Top menu

Έξι βιβλιοπροτάσεις για αναγνώσεις τον Αύγουστο

Η συντακτική ομάδα του περιοδικού Vakxikon.gr προτείνει:

 

Μοιραίο πάθος, μυθιστόρημα, Τζόζεφιν Χαρτ, μτφρ. Τάσος Ψάρρης, εκδόσεις Βακχικόν 2017

 

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Τζόζεφιν Χαρντ ολοκληρώνει το Μοιραίο Πάθος. Ένα μυθιστόρημα ποταμός που εικονογραφεί τα ακρότατα όρια του ανθρώπινου ψυχισμού. Η μεταφορά του στον κινηματογράφο με πρωταγωνιστές την Ζυλιέτ Μπινός και τον Τζέρεμι Άϊρονς θα προσθέσει περισσότερη φήμη στην υποβλητική ιστορία, αναδεικνύοντας την συγγραφική επιδεξιότητα της συγγραφέως.

Ένας πλούσιος και πετυχημένος ιατρός κινείται στις παρυφές της ανώτατης, πολιτικής εξουσίας. Το κύρος του τον κατατάσσει ανάμεσα στην κοινωνική ελίτ. Αρκεί όμως εκείνη η τρομερή στιγμή αδυναμίας που συνεπάγεται ένας θυελλώδης έρωτας για να καταρρεύσει μια ολόκληρη πορεία ζωής. Ο ευηπόληπτος πολίτης, ο διακεκριμένος επιστήμονας θα μπλεχτεί στα δίχτυα μιας παράφορης αγάπης. Κυρριευμένος από τον πόθο του για τη νεαρή αρραβωνιαστικιά του γιου του ο μυθιστορηματικός Ρότζερ θα οδηγηθεί στην καταστροφή και τη μοναξιά. Κάπως αριστοτεχνικά και κάπως ανθρώπινα, το παράνομο ζευγάρι θα αψηφήσει κάθε ηθικό κώδικα. Ως τον θάνατο που συνιστά τη μόνη κάθαρση για αυτόν τον κόσμο. Στα πρότυπα της αρχαίας τραγωδίας που θέλει τον ήρωα αντιμέτωπο με τις πράξεις του, ο πρωταγωνιστής αυτού του παράξενου, ερωτικού κουαρτέτου θα απομείνει μόνος για να αναμετρηθεί με τις πράξεις του, για να αποκτήσει εκείνη τη βαθιά συνείδηση που χαράζεται για μια και μόνη φορά.

Δεν είναι λίγες οι φορές που η λογοτεχνία δάνεισε τον μύθο της στην έβδομη τέχνη. Πρόκειται για μια ολόκληρη σειρά τίτλων που μεταφέρθηκαν στη μεγάλη οθόνη, σημαδεύοντας για πάντα το ενδιαφέρον του κοινού παγκοσμίως. Το Μοιραίο Πάθος που οι εκδόσεις Βακχικόν επαναφέρουν στο εκδοτικό προσκήνιο ανήκει σε αυτήν την ελίτ των έργων που χάρισαν στον κινηματογράφο μερικές από τις πιο εξαίσιες στιγμές του.Ένας υποβλητικός Τζέρεμι Άϊρονς, έτοιμος να καταστραφεί από έρωτα, μια Ζυλιέτ προικισμένη με όλη τη χάρη και το πεπρωμένο της φωτιάς, διαμορφώνουν τους όρους και τις συνθήκες μιας τολμηρής ιστορίας. Οι κύκλοι της εξουσίας, το αμετάφραστο ένστικτο που καταργεί κάθε πορεία και κάθε διαδρομή, ανατρέποντας ολόκληρα σύμπαντα προσθέτουν στο ύφος του έργου. Η ηθική του καιρού μας είναι πεπερασμένη και αρκεί ένα και μόνο μυθιστόρημα για να δοξαστεί ετούτη η κατάκτηση. Η Τζόζεφιν με την ταραχώδη νεότητα θα αναπαραστήσει την ατμόσφαιρα μιας ολόκληρης τάξης. Στον φωτογραφικό της φακό συλλαμβάνονται σκηνές από την πιο γνώριμη ιστορία του κόσμου. Κάπως έτσι μες στο Μοιραίο τους Πάθος, έξω και πέρα από κάθε νομιμότητα, γεννιούνται οι πιο αμφιλεγόμενοι ήρωες της ζωής. Στις επιλογές και τις δεξιότητές τους κυριαρχεί ο έρωτας με την καταλυτική, τη σαρωτική του δυναμική. Ο άγγελος που συντροφεύει τα πρόσωπα της Χαρντ θα γνωρίσει τα όρια και την ένταση της ανθρώπινης αγάπης. Θα εγκαταλείψει το σχήμα του, θα ξεδιψάσει με τον κεραυνό, θα ζήσει μες στη μοναξιά της έκπτωτης, αλλά ευτυχισμένης μυστικά, καρδιάς του.

