Top menu

6 νέες βιβλιοπροτάσεις για τον μήνα Μάιο

H συντακτική ομάδα του περιοδικό Vakxikon.gr προτείνει:

Δεν με ξέρεις, διηγήματα, Παναγιώτης Μπαρμπαγιάννης, εκδόσεις Βακχικόν 2017

Ο χρόνος είναι όσα είδαν τα μάτια. Στα μάτια ανήκει και η μνήμη. Σύντομοι, απασφαλισμένοι στίχοι. Λιτή πρόζα με κυκλωτικές διαθέσεις. εμπρός σας ο τρομερός κόσμος των παιδιών. Εμπλουτισμένος μ΄όλη την απελπισία, προικισμένος με όλη την προσπάθεια, το πείσμα, την επιμονή.

Το παιδί του Παναγιώτη Μπαρμπαγιάννη που κάνει την εμφάνισή του με τις πετυχημένες εκδόσεις Βακχικόν, έρχεται από έναν τόπο επικίνδυνο. Στο οπισθόφυλλο το αναφέρει λιτά. Ξαφνικά βρίσκεται σε ένα χώρο όπου άγνωστα παιδιά με σάλια και πόδια ρόες τον περικλυκλώνουν. Όλος ο κόσμος του νέου συγγραφέα δεν είναι άλλο από την τρυφερή σκηνογραφία του παιδικού χρόνου. Μοναδικό σήμα στους δικούς μας καιρούς οι συντελεσμένοι μέλλοντες. Τα συντρίμια που ξέρω καλά πως είσαι και ας το κρύβει το κύρος του μονού σου αριθμού. Ο Μπαρμπαγιάννης γνωρίζει καλά αυτήν την πολιτεία. Οι κήποι της παλιάς μας ηλικίας συνιστούν γνώριμο πεδίο.

Θεατρικό παιχνίδι και ειδική αγωγή οι βασικές ασχολίες του συγγραφέα που μιλά με ωριμότητα για ένα αφοπλιστικό θέμα. Στην άκρη της αυλής, στο και πέντε του στίχου ελοχεύει η έκπληξη. Η διακριτική αναλαμπή εκεί στο όριο του κειμένου επιβεβαιώνει την αιχμηρή και ενδιαφέρουσα γραφή του Παναγιώτη Μπαρμπαγιάννη. Τίτλοι μονολεκτικοί, σαν τα μονοσύλλαβα του έρωτα. Δέρμα, Κάπου, Νωρίς. Είναι σωματικό το σύμπαν του συγγραφέα, βιώνεται πρώτα με την αφή για να αποδώσει τελικά τις κρυμμένες σημασίες του. Στις αρθρώσεις τους οι πρόζες κρατούν ζωντανές τις ενώσεις. Όλες οι ιστορίες δεν αποτελούν παρά ένα ενιαίο αφήγημα, που διαβάζεται με ανάσες, σε καθεστώς απόλυτης αγωνίας. Οι απαιτήσεις θέτουν ως αντικείμενό τους τη σκηνογραφία. Φώτα, σώματα, ρόδες, βατράχια, η λίμνη, η μητέρα απόκοσμοι πλανήτες και πρόσωπα εκεί που κατοικεί το όνειρο. Άλλοτε λείπουν οι φιγούρες απ΄τα κάδρα και ύστερα ηθελημένα ο Μπαρμπαγιάννης δίνει μια και καταστρέφει το μοτίβο, δεν τελειώνει τις αφηγήσεις του αλλά τις ανατινάζει ως την άκρη της νύχτας. Αυτή είναι η ώρα του, με το θειάφι της νύχτας μ΄αφήνουν για γεύση τα αμήχανα νοήματα. Σαν να απευθύνεσαι στους καθρέφτες, σαν να υποψιάζεσαι και σαν να ζεις εκείνη την άλλη ζωή που ανατρέφει μέσα της στίχους. Γιατί είναι φυσικός και ανεπιτήδευτος ο τρόπος που εκφέρονται οι ανατροπές.

Οι ιστορίες – ποιήματα του Παναγιώτη Μπαρμπαγιάννη διαθέτουν το χάρισμα της θεατρικής αναπαράστασης. Οι κόσμοι που αναπλάθονται, ο ρυθμός και η ένταση θέλουν απότομους φωτισμούς, να ξεσπούν οι σκηνές και ύστερα πάλι αλλού, στο μέσον της πλατείας, παντού να υπάρχουν. Θέλουν ανάγνωση αγχωτική, μες στον ρυθμό, αφού μόνο έτσι προφέρονται τα συντελεσμένα.

Κρατώ τη μορφή της δις Μοντ, έτσι όπως ξαφνική εισέρχεται στη σκηνή. Την φαντάζομαι πως γελά, όπως στην ιστορία, πως βαθμιαία γίνεται ποίημα για να χαθεί. Πως υπόγεια διατρέχει όλες τις ιστορίες μιας απεγνωσμένης, παιδικής ηλικίας. Ένα σαφές μήνυμα και μία από τις σπάνιες φορές στην εγχώρια παραγωγή που ένα έργο αντλεί από ένα θέμα συλλογικού ενδιαφέροντος.

Αναρωτιέμαι αν έχει μνήμη το όνειρο. Αν πίσω απ΄τις ρωγμές φυλάσσονται όλες οι παλιές τεχνοτροπίες, όλες οι παλιές ευαισθησίες. Υποθέτω πως ναι και επικυρώνω έναν καλό, αδιαμφισβήτητο λόγο για να διαβάσω με ανοιχτές πληγές το "Δεν με ξέρεις" του Παναγιώτη Μπαρμπαγιάννη.

Απόστολος Θηβαίος

*

Ο αχός και ο βυθός, ποιήματα, Παύλος Πέζαρος, εκδόσεις Κέδρος 2016

Το σπατουλαρισμένο ιδιαίτερο θαλασσσί – πράσινο – γαλάζιο πάνω σε ένα γλυκό γκρίζο του λείου εξωφύλλου τραβάει την προσοχή σου. Μα και ο τίτλος. Ο αχός και ο βυθός. Πρώτοι συνειρμοί;

Ο στίχος από το πασίγνωστο δημοτικό τραγούδι: «αχός βαρύς ακούγεται, πολλά ντουφέκια πέφτουν». Μετά, ο βυθός της θάλασσας. Ο συνδυασμός τους; Αχός, δηλαδή υπόκωφος ήχος. Της θάλασσας; Η απόπειρα της θάλασσας να μιλήσει με τα κύματα ή τον φλοίσβο, με τον αχό της επιφάνειάς της, σε αντίθεση με τη σιωπή του βυθού της; Η θάλασσα υπονοούμενη ως προϋπόθεση αλλά και ως αχανής οντότητα, εν μέσω αχού και σιγής;

Ποια θάλασσα; Του χρόνου; Της ζωής; Εξαιρετικός ο τίτλος, ταξιδιάρης. Μα και τολμηρός, αφού συντίθεται από δύο οξύτονα ομοιοκατάληκτα αρσενικά ουσιαστικά. Πρόκληση για περαιτέρω διερεύνηση.
Το μότο προειδοποιεί:
Ποίηση,
Σ’ εσένα έρχομαι ξανά, σκυλί δαρμένο.

