σύγχρονο ιστορικό πλαίσιο, ο πρωταγωνιστής έρχεται σε επαφή με ανθρώπους «ιδιαίτερους»: έναν Άραβα μετανάστη, μια Ελληνίδα ναρκομανή σε απεξάρτηση, ένα νεαρό δημοσιογράφο σε αναζήτηση ταυτότητας, έναν Έλληνα μετανάστη που επαναπατρίζεται, ένα διευθυντή τράπεζας που πιστεύει ότι όλα εξαγοράζονται, έναν κυνηγό θησαυρών. Με γλώσσα γλαφυρή και εικόνες καθαρές στη λεπτομέρεια και απολύτως ζωντανές, η γραφή του Χρήστου Βούπουρα ρέει σαν μουσική στη σιωπή και έρχεται να συναντήσει τον αναγνώστη τη στιγμή που ταξιδεύει μόνος μέσα σε νυχτερινό τρένο, την ώρα όπου όλα είναι αποδεκτά, εφικτά, διαπραγματεύσιμα.

Στο εν λόγω έργο, οι ήρωες συνομιλούν με την πραγματικότητα τόσο ηχηρά που νομίζεις ότι βρίσκονται μπροστά σου, ότι μιλούν για θέματα που αφορούν στο πανανθρώπινο στερέωμα, ότι ταυτίζονται μαζί σου. Η κυρίαρχη διάδραση που κινεί όλα τα νήματα είναι η σχέση ανάμεσα στον πρωταγωνιστή και το νεαρό Άραβα. Οι στιγμές όπου οι δύο άντρες συγχρωτίζονται σφύζουν από πλουραλισμό συναισθημάτων και προβληματισμών, στοιχεία τα οποία αποτυπώνονται επιτυχημένα στο χαρτί: ο ερωτισμός, η εξερεύνηση του «άλλου», η αμφιβολία και η αμφισβήτηση, η διέγερση των αισθήσεων και των προσδοκιών, η αναπόφευκτη ματαίωση απεικονίζονται με περίτεχνο τρόπο. Η αναζήτηση της ταυτότητας και ο αυτοπροσδιορισμός μέσα από στοιχεία όπως η κοινωνική επιβολή, το επάγγελμα, η θρησκεία, η εξάρτηση, η εμμονή, η ερωτική επιλογή, το χρήμα, η καταγωγή συνομιλούν εύγλωττα με τη βασική προβληματική του βιβλίου για την αντιμετώπιση και τη διαχείριση του «ξένου» στο πλαίσιο της αναζήτησης μιας προσωπικής, «άλλης», μιας καλύτερης ζωής.

Ο Βούπουρας, τοποθετώντας την αφήγηση στη μετανεωτερική εποχή, δεν διστάζει να μιλήσει για τα ανθρώπινα «απορρίμματα» των μεταμοντέρνων κοινωνικών μορφωμάτων. Παρ’ όλο που τα ιδανικά του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επάναστασης – ισότητα, αδελφότητα, ελευθερία- ενέχουν βαθιά νοηματοδότηση στις μέρες μας, οι σύγχρονες κοινωνικές δομές αδυνατούν να αποδεχτούν ουσιαστικά το «ξένο» και να το εντάξουν στις καθημερινές τους πρακτικές: οι άνθρωποι παραμένουν «ξένοι» περισσότερο από ποτέ, άνεργοι, μόνοι, «διαφορετικοί» για αυτό και «πλεονάζοντες». Όλα αποτιμώνται βάσει της ανταλλακτικής τους αξίας, τα πάντα έχουν ένα αντίτιμο. Ο συγγραφέας με ευαισθησία, ανθρωπιά και αναστοχαστική ματιά, αποτυπώνει την συνειδητή ή ασυνείδητη αγοραία συμπεριφορά των ανθρώπων – καταναλωτών και μας θυμίζει τι συμβαίνει την ώρα που αποτυγχάνουν, αποσύρονται, θυμώνουν. Με αφηγηματική δεινότητα, ο Χρήστος Βούπουρας συγκροτεί ένα σύμπαν σχέσεων, σκέψεων και υπαρξιακών αναφορών, σημειώνοντας εύστοχα στο έργο του ότι η αναζήτηση και η υπεράσπιση του έρωτα, της φιλίας, της συνοδοιπορίας με το «άλλο» - το διαφορετικό - συμπίπτει με την αναζήτηση του κεντρικού πυλώνα της ανθρώπινης ύπαρξης ή ίσως της ίδιας της ζωής.

Τζούλια Γκανάσου

4 - freggidoubakonika

Δικαίωμα φωτός, ποίηση, Έλλη Φρεγγίδου, εκδόσεις Κέδρος 2015

Άραγε πόσο συχνά στη ζωή μας συναντάμε πρόσωπα που παράφορα ερωτευόμαστε, που η παρουσία τους ανεξίτηλα σημαδεύει τον νου, την καρδιά και την ψυχή μας; Πρόσωπα που αγαπάμε και ποθούμε παράφορα, καθώς μπορούν να μας χαρίσουν πρωτοφανέρωτους κόσμους μαγείας κι ευτυχίαςq Λέγεται ότι τέτοιες συναντήσεις απέραντης ερωτικής ευφροσύνης, λόγω της μοναδικότητάς τους, είναι ελάχιστες, όπως λίγο και σπάνιο είναι το κάθε τέλειο στη ζωή.

Μια τέτοια συνάντηση εξαιρετικής ερωτικής έντασης περιγράφει η δεύτερη ποιητική συλλογή της Έλλης Φρεγγίδου με τον τίτλο «Δικαίωμα φωτός». Το φως που αντικρίζει η ποιήτρια είναι το ρίγος του έρωτα, το τράνταγμα της αγάπης που της δίνει το δικαίωμα να φτάσει στον πιο ουσιαστικό πυρήνα του εαυτού της. Επέρχεται μια τρικυμιώδης αναστάτωση, υψηλές θερμοκρασίες πάθους την πυρπολούν, κι ό,τι διακαώς επιθυμεί είναι να βλέπει, να αγγίζει, να ενώνεται με το αγαπημένο της πρόσωπο. Οι στίχοι του ποιήματος «Το λίγο» είναι ενδεικτικοί:

Και με συνάντησε το φως.
Πώς αλλιώς να γεννιούνται οι μέρες;
Αναζητώ τον έρωτά σου
σε χρόνο εξακολουθητικό.
Γονατίζει η γη.
Ενδύω με προσχήματα
την αψεγάδιαστη ομορφιά σου.