Οι εκδόσεις Βακχικόν με τη μεταφραστική σειρά των έργων που χαρακτήρισαν την παγκόσμια μυθιστοριογραφία, με τη συνέπεια της παρουσίας τους στην επίκαιρη βιβλιοπαραγωγή επιβεβαιώνουν τη συνέχεια μιας ποιοτικής πορείας . Η επιλογή του Μοιραίου Πάθους καταδεικνύει την προσεκτική επιλογή των έργων που διαμορφώνουν τις επιλογές του εκδοτικού οίκου. Η μετάφραση του Τάσου Ψάρρη αναδεικνύει εκ νέου το ψυχολογικό βάθος μιας πραγματείας που αντλεί από τη ζωή και τις πιο σκοτεινές της όψεις.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ

**

Η βιτρίνα, μυθιστόρημα, Τάσος Ψάρρης, εκδόσεις Σμίλη 2017

 

“Αυτό δεν ήταν κελάηδισμα, αυτό ήταν κορνάρισμα ψεύτικων φορτηγών, σάλπισμα πλαστικής καραμούζας, στρίγκλισμα από ρόδες καροτσιών που φρενάρους απότομα, μια βαβούρα που δεν θα μπορούσε να προέρχεται ποτέ από στόματα μικρά και αθώα. Ήταν ξεκάθαρο: δεν κελαηδούσαν τα πουλιά αλλά τα δέντρα, δεν τραγουδούσαν τα στόματα αλλά οι κουφάλες. Τα κούτσουρα είχαν κλέψει από τα πουλιά τις σφυρίχτρες τους και προσπαθούσαν...”

Με αυτό το μικρό απόσπασμα συστήνεται απόψε στο αναγνωστικό κοινό ο Τάσος Ψάρρης και η “Βιτρίνα” του, των εκδόσεων Σμίλη. Είθισται σε παρόμοιες εισαγωγές να διατυπώνεται μια συνοπτικότατη περίληψη του βιβλίου που έχει διαγωνίως εκτιμηθεί ή καλύτερα σφαγιαστεί. Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις που σ΄ένα βιβλίο καραδοκούν κίνδυνοι αντίστοιχοι της μεγαλύτερης ειρωνείας που επιφυλάσσει η ζωή. Την ειρωνείας που συνιστά προτέρημα στην ισορροπημένη της μορφή και που στο μυθιστόρημα του Ψάρρη έρχεται να υδατογραφήσει όλη αυτήν την παράξενη, την κάπως καφκική ιστορία.

Ελληνική επαρχία, η σκληρή ζωή, η ανατροπή της καθημερινής τάξης, μια απερίγραπτη ξηρασία, η προσαρμογή στις εποχές που είναι το πιο απαιτητικό εγχείρημα, ο κλειστός, ο συνομωτικός κόσμος που επαναφέρει στη μνήμη μου τις αναφορές του Γ. Αριστηνού για το ύφος και το ήθος του νεοελληνικού μας έπους. Ο συγγραφέας διαμορφώνει σταδιακά και με τέχνη το περιβάλλον του, έτσι ώστε αυτοκαταστροφικά, όπως αρμόζει στα γενήματα της φαντασίας μας να γκρεμίσει το οικοδόμημα, να απολαύσει την πτώση, να κερδίσει ή να χάσει ο ίδιος καθώς ακολουθεί την ιστορία στις ατραπούς της και ο μύθος ελεύθερα φλέγεται.