Στο πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής, η θάλασσα-χρόνος αποκαλύπτει μια από τις αποχρώσεις της:

…πού πήγαν
οι μέρες που βασάνιζαν τη σκέψη μας,
οι ώρες, οι στιγμές που χάσαμε
πού πήγαν.

Η αποκάλυψη συνεχίζεται με ένα κοχύλι, το οποίο αφήνει τον «βυθό» για να έρθει στην επιφάνεια και να αντηχήσει στο αυτί μας όλη την ιστορία του κόσμου. Αντιλαμβανόμαστε έτσι

τον αχό τον προαιώνιο έστω,
μέσα από ένα κοχύλι της θάλασσας.

Τούτη η θάλασσα, είναι φτιαγμένη με χρόνο αλλά και με όνειρα. Είναι μια αστείρευτη δεξαμενή, όπως και η παιδικότητά μας:

Η παιδικότητά μας, δεξαμενή ονείρων.
Πάντα ξαναγυρίζουμε, ερασιτέχνες δύτες.
….
Το όνειρο είναι η μηχανή του χρόνου
ή τα μουλάρια μας
που μας γυρίζουν πάντα στο παχνί μας.
Ξέρουν αυτά το δρόμο.

Χρόνος. Όνειρα. Τι άλλα συστατικά άραγε απαρτίζουν τη θάλασσα τούτη; Μπορεί να υφίσταται θάλασσα (χρόνος, ζωή) χωρίς έρωτα; Δίχως λέξεις, δίχως γλώσσα; Χωρίς Ποίηση; Μπορεί να λείπει το παράπονο; Ο πόνος;
Πράγματι, ο Έρως υπάρχει ρέων και συμπυκνωμένος, λάμνει ο ίδιος αλλά και λάμνουν εντός του:

Άσε με…
…το νέκταρ να εντοπίσω που αναβλύζει
απ’ των ματιών σου την αχερουσία.
Μια εξαίσια σταγόνα του αρκεί,
ξόρκι στην τρισκατάρατη φθορά.

Έρχεται και η Ποίηση. Καθάριο ποταμίσιο νερό, ενώνεται στην παραλία της εκβολής με τη θάλασσα σε ένα αδιαίρετο όλον, αλλά, και βγαίνοντας κάποτε στη στεριά, σεργιανίζει ως ενσαρκωμένη θλίψη, όπως περιγράφεται στο ακόλουθο ποίημα:

Στο σεργιάνι.

Τι άλλο είναι η ποίηση απ’ τη θλίψη μας
που βγαίνει στο καθημερινό σεριάνι,
σε όχθες ποταμών ή παραλίες,
να αιχμαλωτίσει τη στιγμή, να πιάσει την εικόνα,
ως πεταλούδα να τη βαλσαμώσει.

Όσο για τον ίδιο τον ποιητή; Ή γενικότερα για τον ποιητή;

…πάντα σου διφορούμενος,
…πάντα σου ευρηματικός
μα καίριος μες στους υπαινιγμούς σου.

Στο ποίημα «Επιβίωση» δίδεται η πολύπλοκη όσο και πολυπρόσωπη πορεία για επιβίωση στη θάλασσα της καθημερινότητας.
Από τη μία όχθη, όπου

ζόφος τριγύρω και παντού
κι εσύ να επιμένεις
να μεταβάλουμε τη θλίψη σε χαρά

ως την άλλη:

μα πού η ανθρωπιά και πού οι συγκινήσεις,

πού είναι η καρδιά μας, πού το πνεύμα μας

και ανάμεσα τους:

όλα για επιβίωση απλή ή αναβίωση
από τη λήθη.

Η ποιητική συλλογή είναι χωρισμένη σε τρεις ενότητες. Η πρώτη, αυτή που περιδιαβήκαμε ως τώρα, άτιτλη, με το πολύτιμο φορτίο του τίτλου του βιβλίου στους ώμους της. Η δεύτερη, με τίτλο ΤΟΥ ΣΤΟΧΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ, αφήνει τον απέραντο ωκεανό και τριγυρίζει στοχαστικά με ανοιξιάτικη προσμονή στο Αιγαίο.
Το ζήτημα του Μακεδονικού, αφορμή για μια γενικότερη θεώρηση των πραγμάτων:

Κι εσύ Ελλάδα, ανοιχτή πληγή,
όσο δεν αποδέχεσαι τα όριά σου,
συ την πορεία σου
κι εμείς την τραγωδία.

Πρώτος συνειρμός για τη χώρα μας; Θάλασσα. Δεύτερος; Ιστορία. Μπορεί και πρώτος. Και η πορεία στα ποιήματα συνεχίζεται προς τα πίσω φτάνοντας ως τον Θουκυδίδη και τη μάχη της Οινόης (Πελοποννησιακός πόλεμος), την άτυχη ιέρεια Χρυσή στο Άργος, τον Ηρόδοτο (με αναφορά στον -ευρύτερα γνωστό από ποίημα του Καβάφη- Δημάρατο), τον τυραννοκτόνο Αριστογείτονα (με απλή μνεία στα κίνητρα της πράξης του αλλά με σημασία στο αποτέλεσμά της) και γυρίζει πάλι στο σήμερα του 1990 όπου στη θέα ενός αγάλματος μιας ηρωίδας σε μια πλατεία, ή στη θέα μιας ταμπέλας με το όνομα της οδού που φέρει το όνομα κάποιας ηρωίδας πάλι, ο παντογνώστης νεοέλληνας πράττει με τρόπο που κατ’ εκείνον είναι «υπεράνω» όλων:

Ακίνητη θεά.
Κι εμείς τριγύρω αλαφιασμένοι
θεώμεθα ή θέομεν
τον περί ψυχής ή περί τρίποδος
και γενικώς
θαυμάζουμε ή τρέχουμε
νεοελληνιστί.

Στο ποίημα παραμυθία, συμπυκνώνεται η πρόσφατη ιστορία του τόπου και καταγράφονται τα πλαίσια, οι συνθήκες και ο τρόπος ζωής γενεών με τρόπο επιγραμματικό, παρομοιάζοντας τον κόσμο όλο με έναν μύλο:

Αυτός ο κόσμος τους. Ο μύλος,
μύλος και σύνορο
του νου και της καρδιάς τους.

