Top menu

Γράφοντας για τη "Γυμνή Θεολογία" του Κώστα Μαρδά

cover-low

Ο τίτλος ενός Ποιήματος ή μιας Συλλογής από μόνος του στεγάζει τη σκέψη του ποιητή και υποψιάζει τον αναγνώστη. Έτσι συμβαίνει και με τη Γυμνή Θεολογία του Κώστα Μαρδά. Από τα 127 ποιήματα της Συλλογής τα 60 τα μέτρησα «θεολογικά». Άλλα γυμνά κι άλλα μισοκρυμμένα στον χιτώνα τους.

Ο Μαρδάς «θεολογεί» ποιητικά, όχι με αιτήσεις παροχής αιωνιότητας («Κλειδιά») ή για όσους θρησκεύονται επί σκοπώ είσπραξης μιας μέλλουσας ζωής («Ποινές») αλλά με το μάτι του θεοδιφούς ανθρώπου. Ο Θεός του εμφανίζεται σπανίως ως απλός στρατιώτης, και ουδέποτε ως υπηρέτης («Μεταμφιέσεις»), ουδέποτε ως στολισμένος  Πατριάρχης / και Πάπας με παρμπρίζ! («Θεοφάνεια»). Οι θεοί του  ευδοκιμούν εις τας αγροτικάς περιοχάς («Χωροθεσίες»), άλλοτε [ως] πέτρες άσημες / άλλοτε [ως] δέντρα υπάκουα ((«Θεοφάνεια»). Ταλαντώνονται σε κβαντικά πεδία και θαυμάζουν τα επιτεύγματα της Apple («Συμπράξεις»). Κυκλοφορούν γυμνοί στο διπλανό μπαλκόνι του φοιτητικού διαμερίσματος («Απροκάλυπτος») και ως νεαροί σερβίρουν σε πολυτελή εστιατόρια της κεντρικής πλατείας, ενώ κοιμούνται στα υπόγεια χαμογελώντας / κουβεντιάζουν στα λουλούδια / Και κλαίνε για όλους εμάς κρυφά όλα τα βράδια («Είναι»). Οι θεές του βρίσκονται ανάμεσα στις πόρνες της οθόνης («Τζούλια»). Αμαρτωλές τα βράδια ξεδιψούν με το σώμα και το αίμα τους τους αποσταμένους, ενώ το χάραμα πενθηφόρες προσέρχονται στη Μητρόπολη να προσκυνήσουν («Εναλλαγές»). Στην ταβέρνα της Θοδώρας, στη Χίο, καθαγιάζονται τα κάλλη των ντεκολτέ ανάμεσα σε βαριά τσιγάρα, σε πιοτά, και σε φιλιά («Προσκυνήματα»).

Αυτούς και τέτοιους παρίες, άγνωστους θεούς, ανεβάζει ο Μαρδάς θριαμβευτές στους Ουρανούς να χτυπούν με τα τύμπανά τους τις ίδιες ψαλμωδίες και τα ίδια ροκ. Άλλους με τζιν, άλλους μ’ ολόμαυρα δερμάτινα πάνω σε μοτοσικλέτες κι άλλους με στολή στρατάρχη. Κι ένα παιδί Θεός να παίζει στα χέρια του δυο γαλαξίες («Ανάβαση»). Ο ποιητής στριμώχνεται ανάμεσα στο εκκλησίασμα του Ναού, ολιγόπιστος και μηδαμινός («Αναξιότητα»), διχασμένος ανάμεσα σε Νίτσε και Χριστό («Έσωθεν»), («Αιματηρά») κι ανάμεσα σε Χριστό και Ιούδα («Διττώς»). Κι αρχίζει να  πλάθει τους δικούς του θεούς που, όμως, ξεπέφτουν πάλι σε ανθρώπους («Πτώση»). Η «θρησκεία» του καταλήγει να είναι υπόθεση μιας πνευματικής γεωγραφίας. Γι’ αυτό παίρνει το δρόμο για τους δίκαιους ουρανούς με τ’ αφόρητα φεγγάρια. Για το δίκαιο μα ανέκφραστο Σύμπαν. Και μετρά αποστάσεις και ταχύτητες, άστρα και νεφελώματα, γαλαξίες και στοιχειώδη σωματίδια («Αδιαφορίες»). Μόνο που… μόνο που, οι ασύλληπτες ταχύτητες του Edwin Hubble προς στο «μέγα χάος» («Αδιαφορίες») και ο κόσμος του άσωτου ουρανού εγκλωβίζεται σε μια σιδερώστρα («Πουκάμισο») και κατοικεί υπόγεια διαμερίσματα («Απροκάλυπτος»). Ό,τι στο Σύμπαν εκείνο και στα μέσα του ποιητή. Το άπειρο, περιεχόμενο στο ελάχιστο: Από τα σωθικά μου ανατέλλουν 200 δισεκατομμύρια ήλιοι («Έσωθεν»). Το ηλεκτρόνιο σθένους του δεσμού δεν είναι παρά το ερωτικό στοιχείο: Η αέναος κίνηση των άστρων / Η ατέρμονη περιστροφή των εραστών («Ακαδημαϊκά»).