Όπως σε όλες τις μεγάλες αγάπες, ο τόπος της πρώτης συνάντησης όπου η ποιήτρια συνέλαβε το βλέμμα του έρωτα να την διαπερνά, αποκτάει μαγικές διαστάσεις, γίνεται χώρος μυστηριακός, χώρος ιερός. Θυμάται με έκσταση το ακριβές μέρος του τετραγώνου της πόλης, «ούτε δεξιά, ούτε αριστερά,/ούτε μια σπίθα πιότερο». Κι όσο θυμάται τον χώρο και τον χρόνο αυτής της συνάντησης, τόσο αναδύεται μέσα της μια ανεξέλεγκτη λαχτάρα, μια παντοδύναμη γλυκιά ορμή να ξαναβρεθεί με το αγαπημένο της πρόσωπο.

Όμως ενώ η ποιήτρια έχει κεραυνοβοληθεί από την έκταση του μαινόμενου πάθους και ικετεύει, για μια συνάντηση, μένουμε με την εντύπωση ότι δεν βρίσκει ανταπόκριση από το άλλο πρόσωπο. Κι έτσι τα ποιήματα της συλλογής αποκτούν μια βαθύτατη δραματική υφή, την τραγικότητα των ανεκπλήρωτων επιθυμιών που οδηγούν στη συντριβή. Πρόκειται για ένα συναίσθημα που κάθε άνθρωπος έχει δοκιμάσει στη ζωή του, μέσα στις τόσες διακυμάνσεις που του επιφυλάσσει ο οίστρος των ερωτικών του παρορμήσεων. Γι’ αυτό μπορούμε να νιώσουμε την μάχη που δίνει η ποιήτρια να αντέξει τη σφοδρότητα ενός πάθους, που ενώ της χάρισε άφατη ευδαιμονία, με πόνο αισθάνεται ότι το σώμα της μένει μετέωρο, χωρίς το πολυπόθητο άγγιγμα, την αγκαλιά, το φιλί, χωρίς τους υπέροχους κυματισμούς της αφής που επισφραγίζει την ένωση των δύο εραστών. Είναι χαρακτηριστικοί οι στίχοι που εκφράζουν την ικεσία που απευθύνει η ποιήτρια: «Στέκει η αγάπη σε μια ξύλινη γέφυρα./Εσένα/-αδύναμη εγώ- πώς να σε φτάσω;», «ζητώ το χέρι σου να σφίξω/να σταλάξει η μέρα επάνω μου/ να γίνουν ώριμοι οι καρποί της συντροφιάς μας./ Ευτυχία είναι/ να μπορώ να σου δίνω/ περιμένοντας παραπονιάρικα στη γωνία./ Ελπίζω στο νέο ξημέρωμα./Και πλέκω ένα δίχτυ/ να αδράξεις την άκρη».

Μέσα στην ικεσία για ανταπόκριση η Φρεγγίδου ξεδιπλώνει όλη την οδύνη και τον πανικό της μοναξιάς που την απειλεί. Οι λέξεις της γίνονται «γυμνές, συλλαβές όλο απροσεξία και πάλη αδιοχέτευτη», η γραφή της αρρωστημένη, η νύχτα μακραίνει κι ο κόσμος δεν ξημερώνει. Η μοναξιά σαν μέγγενη την καθηλώνει μέσα σε κλειστούς χώρους και σπίτια όπου ακούγονται απαίσια τα μοναχικά της βήματα, οι ήχοι της σόλας αντηχούν στο δωμάτιο και της επιστρέφουν της ματαιωμένες επιθυμίες της, επιθυμίες που άλλοτε πάλλονται, «άλλοτε σέρνονται/άλλοτε κτυπάνε τους τοίχους/άλλοτε αντιμάχονται παραλείψεις». Αν η μοναξιά ασφυκτιά μέσα σε κλειστούς χώρους, σπίτια, τοίχους και δωμάτια, γίνεται κραυγή αγωνίας να μη ξεχαστούν τα αισθήματα του έρωτα, να μην καταλήξουν σε κατάκλειστα συρτάρια, που μοιάζουν με νεκροταφεία αναμνήσεων. Αξίζει να παραθέσουμε το ποίημα με τον τίτλο «Πεθαμένα συρτάρια», που αποτελεί ένα από τα ωραιότερα της συλλογής:

Στο πεθαμένο συρτάρι
μη με βάλεις.
Γεμάτο ανοιχτούς λογαριασμούς
και μισοτελειωμένες υποθέσεις.
Ακόμα κι αν στα ποιήματά σου δεν υπάρχω,
σ’ εκείνο το νεκροταφείο αναμνήσεων δεν θέλω να θαφτώ.

Η φλογερότητα του έρωτα γίνεται έντονα απτή στη συλλογή της Φρεγγίδου, καθώς το σώμα και οι αισθήσεις κάνουν συνεχώς αισθητή την παρουσία τους. «Τα ποιήματα τα φοράω κατάσαρκα- δίοδος της ενθύμησής σου», είναι οι πρώτοι στίχοι του πρώτου ποιήματος της συλλογής. Τα χείλη, οι σπόνδυλοι, οι μηροί, τα γόνατα γίνονται σημεία που εγκατοικεί η θύμηση, για να τονίζεται αυτό που διακαώς επιδιώκει η Φρεγγίδου και ρητά το εκφράζει στο τέλος του ίδιου ποιήματός : «Να διαβάζεται «διψώ», «αγαπιέμαι», «αφήνομαι»/ ως μια ανέλπιστη παρήχηση του έρωτα για σένα».

Χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, η Φρεγγίδου με αφοπλιστική απογύμνωση του πιο εσώτερου εαυτού της, καίρια μας συγκινεί μιλώντας με εύστοχη γλώσσα και ύφος για τη λαγνεία και το πάθος του έρωτα που της χάρισε δικαίωμα στο φως, γιατί ο πολύτιμος χρόνος του «μαζεύεται σαν σπόρος/σαν καρπός/σαν σπυρί από ρόδι που έσπασε/στη μέση του κήπου».

Αλεξάνδρα Μπακονίκα

5 - douatzisbenatsis

Ανάσα από πηλό, μυθιστόρημα, Γιώργος Δουατζής, εκδόσεις Πάπυρος 2015

Κάθε φορά που κυκλοφορεί ένα καινούριο βιβλίο του Γιώργου Δουατζή, είτε ποίηση είτε μυθιστόρημα, αποτελεί για μένα μια ευχάριστη έκπληξη. Το ίδιο ισχύει και για το μυθιστόρημά του Ανάσα από πηλό, το οποίο αποτελεί μια νέα πρόταση στο χώρο του μυθιστορήματος.

