Top menu

"Νερά γελούνε" του Β. Ζηλάκου -Κριτική Βιβλίου

Γράφει ο Θάνος Κανδύλας

Ἐ­πει­δὴ «φύ­σις κρύ­πτε­σθαι φι­λεῖ»

Κι ἐ­πει­δὴ ταυ­το­χρό­νως «δι’ ἐ­σό­πτρου ἐν’ αἰ­νίγ­μα­τι» μπο­ροῦ­με νὰ θω­ρή­σου­με καὶ νὰ θεω-ρή­σου­με τὰ φαι­νό­με­να κι ἀ­θέ­α­τα, ἐν προ­κει­μέ­νῳ καὶ τὸ βι­βλί­ο τοῦ Βα­σί­λη Ζη­λά­κου: ΝΕΡΑ ΓΕΛΟΥΝΕ, θὰ προ­σπα­θή­σω ἐλλει­πτι­κὰ καὶ λο­ξὰ νὰ δι­α­βι­βά­σω τὶς ἐν­τυ­πώ­σεις μου ἀ­πὸ τὴν ἀ­νά­γνω­σή του.

Ἐκ­φε­ρό­με­νος λό­γος γό­νι­μης πνευ­μα­τι­κῆς ἄ­σκη­σης σὲ κεί­με­να τῆς παγ­κό­σμι­ας ποι­η­τι­κῆς καὶ κρυ­πτι­κὴς πα­ρά­δο­σης (ἀ­πὸ τὸ Ζὲν καὶ τὰ χά­ι­κου τῆς Ἄ­πω Ἀ­να­το­λῆς, τὸν Λά­ο Τσὲ καὶ τὸ Τα­ὸ ἐν­δι­α­μέ­σως, τὴν Ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Ἰ­ω­άν­νη βε­βαί­ως, ὡς τοὺς Γνω­στι­κοὺς καὶ τὴν Νη­πτι­κὴ πα­ρά­δο­ση, μη­δὲ ἑ­ξαι­ρου­μέ­νων τῶν Μυ­στι­κῶν της Δύ­σης καὶ τῶν Ἰπ­πο­τι­κῶν θρύ­λων).

Ἔ­χου­με νὰ κά­νου­με μὲ μί­αν σὲ ὕ­ψι­στο ρυθ­μὸ ἀ­φο­μοί­ω­ση τῆς ψί­χας, τοῦ ρί­γους ποὺ δι­α­τρέ­χει ὅ­λα αὐ­τὰ τὰ ρεύ­μα­τα, σὲ βαθ­μὸ σω­μα­το­ποί­η­σης, ἔ­τσι ὥ­στε χω­νε­μέ­να στὴν ἰ­δι­ο­συγ­κρα­σί­α τοῦ ποι­η­τῆ νὰ λει­τουρ­γοῦν ὡς ἐναύ­σμα­τα, καὶ μό­νον, τῆς ποι­η­τι­κῆς ἰ­δι­ο­προ­σω­πεί­ας του.

Ἡ σύν­θε­ση τοῦ ποι­ή­μα­τος (πα­ρα­κα­λῶ νὰ δι­α­βα­στεῖ ὡς ἑ­νι­αῖ­ο ποί­η­μα) ἔ­χει στοι­χεῖ­α φυ­σι­κά, με­τα­φυ­σι­κά, στο­χα­στι­κά, μυ­θι­κά, ἑρ­μη­τι­κὰ ποὺ ἠ­χοῦν ἄλ­λο­τε προ­φη­τι­κά, ἄλ­λο­τε ὡς χρη­σμοὶ κι ἄλ­λο­τε λει­τουρ­γοῦν ὡς συμβολισμοὶ κι ἁ­πλὲς πε­ρι­γρα­φές, ὅ­πως ἀν­τα­να­κλῶν­ται στὸν κα­θρέ­φτη τῆς ψυ­χῆς τοῦ ποι­η­τῆ, στὸν βυ­θό του.