Η ιστορία του πονεμένου μας τόπου, είναι συνυφασμένη άρρηκτα με τη γλώσσα. Ο Παύλος Πέζαρος, αφορμάται από την πληροφορία που έχει ότι το κινεζικό «αλφάβητο» δεν έχει «ρω» και αφού μνημονεύσει τον Κρατύλο του Πλάτωνα (και εγώ θυμηθώ «τα ρω του έρωτα» του Ελύτη στα οποία επίσης αναφέρεται), αναρωτιέται:

και ποιός και πώς θα μεταφράσει
τα ρω του έρωτα μια μέρα
στα κινέζικα;

Το μέγα θέμα του αν μεταφράζεται ή όχι η ποίηση αλλά και ειδικότερα του αν μπορούν κάποιες λέξεις ή στίχοι να μεταφερθούν σε άλλη γλώσσα, στο προσκήνιο.
Από τη γλώσσα, πάλι στην ιστορία, εντοπισμένη στην Αθήνα τούτη τη φορά.
Η Ιστορία γράφεται κάθε μέρα. Η καθημερινότητα είναι η βάση της Ιστορίας. Πολλές καθημερινότητες κάνουν ένα διάστημα, πολλά διαστήματα μία περίοδο, κοκ.
Σε μια τυπική μέρα της πόλης, υπάρχει ο παλμός της Ιστορίας. Υπάρχουν όλα. Η ρουτίνα,

Οι καθημερινές μας οδύνες απαντώνται
πρωί και απόγευμα στις σκάλες του μετρό,

ο λυρισμός,

είτε φυσάει ζέφυρος είτε φυσάει πουνέντες,
οι μύριοι υάκινθοι, ως γόνοι γης λακωνικής,
μοσχομυρίζουνε ξεφεύγοντας από τους δισκοβόλους

και ένας ολόκληρος κόσμος. Από τους οικοδόμους που περιμένουν για μεροκάματο πρωί πρωί στην Ομόνοια, τους υπαλλήλους που σχολάνε το μεσημέρι με τη θλίψη στα πρόσωπά τους (το ποίημα γράφτηκε 2001-2004, φαντάζομαι σήμερα πώς θα γραφόταν), τους αδειούχους ναύτες και τους στρατιώτες το απόγευμα, αλλά και όλους τους υπόλοιπους το βράδυ. Η πλατεία Ομονοίας γίνεται έτσι μια μικρογραφία της (τότε) σύγχρονης Ελλάδας.

Η επόμενη ενότητα έχει τίτλο ΤΗΣ ΓΕΝΕΘΛΙΑΣ ΠΟΛΗΣ και είναι αφιερωμένη στη γενέθλια πόλη του ποιητή, τον Πειραιά. Μετά από ποιήματα - νοσταλγικούς περιπάτους στα σοκάκια της, καταλήγει (επανέρχεται στην ουσία) σε αυτό που κρατάει έναν τόπο ζωντανό: στη γλώσσα και την (αρνητική ή θετική) εξέλιξή της, παίζοντας με την αρχαία λέξη «αλς», που σήμαινε και θάλασσα και αλάτι:

Στη γλώσσα που μας θρέψανε
η αλς έγινε θάλασσα,
τοκίσανε στο άλφα,
θησαυρίσανε στη διαφάνεια.

Αναρωτιέται τι είναι Πατρίδα. Ξεκινάει με την πρώτη πρόσληψη της έννοιας αυτής:

Πατρίδα είναι όντως η παιδική μας ηλικία

κλείνει δε με τον προβληματισμό γύρω από την πατρίδα την οποία συνδέει -όπως και πολλοί μεγάλοι ποιητές άλλωστε έχουν ήδη πράξει- με τη γλώσσα φέρνοντας στο προσκήνιο και τη μνήμη:

και πώς θα ακουμπήσουμε τις μνήμες μας
σε πεζοδρόμια άγνωστα, σε άγνωστες λεωφόρους,
με βαρβαρίζοντα ελληνικά να ηχούν τριγύρω,
και πού η αμφισημία των λέξεων και νοημάτων
σ’ έναν κλεμμένο χρόνο βιοπορισμού,
για ένα χαρτοπόλεμο, για μια γραφή,
τώρα που η έλλειψη πονάει

θυμίζοντας τους στίχους από το ποίημα Ελένη του Σεφέρη:
…πως τόσος πόνος τόση ζωή
πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν Ελένη.

Η γενιά του, μέσα από στερήσεις, μετανάστευση, νόστο, έχει πολλούς «ζωντανούς νεκρούς», όπως και κάθε γενιά άλλωστε. Ο τρόπος μόνο αλλάζει:

Και να βαθαίνει, να βαθαίνει η ερημιά,
αργά μα σταθερά όλο να διεισδύει
στο σώμα της πατρίδας και στο αίμα μας,
σε δρόμους πολυσύχναστους με ξένες
φωνές που δεν αναχαιτίζονται, ελπίζοντας
πως όλα κάποτε θα γίνουν ένα.

Μα πώς να μυηθείς στα Ελευσίνια
χωρίς ελληνικά;

Ο ποιητικός τρόπος μου θύμισε Καβάφη.
Έρχεται και ο επώδυνος θάνατος του πατέρα να φορτώσει άλλη μια απώλεια στις πλάτες του:

…αυτές οι σφριγηλές φλέβες που πετάγονταν,

πού πήγαν κι αφανίστηκαν και δεν αφήκαν ίχνος
για μια τόση δα βελόνας τρύπα, για μια ανάπαυλα
μικρή πριν το σαλπάρισμα, μια ανακούφιση
από τους πόνους τους φρικτούς.

Στο προτελευταίο πεζοποίημα «Το σπίτι που έγινε καΐκι» αποκαλύπτεται έξοχα η σχέση του Παύλου Πέζαρου με τη θάλασσα και τον Πειραιά, η οποία εδραιώνεται στέρεα μέσα στον αναγνώστη, αφού σε απόσταση μιας μόλις σελίδας πριν, είχαμε ποτιστεί με άφθονη ναυτική ορολογία.

Ο «επίλογος» έρχεται με ένα ομότιτλο ποίημα φέρνοντας στο σήμερα την προσδοκία ο βυθός να «αναστραφεί πάνω από το κεφάλι μου» καθώς λέει ο Ελύτης εις «Τα ελεγεία της οξώπετρας», σε μία προσπάθεια σύνδεσης της Οδύσσειας του Ομήρου με αυτή του σύγχρονου ανθρώπου. Ίσως με την αναστροφή αυτή οι αξίες και η σοφία που έχουν λόγω του ειδικού τους βάρους καταποντιστεί στον βυθό, να επιστρέψουν πάλι κοντά μας κι ας κινδυνεύουμε να πνιγούμε από τόνους νερού. Αξίζει το ρίσκο. Εν τω μεταξύ, θλίβεσαι καθώς διαπιστώνεις πως στην ουσία εδώ και χιλιάδες χρόνια κάποια πράγματα παραμένουν ακριβώς τα ίδια:

Πάντα εραστής
πραγμάτων και εικόνων και υποθέσεων
που ούτε ήταν ούτε έγιναν δικά σου,
ν’ ακούς σου μένει τις σειρήνες
δεμένος στο κατάρτι,
σ’ ένα δέντρο,
σε ένα γιούσουρι βυθού
να χαϊδεύουν τα αυτιά σου
και επιμόνως να σε προκαλούν,
έστω κι αν τίποτε να κάνεις
δεν μπορείς.