Διαβάζοντας κανείς το νέο έργο του Γιώργου Δουατζή Ανάσα από πηλό βρίσκεται μπροστά σε χαρακτηριστικές αντιθέσεις. Η ζωή και ο θάνατος, η πληρότητα και η στέρηση, τα πάθη και η υπέρβασή τους αποτελούν μερικές απ’ αυτές. Ασφαλώς όλα αυτά αποτελούν ένα εύφορο έδαφος για να ασχοληθεί ένας σημειωτικός.

Στην αρχική σκηνή περιγράφεται ο θάνατος του πατέρα του Κώστα Μοίρα, πρωταγωνιστή του έργου. Πρόκειται ασφαλώς για μια μετάβαση από την οικογενειακή πληρότητα στην συναισθηματική στέρηση. Ταυτόχρονα όμως αποτελεί και μια διαδικασία μύησης στη ζωή και ένταξης του ήρωα στον κόσμο των μεγάλων. Μέσα από υπόγειες συζεύξεις και συναρτήσεις ο θάνατος υπερβαίνεται και η προσωπική πληρότητα καθιστούν τον Μοίρα ικανό να συνεχίσει τη ζωή του. Πρόκειται θα λέγαμε για μια δοκιμασία χαρακτηρισμού, όπου ο ήρωας αναδεικνύεται ικανός να αντιμετωπίσει τις μεταγενέστερες προκλήσεις της ζωής.

Από την άλλη μεριά προβάλλει ένα πλήθος οπτικών που φωτίζουν από διαφορετικές γωνίες τα δρώντα πρόσωπα του κειμένου. Αν προσέξουμε την Ελένη θα διαπιστώσουμε τους πολλαπλούς της μετασχηματισμούς. Αρχικά είναι η κόρη του Καρτάλου που βρίσκεται κάτω από μια οικογενειακή πίεση. Στη συνέχεια θα μεταβληθεί σε μια εξαιρετική σύντροφο του ήρωα που με την δράση της τον αναδεικνύει σε εξέχουσα καλλιτεχνική μορφή στο χώρο των πλαστικών τεχνών. Στο τέλος, όμως, θα εμφανιστεί ως ένα πλάσμα που κινδυνεύει και χρειάζεται τη συμπαράσταση του Μοίρα για να υπερβεί τον κίνδυνο του θανάτου. Απ' αυτή την άποψη οι μετασχηματισμοί θα θεωρηθούν ως δρόμοι που οδηγούν από τη μια κατάσταση στην άλλη και συντελούν και στον μετασχηματισμό της ψυχικής διάθεσης του αναγνώστη, ο οποίος βλέπει τα γεγονότα κάθε φορά, από άλλη σκοπιά. Υπάρχει ακόμη στο κείμενο ένας θυμικός μετασχηματισμός που προκαλείται από τη σύγκρουση του πατέρα της Ελένης με τη μητέρα της. Σ' αυτή τη φάση της ακολουθίας πάθους οι ήρωες δεν έχουν τίποτε να ανταλλάξουν παρά σημεία σκληρότητας και αδιαφορίας καθώς και θυμικές χειραγωγήσεις.

Σπουδαία είναι και η χρήση του χρόνου. Ο χρόνος κινείται μπρος-πίσω συνδέοντας το παρόν και το παρελθόν των ηρώων και επιτρέπει στο συγγραφέα να τονίζει τα γεγονότα που θεωρεί σημαντικά. Ο τρόπος αυτός γραφής καθιστά το κείμενο εξαιρετικά ενδιαφέρον.

Σκόπιμο είναι να τονιστεί η λειτουργία της τυχαιότητας σ΄ αυτό το έργο. Ο Δουατζής αναδεικνύει σε βασικό στοιχείο της μυθιστορίας του την αρκετά πρόσφατη ιδέα της τυχαιότητας, σε αντίθεση με το παλιότερο μυθιστόρημα όπου τα γεγονότα είχαν μια συνεχή διαδοχή, όπου το ένα πυροδοτούσε το άλλο. Η αποκοπή του από αυτή την τάση και η αποδοχή μιας καταιγιστικής τυχαιότητας, όπως είναι ο σεισμός, έχει άμεση σχέση με τη διαδικασία διαφοροποίησης των ηρώων, που έχουν πια να αντιμετωπίσουν καινούργιες καταστάσεις και να τις υπερβούν και κυρίως να περάσουν από τον κίνδυνο του θανάτου σε μια νέα ολοκληρωμένη ζωή με την απόκτηση ενός παιδιού.

Θα θέλαμε, τέλος, να μείνουμε σε τρία δρώντα πρόσωπα που είναι φίλοι του πρωταγωνιστή, συμμετέχουν στη δράση και κυρίως σχολιάζουν τα γεγονότα και μιλούν για σύγχρονες καταστάσεις. Λειτουργούν θα λέγαμε ως ο χορός της αρχαίας τραγωδίας που ως θεατής παρακολουθεί το "θέαμα" και ερμηνεύει τη σημασία του, είτε για δικό του λογαριασμό είτε, συχνότερα, για το αναγνωστικό κοινό. 0 λόγος τους μπορεί να αναλυθεί ως λόγος της πειθούς, ο οποίος σκοπό έχει να καταστήσει τους ήρωες ενεργούς, αλλά και να κάνει το κοινό να αποκτήσει μια συγκεκριμένη εικόνα της δικής του ταυτότητας.

Ο Δουατζής με τη συνύπαρξη των αντιθέτων, τους συνεχείς μετασχηματισμούς των ηρώων, την εναλλαγή των οπτικών γωνιών, τη χρήση της τυχαιότητας και το συνεχές πέρασμα από το παρελθόν στο παρόν, δημιουργεί ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα όπου οι ήρωες μετατρέπονται σε σύμβολα της καθημερινής εμπειρίας και της υψηλής τέχνης. Γνωρίζει πολύ καλά την ψυχολογία των ηρώων και την αναδεικνύει σε όλες τις περιπτώσεις. Η αντιπαράθεση δε ζωής-θανάτου δίνει στο κείμενο μια διάσταση αρχετυπική. Και αυτό, νομίζω, πως είναι το επίτευγμά του.