Ἡ συ­ναι­σθη­μα­τι­κὴ φόρ­τι­ση ὅ­μως ἀ­πο­κρύ­πτε­ται κι ἀ­που­σι­ά­ζει παντελῶς ἡ ἔκ­φρα­ση τῶν συ­ναι­σθη­μά­των. Στὴν ἀ­να­ζή­τη­ση τοῦ Ἑ­νὸς ποὺ συ­νέ­χει καὶ συ­νέ­χε­ται στὸ Πᾶν, τὸ Ἐ­γὼ ἀ­πο­σύ­ρε­ται γιὰ νὰ δώ­σει χῶ­ρο καὶ χρό­νο στὴν μυ­στη­ρι­α­κὴ ἐ­σω­τε­ρι­κὴ ἐμ­πει­ρί­α ποὺ κα­θαί­ρει καὶ κα­θαι­ρεῖ τὸν συ­ναι­σθη­μα­τι­κὸ κό­σμο.

Σὲ δεύ­τε­ρο ἐ­πί­πε­δο ἔρ­χε­ται ἡ τε­χνι­κὴ ἀ­νά­πτυ­ξη τοῦ θέ­μα­τός του, ἡ ἀρ­χι­τε­κτο­νι­κή του ποι­ή­μα­τος.

Ἡ δο­μὴ τῶν στί­χων, ἡ μι­κρὴ φόρ­μα κι ἡ ἐ­ναλ­λα­γὴ των, δί­κην στροφῶν, φέ­ρουν ἕ­να στρῶ­μα ὑ­φα­σμέ­νο μὲ πε­ρί­τε­χνες σταυ­ρο­βε­λο­νιὲς ποὺ ἀ­πο­σκο­ποῦν στὴν ἀ­πο­φόρ­τι­ση καὶ στὸν κα­θαρ­μὸ ἀπ’ τὴ θλί­ψη ὥ­στε νὰ ὁδηγη­θοῦ­με σι­γὰ σι­γὰ στὴν συμ­με­το­χή, στὴν ὤ­σμω­ση καὶ στὴν μέ­θε­ξη. Νὰ συμ­πο­ρευ­θοῦ­με στὴν πο­ρεί­α ὑ­πέρ­βα­σης τῆς ὀ­δύ­νης, στὸν ἐ­ξο­βε­λι­σμό τῆς

 [1/3]

λύ­πης καὶ ἀ­κο­λού­θως νὰ συμ­με­τά­σχου­με στὴν βι­ω­μέ­νη Χα­ρὰ τοῦ ποι­η­τῆ, ὥ­στε νὰ ἐκ­πνεύ­σου­με τὴν Ἀ­γά­πη.

Δι­α­δο­χι­κῶς καὶ σὲ κύ­μα­τα σπά­ει τὸ φράγ­μα τῆς λύ­πης γιὰ νὰ ἀναδυθεῖ ὡς πλημ­μυ­ρί­δα ἡ Χα­ρά.

Για­τί, πα­ρα­φρά­ζον­τας, ὅ­ταν «ἡ Χα­ρὰ ἔλ­θει εἰς τὸ Σῶ­μα πο­λὺ» ὀρ­γι­ά­ζει τὸ ἀ­νά­βρυ­σμα, ρέ­ει στὶς ἀρ­τη­ρί­ες τοῦ αἵ­μα­τος φλε­γό­με­νη καὶ κα­τα­κλύ­ζει τὴν ὕ­παρ­ξη ὥ­στε νὰ ἰ­α­θεῖ ὁ ζό­φος της. Ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση ἀπ’ τὸν πό­νο, ἔ­στω καὶ προ­σώ­ρας, ἐ­νερ­γο­ποι­εῖ τὴν ἔκ­φρα­ση ὅ­λων τῶν εὐ­γε­νῶν συ­ναι­σθη­μά­των μὲ πρώ­τη τὴν κο­ρω­νί­δα Ἀ­γά­πη.

Στὰ ἐμ­φα­νῆ στοι­χεῖ­α τοῦ ποι­ή­μα­τος ἀλ­λὰ καὶ στὰ σύμ­βο­λα ἐνυπάρχει μί­α δι­α­κει­με­νι­κό­τη­τα, ἕ­νας  δι­ά­λο­γος, μὲ προ­γε­νέ­στε­ρα σχή­μα­τα.