Το ποιητικό αίτιο που κινεί το σύμπαν, όπως έλεγε ο Αριστοτέλης ή όπως μας το παρέδωσε ο Εμπειρίκος στους «Αθανάτους» της Οκτάνας του. Όσες φορές ο ποιητής αποφασίζει να πάρει τους δρόμους για τους ουρανούς σκοντάφτει. Οι προσευχές του μπλοκάρουν σε κόγχες, τόξα, θόλους και βιτρό. Κι όσες φορές το καταφέρνει, είναι γιατί κάποιο θηλυκό τον τραβά απ’ το μανίκι (Εμπόδια).  Αυτό το θηλυκό στην ποίηση του Μαρδά δεν είναι η φαινομηρίδα των baby dolls για μάτια οφθαλοπόρνα αλλά ομοιώνεται με το ίδιο το θείο (Αμφιλατρεία). Γι’ αυτό κι απ’ την άλλη μεριά πιστεύει και σ’ έναν έμφυλο Ιησού, σαν κι αυτόν που ζωγράφισε ο Bartolommeo Perpejo («Πίστη»). Ο ποιητής έλκεται στον πόλο του έρωτα, όπως τα λεπιδόπτερα από τα ισχυρά φωτεινά volt της νύχτας. Κι όποιος έλκεται από τον πόλο του έρωτα αναπόφευκτα πυκνώνει το λογισμό του στον πόλο του θανάτου. Απ’ αυτή την άποψη, η Γυμνή Θεολογία είναι μια «μελέτη θανάτου», αφού τα μισά ποιήματα της Συλλογής με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αναφέρονται στο «τέλος». Στην «Επαναβεβαίωση» εξομολογείται: Πολύ καιρό μου φαίνεται / πως κάθισα στο θάνατο. Αυτόν τον πολύ καιρό ο Μαρδάς δεν τον κουκουλώνει με πλερέζες, δεν τον ανασαίνει με αναστεναγμούς, δεν τον μουσκεύει με δάκρυα. Η θεώρησή του βλασταίνει απ’ τη ρίζα του Πινδάρου (θνατά θνατοίσι πρέπει) κι ανθοβολεί Εις την Οδό των Φιλελλήνων του Εμπειρίκου. Πρόκειται για την παραδοχή της φυσικής τάξης: Είδα δίκαιους θανάτους («Θαύματα»), Ευτυχισμένοι οι  άνθρωποι / που κάποτε πεθαίνουν! («Ανάβαση»). Κι έτσι επιχειρεί να αποβάλλει τον φόβο του θανάτου:

Αν δεν γελάς σε θάνατο
κι αν δεν θρηνείς λουλούδια…
…Ποτέ να μην σηκώνεσαι
στα  Καζαντζιδικά ζεϊμπέκικα τραγούδια.  
                                                                                                      («Προϋποθέσεις»)

Και οι νεκροί του –Σε πλείστα όσα ποιήματα / υπεισέρχονται νεκροί («Αδιάλλακτοι)– δεν φορούν το μυαλό της νεροχελώνας αλλά αρκούνται στην αθανασία του κοσμικού χρόνου και στην ενθύμηση, και στη μνήμη των ανθρώπων.  

 …και πίσω οι πεθαμένοι συγγενείς
κουνώντας μας το χέρι
κάνουν νοήματα
πως δεν επιδιώκουν την Ανάσταση.
                                               («Νοήματα»)

Οι νεκροί του, όπως και οι θεοί του, είναι οι καθημερινοί άνθρωποι του αγώνα για την επιβίωση και οι άδικα και πρόωρα νεκροί της αμαρτίας των πολέμων («Χριστοδουλικώς»). Νεκροί του, οι συνομιλητές των αγαλμάτων («Λατρεία»), ο αγωνιστής μιας «Μικρής Ελευθερίας» («Παράδοση»), το εργατάκι του Φαλήρου («Ενθυμήσεις»), φίλοι, συμμαθητές και συγγενείς, όπως ο Γιώργης Ντούλης («Σπασίματα»), κι ο αγωνιστής της εργασίας μετανάστης πατέρας. Και τα παιδιά: τα θύματα των πολέμων και της προσφυγιάς («Κατεψυγμένα»), («Ανώνυμο»), που αφήνουν τους δρόμους ορφανούς από φωνές («Προώρως») και φέγγουν αστεράκια στους ουρανούς («Αστρόλογα»). …Αλλά, παρά τους επαναληπτικούς θανάτους […] νέες παιδικές καρδούλες ηχούν / Βλασταίνοντας από τους μίσχους των νέων φυλλοβόλων δέντρων («Κατίσχυση») και τα αίματα στο χρόνο ανθοφορούν χρυσάνθεμα. («Παρατηρήσεις»). Η εκδίκηση των ονείρων και η σπορά των γενεών στους αιώνες των αιώνων. Οι αιώνες, που στην ποίηση του Μαρδά στέκουν αναίσθητοι («Αδιαφορίες») και γιομάτοι νύχτα  («Απαράλλαχτα»). Ο χρόνος το παλιόπαιδο που τρέχει. / Ο χρόνος που διατρέχει τους πλανήτες. / Ο χρόνος δικαστής συμπερασμάτων. («Χρονικό»), που για τον ποιητή βιώνεται σαν το σταματημένο παιδικό ποδήλατο ή στις ταχύτητες των αυτοκινήτων της Αθήνας («Χρόνια»). Θεολογώντας ο Μαρδάς δεν επιδιώκει να είναι ούτε θεολόγος ούτε φυσικός επιστήμονας. Δεν ψάχνει για το «αληθές» αλλά για το «καλό» και το «κάλλος». Το ίδιο έκανε και στην πρώτη του Συλλογή Αθήνα με Θολό Ποτάμι, ιδιαίτερα στην ενότητα Ατομική Θεολογία. Ο ίδιος ο τίτλος της παρούσας Συλλογής προέρχεται από το ποίημα «Σωματοδομή» της προηγούμενης: 