Απόστολος Μπενάτσης

6 - lyakosbistolas

Poena damni (Z213: Έξοδος), ποίηση, Δημήτρης Λυάκος, εκδόσεις Τυπωθήτω 2009

Οσο κραταει αναμμενο ενα σπιρτο.Ο,τι προλαβεις να δεις στο δωματιο που αναβει και σβηνει. Οι εικονες που κρατιουνται για λιγο και υστερα πεφτουν … Σπιρτο, καποια σβησμενα ξανα σαν της διαθηκης, υστερα μερικα δικα του κομματια, υστερα εγω.

Διαβάζοντας το Ζ213: Έξοδος του Δημήτρη Λυάκου, νιώθεις όπως ο ανώνυμος αφηγητής του βιβλίου. Κάθε σελίδα του μικρού τόμου είναι ένα αναμμένο σπίρτο και για όσο αυτό διαρκεί αποκαλύπτεται μπροστά μας ένα θραύσμα από την Κόλαση. Εδώ δεν υπάρχουν έκπτωτοι άγγελοι, ποτάμια αίματος και λάβας, μαστίγια και καζάνια. Η Κόλαση του Λυάκου είναι μια κοιλάδα των μεταβολών που στροβιλίζονται σαν καταιγίδα. Εκεί που με το που σβήσει το σπίρτο έχει χαθεί η ταυτότητα, η μνήμη, η ύπαρξή. Το οστό της ψυχής έχει σπάσει και κυκλοφορεί σαν θρόμβος στο σώμα, το οποίο όμως μένει αμετάβλητο. Είμαστε πολλές ψυχές σε ένα και μόνο δερμάτινο σακί. Αυτό άλλωστε δεν ήταν και το «μάθημα» της τραγωδίας; Αν όμως η αρχαία τραγωδία μας έδειξε πως το κορμί πληρώνει με τον σπαραγμό του την ανάδυση της ιδιωτικότητας, το δικαίωμα στην επιθυμία - η σύγχρονη τραγωδία που περιγράφει ο Λυάκος μας εμφανίζει ένα υποκείμενο που πλέον δεν μπορεί να εστιάσει σε ένα κέντρο βάρους. Πόσοι άνεμοι φυσάνε μέσα στον ασκό του Αιόλου; Ο πρωταγωνιστής του τόμου φαίνεται σα να μην γνωρίζει ποια είναι η ίδια η φωνή του. Δεν θυμάται ούτε από πού έρχεται, ούτε πού πάει, ούτε το όνομά του.

Να θυμαμαι να γραψω οσο μπορω. Οσο μπορω. Για να μπορεσω να θυμηθω. Όπως τα γραφω είναι σα να μπαινω μεσα ξανα. Υστερα είναι σα να μην ημουν εγω

Το Ζ213: Έξοδος (Τυπωθήτω 2009) είναι (αφηγηματικά) το πρώτο μέρος της τριλογίας Poena Damni και χρονολογικά το τελευταίο. Το δεύτερο μέρος είναι η Νυκτιβόη -που αναμένεται τους επόμενους μήνες να κυκλοφορήσει επεξεργασμένη εκ νέου στα ελληνικά έχοντας σαν καινούργιο τίτλο Με τους Ανθρώπους από τη Γέφυρα (With the people from the bridge, Shoestring Press 2014)- ενώ θέση επιλόγου καταλαμβάνει Ο Πρώτος Θάνατος (Οδός Πανός 1996), που όμως γράφτηκε πριν από τα άλλα δύο μέρη. Βέβαια ακόμα και αν δεν είναι ο ίδιος πρωταγωνιστής σε όλα τα βιβλία, δίνεται η εντύπωση πως ο αφηγητής είναι ένας. Έτσι μπορεί ο πρωταγωνιστής του Ζ213: Έξοδος με αυτόν του Πρώτου Θανάτου να είναι διαφορετικοί, όμως η «χροιά» της φωνής είναι η ίδια και η σύνδεση ανάμεσα στα τρία κείμενα είναι αδιαμφισβήτητη. Οπότε, ενώ έχουμε διαφορετικούς πρωταγωνιστές, ο αφηγητής είναι μοναδικός, ενώ η ιστορία είναι ενιαία. Πολλές φωνές, μια χροιά. Ένας κομματιασμένος λόγος. Στον Πρώτο Θάνατο ο αφηγητής βρίσκεται:

Κορμί που παρασύρεται εδώ κι εκεί πάνω στο βράχο σαν φύκι ή άψυχο πλοκάμι, καρπός υστέρας ερεχθομένης ανέμοισι, έλος έναιμο και σαρκώδες. Το αριστερό χέρι κομμένο σύρριζα, το δεξί χέρι μέχρι την άκρη του πήχυ, σάπιο μπαστούνι παραληρώντας στα πνευμόνια του νερού.

Ο μπερδεμένος αφηγητής, αυτός που δεν γνωρίζει ποιος είναι και πού πάει, αυτός ο οποίος χρησιμοποιεί και σε κάθε τόμο διαφορετικό είδος λόγου -πρόζα στο Ζ213: Έξοδος, θεατρική δομή στο Με τους Ανθρώπους από τη Γέφυρα και ποίηση στον Πρώτο Θάνατο- αυτός που διαβάζει σημειώσεις άλλων, που δεν αναγνωρίζει τα γραπτά του, που πεθαίνει σε ένα άγνωστο νησί, που έχει τόσες φωνές που αναρωτιέσαι εν τέλει αν είναι ένας ή πολλοί, λειτουργεί όπως η μεταδοτική αγωνία των κρεουργημένων μηχανών. Αυτός ο κατακερματισμός του υποκειμένου, που αφήνει τον πρωταγωνιστή του Πρώτου Θανάτου ακρωτηριασμένο και παρατημένο σε ένα νησί, λες και είναι συντρίμμια λόγου που ξεβράζονται σε μια σελίδα, δημιουργεί ένα αναπόφευκτο άγχος. Δεν μπορούμε παρά να θυμηθούμε εδώ τα σχόλια περί του ναυαγισμού του υποκειμένου του Κ. Γιάσπερς στην ανάλυση του τραγικού φαινομένου. Το υποκείμενο συντρίβεται, διαλύεται, η πτώση του το καταλύει. Στον Λυάκο μπορεί να μην αντιτίθενται οι παραδοσιακές αντίρροπες αξίες που θέτουν σε κίνηση την τραγική πτώση. Αλλά εμφανίζεται μια άλλης τάξεως σύγκρουση, που έχει τη μορφή δυνατού ανέμου που σμιλεύει τον βράχο. Η γραφή του Λυάκου, αυτή η κοιλάδα των λιμναζουσών μεταβολών, από τη μια τοποθετεί τις τροχιοδεικτικές συμπυκνώσεις μιας αρχετυπικής πτώσης και από την άλλη τις παρασέρνει με ένα επίπλαστο, αποσπασματικό και ανάλαφρο εγώ. Ένα εγώ που όμως δεν ψηλαφεί το κορμί του.

