Top menu

Ζωγραφίζοντας ποιητικούς πίνακες

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη

Κρίνοντας από τα περιεχόμενα της νέας ποιητικής συλλογής της Γεωργίας Μακρογιώργου, (Με κάρβουνο ροδίζει. Εκδόσεις Κουκκίδα. Αθήνα, 2021), παρατηρούμε πως είναι χωρισμένη σε τρεις επί μέρους ενότητες με τίτλους ‘Από μακριά’, ‘Εξ’ αρχής το μαχαίρι’ και ‘Χρωστική φωτός’ αποτελούμενες από εννέα, δεκατρία και έντεκα, αντιστοίχως, ποιήματα. Εντυπωσιάζουν, ομολογουμένως, οι φωτογραφίες που προτίμησε η ποιήτρια να τοποθετήσει στην αρχή της κάθε ενότητας. Στην πρώτη, συγκεκριμένα, ένα πουλί ατενίζει με ηρεμία το φως πέρα μακρυά μέσα σε ένα απόκοσμο τοπίο, στη δεύτερη ένα ηλιοβασίλεμα με τον ήλιο να κρύβεται στο βάθος, πίσω απ’ τα νερά, και στην τρίτη μια ίδια εικόνα αλλά με μια γάτα να κάθεται ολομόναχη σε μια πολυθρόνα δίπλα στην παραλία. Κοινός παρονομαστής σε όλες, το φως μάλλον σε κατιούσα πορεία εξαφάνισης. Ίσως οι παρατηρήσεις αυτές να μην προκαλούν ιδιαίτερη εντύπωση, αν λάβουμε υπ’ όψιν μας την προηγούμενη ποιητική συλλογή της που ακούει στο όνομα ‘Το φως όταν μεταφυτεύεται’ που κυκλοφόρησε το 2019, από τις Εκδόσεις Βακχικόν. Στο βιογραφικό της συνάμα, ανευρίσκουμε το πεζό ‘Τύχη στα τείχη’ (Γαβριηλίδης, 2017) και τις ‘Πικραλίδες’ (2020) από τις εκδόσεις Παράξενες Μέρες του Ρεθύμνου. Επομένως από αυτής της σκοπιάς θα μπορούσαμε να πούμε πως η παρούσα συλλογή αποτελεί κατά κάποιο τρόπο την ποιητική της συνέχεια.

Τα ποιήματά της ολιγόστιχα περιστρέφονται γύρω από την καθημερινότητα. Σε κάποιες περιπτώσεις αναφέρονται σε μικρές λεπτομέρειες και ανθρώπινες συμπεριφορές όπως αυτές έκαναν την εμφάνισή τους και τις βιώσαμε τις πολλές ημέρες εγκλεισμού από την επελαύνουσα και ακόμη πανταχού παρούσα πανδημία του κορονοϊού.

«χιονάνθρωπο έφτιαξα, μέσα στον εγκλεισμό/με σκουφί και κασκόλ/μη μου κρυώσει…», γράφει στην αρχή του ποιήματος ‘χαμόγελο του κλόουν’, του πρώτου της συλλογής. Και συνεχίζει με έντονα βιωματικό και αποκαλυπτικό ύφος «…με το καλό μου παλτό/που το ’χα για τις δεξιώσεις /τον έντυσα/με κάρβουνο και ρόδι/χαμόγελο του κλόουν/του έδωσα/και τα παλιά μου τα γυαλιά/του χόλιγουντ ταινίες /απ’ το παράθυρο να βλέπει/αφτιά όμως δεν του ’βαλα/να μην ακούει τα παράπονα/και λιώνει».

Η Γεωργία Μακρογιώργου, αν κρίνουμε από την προηγούμενη ποιητική συλλογής της, αρέσκεται στη χρήση χρωμάτων στους στίχους της καθώς και αναφορά πινάκων ζωγραφικής με έντονο ύφος παίζοντας και μετακινούμενη ανάμεσα σε τεχνοτροπίες, απεικονίσεις και χρώματα. Στο ποίημα ‘πίνακας ζωγραφικής’, στην ποιητική της παλέτα βρίσκονται απλωμένα περίσσια χρώματα τα οποία και θα χρησιμοποιήσει ανάλογα με την ενδεδειγμένη περίσταση. Έτσι θα ζωγραφίσει «τους ζοφερούς καιρούς/με χρώματα της ίριδας… χρώμα από λουλάκι στα πονεμένα χέρια… «, ενώ με κόκκινο ερωτευμένους ήρωες/σε δειλινού απόχρωση τους ποιητές…», φέροντας πάλι στο νου μας τις φωτογραφίες που κοσμούν την αρχή των τριών ενοτήτων, και βεβαίως το τέλος του βιβλίου με τις ευχαριστίες της που φέρει την εικόνα ενός μοναχικού δέντρου σε μια μεγάλη πεδιάδα.