Οι απαιτήσεις που προϋποθέτει η συγγραφή ενός μυθιστορήματος το καθιστούν απαγορευτικό εγχείρημα για τους ανθρώπους του χώρου. Ωστόσο στην περίπτωση της “Βιτρίνας” η παράξενη, η στρεβλή, η έξω απ΄τον χρόνο ιστορία, αυτό το σύμπαν που ασφυκτιά μες στους ιδιόμορφους κανόνες του εμφανίζει μια εξαίσια αναγωγή σε επίπεδο εντοπιότητας, επιβεβαιώνοντας την υποψία πως ο Ψάρρης μπορεί και συνδυάζει μύθος, πραγματικότητα και ιδέα. Ο συγγραφέας, φορέας του ύφους της εποχής του διαθέτει το χάρισμα να δυιλίζει τις προσλαμβάνουσες στον λόγο του που αντλεί από τη φαντασία. Όμως κρατεί μια αδιόρατη αίσθηση, ανερμήνευτη, αμετάφραστη που διατρέχει τις σελίδες κρατώντας σταθερό το σφυγμό μας. Ένα εγχώριο, γκροτέσκο ύφος διαμορφώνει τους όρους του γελοίου και του τραγικού για αυτό το μεταφυσικό τοπίο. Το αρκαδικό ιδεώδες που όπως και στην πραγματικότητα μέρα τη μέρα εγκαταλείπεται στη μοίρα των σπαραγμάτων, εκείνο ακριβώς αποκαθηλώνεται, δίνοντάς μας την ευκαιρία να τονίσουμε τις λεπτές, πολιτικές τοποθετήσεις του Τ. Ψαρρή σε σκόρπια σημεία του βιβλίου όταν η δόξα δύει. Μαρτυρίες ή εξομολογήσεις με ορίζοντα την ανάπηρη προοπτική και τον τρομερό κίνδυνο μιας ακόμη χαμένης, νεοελληνικής γενιάς. Διαβάζω μικρές ψηφίδες του εξαιρετικού μυθιστορήματος και στο νου μου φθάνει η αίσθηση του Νεκροταφείου Αυτοκινήτων και του παράδοξου που πρότεινε μεταξύ άλλων, ο Αραμπάλ.

Ενός παράδοξου που καλείται ν΄ανατρέψει το καινούριο πνεύμα. Εκείνο που ερμηνεύει τον αιώνα μας, τον κύκλο εκείνο που συνομιλεί με το αδύνατο, που ακυρώνει τελικά κάθε πρόσκαιρο εμπόδιο. Ο δάσκαλος κόντρα στην προσωποποιημένη εξουσία, την ενδεδυμένη κατάλληλα, την αρκούντως μυστικοπαθούς, σε βαθμό τέτοιο ώστε χάνει την ισορροπία του αυτός ο κόσμος. Αυτός ο τόπος.Η ιδιότυπη διοίκηση του μικρού, ορεινού οικισμού, η τάξη που καταστρέφεται υπακούοντας στους άγραφους νόμους του ελάχιστου κόσμου, ο δάσκαλος, ένας αιώνας σκυφτός πάνω απ΄τα βιβλία όλα να τα εξηγεί. Μα είναι δύσκολο πολύ να βγάλεις απ΄την ψυχή ολόκληρες οικοδομές, συνειδήσεις ριζωμένες, υλικό της τρέχουσας ζωής σφυρηλατημένο πάνω στη μνήμη και πάνω στην αγωνία. Ο Τάσος Ψάρρης μας καθιστά μάρτυρες ενός ολόκληρου συστήματος που τινάζεται πάνω στον τελευταίο του σπασμό.