Τα ποιήματα έχουν γραφεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, από το 1989 ως το 2015. Εμπεριέχουν προβληματισμούς σχετικά με την πορεία του ελληνισμού, τη διαδρομή και το μέλλον της γλώσσας, τη σχέση του ανθρώπου με το χρόνο και κατά συνέπεια τη μνήμη αλλά και την Ιστορία επαγωγικά. Ο στίχος είναι ελεύθερος, ρεαλιστικός, με λίγα ψήγματα λυρισμού και λιγότερα καθαρεύουσας. Η Γλώσσα σε πρώτο πλάνο, η Πόλη και μέσω αυτής η Πατρίδα. Η ποιητική τους ροή εμπλουτίζεται από στοιχεία δοκιμιακού χαρακτήρα, τολμηρές επιλογές και απερίφραστες απόψεις, οι οποίες ρέουν σε όχθες που βρίθουν από συμπαγείς γλωσσικές κροκάλες και είναι πλούσιες σε χλωρίδα με ρίζες που εισχωρούν με αγάπη σε πλούσιο έδαφος καθαρών ελληνικών. Είναι ένα ταξίδι από τη γενέτειρα του ποιητή ως τα πέρατα της γης. Από τα σοκάκια του Πειραιά ως το απέραντο της θάλασσας, από το εκάστοτε «τώρα» ως τα βάθη της Ιστορίας. Από τον αχό του σήμερα ως το βυθό των απαρχών του πολιτισμού μας, από τον βυθό του καταποντισμού μας ως τον ποθούμενο αχό της ανάδυσής μας. Από τον αχό της καθημερινότητας ως τον βυθό της ποίησης αλλά και από τον βυθό των λέξεων ως τον αχό του λόγου.

Γιώργος Ρούσκας

*

Η ωραία της νύχτας, μυθιστόρημα, Ελένη Γκίκα, εκδόσεις Διάπλαση 2018

Τον Ιούλιο του 2017 η ελληνική, κοινή γνώμη συγκλονίζεται από το στυγερό έγκλημα στην περιοχή του Κορωπίου. Δράστης μια νεαρή γυναίκα, μητέρα δύο ανήλικων παιδιών. Θύμα η ερωτική αντίζηλος, επίσης μητέρα. Αιτία ο παράφορος έρωτας στο πρόσωπο ενός σαραντάχρονου άνδρα. Η υπόθεση θα λάβει το δρόμο της δικαιοσύνης με την παραδειγματική τιμωρία της φόνισσας και τις αποκαλύψεις για ένα ερωτικό τρίγωνο που δεν θα μπορούσε παρά να οδηγήσει σε παράφορες αποφάσεις και αποτρόπαια γεγονότα. Η τύχη των ανήλικων παιδιών δεν δημοσιοποιήθηκε ποτέ. Ο πατέρας, ο σαραντάχρονος θύτης αυτής της πρωτοφανούς, ερωτικής ιστορίας για τα εγχώρια, αστυνομικά δεδομένα τοποθετείται στο επίκεντρο της ιστορίας. Πέρα από το πάθος που στιγματίζει τις ανθρώπινες συμπεριφορές, πέρα από τις επώδυνες προεκτάσεις για τα τέσσερα παιδιά των εμπλεκομένων γυναικών και τη μετέπειτα, ενήλικη ζωή τους, ως κύριες αιτίες αυτής της τραγωδίας που ξεπερνά το ανθρώπινο δράμα θα πρέπει να συνυπολογιστούν τα ψεύδη και τα μυστικά που τόσο παράξενα συντονίζουν τους πρωταγωνιστές της ώσπου εκείνοι ν΄αγγίξουν το ασύλληπτο και αμετάφραστο είδος λύτρωσης. Σε αυτήν την κάθαρση που επέρχεται καταιγιστική πάντα στα πρότυπα του αρχαίου, ελληνικού δράματος ο σαραντάχρονος άνδρας δεν θα συμμετάσχει. Το βάρος των πράξεών του θα τον συντροφεύει καθ΄όλη τη διάρκεια του βίου του, επιβεβαιώνοντας εκείνους τους άγραφους κανόνες που καθορίζουν την έκβαση μιας ιστορίας ή ενός έρωτα. Όσο και αν οι θεοί έκπτωτοι κατακλύζουν τις πόλεις μας, κρατούν ωστόσο ακέραιους τους πιο θεμελιώνεις νόμους. Με έναν σχεδόν μεταφυσικό τρόπο, ο υπαίτιος της τραγωδίας, ο υποκινητής του μίσους που οπλίζει το χέρι της νεαρής δολοφόνου θα παραμείνει στη ζωή. Με ένα τέτοιο απρόσμενο βάρος ο εραστής των δύο γυναικών θα πρέπει να υπομείνει τις τύψεις. Θα πρέπει να αντέξει τις αρχαιοελληνικές ερινύες πληρώνοντας το τίμημα που αναλογεί στις πράξεις ή τις παραλείψεις του, διαγράφοντας σαν κυνηγημένος τις αδιέξοδες διαδρομές του.

Μια τέτοια ιστορία, δοσμένη αριστοτεχνικά, με την ταχύτητα απρόσμενων, φωτογραφικών καρέ, αποτελεί το πεδίο βολής που επέλεξε να ασχείται η συγγραφέας, δημοσιογράφος και κριτικός Ελένη Γκίκα. “Η Ωραία της Νύχτας”, των εκδόσεων Διάπλαση έρχεται να επαναφέρει στο φως τη συγκλονιστική ιστορία μιας νεαρής φόνισσας, αλλά και ενός ολόκληρου κόσμου που κινείται, ζει και πεθαίνει μες στο διαχρονικό και επώδυνο επίκεντρο των πράξεών του. Σκόρπια καρέ, σαν ίχνη σε φθαρμένα φιλμ συνθέτουν το ψυχογραφικό, κοινωνικό μυθιστόρημα της Ελένης Γκίκα. Εναλλαγές στα πρόσωπα, τους αφηγητές και τις οπτικές πιστοποιούν την πληρότητα του έργου ενώ επιβεβαιώνουν την κοινωνική παρατηρητικότητα της Ελένης Γκίκα, ως φυσική κατάληξη ενός σημαντικού, κριτικού και φιλολογικού έργου αλλά και ως πρόσθετη ιδιότητα μιας σημαντικής μυθιστοριογράφου.

