Top menu

Δημήτρης Μίγγας: "Ένας κόσμος ομοιόμορφος θα ήταν ανιαρός"

miggasynentefksi

Συνέντευξη στην Τίνα Πανωρίου

Ο Δημήτρης Μίγγας γεννήθηκε στη Μεσσηνία και ζει στη Θεσσαλονίκη. Το 2000 τιμήθηκε με το Βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Πεζογράφου του περιοδικού Διαβάζω. Βιβλία του έχουν μεταφραστεί στα σέρβικα και στα ιταλικά. Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μεταίχμιο το μυθιστόρημά του Έρως ανίατος.

Διαβάστε το βιβλίο

Ένας μυθιστορηματικός ήρωας τελικά δεν εξαρτάται απόλυτα από τον δημιουργό του, κ. Μίγγα; Έχει το παρελθόν του, την ιστορία του, συμπεριφορές και αντιλήψεις που δεν συμπίπτουν αναγκαστικά με αυτές του συγγραφέα;
Ας ξεκινήσουμε από το δεύτερο σκέλος της ερώτησης που η απάντησή του φαίνεται πιο εύκολη. Αν οι συμπεριφορές και οι αντιλήψεις κάθε μυθιστορηματικού ήρωα ταίριαζαν με εκείνες του συγγραφέα, τότε η συγγραφική καριέρα του συγκεκριμένου δημιουργού θα εξαντλούταν μοιραία στο πρώτο του βιβλίο. Στα επόμενα θα επαναλάμβανε τον εαυτό του κυριολεκτικά. Στη μυθιστορηματική πραγματικότητα, όπως συμβαίνει και στον δικό μας κόσμο, οι πεποιθήσεις κάθε χαρακτήρα δεν συμπίπτουν με αυτές των διπλανών του ούτε φυσικά με εκείνες του γράφοντος. Για να υπάρξουν σε ένα μυθιστόρημα δράση, πλοκή, εξέλιξη και πρόοδος, θα πρέπει να προηγηθούν συγκρούσεις και αυτές κατά κανόνα οφείλονται στη διαφορετική αντιμετώπιση των καταστάσεων εκ μέρους των ηρώων. Ο συγγραφέας γράφοντας δημιουργεί έναν μικρόκοσμο μέσα στον οποίο κινούνται οι ήρωές του. Και είναι γεγονός πως η καθεμία και ο καθένας από αυτούς έχει παρελθόν και τη δικιά του ιστορία. Οι περισσότεροι πρωτοεμφανίζονται στις σελίδες του βιβλίου από κάποια στιγμή της μυθιστορηματικής ζωής τους και ύστερα. Για να είναι πειστικοί, ολοκληρωμένοι και “ζωντανοί” θα πρέπει ο δημιουργός τους να γνωρίζει με κάθε λεπτομέρεια την προηγούμενη ζωή τους - παιδικά χρόνια, σπουδές, οικογενειακή κατάσταση, χαρακτήρας, πάθη, εμμονές, συνήθειες, χαρίσματα, αντιδράσεις, ακόμα και χαρακτηριστικές κινήσεις, στάση ζωής κι απόψεις που καθοδηγούν τη δράση τους. Θα πρέπει δηλαδή να έχει φτιάξει (πολλοί μάλιστα γράφουν αναλυτικά) ένα ολοκληρωμένο βιογραφικό από τη στιγμή που γεννήθηκαν μέχρι να εμφανιστούν για πρώτη φορά στις σελίδες του βιβλίου. Κάθε κουβέντα τους και πράξη θα πρέπει να εναρμονίζονται με τον προηγούμενο βίο τους. Και αν καμιά φορά συμβεί ένας συγγραφέας, παρασυρμένος από τη δική του νοοτροπία και εμπειρίες, να τους σπρώξει σε ενέργειες που δεν τους ταιριάζουν, τότε η ιστορία του συνήθως οδηγείται σε αδιέξοδο. Από ένα σημείο και μετά είναι τέτοια η διαδοχή των γεγονότων, των σκηνών και των διαλόγων, που ο συγγραφέας αναγκάζεται να γυρίσει πίσω τον μυθιστορηματικό χρόνο και να διορθώσει το λάθος του υπακούοντας και υπηρετώντας τα θέλω και τα πιστεύω του ήρωά του και όχι τις δικές του προγραμματικές σκέψεις για το έργο του. Αυτό λοιπόν εννοώ, όταν ισχυρίζομαι πως δεν υπακούουν πάντα στον δημιουργό τους οι ήρωες και ότι συχνά ξεφεύγουν και ενεργούν αυτόβουλα.