                                                Κι η μνήμη λούζεται.
                                                Δίχως μύες.
                                                Δίχως πόνο.
                                                Και χωρίς θεούς.
                                                Γυμνή θεολογία.

 Πρόκειται για την αληθή πρόταση  στην υπόθεση της τέχνης: Ότι δηλαδή ο κάθε καλλιτέχνης, ο κάθε ποιητής στην περίπτωσή μας, γράφει ένα και μόνο ποίημα σε όλη του τη ζωή και σε όλη του την παραγωγή. Μία είναι η ποιητική του ιδέα, ένας ο βαρύς του πυρήνας, που γύρω του δορυφορούν τα ποιητικά του μετέωρα. Η ποίηση του Καβάφη είναι ένα μπριλάντι με 154 όψεις, έλεγε ο Γ.Π. Σαββίδης. Το «τι» του Μαρδά, τα μετέωρά του, είναι η εποχή του, η ωμή εποχή όλων μας. Ο ποιητής δεν καταφεύγει σε «αντικειμενικές συστοιχίες» για να στηρίξει την ευαισθησία του. Οι ήρωές του περιπολούν ανάμεσά μας («Σώματα») και ζουν ο καθένας τη δική του μοίρα. Το «ανώνυμο» βρέφος, που θάφτηκε σε χωράφι της Λέσβου («Ανώνυμο»), τα παιδιά της προσφυγιάς, που συγκινούν ακόμα και τη θάλασσα («Μεταστροφή»), τα παιδιά των νοσοκομείων της Γάζας («Κατεψυγμένα»), τα κλαίοντα παιδιά των συσσιτίων («Πουλιά»). Και δεν πρόκειται μόνο για το «τι» αλλά και για το «πώς» της ποίησης. Απ’ την άποψη του «πώς», ο Μαρδάς αναπνέει την εποχή του αλλά και παλαιότερες εποχές. Ο συστολικός του παλμός βρίσκεται στην παραδοσιακή ποιητική κι ο διαστολικός του στον μοντερνισμό. Κοινό στοιχείο της «μειχτής αλλά νόμιμης» αυτής ποιητικής θεωρώ τον «ήχο». Η ποίηση πρέπει να προκαλεί το αυτί, έγραφε ο Σεφέρης. Και το αυτί προκαλείται από την ποίηση του Μαρδά.

Η ποίηση του Μαρδά δεν είναι της γραμμής που υιοθέτησαν πολλοί ποιητές μιμούμενοι τα εξωτερικά μόνον στοιχεία της μοντέρνας ή υπερρεαλιστικής ποίησης. Το πόσο τον απασχολεί η εμμελής έκφραση, το δηλώνει ο ίδιος αρχίζοντας τη Γυμνή Θεολογία του μ’ ένα γραμματικό ποίημα («Ποίημα») γι’ αυτό ξοδεύει το χρόνο του στ’ ανισοσύλλαβα ποιήματα («Παρατηρήσεις»). Τα μελισμένα ακούσματα διατρέχουν ολόκληρη τη Γυμνή Θεολογία με τα Καζαντζιδικά ζεϊμπέκικα («Προϋποθέσεις»), («Σπασίματα»), τους ακορντεονίστες, τις ηλεκτρικές κιθάρες, τα λαϊκά της Ομόνοιας, και κλαρίνα («Αίνος»). Αποστρέφεται τις τετριμμένες των στιχουργών υμνολογίες και ζητά να ταιριάξει τη φωνή του στο τραγούδι («Πουλιά») αδιαφορώντας για τα σουξέ («Αδιαφορία»), ενώ αποστρέφεται τις θεωρητικές απολογίες σε …γκόμενες και βοηθητικό προσωπικό («Ανυπερθέτως»). Ένδεκα ερωτήματα παρακάμπτονται στην «Παρουσίαση», που αν απαντηθούν, μπορεί κανείς να ιδεί τον καθαρό ποιητή. Γιατί για να ’σαι ποιητής πρέπει να ’σαι καθαρός.

 Ηλίας Αναγνώστου
Δασκάλου-Συγγραφέα της μελέτης «Στίχος παιδαγωγός»
Μενδενίτσα, Φθιώτιδα, Ιούνιος 2016