Δίχως τη διάθεση μιας μελέτης με ψυχολογικό πρόσημο και με τη διαρκή διαφοροποίηση της οπτικής, η κυρία Γκίκα έρχεται να αναβιώσει ένα είδος μυθιστορήματος όπου η ιστορία εμπλέκεται με την προσωπικότερη διατύπωση. Μνήμες, παρόν και παραλθόν, χρόνοι συντελεσμένοι αλλά και παρελθοντικοί έρχονται να πλουτίσουν με ρυθμό και ενδιαφέρον ένα έξοχο μυθιστόρημα. Στοιχεία προσωπικά, όπως η εντοπιότητα της δημιουργού, αλλά και ιδιότητες του ίδιου του μυθιστορηματικού λόγου καθιστούν το βιβλίο της κυρίας Ελένης Γκίκα ένα σπουδαίο δείγμα των δυνατοτήτων στις οποίες μπορεί να φθάσει η μυθιστορηματική συγγραφή στην νεοελληνική, εκδοτική πραγματικότητα.

Η κάμερα της δημιουργού αναλαμβάνει διάφορα ονόματα, εκπέμπει από πολλές πηγές. Άλλοτε η φόνισσα και ύστερα πάλι μια αινιγματική Ελληνίδα, σφυρηλατημένη από τη σκληρή πραγματικότητα της αγίας όσο και ένοχης, ελληνικής επαρχίας. Το όνομά της Μιράμπιλις Τζαλάπα, σαν το γεωπονικό ισοδύναμό της. Σκόρπιες ειδήσεις από μακρινές εποχές, κωδικοποιημένες αναφορές με περιεχόμενο πολιτικό ή κοινωνικό εμπλουτίζουν αδιάκοπα αυτό το ρυθμικό μυθιστόρημα. Ρυθμικό καθώς υπακούει σε μια γλώσσα στακάτη, εκλαϊκευμένη, ικανή να περιγράψει στην ουσία τους γεγονότα ανθρώπινα μα την ίδια ώρα σκληρά.Πράγματα που δεν λέγονται και δεν περιγράφονται παρά με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια. Γεγονότα που μες στην ανθρωπιά τους μπορούν και καθίστανται σωματικά, βεβαιώνοντας τις πολλαπλές σημασίες της σιωπής για τ΄ανθρώπινα.

Το έργο των εκδόσεων Διάπλασης προσθέτουν στις αναγνωστικές επιλογές ένα ελληνικό αντίστοιχο του Ντος Πάσος. Κάμερες, παράλληλες ιστορίες και μια πιστή αναπαράσταση της ελληνικής πραγματικότητας που συνομιλεί με τον εαυτό της, Με έναν εαυτό αρχαίο σαν τα πορτραίτα που φιλοτεχνεί η Ελένη Γκίκα στην Ωραία της Νύχτας. Με αυτόν συνομιλεί η συγγραφέας, ιχνηλατώντας στο ανθρώπινο δράμα, στην τραχύτητα αυτού του τόπου που γνωρίζει τον τρόπο να υπομένει, να διασώζει, να κρύβει. Με το ίδιο το φύλλο της συνδιαλλέγεται η συγγραφέας, συγχωρώντας δίχως δισταγμό την νεαρή φόνισσα, καταπαραϋνοντας τα πρόσωπα από το αταβιστικό φορτίο που επιφυλάσσει η ζωή στους μύστες της. Τα πρόσωπα, τα άνθη, οι λέξεις και οι πράξεις μετουσιώνονται σε σύμβολα μες στις σελίδες της Ωραίας. Σε αυτό το οργανικό σύνολο η κυρία Ελένη Γκίκα ενσωματώνει την πρωτότυπη γραφή και το ιδιόρρυθμο σχήμα της, καταθέτοντας ένα άρτιο μυθιστόρημα βασισμένο στην παρατήρηση και μια αμέριστη, κοινωνική ευαισθησία.

Απόστολος Θηβαίος

*

Μεταναστεύσεις ΙΙ, ποιήματα, Μανόλης Γιακουμάκης, εκδόσεις Εκάτη 2018

Στις μέρες μας κυκλοφορούν πολλές ποιητικές συλλογές, που τις περισσότερες φορές είναι ολιγοσέλιδες, είτε λόγω υψηλού κόστους έκδοσης, είτε για άλλους λόγους, που θα εξηγήσουμε πιο κάτω. Σπάνια βλέπουμε πολυσέλιδες ποιητικές συλλογές και κυρίως, όταν ένα βιβλίο ποίησης έχει μεγάλο αριθμό σελίδων, τότε πρόκειται, είτε για ποιητική σύνθεση, είτε για συγκεντρωτική έκδοση πολλών ετών, ή όπως συνήθως λέγεται, για ένα έργο ζωής.

Και ερχόμαστε στην ιδιόρρυθμη περίπτωση του Μανόλη Γιακουμάκη και λέμε ιδιόρρυθμη γιατί το καινούργιο του βιβλίο ποίησης «Μεταναστεύσεις ΙΙ», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εκάτη», δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ποιητική συλλογή, αφού πρόκειται για έναν τόμο περίπου 600 σελίδων, ούτε ποιητική σύνθεση, αφού περιλαμβάνει πολλά ποιήματα, ούτε συγκεντρωτική έκδοση πολλών ετών, αφού τα ποιήματα, που εμπεριέχονται, έχουν γραφτεί από τον Οκτώβριο του 2012 μέχρι τον Απρίλιο του 2017.

Δεν έχουμε καμία ένσταση, όσον αφορά το πόσο μεγάλο μπορεί να είναι σήμερα ένα βιβλίο, ούτε υπάρχει κάποιος χρυσός σελιδομέτρης, που θα έκρινε κάτι τέτοιο, όμως, στην πλειοψηφία τους, ποιητικά βιβλία, που είναι πολυσέλιδα, απωθούν τον αναγνώστη, λόγω μεγέθους και έτσι αδικούνται ποιήματα, που μπορεί να είναι πολύ όμορφα, αλλά κινδυνεύουν να μην διαβαστούν.

Λόγω του πολύ μεγάλου μεγέθους του βιβλίου του Μανόλη Γιακουμάκη «Μεταναστεύσεις ΙΙ» δεν ξεχωρίσαμε κάποια αποσπάσματα από τα ποιήματα γιατί, για να μην αδικήσουμε τον ποιητή, θα έπρεπε να παραθέσουμε ένα πολύ μεγάλο μέρος από το βιβλίο του. Δεν μπορούσαμε, όμως, να μην ξεχωρίσουμε το ποίημα «Ισχαιμικό επεισόδιο», που το έχουμε ξαναδιαβάσει σε ξεχωριστή έκδοση από τις εκδόσεις «Εκάτη», για το οποίο έχουμε κάνει ξεχωριστή αναφορά.

Θα αρκεστούμε, λοιπόν, σε κάποιες γενικές παρατηρήσεις:

Το βιβλίο ποίησης του Μανόλη Γιακουμάκη ξεκινάει με ένα εισαγωγικό ποίημα, που ο τίτλος του είναι: «Τη μαθηματική σκιά σου επικαλούμαι», που είναι και ο πρώτος του στίχος, ενώ στα μέρη του ποιήματος, που ακολουθούν υπάρχουν οι εξής επικλήσεις: «Τη γεωμετρική σκιά σου επικαλούμαι», «Το μαθηματικό σου φως επικαλούμαι», Τα Ομηρικά σου ρεύματα με τα χρυσά κουπιά του ονείρου επικαλούμαι». Ουσιαστικά ο Μανόλης Γιακουμάκης ξεκινά με μια επίκληση στη μούσα, όπως στα ομηρικά έπη και αν με τις πρώτες επικλήσεις, το είχαμε ήδη υποψιαστεί με την τελευταία επίκληση στα Ομηρικά ρεύματα, το επιβεβαιώσαμε.