Η Γυναίκα της Ζάκυνθος, αυτή η φοβερή, γενική πτώση που μας καθηλώνει, το τερατώδες των ιδεών μας επανέρχεται στο προσκήνιο. Δεν είναι πια αποκρουστική, μα το φοβορότερο όλα τούτα τα χρόνια της στοίχισαν πια ολόκληρο το πρόσωπο. Στους λαβυρίνθους , πίσω από τις Βιτρίνες, ανακαλύπτεις πολλά σπουδαία πρόσωπα, πέρα από την ίδια. Όπως μια γνήσια ψυχή ή ην υγρασία που έχει ανάγκη αυτός ο κόσμος. Ή αλλιώς, τα δανεικά του ουρανού.Πίσω απ΄την βιτρίνα, μπορείς να βρεις το αληθινό, το τιμιότερο από τα πρόσωπα της εξουσίας, αυτής της τεχνικής που συνδυάζει στους κόλπους της τόσες και τόσες τεχνικές, τόσες και τόσες προσευχές. Υπάρχουν ακόμη όλα τα διαθέσιμα συστήματα και ο χρόνος της λήξεώς τους αναγράφεται ξεκάθαρα στην ρεκλάμα που τα συνοδεύει όταν σημαίνουν οι εκθέσεις των πραγμάτων του παρελθόντος. Μα και αυτά καταστρέφονται, όλα όσα μάθαμε και γνωρίσαμε γίνονται στάχτη. Επειδή, μάλλον τα μυθιστορήματα δεν αρμόζει να τελειώνουν ποτέ μ΄άλλον τρόπο.

Με αφορμή την Βιτρίνα του Τάσου Ψάρρη, θα πρέπει να τονιστεί πόσο τυχερή είναι η κριτική όταν έχει ν΄ασκηθεί πάνω σε έργα με υπόσταση και προσωπικό, ειδικό βάρος. Τέτοιο είναι και το βιβλίο των εκδόσεων Σμίλη, αυτή η βαθιά, η τόσο οικεία, σχεδόν εθνική μας βιτρίνα, που έρχεται να καλύψει μια ιδεώδη, δωδεκαετή ρηχότητα. Το μυθιστόρημα των καλαίσθητων εκδόσεων, η λεπτή αντιστοίχηση που κατορθώνει ο συγγραφέας με τους κύκλους της ζωής μας, αυτή η αίσθηση που ΄γινε γνώριμη, προσθέτουν στην Βιτρίνα, καθιστώντας την ένα εξαιρετικό δείγμα της σύγχρονης, ελληνικής μυθιστοριογραφίας.

ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΘΗΒΑΙΟΣ

**

Αντίστροφα, μυθιστόρημα, Στέργια Κάββαλου, εκδόσεις Μελάνι 2016

 

Προσγειώθηκα. Ομαλά στον αεροδιάδρομο. Ανώμαλα στην πραγματικότητα. Και, το αντί για καλωσόρισμα, σχόλιό σου για τη βαλίτσα-ντουλάπα κήρυξε την επίσημη έναρξη της συμμαχίας (;) μας σε γαλλικό έδαφος. Σελ. 69

Διαβάζοντας το βιβλίο της Στέργιας αναρωτιόμαστε τι κάνει ένα βιβλίο να σφηνωθεί στο μυαλό μας και εκεί που είμαστε στο τραίνο ή δουλεύουμε ή περπατάμε να μας έρχονται εικόνες, λέξεις ή ολόκληρες φράσεις από αυτό;

Ο Barthes θα έλεγε ότι πρόκειται για την αέναη σύγκρουση παρανοιών. Τη δική μας και της συγγραφέα, από την οποια επιζούν μόνο τα συστήματα, τα πλάσματα της φαντασίας και οι λαλιές που σου επιτρέπουν την ίδια στιγμή να επισημαίνεις, να εξηγείς, να καταδικάζεις, να ξαναπιάνεις τον εχθρό ή τον φίλο. Για να πάψουν οι λέξεις και όλα αυτά τα ομιλούμενα συστήματα να σ’ ενοχλούν άλλο μέσο δεν υπάρχει παρά να κατοικήσεις σ’ ένα από αυτά. Να πεις «κι εγώ; Εγώ τι γυρεύω μέσα σ’ όλα αυτά;». Εμείς θα λέγαμε ότι οι ήρωες που φτιάχνει η Στέργια Κάββαλου -και οι ποιητικοί και οι πεζολογικοί- δε μπορούν παρά να σε κατοικήσουν. Να σφηνωθούν στο κεφάλι σου και να τους βρίσκεις μπροστά σου συνεχώς.