Με την πανδημία στην εποχή μας, η οποία δυστυχώς ακόμα βρίσκεται σε εξέλιξη, πολλές προσπάθειες αναφοράς σε αυτή έγιναν τόσο στο χώρο της ποίησης όσο και στον πεζό. Στην εν λόγω ποιητική συλλογή, η Γεωργία Μακρογιώργου επανέρχεται ξανά σε αυτή με το ποίημα ‘με κωδικό 6’ και μας υπενθυμίζει τον νούμερο που υποχρεωτικά χρησιμοποιήσαμε κατ’ επανάληψιν στις μετακινήσεις μας έως πριν λίγους μήνες. Εδώ τα χρώματα είναι πάλι παρόντα και αντικατοπτρίζουν την προσωπική της ψυχολογική διάθεση εκείνης της συγκεκριμένης στιγμής: «στης καραντίνας τις μετακινήσεις/για άσκηση σωματική με έξι κωδικό/τα πιο σπουδαία ρούχα επιλέγω/φόρμα στου δειλινού τα χρώματα/φουλάρι πλουμιστό και ανθοστόλιστο/παπούτσια αθλητικά με άμμο/της χθεσινής ακρογιαλιάς/τα χείλη μου κόκκινα βάφω/ν’ αστράφτει το άλικο χαμόγελο/ανυποχώρητο προς το παρόν/κάτω από τη μάσκα».

Τα ποιήματά της στην πραγματικότητα παριστούν πολύχρωμους πίνακες ζωγραφικής, αλλά σε μερικούς εμφιλοχωρούν τεχνηέντως οι βαθύτερες επιθυμίες και οι κρυφές ελπίδες της. Μέρες χειμωνιάτικες, χιονισμένες, παγωμένες νύχτες, θαμπωμένα τζάμια, αλλά κι’ ανθισμένες αμυγδαλιές ταυτόχρονα. Όμως, η αποστασιοποίηση του ενός από τον άλλο, η ακύρωση συγκεντρώσεων, συναθροίσεων, έρχεται σε παράλληλη πορεία με την απόσταση ασφαλείας την οποία δρομολόγησε ο παντοδύναμος χρόνος σε συγκεκριμένα άτομα, κοινωνία και εραστές. Έτσι λοιπόν, «… με σατέν πιτζάμες στον καναπέ εμείς/τηρούμε αποστάσεις ασφαλείας/ακούγοντας ραμφίσματα πουλιών /στο τζάμι του παραθύρου», καταλήγει στο ποίημα ‘αποστάσεις’ μέσα σε αιωρούμενες αθρόες μυρωδιές αντισηπτικού ώστε να κρατηθεί ο όποιος ιός σε απόσταση, μακρυά! Εθνικοί, πολιτικοί και προσωπικοί ανταγωνισμοί και έριδες, η αλλοτρίωση του ατόμου από την πολυπόθητη εξουσία τονίζονται με λίγους και ξεχωριστούς στίχους όπως στο ‘σαν χαϊκού’, όπου «δηλητήριο/ ήπιε της εξουσίας/κι έγινε τέρας». Δεν λείπουν, ωστόσο, οι αναφορές σε πρόσφατα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα που απασχόλησαν την επικαιρότητα επί μακρόν: «χωρίζουν απ’ τον άνεμο/αδέλφια θυμωμένα/ο κάμπος τρώει το μικρό/η θάλασσα το άλλο…», γράφει στο ‘σ’ έναν εμφύλιο’, ενώ στον ‘Οκτώβρη’, «… χαμογέλασε/ για μια στιγμή/ η μάνα», παραπέμποντας σε συγκεκριμένη πράξη που συντάραξε την πολιτική επικαιρότητα δια μακρόν.

Η Γεωργία Μακρογιώργου και σε αυτή τη συλλογή παρουσιάζεται ως μια έντονα βιωματική ποιήτρια, με ποιήματα καμβάδες πάνω στον οποίο βρίσκονται απλωμένα και ποιητικά χρωματισμένα τα βαθύτερα προβλήματα του καιρού μας αλλά και τα τόσο προσωπικά μας, ωσάν «…σπασμένα τζάμια και καθρέπτες/ νύχτες υγρές κάτω απ’ τα παπλώματα/ημέρες ήσυχες μες τα σφιγμένα χείλη…».