Και γιατί εσείς προτιμήσατε για κεντρικό σας ήρωα έναν ηθοποιό παρηκμασμένο από έναν άλλο (κοινό) θνητό;
Μα για να κάνω τη δουλειά μου πιο εύκολη, επειδή η συγκεκριμένη επιλογή μού παρείχε πολύ περισσότερες δυνατότητες να παρουσιάσω αυτό που ήθελα στον μελλοντικό αναγνώστη. Είχα την πρόθεση να μιλήσω για τη φθορά του σώματος και τις εκπτώσεις φιλοδοξιών και ονείρων. Διάλεξα έναν ηθοποιό, επειδή βρήκα προσφορότερο να δείξω αυτή την παρακμή στο πρόσωπο ενός καλλιτέχνη παρά σε κάποιον άλλον, ας πούμε σε  έναν δημόσιο υπάλληλο. Η δουλειά του ηθοποιού και σε έναν βαθμό και η ζωή του φωτίζονται συνεχώς. Ρόλοι πρωταγωνιστικοί που δίνουν με τον καιρό τη θέση τους σε άλλους δευτερεύοντες, κριτικές εγκωμιαστικές όταν είναι στην κορυφή κι αργότερα κακές ή, ακόμα χειρότερα, αδιαφορία και σιωπή· το χειροκρότημα ή η αποδοκιμασία, θαυμασμός ή απαξίωση εκ μέρους του κοινού. Όλα στο φως! Ο δημόσιος υπάλληλος βιώνει τη φθορά κρυμμένος στο μισοσκόταδο, στο σπίτι ή στο γραφείο· υποφέρει, όμως ο σπαραγμός του καλύπτεται από τη ρουτίνα της καθημερινότητας. Θα ήταν πολύ πιο δύσκολο για μένα να το δείξω αυτό.

Η Όλγα, η ιδιόρρυθμη πονεμένη αυτή ηρωίδα σας, έχει υπάρξει ως πρόσωπο υπαρκτό στη δική σας τη ζωή; Γιατί φαίνεται να έχετε κάποτε ερωτευτεί ένα τέτοιο μοιραίο κορίτσι...
Όχι. Δεν έχει υπάρξει στη ζωή μου ένα τέτοιο πρόσωπο. Κάθε συγγραφέας έχει διαφορετικό τρόπο να πλάθει τους χαρακτήρες του. Ας μιλήσω για το δικό μου εργαστήρι. Αξιοποιώ την παρατήρηση, τη μνήμη και τη φαντασία μου. Κατά κανόνα ο μυθιστορηματικός ήρωας ή ηρωίδα φτιάχνεται από υλικά, γνωρίσματα και ιδιότητες ανθρώπων που έχω κατά καιρούς γνωρίσει. Συνδυάζω τις γραμμές του προσώπου ενός, τις κινήσεις και το βάδισμα κάποιου άλλου, τον χαρακτήρα και τις αντιδράσεις φίλων ή γνωστών. Δημιουργώ με δανεικά χαρακτηριστικά ένα καινούργιο άτομο και προσπαθώ να του δώσω υπόσταση, μορφή, προσωπικότητα. Περνώ παρέα με τις ηρωίδες και τους ήρωές μου πολλές ώρες, στο γραφείο, στη βόλτα, με συντροφεύουν στο κρεβάτι μέχρι να κοιμηθώ. Συζητώ μαζί τους για να καταλάβω πώς σκέφτονται, ζητώ από κάποιους να μου δώσουν συνέντευξη, υποβάλλω τις ερωτήσεις κι ύστερα παίρνω τη θέση τους προσπαθώντας να απαντήσω για λογαριασμό τους κι όχι ως Δημήτρης Μίγγας· σαν να παίζω σκάκι ή τάβλι με αντίπαλο τον εαυτό μου. Τους συμπαθώ όλους ανεξαιρέτως και πασχίζω να κατανοήσω τη συμπεριφορά και να δικαιολογήσω για λογαριασμό τους τις πράξεις τους (ακόμα κι όταν δεν συμφωνώ με αυτές), γιατί διαφορετικά δεν θα είναι αυθεντικοί ως χαρακτήρες. Κάποιους ήρωες από προηγούμενα βιβλία μου τους θεωρώ πλέον φίλους κολλητούς. Κι αν πρόκειται για ηρωίδα, στην προσπάθειά μου να τη δω με τα μάτια ενός άντρα που την αγαπάει, που ξαπλώνει μαζί της στο κρεβάτι, κάνουν έρωτα και αγγίζει κάθε σπιθαμή του σώματός της, κινδυνεύω μοιραία να την ερωτευτώ. Και συχνά υποκύπτω. Ναι, έχω κάποτε ερωτευτεί ένα τέτοιο κορίτσι μόνο που το έπλασα εγώ στο τελευταίο μου βιβλίο.