Πώς το κατορθώνει αυτό όμως; Η συγγραφέας έχει μια μοναδική ικανότητα να παίζει με τα αρχέτυπα. Παίρνει κάτι σε πρωτόλεια και αρχετυπική μορφή και το εντάσσει δημιουργικά στα κείμενά της. Και γι’ αυτό στα ποιήματά της θες ν’ακούσεις τη συνέχεια σε πεζή μορφή και στα πεζά της είσαι σίγουρος ότι κάπου στο βάθος είτε παίζει μουσική είτε ότι οι πεζές γραμμές είναι γραμμένες σε μέτρο. Και πέρα από την αίσθηση και στην ουσία η μουσική είναι διάχυτη στο βιβλίο-ακόμα και ο υπότιτλος είναι στίχος από τους Joy Division. Από γαλλική μουσική τύπου Αμελί ως Καζαντίδη κάθε σελίδα διαβάζεται και ακούγεται ταυτόχρονα.

Στο Αντίστροφα, οι ήρωες είναι ανώνυμοι. Αρχετυπικό μοντέλο άνδρα-γυναίκας. Ή μάλλον αγοριού που αποτυγχάνει να γίνει άντρας και κοριτσιού που γίνεται γυναίκα κι εκεί κάπου χάνονται. Γάλλος και Ελληνίδα. Μιγάς με μικτή οικογένεια που κουβαλάει όλη την πολυπολιτισμικότητα της γαλλικής κοινωνίας και βέρα Ελληνίδα με διευρυμένη οικογένεια που κουβαλάει όλο το βάρος του να ‘σαι κορίτσι με καταγωγή στην Ελλάδα του 2000 που δε διαφέρει και πάρα πολύ σε μερικά από την Ελλάδα του ‘70! Δύο όντα. Δύο διαφορετικές αφετηρίες που κάπου στη μέση συναντήθηκαν. Δύο νέοι που κουβαλάνε στην πλάτη τους δύο χώρες με διαφορετικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά. Τις χώρες και τη νοοτροπία τους που δε μπορούν ν’ απαλλαχθούν απ’ αυτά παρόλο τον κοσμοπολιτισμό και των δύο. Η ερωτική ιστορία δεν είναι παρά η αφορμή ώστε να περιηγηθούμε σ’ ένα διαρκές μέσα-έξω δύο χωρών. Η συγγραφέας χρησιμοποιεί το αρχέτυπο του έρωτα ώστε να μιλήσει για κάτι εξω-ερωτικό όπως είναι η ενηλικιώση της μετεφηβικής ηλικίας, η ρήξη με το παρελθόν, η συνείδηση του εαυτού, ο ασφυκτικός κλοιός της ύπαρξης αλλά και της ανυπαρξίας οικογένειας. Τα όρια που παρόλη την ενοποίηση θέτει η Ευρώπη στα υποκείμενά της.

Ο χώρος; Ο χώρος εναλάσσεται κινηματογραφικά.Αστική περιοχή της Αθήνας για τη μια. Με αναφορές σε όλη την Αθηνα από τα μουσικά στέκια των νέων όπως το Decadence στον Λυκαβητό και η πάλαι ποτέ Βίλα Αμαλία στα Πατήσια. Λούμπεν περιοχή της Λυών για τον άλλον. Οδός Πολ Μπερ.