Τὸ πα­ρά­δο­ξο ἢ ὑ­περ­βο­λι­κὸ γιὰ τὴν λο­γι­κὴ (μπο­ρεῖς νὰ τὸ πεῖς ὑπερρε­α­λι­στι­κὸ) εἶ­ναι γνώ­ρι­μο στοι­χεῖ­ο τῆς δη­μο­τι­κῆς ποί­η­σης ὅ­που μι­λᾶ­νε τὰ που­λιά, συν­δι­α­λέ­γον­ται μὲ τοὺς ἀν­θρώ­πους κι ὅ­που μπο­ρεῖ τὰ βου­νὰ νὰ θυ­μώ­νου­νε καὶ τὰ νε­ρὰ νὰ γε­λοῦ­νε.

Σὲ ἕ­να ἄλ­λο ἐ­πί­πε­δο οἱ ἀ­να­φο­ρὲς στὸν Ὅ­μη­ρο καὶ στὸν Ἰ­ω­άν­νη τὸν Βα­πτι­στὴ ἀν­τί­στοι­χα συλ­λει­τουρ­γοῦν στὴν δρα­μα­τι­κὴ ἀ­φή­γη­ση, στὶς ψηφίδες τοῦ κλη­ρο­νο­μη­μέ­νου λό­γου καὶ πρά­ξης. Δέ­νουν μὲ τὸν προ­φη­τι­κό, ἀ­πο­κα­λυ­πτι­κὸ λό­γο.

Ὁ τί­τλος τῆς συλ­λο­γῆς ταυ­τί­ζε­ται μὲ τὸ «πε­ρι­έ­χον πε­ρι­ε­χό­με­νον» κα­θό­τι μέ­σα στὸ ποί­η­μα θὰ συ­νυ­πάρ­χει αὐ­τὴ ἡ σχέ­ση τῆς χλω­ρί­δας καὶ πανίδας μὲ τὴν καρ­διὰ τοῦ ποι­η­τῆ πό­σο μᾶλ­λον ποὺ ἔ­χει λά­βει τὴν καρ­διὰ τοῦ ἀ­ε­τοῦ ὡς δω­ρε­ά!

Πα­ρα­μύ­θι νὰ θυ­μί­ζει βέ­βαι­α κι ὡς παι­δι­κὴ ἐ­να­τέ­νι­ση καὶ γλυ­κι­ὰ παρα­μυ­θί­α.

Ἀρ­κε­τὰ χά­ι­κου λει­τουρ­γοῦν ὡς ἁ­πλὰ γλωσ­σι­κὰ παί­γνι­α, αὐ­θόρ­μη­τα, μὲ μί­αν παι­δι­κὴ ἀ­θω­ό­τη­τα ὅ­πως λει­τουρ­γοῦ­σαν οἱ γλωσ­σο­δέ­τες καὶ τὰ μαγικὰ λα­χνί­σμα­τα.

Τὸ μυ­θι­κό, πα­ρα­μυ­θη­τι­κὸ στοι­χεῖ­ο δι­α­τρέ­χει ὅ­λην τὴν συλ­λο­γὴ κι εἶναι αὐ­τὸς ὁ συ­νε­κτι­κὸς ἱ­στὸς τῆς ποί­η­σης τοῦ Ζη­λά­κου.

Ὁ ὑ­πό­τι­τλος Πο­ρεί­α στὴν Χα­ρά μου (ὄ­χι στὸ ἐ­ξώ­φυλ­λο ἀλ­λὰ στὴν ἐ­σω­τε­ρι­κὴ σε­λί­δα - ἔ­χει τὴν ση­μει­ο­λο­γί­α του κι αὐ­τὸ) μας πα­ρα­πέμ­πει συ­νειρ­μι­κὰ στὴν «Ὠ­δὴ στὴ Χα­ρὰ» τοῦ Φρίν­τριχ Σίλ­λερ καὶ στὴν Ἐ­νά­τη

[2/3]

Συμ­φω­νί­α τοῦ Μπε­τό­βεν, τὴν ἐ­πο­νο­μα­ζό­με­νη «Συμ­φω­νί­α τῆς Χαρᾶς». Πρὸς στιγ­μὴν μὲ πα­ρέ­πεμ­ψε καὶ στὴν «Χα­ρού­με­νη Γνώ­ση» τοῦ Νίτσε.