Άγνοια, ατομικισμός, αδιαφορία, αποκλεισμός, ρατσισμός. Με αυτές τις συμπεριφορές έρχεται αντιμέτωπη η Όλγα όταν δηλώνει ότι είναι οροθετική. Η δική μας κοινωνία είναι τελικά οπισθοδρομική ή παντού λίγο  πολύ οι άνθρωποι δεν αντέχουν το διαφορετικό, πόσο μάλλον μια ασθένεια;
Κάποιοι αντιμετωπίζουν καθετί το διαφορετικό στην αρχή με επιφύλαξη μέχρι να το αποδεχτούν. Αυτό έχει να κάνει με την παιδεία, τη νοοτροπία, την κουλτούρα και λίγο ή πολύ το συναντάμε παντού. Ιδιαίτερα στην περίπτωση μιας ασθένειας (π.χ. φορέας) το πρόβλημα ξεκινάει από την άγνοια. Η άγνοια και η παραπληροφόρηση είναι κάποια από τα βαρίδια που τυραννούν τον άνθρωπο και συχνά τον αποπροσανατολίζουν. Οι περισσότεροι άνθρωποι, ωστόσο, έχουν συνειδητοποιήσει ότι ένας κόσμος ομοιόμορφος θα ήτανε ανιαρός και ίσως ανυπόφορος.

Μπροστά σε άγριες προσωπικές περιπέτειες για να επιβιώσει κανείς, όπως η ηρωίδα σας, δυνητικά μπορεί να σωθεί όταν κρατιέται από πράγματα μικρά κι ασήμαντα, επιθυμίες ελάχιστες;
Όταν έχεις φτάσει στον βυθό (σε κάθε είδους πάτο), ένας τρόπος για να κάνεις μια αρχή στην προσπάθειά σου να επιστρέψεις είναι να κρατηθείς από πράγματα μικρά και ασήμαντα, ελάχιστες επιθυμίες. Έτσι μπορείς να ψηλαφίσεις τα σκοτάδια, να κερδίσεις χρόνο και δυνάμεις, ώσπου να βρεις τη δύναμη να ανεβείς και να επιβιώσεις. Η ζωή είναι πεπερασμένη, ανεπανάληπτη, και αξίζει κάποιος να την εξαντλήσει ακόμα και όταν δεν του προσφέρεται ακριβώς όπως θα ήθελε.