Γράφει: Αν μπορούσα να ντύσω την οδό Πολ Μπερ, θα της φόραγα μουσουλμανικό νυφικό, θα την τάιζα στο στόμα χαλάλ και χουρμάδες και θα την έβαζα να γονατίζει πέντε φορές τη μέρα στις κασέτες του ιμάμη. Αυτά στα φανερά. Γιατί στα κρυφά θα σκάγαμε παρέα τον πιο μυρωδάτο μπάφο και θα βλαστημούσαμε στα αραβικά την ιντερπόλ που μας άφηνε μέρα-μεσημέρι να κάνουμε το νταραβέρι μόνο και μόνο για να μας δέσει το ίδιο βράδυ. Σελ. 86.

Και σαν ιντερμέδια χώρου εμφανίζονται οι πύλες των αεροδρομίων που είτε βάζουν τον ήρωα από μια κατάσταση είτε τον βγάζουν.

Η γραφή της Στέργιας Κάββαλου σ’ αυτό το βιβλίο έχει ημερολογιακό χαρακτήρα που σε συνδυασμό με το κινηματογραφικό ύφος της κάνει τον αναγνώστη, επιβάτη στο κείμενο που γράφει, επιβάτη που δεν θέλει να αποβιβαστεί από αυτό το ταξίδι προτού φτάσει ευτυχισμένα στον προορισμό του. To Happy End το χρειάζεται εξίσου και η συγγραφέας και η ηρωίδα και ο αναγνώστης. Όμως δεν έρχεται..ή μήπως έρχεται αφού όλα κινούνται αντίστροφα σ’ αυτό το βιβλίο;

Ένα άλλο θέμα που τίθεται στο βιβλίο είναι ο τίτλος σε συνδυασμό με τον υπότιτλο. Ο τίτλος στα ελληνικά είναι –ΑΝΤΙΣΤΡΟΦΑ. Ο υπότιτλος στα αγγλικα είναι-LOVE WILL TEAR US APART. Πρόκειται για μια ελληνογαλική ιστορία αγάπης με αγγλικό υπότιτλο λοιπόν! Ο τίτλος ερμηνεύεται από πολλές πλευρές. Μια πρώτη ερμηνεία είναι ότι όλη η ιστορία είναι αφηγημένη από την αντίστροφη πλευρά απ’ ό, τι συνέβη στην πραγματικότητα.Μια άλλη ερμηνεία είναι η διαρκής εναλλαγή των χαρακτήρων. Το Εγώ γίνεται Εσύ σ’αυτή τη νουβέλα και αντίστροφα. Το Εσύ γίνεται Εγώ ωσπού οι ήρωες είτε σμίγουν είτε διαλύονται.

Αν είχαμε από μια πλευρά τον Lèvinas, τον κατεξοχήν φιλόσοφο της ετερότητας θα έλεγε ότι αυτό το Αντίστροφα είναι μια συνεχής προσπάθεια να εντοπίσει ο κάθε ήρωας τον εαυτό του στον άλλο. Γιατί ξέρει από πριν την αδυναμία του να πλησιάσει την ολότητα μέσα του οπότε ο μόνος δρόμος είναι ο άλλος. Και αντίστροφα. Αν είχαμε από μια άλλη πλευρά τον Lacan θα έλεγε ότι οι δύο ήρωες προκειμένου να μη φτάσουν στην ψύχωση χρησιμοποιούν τον άλλον ως καθρέφτη προκειμένου να μπορέσουν να δουν ολόκληρο τον κερματισμένο εαυτό τους. Γι’ αυτό και η ηρωίδα τη γλιτώνει με μια κατάθλιψη μόνο. Γι’ αυτό και οι δύο φοράνε μαύρα-ίδια ρούχα. Μπορεί και να μοιάζουν λίγο. Κι εκεί έρχεται ο υπότιτλος σε μια γλώσσα που δεν εφάπτεται στην ιστορία. Στ’ αγγλικά ! Και δίνει και ένα μήνυμα της Κασσάνδρας: Love will tear us appart, δηλαδή η αγάπη θα μας ξεσκίσει, η αγάπη θα μας διαλύσει. Μα γιατί στ’ αγγλικά; Νομίζω ότι η επιλογή μιας τρίτης γλώσσας-μιας γλώσσας γέφυρας γίνεται για συναισθηματικούς λόγους.. για να μη φταίει ούτε η Ελληνίδα ούτε ο Γάλλος για όσα κακά θα συμβούν. Μπορεί πάλι η ηρωίδα να μην αντέχει να το προφέρει στη γλώσσα της..αυτό το ΜΑΣ είναι ξεκάθαρο ότι το προφέρει εκείνη.