Τα περισσότερα ποιήματα είναι γραμμένα σε στίχο, όπου απουσιάζει η ομοιοκαταληξία, υπάρχει, όμως, ένα μέτρο, που θυμίζει δημοτικό τραγούδι, χωρίς να ακολουθείται απόλυτα πιστά, με αποτέλεσμα να δίνεται ένας ρυθμός και τα ποιήματα να ρέουν γάργαρα από την αρχή ως το τέλος. Ο ποιητής χρησιμοποιεί πάρα πολλά υποκοριστικά, προφανώς, για να αποφορτίσει το αρκετά σκληρό κλίμα, που υπάρχει σε ορισμένους στίχους του. Μέσα στο πλήθος των ποιημάτων του Μανόλη Γιακουμάκη, θα βρούμε επιρροές από Ρίτσο, ειδικά, στα σημεία, που αναφέρεται στην ελληνική ύπαιθρο, αλλά και επιρροές από τον Τάσο Λειβαδίτη και τον Μιχάλη Γκανά.

Τα ποιήματα του Μανόλη Γιακουμάκη περιέχουν πάρα πολλά συμβολιστικά και υπερρεαλιστικά στοιχεία, όμως, είναι απόλυτα κατανοητά στον αναγνώστη. Οι αναφορές του σε συντρόφους, που σκοτώθηκαν ή βασανίστηκαν, το νοσηρό κλίμα, που βγαίνει σε αρκετά ποιήματα και η πίκρα για τις διαψεύσεις θυμίζει ποιητές της Δεύτερης Μεταπολεμικής Γενιάς γνωστής και ως «Γενιά της ήττας». Παρά την γενική απαισιοδοξία, που εκφράζεται στα περισσότερα ποιήματα, υπάρχουν και ορισμένες αναφορές στην ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο. Για έναν καλύτερο κόσμο, που ο ποιητής μπορεί να μην προλάβει να δει, ελπίζει, όμως, ότι θα τον δουν οι απόγονοί του και ξέρει ότι έχει παλέψει γι’ αυτόν και ότι τόσες θυσίες δεν θα έχουν γίνει άδικα.

Συμπερασματικά, ο ποιητικός τόμος του Μανόλη Γιακουμάκη «Μεταναστεύσεις ΙΙ» είναι ένα πολύ ενδιαφέρον βιβλίο, με πολύ όμορφα ποιήματα, όμως, ίσως θα έπρεπε να έχει κάπως μικρότερο όγκο για να διαβαστεί περισσότερο.

Θεοχάρης Παπαδόπουλος

*

Ο αγριόγατος πηγαίνει πάντα μόνος, μυθιστόρημα, Τέτη Παγκάλου, εκδόσεις Γαβριηλίδη 2017

«Ο αγριόγατος διηγείται μια ιστορία που αρχίζει με έναν θάνατο και τελειώνει με έναν άλλον• μα όποιον θάνατο και να συναντήσει κανείς μέσα σ’ αυτές τις σελίδες, θα διαπιστώσει πως πάντα υπάρχει και η επόμενη μέρα: η μέρα οπότε και η ζωή ξαναπιάνει το νήμα της από την αρχή.»
(από το οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Εύστοχη η παραπάνω αναφορά στη βασική έννοια που καθορίζει την ουσία της ζωής: τη συνέχεια. Η εναλλαγή των γεγονότων, η μυστική δύναμη που βοηθά την πορεία προς τα εμπρός, όποια εμπόδια κι αν έχουν στο ενδιάμεσο σωρευθεί, όποιες απογοητεύσεις κι αν έχουν απελπίσει τον άνθρωπο. Πάνω σ’ αυτή την ελάχιστη -πλην σημαντική- συνθήκη δομείται το μυθιστόρημα, αυτό το πολύπαθο λογοτεχνικό είδος, συχνά παρεξηγημένο κι ακόμη συχνότερα παραποιημένο ως προς τις βασικές του προδιαγραφές, τα εγγενή χαρακτηριστικά που το ξεχωρίζουν ως είδος. Το μυθιστόρημα, η σπουδαία και μεγάλη αφήγηση, είναι μια θέα προς τη ζωή, μια εσωτερική απεικόνιση των ηρώων (του κεντρικού αλλά και των περί αυτόν δευτερευόντων χαρακτήρων) με στοιχεία που απηχούν τη -δυνάμει- διεύρυνση του δείγματος, ώστε να συμπεριλάβει όσο γίνεται περισσότερους ομοίως πάσχοντες και αναλόγως διαβιούντες – εδώ γίνεται μνεία στους αναγνώστες και οιονεί συμμέτοχους της γραφής.

Η Τέτη Παγκάλου, με τον «Αγριόγατο» μάς οδηγεί στην αρχή του 19ου αιώνα, και αυτό από μόνο του είναι ικανό να κεντρίσει το ενδιαφέρον του αναγνώστη/λάτρη της μεγάλης αφήγησης. Η αναφορά αυτή αξίζει, πιστεύω, να γίνεται κάθε φορά που ένας συγγραφέας αποφασίζει να συμφιλιωθεί με την απλή αλήθεια: δεν μπορεί να γραφεί αξιόλογο μυθιστόρημα εν μέσω κρίσης που να αναφέρεται ακριβώς σ’ αυτήν θεματικά, καθόσον λείπει το βάθος χρόνου ως απαραίτητη συνθήκη για να εννοηθούν σωστά τα μεγέθη. Όσο επιλέγεται η στροφή σε προηγούμενες εποχές, ιστορικά αποδελτιωμένες πλέον και συνειδησιακά βιωμένες, τόσο θα συναντάμε έργα άξια λόγου. Όσο, αντιθέτως, θα προτιμάται η ευκολία της αποτύπωσης μιας ακόμη ρέουσας πραγματικότητας με ασαφή τα χαρακτηριστικά της, τόσο θα έχουμε ως αποτέλεσμα άνευρα έργα, αμήχανα και ατελή. Επειδή όμως, όπως είναι φυσικό, δεν αρκεί η επιλογή του θέματος και η ικανή χρονική απόσταση από τα ιστορούμενα, αξίζει να δούμε και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά που χτίζουν μια αξιόλογη μεγάλη αφήγηση, όπως αυτή που εδώ εξετάζεται.