Τελικά όπως όταν ένας ηθοποιός κατέβει από το σανίδι χάνεται, έτσι κι ο συγγραφέας γράφει γιατί δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά, όσα αντίτυπα κι αν πουλήσει;
Σε κάποιο σημείο του μυθιστορήματος ένας από τους ήρωες (τυχαίνει να είναι συγγραφέας) εξομολογείται στον φίλο του: «Θα σου το πω για τελευταία φορά, γιατί μου φαίνεται ότι δεν έχεις καταλάβει. Γράφω επειδή δεν μπορώ να κάνω διαφορετικά. Δεν με μέλλει πόσα αντίτυπα θα πουληθούν, το αν οι κριτικοί αγνοήσουν το βιβλίο και πως ο εκδότης δεν θα το υποστηρίξει. Δεν με πειράζει ακόμα κι αν δεν εκδοθεί. Συνήθισα πια και μπορώ να ζήσω δίχως αυτά. Το γράψιμο μ’ όλα του τα ζόρια είναι το μόνο που μου έμεινε…». Και στο προηγούμενό μου βιβλίο ένας χαρακτήρας ρωτάει κάποιον ήρωα (που κατά «σύμπτωση διαβολική» είναι πάλι συγγραφέας): «Γιατί γράφεις, ρε;». Και στην αδυναμία του ερωτώμενου να απαντήσει, συνεχίζει: «Λεφτά να βγάλεις, δεν το βλέπω. Κι αν ήθελες να πλουτίσεις θα έκανες άλλη δουλειά. Τη δόξα δεν σε βλέπω να την προλαβαίνεις. Γιατί λοιπόν βασανίζεσαι;» Και στις δύο περιπτώσεις εγώ ερωτώ στο ένα βιβλίο κι ο ίδιος απαντώ στο επόμενο. Τα όσα ισχυρίζομαι, φυσικά, αφορούν αποκλειστικά και μόνο εμένα. Κατά κανόνα οι καλλιτέχνες προσβλέπουν στη δόξα, αρκετοί λοξοκοιτούν το χρήμα και την εφήμερη προβολή. Με τον καιρό οι ελπίδες των περισσότερων διαψεύδονται. Κάποιοι τα παρατούν, άλλοι επιμένουν. Και ορισμένοι έχουν ανακαλύψει εντωμεταξύ στο γράψιμο την ηδονή της δημιουργίας. Θεωρώ τον εαυτό μου τυχερό που ανήκω σ' αυτή την κατηγορία. Δεν υποτιμώ τη δόξα και την καλή φήμη, ωστόσο για μένα η διαδικασία της γραφής είναι ό,τι πιο ωραίο κέρδισα σ' αυτό το ταξίδι. Η σύλληψη, η κύηση και ο τοκετός ενός βιβλίου είναι μια πορεία που με συναρπάζει, την απολαμβάνω τόσο, ώστε στενοχωριέμαι κάθε φορά που παραδίδω κάποιο βιβλίο για να εκδοθεί. Σαν τη μανούλα που αποχωρίζεται το παιδάκι της κι ανησυχεί, στενοχωριέται που δεν θα το κανακεύει πια τα βράδια.

Μας μαγνητίζει μια εικόνα χωρίς συγκεκριμένο λόγο, κι αργότερα ανακαλύπτουμε την αιτία ή το λάθος. Όπως συμβαίνει και στον έρωτα... Πεπρωμένο φυγείν αδύνατον λοιπόν;
Άραγε πώς ερωτευόμαστε; Συνήθως συναντούμε κάποιαν ή κάποιον που μαγνητίζει το βλέμμα μας ανάμεσα σε τόσες άλλες ή άλλους, χωρίς να ξέρουμε το γιατί και την αιτία. Ερωτευόμαστε μία εικόνα και αν βρούμε ανταπόκριση γινόμαστε ζευγάρι. Ύστερα από λίγο καιρό ανακαλύπτουμε αν μας ξεγέλασε η διαίσθηση ή όχι. Κάπως έτσι φαίνονται τα πράγματα επιφανειακά. Αν είμαστε τυχεροί, έχουμε βρει έναν άνθρωπο που μας ταιριάζει και διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία που μας αρέσουν. Στην αντίθετη περίπτωση υπάρχουν δύο εκδοχές: Δεχόμαστε τους άλλους όπως είναι και τους αγαπούμε για τις ιδιαιτερότητές τους ή προσπαθούμε να τους αλλάξουμε. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση το πιθανότερο είναι να αποτύχουμε, οπότε απογοητευόμαστε και ο έρωτας φυλλοροεί. Για αυτό και η ηρωίδα του μυθιστορήματος διαπιστώνει: «Μας μαγνητίζει μια εικόνα χωρίς συγκεκριμένο λόγο αρχικά, κι αργότερα ανακαλύπτουμε την αιτία ή το λάθος». Κα παρακάτω ένας άλλος χαρακτήρας απολογείται: «Τελευταία δεν πηγαίναμε καλά· νεύρα, γκρίνιες και καβγάδες. Τι τα θες. Όσο περνάει ο καιρός, οι ιδιορρυθμίες κι οι παραξενιές του άλλου, που κάποτε σε ξάφνιαζαν ευχάριστα ή τέλος πάντων ανεχόσουν, αρχίζουν να σε ενοχλούν. Σκουριάζουνε κι οι σχέσεις, τι νομίζεις;».