Αναμενόμενα λοιπόν οι συμπυκνώσεις αυτές είναι γεμάτες ένταση, κωδικοποιημένες, υπερ-μυθικές (με την έννοια πως έχουν τέτοια αποκαλυψιακή δύναμη που απογυμνώνονται από τον συμβολισμό και αναπαράγονται ως καθαρές μορφές). Για παράδειγμα στο τέλος του Ζ213: Έξοδος, ο αφηγητής παρευρίσκεται στη σφαγή ενός αρνιού που θυμίζει έντονα τη γιορτή του Πάσχα, δηλαδή της Εξόδου των Ισραηλιτών. Ταυτόχρονα:

Ο ιδιος που το ’χε γεμισει απ’ το αιμα του αρνιου στην αρχη το ειχε αφησει πρωτα να τρεξει υστερα μια λεκανη απο κατω οταν ειχε λιγοτερη πιεση, στο τελος ο,τι απεμεινε παλι στο λακκο που μαυριζε και επινε.

Η ομοιότητα με την Νέκυια (ραψωδία λ της Οδύσσειας), όταν ο Οδυσσέας γέμισε με μαύρο αίμα από τα λαρύγγια των προβάτων έναν λάκκο ώστε να μαζευτούν οι νεκροί του Άδη κοντά του, είναι εμφανής. Όμως εδώ ο μύθος δεν λειτουργεί αποκλειστικά διακειμενικά, ούτε αναδύεται μια απόκρυφη και κοινή σε όλους τους μύθους τελετουργία του αίματος. Η αποκάλυψη αφορά στην ωμότητα της εικόνας και στην προβολή της μέσα από έναν φετιχισμό του αντικειμένου-λέξης. Αίμα. Πίεση. Μαύριζε. Ο μύθος στον Λυάκο δεν παρουσιάζεται ως μια οργανική ολότητα πάνω στην οποία αρθρώνεται η γραφή του, π.χ. το Ζ213: Έξοδος δεν είναι μια νέα ανάγνωση του μύθου του Οδυσσέα ή του Μωυσή, με λίγα λόγια δεν δημιουργεί έναν νέο μύθο. Αυτό που κάνει είναι να στρέφει τον μύθο προς τα μέσα, προς τη δομή του, εμφανίζοντας τα βασικά του συστατικά χωρίς τη μεσολάβηση του εκάστοτε αφηγηματικού συγκειμένου.

Οι λέξεις της τριλογίας είναι τα θραύσματα ήχου της πρώτης μεγάλης έκρηξης, που αν τα ενώσεις συντάσσουν το μύχιο όνομα της τραγωδίας. Η θυσία. Βωμός. Θυσία. Οδυσσέας. Θειάφι. Βυθοκόρος πόνος.‘Αγχος και ενοχή. Poena Damni ονομάζεται ο πόνος της απώλειας που αισθάνονται οι καταραμένοι που έχουν καταδικαστεί στην Κόλαση. Το κενό που νιώθουν όταν συνειδητοποιούν πως δεν θα αισθανθούν πάλι το ζεστό άγγιγμα του Θεού. Αυτή είναι η οντολογία του τραγικού φαινομένου. Η τεράστια απόσταση από το φως - τουλάχιστον στη σύγχρονη μορφή της. Και εδώ προβάλλει η έννοια του Υψηλού που τόσο έχει ταλαιπωρήσει και καθορίσει τη σύγχρονη τέχνη και λογοτεχνία. Το υποκείμενο είναι τόσο κατακερματισμένο μπροστά στο αδιαπέραστο της γλώσσας που καταλήγει να συντρίβεται στα τείχη της. Οι πολλαπλές μεταμορφώσεις του λόγου του αφηγητή του Poena Damni, η ανικανότητα να νιώσει λίγο ζεστασιά, η απελπισία του και το άγχος του είναι αποτέλεσμα της πίεσης του όγκου του Υψηλού που βρίσκεται πίσω από την «κουρτίνα» και μας καθηλώνει με το βάρος του. Εν κατακλείδι το Poena Damni είναι ένα έργο μετα-τραγικό. Σίγουρα δεν ακολουθεί τα ειδολογικά χαρακτηριστικά της τραγωδίας, αλλά περιγράφει τη βασανιστική και τραγική πτώση του (μετα)μοντέρνου υποκειμένου. Του ανθρώπου με τις χίλιες κραυγές, που το κέντρο ύπαρξής του έχει λιώσει και έχει μοιραστεί σε πολλές μικρές νησίδες σε μια τεράστια κατάμαυρη επιφάνεια.

Ηλίας Μπιστολάς

7 - kaskalixirogianni

Ο γατούλης στον κόσμο, παιδικό, Δώρα Κασκάλη, εικον. Μιχάλης Καζάζης, εκδόσεις Διόπτρα 2014

Ο βασικός ήρωας της ιστορίας μας είναι ένας μικρούλης γάτος, άβγαλτος, που εγκαταλείπεται ξαφνικά και για άγνωστους στον αναγνώστη λόγους από την οικογένεια, στης οποίας το σπίτι διέμενε όλο τον καιρό. Ένα πρωί αντί να ξημερωθεί στο μεγάλο σπίτι με τους γνώριμους ήχους, τις γνώριμες φωνές και τις γνώριμες μυρωδιές, ξημερώνεται σε έναν σκουπιδοντενεκέ περιτριγυρισμένος από πέντε άλλους γάτους, μεγαλύτερους, και άρα, εκ των πραγμάτων πιο έμπειρους από τον ίδιο. Μπορεί ο γατούλης, εν ονόματι Ιάσονας, να μην συνειδητοποιεί αμέσως τι ακριβώς συνέβη, αλλά το καταλαβαίνει με την πρώτη η παρέα των γάτων: πιθανότατα αυτοί που θεωρούσε οικογένεια (και μάλιστα καλή και καθωσπρέπει) του έκαναν ένα χριστουγεννιάτικο δώρο "διαφορετικό", τον παράτησαν στο δρόμο -χωρίς συναισθηματισμούς- ίσως για να πάνε ξέγνοιαστοι διακοπές. Θέλεις δεν θέλεις κάνεις τη σύνδεση με την κοινωνία των ανθρώπων. Κατά καιρούς -και τα παλαιότερα χρόνια, αλλά και σήμερα- ακούμε ή διαβάζουμε για μωράκια που οι γονείς τους τα άφησαν έξω από ξένες πόρτες γιατί δεν είχαν να τα ζήσουν ή γιατί, για ποικίλους λόγους, συναισθηματικούς, κοινωνικούς, οικονομικούς, δεν μπορούσαν ούτε ήθελαν να τα έχουν στη ζωή τους. Το χρώμα της εγκατάλειψης είναι πάντα το ίδιο και σε παραπέμπει σε σκοτάδι. Το χειρότερο για τον ήρωά μας είναι ότι δεν ξέρει τι του ξημερώνει, ποια θα είναι η τύχη του, το μέλλον του, η υφή και η ποιότητα της ζωής του από δω και μπρος.