Κα­μι­ὰ σχέ­ση. Οὔ­τε μὲ τὴν ὑ­περ­βο­λι­κὴ ρη­το­ρι­κή του Νί­τσε, οὔ­τε μὲ τοὺς ὑ­ψη­λοὺς τό­νους τῆς Συμ­φω­νί­ας, οὔ­τε μὲ τὴν δυ­να­μι­κή της Ὠ­δῆς.

Ὁ Ζη­λά­κος κι­νεῖ­ται σὲ πι­ὸ χα­μη­λὲς πτή­σεις, πι­ὸ χα­μη­λό­φω­νες, σὲ μου­σι­κὲς μο­νό­χορ­δες, πα­ρα­ση­μαν­τι­κὲς πλὴν ὅ­μως πο­λυ­ση­μαν­τι­κές.

Μὲ ἁ­πλὰ ὑ­λι­κά, μὲ γή­ι­να χρώ­μα­τα στὴν πα­λέ­τα του, ἀ­να­στο­χά­ζε­ται πά­νω σὲ λε­πτο­μέ­ρει­ες τοῦ λι­τοῦ, ἀ­σκη­τι­κοῦ βί­ου, καὶ τοῦ φυ­σι­κοῦ κό­σμου ποὺ προ­σπερ­νά­ει ἀ­δι­ά­φο­ρα κι ἀ­στό­χα­στα ὁ σύγ­χρο­νος ἄν­θρω­πος.

Ἐ­δῶ ὁ Ζη­λά­κος, ἔ­χω τὴν αἴ­σθη­ση, ὅ­τι μὲ βά­ση καὶ τὴν προ­σω­πι­κὴ βιω­μέ­νη Χα­ρά του ποὺ σχε­τί­ζε­ται μὲ τὸν μι­κρό του γιὸ Λα­έρ­τη (ἀφιερωμένο σὲ αὐ­τὸν τὸ ποί­η­μα) μᾶς προ­σκα­λεῖ ὑ­παι­νι­κτι­κά, ψι­θυ­ρι­στά, μὲ τὸν δι­κό του ἰ­δι­αί­τε­ρο τρό­πο, νὰ συμ­με­τά­σχου­με, νὰ νοι­ώ­σου­με καὶ νὰ κοινωνήσουμε αυτὴν την θερμή Χα­ρὰ

Νε­ρὰ γε­λοῦ­νε

πά­νω ἀ­πὸ τὸ δι­κό μου

παι­διοῦ κε­φά­λι 

 Εἶ­ναι ἕ­να εὐ­γε­νὲς ἐγ­χεί­ρη­μα, μί­α προ­σπά­θει­α ποὺ ἀ­παι­τεῖ καὶ τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ἐ­γρή­γορ­ση τοῦ ἀ­να­γνώ­στη, δη­λα­δὴ τοῦ «ἀ­να­γνώ­στη - ὅ­μοι­έ μου - ἀ­δελ­φέ μου» κα­τὰ τὸν Μπων­τλαίρ.

Συν­θέ­τει μιάν ἀλ­λη­γο­ρί­α πο­ρεί­ας πρὸς τὴν Ἀ­γά­πη πλέ­κον­τας ἕ­να ἐγκώ­μι­ο τῆς Χα­ρᾶς.

Καρ­πὸς εὔ­χυ­µ­ος, λοι­πόν, τῆς ἡ­συ­χα­στι­κῆς - ἑρ­μη­τι­κῆς ἄ­σκη­σης καὶ ποι­η­τι­κῆς πρά­ξης. 

 

Τέ­λος καὶ τῇ ποι­ή­σει Δό­ξα.