Top menu

"Βραχέα ρήματα", του Παναγιώτη Κωνσταντόπουλου

Της Ελένης Κομνηνού, θεατρολόγου

 

Όταν διάβασα το πρώτο του μυθιστόρημα του Παναγιώτη, το Μνημόσυνο, κράτησα ένα απόσπασμα στο ημερολόγιό μου που έλεγε: «Ώρες ώρες νομίζω πως η ζωή που έζησα, είναι το όνειρο ενός παιδιού που αποκοιμήθηκε ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι κι όπου να’ ναι θα ξυπνήσει και θα είναι το πολύ δέκα χρονών...»

Ότι η ζωή είναι ένα όνειρο, μας το είχε ήδη κάνει γνωστό η ποιητική φυσιογνωμία του Καλντερόν. Όταν όμως ο Σαίξπηρ βάζει τον Πρόσπερο στην Τρικυμία να λέει ότι «είμαστε φτιαγμένοι από το υλικό που είναι φτιαγμένα τα όνειρα» και δια στόματος Μάκβεθ αποκαλεί τη ζωή «ένα παραμύθι που λέει κάποιος ανόητος».., τότε μπορεί κανείς να αρχίσει να βλέπει τη μεγάλη εικόνα.

Κι ο Παναγιώτης είναι ένας Flâneur, ένας πλανόδιος ονειροφάντης, που παρόλο τον εξορθολογισμό που τον καθιστά στην καθημερινότητα και την  οργανωμένη επιστημονικά εργασία του, γρανάζι του μηχανισμού παραγωγής, εκείνος είναι ερωτευμένος με την ουσία που έχουν ο δρόμος, το καφενείο, ο σταθμός, το μαγαζί, το ξενοδοχείο, το περίπτερο, τα ρεμπέτικα, το χωριό… Με τόπους μετάβασης, ενίοτε άγνωστους, ανίερους, αλλά πάντως δικούς του.

Είναι ένας μικροκοινωνιολόγος, ένας ντετέκτιβ, που αποστασιοποιημένος παρατηρεί την απάλειψη της ατομικότητας. Ξυπνώντας από τον ύπνο του καλοκαιριάτικου μεσημεριού, αναμειγνύεται με τους ανθρώπους, με το πλήθος, που γι αυτόν είναι ερωτικό αντικείμενο. Αφήνεται στη φαντασμαγορία ενός κόσμου φελινικού, διονυσιακού...

Σε μια εποχή που δεν προσφέρεται για χαρά της ζωής, νιώθει την αναγκαιότητα να νομιμοποιήσει την υπαρξή του μέσω του στοχασμού της ονειροπόλησης και της περιέργειας. Η στάση του απέναντι στον κόσμο είναι δημιουργική και εμπλέκοντας αισθήσεις, συγκινήσεις και ίχνη της μνήμης, καλωσορίζει τις συναντήσεις τυχαίες και μη.

Ο Παναγιώτης χρησιμοποιεί το όνειρο προσχηματικά σαν μια μεταφορά για τη ζωή. Οι ιστορίες του έχουν συντεθεί με τρόπο που να μοιάζει και ίσως να είναι όνειρο. Ουσιαστικά υπογραμμίζει τη μη πραγματικότητα της ζωής. Έχει την πρόθεση όχι να ισχυριστεί ότι η ζωή είναι όνειρο, αλλά να προξενήσει την αίσθηση ότι είναι... ένα κράμα από μνήμες, εμπειρίες, φαντασιώσεις, αντιφάσεις και επινοήσεις. Τα πρόσωπα διαιρούνται, εξατμίζονται, συρρικνώνονται, διαλύονται. Μία όμως συνείδηση κυριαρχεί πάνω σε όλα - εκείνου που ονειρεύεται. Γι' αυτόν δεν υπάρχουν μυστικά, αντιφάσεις νόμοι ή ενοχές. Δεν αθωώνει, ούτε καταδικάζει, απλώς συσχετίζει. Ο κεντρικός αφηγηματικός χαρακτήρας του βιβλίου διασπάται σε επιμέρους μικροαφηγήσεις, η κάθε μια από τις οποίες διατηρεί τη δική της αυτοτέλεια έναντι των άλλων. Κάθε μια διατηρεί το δικό της ενδιαφέρον - σπουδαιότητα όχι σε συνάρτηση με το όλον, αλλά μεμονωμένα αποσπασματικά.

 Ο ύπνος, λυτρωτικός, συχνά γίνεται βασανιστήριο, κι όταν η αγωνία φτάσει στο κατακόρυφο, αυτός που υποφέρει ξυπνά και συμφιλιώνεται με την πραγματικότητα - που όσο επώδυνη κι αν είναι, είναι ωστόσο γλυκιά σε σύγκριση με την αγωνία του ονείρου. Κι εδώ προκύπτει το αιώνιο δίλημμα. Ζωή και θάνατος. Μήπως η ζωή είναι ο ύπνος κι ο θάνατος όταν ξυπνάμε;

Αλλά εκεί που ο θάνατος μοιάζει να έχει τον πρώτο λόγο, αντιτίθεται η ισχυρή παρουσία της ζωής.

Ο Τζούλιαν Μπαρνς έχει πει ότι η λογοτεχνία είναι ο καλύτερος τρόπος να διηγηθείς την αλήθεια. Μια διαδικασία παραγωγής μεγαλειωδών, όμορφων, αλληλένδετων ψεμάτων, η οποία παράγει περισσότερη αλήθεια από οποιανδήποτε συστοιχία πραγματικών γεγονότων.

Ο Παναγιώτης στον προσωπικό του ιστότοπο μας καλωσορίζει με τη φράση «Οι μόνες αληθινές ιστορίες είναι οι φανταστικές»...

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου του γράφει πως όλες οι ιστορίες καταλήγουν στην ίδια αφετηρία. Δεν υπάρχει διαφυγή... Εγώ πιστεύω πως η διαφυγή υπάρχει κι είναι αυτό ακριβώς που κάνουμε απόψε εδώ.

Εσείς;