Ο γατούλης -όπως και οι νέοι του φίλοι- έχει επιτυχώς προσωποποιηθεί από την Δώρα Κασκάλη. Ο γατούλης σκέφτεται, αισθάνεται, ενεργεί, αναρωτιέται, απορεί, δυσανασχετεί, σαν να είναι άνθρωπος, σαν να είναι παιδάκι που είναι σε διαδικασία κατανόησης του κόσμου. Και κερδίζει τη συμπάθεια μικρών και μεγάλων που προβληματίζονται αναφορικά με το ποια θα είναι η κατάληξή του. Και η παρέα των γάτων δικαίως είναι σκεπτική. Αφού τους έλαχε στο δρόμο τους η αγνή και τρυφερή ψυχή, που αισθάνονται ότι έχουν χρέος να φροντίσουν, και θέλουν να το κάνουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Το μέλλον του γατούλη είναι στα χέρια τους ουσιαστικά. Γονείς στο ρόλο των γονιών, αν μπορεί κανείς να το πει έτσι. Κρίσιμες μέρες. Θα πάνε όλα καλά; Θα καταφέρουν να εκπαιδεύσουν τον γατούλη; Xρειάζεται τόλμη για τις "μεγάλες αποφάσεις". Το θετικό είναι ότι υπάρχει καλή διάθεση, για αρχή τουλάχιστον. Ο γατούλης πρέπει να βγει στη ζωή, να αντιμετωπίσει τον κόσμο κατάματα, να γνωρίσει την γκρίζα πλευρά της πόλης και τη σκληρότητά της: τη φτώχεια, την ασχήμια και όλα τα αρνητικά. Η ωραιοποίηση των πραγμάτων δεν είναι ποτέ ωφέλιμη. Στόχος είναι να επιβιώνει κανείς πάντοτε και να στηρίζεται στα πόδια του -μαθαίνεται αυτό. Πολλές φορές όμως ο αυθορμητισμός και η άγνοια του κινδύνου μπορούν να οδηγήσουν σε περιπέτειες και μεγάλους κινδύνους. Αλλωστε, καμία ιστορία δεν έχει αξία χωρίς την ανατροπή της. Τι έγινε όταν οι γάτοι αμέλησαν να πουν στον γατούλη για τον φόβο τους για τους σκύλους, με τους οποίους είχαν προαιώνια έχθρα; O γατούλης δεν νιώθει φόβο για τους σκύλους, μάλιστα, μέσα στη γλυκιά του άγνοια ,επιζητεί τη φιλία τους. Άραγε θα καταφέρει να συμφιλιώσει τα αντίπαλα στρατόπεδα; Πάντως δίνει μήνυμα αγάπης σε μια εξαιρετικά κρίσιμη στιγμή, στο κεφάλαιο "Κάποιοι λύνουν τη σιωπή τους": Eγώ δεν ξέρω από πολέμους. Έχασα μια οικογένεια και βρήκα μια άλλη στο πρόσωπο του Κορνήλιου, του Γκαίτε, του Βιτσέντζου, του Πίκα και του Χρυσόψαρου! Αλλά τις τελευταίες μέρες ανακάλυψα φίλους εκεί όπου μου είχαν πει ότι ήταν μόνο εχθροί! Ο Τρίχας μου έκανε συντροφιά,ο Σπίρτος μου έλεγε ιστορίες... Χμ... ακόμη και ο Τουλούμπας μου έδινε κρυφά από το δικό του φαγητό!

Δεν ξέρω αν ο κόσμος αλλάζει, αλλά σίγουρα όταν είναι κανένας μόνος του, δεν γίνονται πολλά πράγματα. Η ισχύς εν τη ενώσει. Από την άλλη για να έρθει η "νέα εποχή" χρειάζεται να προσπαθήσει κανείς λίγο λίγο και σιγά σιγά κάνοντας τις προσωπικές του ενδοσκοπήσεις, για "να αλλάξουμε πρώτα τον δικό μας μικρό κόσμο", όπως σημειώνει ο σοφός Κορνήλιος.

Μέσα στο βιβλίο υπάρχει ένα όμορφο ταξίδι στον κόσμο των συναισθημάτων, που είναι απαραίτητο και χρήσιμο, μια και είναι ζητούμενο στην παιδεία και την ανάπτυξή της συναισθηματικής νοημοσύνης των παιδιών.

Η Δώρα Κασκάλη με γλώσσα κομψή, πλούσια και συνάμα καίρια και δραστική χειρίζεται λειτουργικά το θέμα της. Είναι εξαιρετικά ευαίσθητο πάντα το θέμα της εγκατάλειψης και ό,τι αυτό συνεπάγεται. Τα ποικίλα μηνύματα αβίαστα κατακλύζουν την ιστορία μας: η δύναμη της γνώσης, η σημασία της σιωπής, η ανάγκη της αλληλεγγύης και της φιλίας, η αξία της περιπέτειας που προσφέρει η ζωή, το δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο της αποδοχής της διαφορετικότητας, η δύναμη της κοινωνικής ευαισθησίας. Μιλώντας με τη συγγραφέα, της ζήτησα να μας πει δύο λόγια για το πότε και πως συνέλαβε το θέμα της, να μας βάλει κατά κάποιο τρόπο μέσα στο εργαστήρι της. Και μου είπε τα εξής ενδιαφέροντα πράγματα:

"O γατούλης στον κόσμο" γράφτηκε πολύ πριν αποκτήσω παιδιά, στην πρώτη του μορφή, ως μια άσκηση λογοτεχνική. Ήθελα να δω κατά πόσο θα μπορούσα να γράψω μια ιστορία εύληπτη, για ένα απαιτητικό κοινό, με συγκεκριμένους κανόνες και περιορισμούς. Αλλά δεν ήθελα να κάνω μεγάλες υφολογικές εκπτώσεις, ίσως γιατί τα σημερινά παιδιά έχουν πιο προχωρημένη σκέψη και πλουσιότερο λεξιλόγιο, περισσότερα ερεθίσματα -παρά την επέλαση της τεχνολογίας. Επιθυμούσα να αφηγηθώ μια ιστορία με ζώα, που έχουν όμως λαλιά και ανθρωπόμορφα χαρακτηριστικά, κοινός τόπος στην παιδική λογοτεχνία, η οποία θα μιλούσε για τους άτυχους αυτού του κόσμου, τους μη προνομιούχους που με την αλληλεγγύη και την αγάπη καταφέρνουν να επιβιώσουν ακόμη και στις σκληρότερες συνθήκες. Προσπάθησα να δημιουργήσω όχι μόνο έναν κεντρικό ήρωα, το γατούλη Ιάσονα, αλλά δέκα ακόμη, πέντε γάτους και πέντε σκύλους με δικά του χαρακτηριστικά και φωνή ο καθένας. Είναι λοιπόν "Ο γατούλης στον κόσμο" μια παιδική νουβέλα, μαθητείας θα συμπλήρωνα, για τη δύναμή μας να υπερνικούμε εμπόδια και δυσκολίες και μέσα από τη φιλία και την πίστη να ζούμε καλύτερα.

Κλείνοντας, θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ στην ωραία και διακριτική εικονογράφηση του Μιχάλη Καζάζη, που είναι απολύτως συμβατή με τη γλαφυρή γλώσσα και το ύφος του κειμένου.

Ασημίνα Ξηρογιάννη

8 - liakousamartzi

Οι αφετηρίες, νουβέλες, Μαρία Λιάκου, εκδόσεις Vakxikon.gr 2015

Παίρνω, λοιπόν, το βιβλίο στα χέρια μου κι από παμπάλαια συνήθεια γυρίζω στο οπισθόφυλλο. Διαβάζω: Δύο ιστορίες που αφήνουν χώρο στον αναγνώστη για πολλαπλές ερμηνείες και τον προτρέπουν ν’ αναζητήσει τόπους, εικόνες και πρόσωπα που θα τον λυτρώσουν.

Μεγάλο θέμα η λύτρωση και το πώς την πετυχαίνει κανείς. Στις δύο νουβέλες τής Μ. Λιάκου οι ήρωες της πετυχαίνουν τη λύτρωσή τους με την παρέμβαση δύο τυχαίων προσώπων, δύο από μηχανής θεών.

Στην πρώτη νουβέλα η ηρωίδα έχει αποσυντονιστεί από δυο μείζονα γεγονότα που βιώνει: τη διάλυση της προσωπικής της σχέσης και την απόλυση από τη δουλειά της.

Και τα δυο, η συντροφική σχέση και η εργασία ορίζουν σε πάρα πολύ μεγάλο βαθμό την ταυτότητα ενός ανθρώπου. Όταν πληγούν και τα δύο ταυτόχρονα φυσικό είναι το άτομο να μπαίνει σε βαθιά προσωπική κρίση όπως ακριβώς συμβαίνει στην ηρωίδα της Μαρίας Λιάκου. Κρίση και αδυναμία πάνε πάντα αντάμα. Έτσι η Λένια, όπως ονομάζεται η ηρωίδα, σ’ αυτή τη στιγμή της δικής της αδυναμίας ακουμπά σε δύο πρόσωπα για να μπορέσει να κάνει τα πρώτα της βήματα έξω από την κατάσταση που την συνθλίβει.

Όλοι μας έχουμε ζήσει παρόμοιες ή αντίστοιχες καταστάσεις, όλοι έχουμε κάνει όρκους για αλλαγές στη ζωή μας κι όλοι γνωρίζουμε πόσο δύσκολο είναι να κάνουμε το λυτρωτικό βηματισμό μακριά από πρόσωπα και καταστάσεις που μπορεί να μας εγκλωβίζουν. Αρκεί να αναλογιστούμε πόσα «θα», πόσα «από αύριο» και πόσα
«αυτό δεν το ξανακάνω» έχουν μείνει μετέωρα στη ζωή μας, πόσοι όρκοι αυτού του τύπου παραμερίζονται από διαρκείς αναβολές για να καταλάβουμε πόσο δύσκολη είναι η διαδικασία της αλλαγής.

Αυτό στο οποίο θα ήθελα να σταθώ είναι το πόσο μεγάλο ρόλο παίζει η αποφασιστικότητα ενός ανθρώπου να βγει από την κρίση του πατώντας στις δικές του δυνάμεις, στα προσωπικά του αποθέματα - τα οποία ας σημειωθεί είναι ανεξάντλητα. Πάντα είναι καλό και ευπρόσδεκτο ένα χέρι βοήθειας που απλώνεται με αγάπη και φροντίδα στον άνθρωπο που υποφέρει. Όμως από μόνο του δεν θα ήταν ποτέ αρκετό για να τον οδηγήσει να κάνει τη στροφή που χρειάζεται ώστε να προχωρήσει στη ζωή του.

Στην πρώτη νουβέλα η ηρωίδα έχει αρωγούς δυο γυναίκες – την αδερφή της και μια γυναίκα που συναντά για πρώτη της φορά και που περιγράφεται ως μια πολύ μητρική μορφή – και οι οποίες της υποδεικνύουν ένα μονοπάτι για να βαδίσει. Εκείνη, ακουμπώντας στη συμβουλή τους, το παίρνει πραγματικά κι αρχίζει την πορεία της. Θεωρώ όμως ότι η αποφασιστική στιγμή στην όλη ιστορία είναι όταν η ηρωίδα της Μ. Λιάκου στρέφεται εντός της από όπου αντλεί το υλικό που την τροφοδοτεί στη νέα της αρχή.