Αρχικά η εποχή που ιστορείται στον «Αγριόγατο» προσφέρεται για μια ενδιαφέρουσα πλοκή, καθόσον έχει πολλές και σημαντικές ιστορικές αφηγήσεις που την αποδίδουν με σαφήνεια, ωστόσο λείπουν οι πιο προσωπικές ιστορίες, σαν να λέμε τα καθημερινά πρόσωπα πίσω από την επίσημη εκδοχή της ιστορίας. Πώς ζούσαν την καθημερινότητά τους οι άνθρωποι, λίγο πριν ξεσπάσει η επανάσταση; Πώς έβλεπαν την αναστάτωση της ζωής τους, που ανέτρεπε την ως τότε συνύπαρξή τους με τους αλλοεθνείς και αλλόθρησκους – πλην όμως περιβεβλημένους με τη συνήθεια τόσων αιώνων συμβίωσης; Κι έπειτα, τα κατοπινά χρόνια, πώς διαμορφώθηκε η ζωή τους στον απόηχο της μεγάλης αλλαγής; Ο μυθιστοριογράφος που θα επιλέξει μια τέτοιου είδους αφήγηση γνωρίζει ότι εισέρχεται στο αδιόρατο (και αχαρτογράφητο) τοπίο, πίσω από τις λέξεις της επίσημης ιστορίας.

Έπειτα οι ήρωες. Ο Αστέριος είναι ο κεντρικός ήρωας της αφήγησης, αν και συχνά έχεις την αίσθηση ότι μοιράζεται τα πρωτεία με την Ασήμω. Και τα δύο αυτά πρόσωπα, που θα μπορούσαν να είναι η ανθρώπινη φιγούρα του αγριόγατου του τίτλου, δίνονται με σαφή τα χαρακτηριστικά τους, εύκολα διακριτοί εν μέσω των υπολοίπων ηρώων.

«Θυμήθηκε, ήταν δεν ήταν τριών ετών και η Επιστήμη τον έβαλε σε μια κουρελού να κάτσει εκεί κοντά στον πυρομάχο, αυτή σαν κάτι να έπλενε, σαν κάτι να μαγείρευε, κάποια δουλειά έκανε τέλος πάντων, ζουζούλευε αυτός και την ενοχλούσε, για να τον ημερέψει λοιπόν του είπε ότι μπορεί να έρθει ο αγριόγατος και να τον πάρει, του είπε κάτι σαν ότι βγαίνει τη νύχτα για να βρει να φάει, αν δεν βρει μπορεί να φάει και τα παιδιά του ακόμα, δεν έχει αισθήματα, αν του τύχει και κάνα μωρό το κάνει μια χαψιά, δεν ντηριέται. Θυμάται επακριβώς τα λόγια της. Ο αγριόγατος πηγαίνει πάντα μόνος.»

Το βασικό μοτίβο κατόπιν. Η μοναξιά των προσώπων, μοναξιά που άλλοτε είναι μια αντικειμενική συνθήκη, από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει ο ήρωας (η περίπτωση του ορφανού και σακάτη Αστέριου με τον κρυφό του έρωτα) και άλλοτε πρόκειται για επιλογή σκληρή αλλά άφευκτη, αν θέλει η ηρωίδα -η Ασήμω εν προκειμένω- να στηριχθεί στις δικές της δυνάμεις απομακρύνοντας (από φόβο για την αυτόνομη και δυναμική της παρουσία) τους άλλους.

Δίπλα σ’ αυτούς τους δύο ήρωες όλοι οι υπόλοιποι. Κάποιοι μυθοπλαστικά δημιουργήματα και κάποιοι αληθινά πρόσωπα της ιστορίας, όπως ο εμβληματικός για την Πελοπόννησο, όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα, «Γκενεράλης» Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

«Είχε η Ασήμω ακούσει περιγραφές του Γκενεράλη κι όταν τον είδε αμέσως τον αναγνώρισε, ήταν ανάκοντος με μάτια ευθύβολα σαν τ’ αητού, με πρόσωπο μαυριδερό, δικαίως τον λέγανε με το παρατσούκλι ‘γύφτος’.»
Ο χειρισμός των ηρώων, ώστε να αποδίδεται με αληθοφάνεια ο χαρακτήρας τους θα πρέπει να προσμετρηθεί στα θετικά της γραφής της Παγκάλου. Όπως επίσης η χρήση της γλώσσας με τα στοιχεία της ντοπιολαλιάς (στο τέλος παρατίθεται χρήσιμο γλωσσάρι), που πλάθει ακόμη πιο αληθινούς τους χαρακτήρες και μεταφέρει τον αναγνώστη σε αυθεντικό σκηνικό της εποχής.

Αξίζει να αναφερθεί η τεχνική της γραφής της, η επιλογή της Παγκάλου να αφήσει τα ιστορικά γεγονότα μόνον ως απόηχο πίσω από τα πρόσωπα της ιστορίας που αφηγείται, δίνοντας έτσι τον χώρο στους ήρωές της για να διεκδικήσουν την προσοχή του αναγνώστη. Ο χειρισμός αυτός -προφανώς σκόπιμος- την αποτρέπει από το δέλεαρ να γράψει ένα τυπικό ιστορικό μυθιστόρημα, που να κινείται στο προσκήνιο, και την οδηγεί να αφηγηθεί την ιστορία από την πλευρά των αφανών ηρώων της καθημερινότητας, που νιώθουν να πέφτει πάνω τους η σκιά των μεγάλων πρωταγωνιστών ταυτόχρονα με το φορτίο της προσωπικής τους ζωής, δυσβάσταχτης συχνά από το βάρος των επιλογών των μεγάλων. Εδώ, στον χώρο της μυθοπλασίας, έχουν την ευκαιρία να στρέψουν το ενδιαφέρον στο πρόσωπό τους, στη δική τους ζωή, την πενιχρή και άδεια από ανδραγαθήματα που καταγράφει η επίσημη ιστορία. Κάτω από αυτό το πρίσμα θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο ρόλος του μυθιστοριογράφου αναβαθμίζεται σε καταγραφέα (καθόλου υποτιμητικό αυτό) της αληθινής ζωής, αυτής που κινείται στο παρασκήνιο, που όμως έχει να δείξει τις άλλες ηρωικές πράξεις, της σκληρής και δύσκολης επιβίωσης. Σε ρόλο αφηγήτριας παραμυθιού η συγγραφέας ξετυλίγει βήμα βήμα το υλικό της (χωρισμένο σε δύο κομμάτια, «Τα Πρώτα» από το 1814 και «Τα Ώριμα» από το 1842) και καθιστά τα πρόσωπα κυρίαρχα της εικόνας που πλάθει με τη φαντασία της.
Στο προηγούμενο μυθιστόρημά της («Μου λείπεται ύπνος») η Παγκάλου είχε επιλέξει μια ανάλογη τεχνική γραφής. Παρακολουθήσαμε εκεί την προσωπική ιστορία της ηρωίδας της να μπερδεύεται με τις εξελίξεις στον ελληνικό αλλά και στον ευρύτερο χώρο, από τις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι το 1978. Μας είχε μεταφέρει στη μικρή κοινωνία ενός χωριού της ορεινής Κορινθίας με τα ιστορικά γεγονότα (δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, η προσφυγιά του ’22, εμφύλιος, χούντα, μεταπολίτευση) να κυλούν στο φόντο της ζωής των κατοίκων. Στην ουσία ξανά έναν υπαινιγμό της ιστορίας είχαμε, όπως κι εδώ, στον «Αγριόγατο». Πρόκειται, λοιπόν, για συνειδητή επιλογή, αναγνωρίσιμο στοιχείο της γραφής της. Ταυτόχρονα συνιστά μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση του μυθιστορήματος ως είδους, με ειλικρίνεια ως προς τις προθέσεις και με σεβασμό απέναντι στις προδιαγραφές του. Αποδεικνύει την εξέλιξη μιας γραφής που προχώρησε σε δυσκολότερα λογοτεχνικά τοπία σε σχέση με το προηγούμενο μυθιστόρημα, και έδωσε ένα αποτέλεσμα σαφώς αναβαθμισμένο ως προς τη θεματική του και ως προς τις τεχνικές αφήγησης. Αξιοπρόσεκτο από κάθε άποψη.