Θερβάντες, Πιραντέλο, Μπόρχες. Αυτοί είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς; Αλλά ο τελευταίος ο Αργεντινός ενέπνευσε τρόπο τινά και τον «Έρωτα ανίατο»;
Αυτοί και κάποιοι άλλοι με πρώτους τον Παπαδιαμάντη και τον Όμηρο. Δεν θα μπορούσα να ισχυριστώ ότι εμπνεύστηκα το μυθιστόρημά μου από τον Μπόρχες. Το σωστό είναι πως εκμεταλλεύτηκα δυο διηγήματά του σε μια προσπάθεια να στηρίξω κάποιες υπερβάσεις που επιχείρησα στο δικό μου κείμενο. Οφείλω όμως να ομολογήσω πως ο Αργεντίνος είναι ένας από τους υπεύθυνους για τον ανίατο έρωτά μου προς τη λογοτεχνία και τη γραφή. Το πρώτο μυθιστόρημά μου είχε ως moto μια δικιά του φράση: «Η λογοτεχνία είναι ένα καθοδηγούμενο όνειρο». Το τελευταίο με τον τίτλο Έρως ανίατος έχει, όπως σχεδόν συμβαίνει με τα περισσότερα βιβλία μου, κάμποσα χρόνια ιστορίας πίσω του, μέρες πολλές που το γράψιμο εναλλασσόταν με τα διαβάσματα. Το διάβασμα είναι τροφοδότης της έμπνευσης και ο καλύτερος δάσκαλος για το γράψιμο. Και για να μπορέσει ο αναγνώστης αυτής της συνέντευξης να συνδέσει τις ερωτήσεις σας και τις απαντήσεις μου με το κείμενο, θα μου επιτρέψετε να παραθέσω κάποιες γραμμές από το οπισθόφυλλο του βιβλίου: «Ένας συγγραφέας επιχειρεί να γράψει ένα μυθιστόρημα θέλοντας να μιλήσει για τη φθορά του σώματος και τις εκπτώσεις φιλοδοξιών και ονείρων. Ωστόσο ο ηθοποιός ήρωάς του (δίχως αυτό να είναι στα σχέδια του δημιουργού) ερωτεύεται μια μοναχική, ξεχωριστή και ιδιόμορφη γυναίκα. Ο συγγραφέας επιδοκιμάζει την πρωτοβουλία του και αποφασίζει να ασχοληθεί επιπλέον με την έκρηξη και τον αναπότρεπτο μαρασμό της ερωτικής σχέσης. Σελίδα τη σελίδα ξαναβρίσκουν όλα τον κανονικό ρυθμό. Ώσπου ένα απόγευμα η ηρωίδα επισκέπτεται τον συγγραφέα στο σπίτι του…»

Μετά το άκρως θεατρικό αυτό μυθιστόρημά σας έχετε κάτι άλλο στα σκαριά;
Στην πραγματικότητα πρόκειται για το όγδοο βιβλίο μου. Έχουν προηγηθεί μια ποιητική συλλογή, δύο συλλογές διηγημάτων και τέσσερα μυθιστορήματα. Ρωτάτε για το επόμενο. Στο μυαλό και στα συρτάρια μου υπάρχουν αρκετές ιδέες και σημειώσεις, αλλά… Για να γράψει κάποιος ένα μυθιστόρημα πρέπει να έχει κίνητρο ισχυρό. Αν πάρει μια τέτοια απόφαση, έχει υπόψη του πως θα κλειστεί για δύο ή τρία χρόνια μέσα στο γραφείο αρκετές ώρες κάθε μέρα, ενώ έξω η ζωή θα προχωρά. Εκτός λοιπόν από την αγάπη για τη λογοτεχνία και το πάθος του για τη γραφή, θα πρέπει να βρει μια ιδέα τέτοια που θα τον συνεπάρει, θα τον αγκιστρώσει και θα τον πείσει να εγκαταλείψει τα εγκόσμια και να μπει σε έναν άλλο κόσμο. Αυτό εννοώ λέγοντας κίνητρο. Να παθιαστώ από τη σκέψη του μελλοντικού μυθιστορήματος τόσο ώστε να στρωθώ στο γράψιμο. Δυστυχώς μέχρι τη στιγμή που γράφω τούτες τις γραμμές δεν έχει προκύψει ακόμα μια ανάλογη γενεσιουργός έμπνευση.