Αυτή η αποφασιστική εσωτερική στροφή σε τόσο δύσκολες στιγμές της ζωής μας απαιτεί μεγάλη δύναμη. Λέει η Λιάκου σ’ ένα σημείο της νουβέλας: «ο τόπος εδώ σε γειώνει να δεις τα αμαρτήματα κατά του εαυτού σου». Αφήνομαι στην πρόταση να με ταξιδέψει. Άραγε πόσα τέτοια αμαρτήματα είχε επιτελέσει η ηρωίδα μέσα από λάθος επιλογές σε σχέσεις, μέσα από την ανοχή καταστάσεων που την δυσαρεστούσαν, μέσα από την αποσιώπηση και την αγνόηση των προσωπικών της αναγκών? Πόσα τέτοια μικρά και μεγάλα εγκλήματα έχει διαπράξει εναντίον του εαυτού της. Σε πόσα τέτοια εναντίον του εαυτού μας έχουμε όλοι συμμετάσχει. Ένα μεγάλο ζήτημα, λοιπόν, αναδύεται για το πώς αγαπάμε τον εαυτό μας, πώς τον φροντίζουμε, πώς τον αναπτύσσουμε, πώς τον σώζουμε από την αφάνεια στην οποία έχουμε την τάση να τον καταδικάζουμε, ιδιαίτερα εμείς οι γυναίκες. Πόσο φροντίζουμε για τη λύτρωσή μας. Κι όλο αυτό δεν μπορεί κανείς να το πετύχει, όση βοήθεια κι αν λάβει από το περιβάλλον του, αν δεν κάνει τη στροφή μέσα και βαθιά στον ίδιο του τον εαυτό.

Στην δεύτερη νουβέλα έχουμε μια οικογένεια της οποίας τα μέλη κυριολεκτικά ταλανίζονται από τις προσδοκίες που έχουν αναπτύξει ο ένας για τον άλλον.

Εδώ ο υπέργηρος πατέρας ελέγχει το γιο του μέσω των προσδοκιών που του έχει περάσει ή επιβάλλει. Ο γιος, μπλεγμένος στο μηχανισμό αυτό, απαξιώνει τον εαυτό του και δρα στο σκοτάδι. Κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Οι προσδοκίες. Άλλο μείζον θέμα στη ζωή μας. Ο κορυφαίος ελεγκτικός μηχανισμός που χρησιμοποιούμε οι άνθρωποι αλλά και ο πλέον τυραννικός αφού γινόμαστε όλοι δέσμιοι του τι περιμένουν οι άλλοι από εμάς και τι περιμένουμε εμείς από τους άλλους.

Διστάζουμε να αντιπαρατεθούμε σε αγαπημένους ανθρώπους, αναστέλλουμε αποφάσεις ζωής, καταπνίγουμε ανάγκες μας. Γινόμαστε σχεδόν αόρατοι μερικές φορές στην προσπάθειά μας να μην πονέσουμε με τις διαφορετικές αποφάσεις μας κάποιον αγαπημένο. Όμως με το να περπατάμε αθόρυβα στη ζωή όπως οι γάτες για να μην ενοχλήσουμε με την διαφορετικότητά μας ή τις διαφορετικές απόψεις και αποφάσεις μας τους άλλους και χάσουμε την αποδοχή τους καταλήγουμε να χάνουμε τον αυτοσεβασμό μας.

Έναν τέτοιον άνθρωπο περιγράφει η Μ. Λιάκου ο οποίος υποτασσόμενος στις προσδοκίες των γονιών του θυσιάζει την προσωπική του ταυτότητα και καταλήγει να ζει μια ψεύτικη, μια δανεισμένη ζωή.

Η συγγραφέας τον χαρακτηρίζει ως τον νέο που η φωνή του δεν ακούστηκε, που η ψυχή του βασανίστηκε. Εγώ θα συμπληρώσω πως είναι ο νέος που δίστασε, που απέφυγε να υψώσει φωνή ενάντια σ’ αυτή του πατέρα-αφέντη από φόβο για τις ενδεχόμενες απώλειες. Ένας νέος που εξέπεμπε με άλλους τρόπους το μήνυμα: ‘θέλω να πάρω ανάσα, πνίγομαι’ αλλά που έμεινε άτολμος απέναντι σ’ αυτή του την ανάγκη.

Και σημειώνει η κυρία Λιάκου δια στόματος του ήρωά της: ‘ξέρω ότι η πίεση που ασκεί πάνω στον άνθρωπο η οικογενειακή ιστορία είναι καταλυτική’. Κι άλλο ταξίδι με την πρόταση αυτή. Και φυσικά έτσι είναι. Γι’ αυτό και δεν είναι τυχαίο το πόσοι άνθρωποι εγκλωβίζουν κυριολεκτικά τη ζωή τους και τη χαραμίζουν σ’ αυτήν ακριβώς την οικογενειακή ιστορία η οποία αποτελεί το χώρο ανάπτυξης των πρωτογενών σχέσεων που καθορίζουν και σημαδεύουν τον άνθρωπο για όλη του τη ζωή.

Γι’ αυτό και αποτελεί μια από τις μεγαλύτερες και εντονότερες προκλήσεις στη ζωή μας να παρέμβουμε με τον οποιονδήποτε τρόπο σ’ αυτή την οικογενειακή ιστορία, να πάρουμε τις δικές μας αποφάσεις και να χαράξουμε νέους δρόμους αποκλειστικά δικούς μας, κομμένους στα δικά μας μοναδικά μέτρα. Εν ολίγοις να δημιουργήσουμε ΑΦΕΤΗΡΙΕΣ για τον εαυτό μας. Πολλές, διαφορετικές και σωτήριες. Και είναι η ώθηση για κάτι τέτοιο που η Μ. Λιάκου προσπαθεί να εμφυσήσει στον ήρωα της και μέσω αυτού στον αναγνώστη της.

Γιατί φτιάχνω νέες αφετηρίες σημαίνει αλλάζω, σημαίνει αφήνω το παλιό κι επιλέγω το νέο κι άγνωστο όσο κι αν με τρομάζει ορισμένες φορές. Σημαίνει ζορίζομαι στο τώρα και παίρνω απόφαση να μετατοπιστώ, να ταράξω τα ως συνήθως ή κακώς κείμενα και να τολμήσω να αναζητήσω την προσωπική μου λύτρωση. Αφήνοντας πίσω μου πολλά. Ακόμα κι ανθρώπους.

Αφετηρίες, λοιπόν. Αφετηρίες μέσα μας, για την προσωπική μας αλλαγή, για την ατομική μας πορεία. Για μια πορεία καθορισμένη από τα δικά μας πατήματα ακόμα και τα στραβοπατήματα. Κι απ’ έξω μας αφετηρίες. Για τη συμπόρευση με τους άλλους. Για τη συνύπαρξη με τους άλλους. Αφετηρίες παντού και συνεχώς. Δύσκολες, εύκολες, λίγες, πολλές, μα πάντα ΠΡΟΚΛΗΤΙΚΕΣ. Όπως και να είναι ας ευχηθούμε να είναι ενδιαφέρουσες και ποικίλες στη ζωή όλων μας.

Mαρία Σαμαρτζή