Διώνη Δημητριάδου

*

Βόρεια του μέλλοντος, ποιήματα, Πολ Τσέλαν, μτφρ. Ν. Ερηνάκης, εκδόσεις Γαβριηλίδη 2017

Tα ποιήματα του Paul Celan, του εβραϊκής καταγωγής γερμανόφωνου ποιητή όπως τα συστήνει ο Νίκος Ερηνάκης στο ελληνικό κοινό στο βιβλίο «Βόρεια του Μέλλοντος» (Γαβριηλίδης 2017) εμφανίζονται λιτά, συμπυκνωμένα, εκτεθειμένα σε κάθε ανήσυχο πνεύμα. Παγιώνουν μια εντύπωση, μια εικόνα, έχουν γεύση ξηρή, ιχνηλατούν τη γλώσσσα.

«Η ποίηση του Τσέλαν δεν είναι ερμητική, είναι κρυστάλλινη» γράφει ο Ερηνάκης στην εισαγωγή του βιβλίου και παρακάτω: «[...] δεν υπάρχει πολυσημία στην ποίησή του, και σίγουρα δεν υπάρχει πανσημία, η οποία ουσιαστικά καταλήγει σε ασημία.» Ωστόσο οι πιο πολλοί μελετητές και αναγνώστες του Τσέλαν υποστηρίζουν το αντίθετο. Και η γράφουσα αισθάνεται τα ποιήματα του Paul Celan «ανοιχτά», παρά την μεγάλη αφαίρεση και πύκνωση της γλώσσας. Φαντάζομαι τα ποιήματά του σαν βουνοκορφές ή σαν πεδίο ανοιχτό με την έννοια ότι όλα είναι πιθανά σε μια τέτοιου είδους ποίηση που απέχει παρασάγγας από τον διδακτισμό, την φόρμα, την προκατάληψη. Οι στίχοι μου από ένα δικό μου ποίημα νομίζω ότι ανταποκρίνονται πλήρως σε αυτό που μου δίνει η ποίηση του Τσέλαν, ή τουλάχιστον σε αυτό που εισπράττω εγώ: «Το ποίημα μένει πάντα ανοιχτό/αλλά ποτέ κενό».

Στίχοι που δεν χρωματίζονται κάπως, που είναι αποστασιοποιημένοι, αλλά έχουν τη δική τους δυναμική. Δεν χαϊδεύουν, δεν ξεκουράζουν, δεν είναι δηκτικοί, ούτε δεικτικοί. Απλά είναι παρόντες. Υπάρχουν. Αγέρωχοι στίχοι και διαδηλώνουν πως το ανείπωτο είναι εδώ. Και το θέμα είναι πως πρέπει να αγαπήσεις το ανείπωτο για να υπάρξει. Και να μην πιέζεις το αόρατο να γίνει ορατό.

Ο Ερηνάκης επιλέγει και μεταφράζει ποιήματα, αμετάφραστα τα περισσότερα, από την τελευταία ποιητική του περίοδο, επειδή, όπως ο ίδιος μας λέει, τότε πιστεύει πως συντελείται το μεγάλο άλμα, η καθοριστική στροφή.

Πώς να διαβάσουμε τον ποιητή; Σίγουρα όχι ως σκοτεινό. Ή ως φωτεινό. Ως κάποιον που είναι στο μεταίχμιο, κάπου ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι, μέσα σε μια φαντασιακή ουδετερότητα, που μας υπενθυμίζει πως ο πειραματισμός είναι συχνά η ουσία και πως είναι στο χέρι του κάθε δημιουργού να συμβάλλει στην ανανέωση της γλώσσας. Ο ποιητής δεν περιγράφει, δεν σχολιάζει, δεν παραληρεί, δεν αρνείται. Τα ποιήματα που καταθέτει αποτελούν σύντομα αινίγματα, που σε προκαλούν να τα προσεγγίσεις διαβάζοντάς τα ξανά και ξανά, επειδή η μία φορά δεν είναι αρκετή. Είναι να έχεις την υπομονή να μπεις μέσα στον κόσμο ή να επινοήσεις έναν κόσμο με όσα στοιχεία αυτές οι λέξεις σου δίνουν. Δεν είσαι ασφαλής με τον Τσέλαν.

Με τη μεγάλη τέχνη ποτέ δεν είσαι. Χρειάζεται να είσαι παρών ολόκληρος ως αναγνώστης να βρεις την άκρη με το αόρατο. Η μη κατανόηση είναι και αυτή μέρος του παιχνιδιού. Είναι μέρος της γοητείας που έχουν τα «δύσκολα» ποιήματα. Ο στοχασμός σε καλεί να τον ψηλαφίσεις, βρεις τα όριά του αν μπορείς. Να δεις αν ο στοχασμός αυτός σου δίνει ένα μικρό έναυσμα για να μπορέσεις να ερμηνεύσεις αυτά που συμβαίνουν γύρω σου. Μια ποίηση εδώ που δεν στοχεύει στο συναίσθημα, αλλά στο μυαλό. Μικρά επιγράμματα, χωρίς ίχνος λυρισμού που σαν πρόκες καρφώνονται στο νου και μας ξεβολεύουν να σκεφτούμε λοξά και ασυμβίβαστα, ή τουλάχιστον να αποκλίνουμε από το κοινό, το σύνηθες, το τετριμμένο. [ΗΛΙΟΙ ΝΗΜΑΤΑ /πάνω από την γκριζόμαυρη ερημιά./Μια σκέψη/από την κορυφή του δέντρου/συλλαμβάνει τον ήχο του φωτός: υπάρχουν ακόμα τραγούδια να τραγουδηθούν πέρα από/τους ανθρώπους./ (σελ.23)]

Ασημίνα Ξηρογιάννη