Στο βιβλίο της Στέργιας Κάββαλου η γλώσσα ανακατανέμεται όπως θα έλεγε και ο Barthes• το κείμενο γίνεται διπρόσωπο με την έννοια ότι έχει δύο πλευρές. Μια ανατρεπτική πλευρά που διαλύει την κανονιστική πλευρά του κειμένου. Και στο ρήγμα, στη ρωγμή, όπως λέει ο Barthes, στο ξέπνεμα είναι που η ηδονή της ανάγνωσης συνεπαίρνει τον αναγνώστη. Οι ξένες λέξεις στο κείμενο δε μεταφράζονται ωστόσο σχεδόν παρανοϊκά ακόμα κι ο μη γαλλομαθής ή αγγλομαθής αναγνώστης τις καταλαβαίνει. Τόποι, χρώματα, σημεία των πόλεων περιστρέφονται στα μάτια μας μπροστά σε τρεις γλώσσες και μας συνεπαίρνουν σ’ αυτό το οδοιπορικό μιας εποχής.

ΑΓΓΕΛΙΚΗ ΔΗΜΟΥΛΗ

**

Ο αχυρώνας φλέγεται, Ουίλλιαμ Φώκνερ, μτφρ. Γιάννης Παλαβός, εκδόσεις Κίχλη 2018

 

[…] πάλι η γνώριμη έξη, το προγονικό αίμα που δεν το διάλεξε, που του κληροδοτήθηκε ανεξαρτήτως αν του άρεσε ή όχι και που κυλούσε για αιώνες (ένας θεός ξέρει πού, και τι οργή, τι βία και τι λαγνεία το έτρεφαν) ώσπου να εκβάλει στις φλέβες του.

Δύσκολη είναι η ενηλικίωση, η ανακάλυψη της προσωπικής δυναμικής και η σταδιακή συνειδητή πλέον ένταξή σε έναν περίγυρο (σε σχέση συμφιλίωσης ή αντίθεσης), που ως τώρα θεωρούσε το νεαρό άτομο «εξάρτημα» των μεγαλύτερων και φυσική εξέλιξη των προπατόρων του. Δύσκολη είναι και η μεταφορά της πορείας αυτής στη μυθοπλασία, και μάλιστα στη μικρή φόρμα ενός διηγήματος· ο ελάχιστος χώρος ανάπτυξης του λόγου (σε σχέση με το πολυδιάστατο μυθιστόρημα) δεν επιτρέπει να φανούν σε όλη τους την έκταση οι εσωτερικές διακυμάνσεις του νεαρού ατόμου ούτε οι ενδοοικογενειακές ή ευρύτερες κοινωνικές συγκρούσεις να δείξουν τους πιεστικούς μηχανισμούς που κρύβουν. Ωστόσο, εδώ έχουμε τον Φώκνερ, κι έχουμε ένα από τα μικρά του αριστουργήματα, στο οποίο θα προλάβει στον μικρό χώρο που έχει στη διάθεσή του να δώσει το πρόβλημα στις ατομικές και κοινωνικές του διαστάσεις, τη σύγκρουση των μεγεθών, τις εσωτερικές διεργασίες του παιδιού, την απόφαση, τη λύση. Απόσπασμα αρχικά ενός μεγαλύτερου έργου (ήταν η εισαγωγή στο «Χωριό», το πρώτο μέρος της τριλογίας των Σνόουπς) αυτονομήθηκε και πήρε την πρώτη τιμητική θέση στον τόμο των διηγημάτων του (Collected stories, 1950).

Ο τίτλος «Ο αχυρώνας φλέγεται», έτσι με τον Ενεστώτα μιας χρονικής διάρκειας που παραπέμπει σε κάτι που συντελείται μπροστά μας τώρα δα, αναδεικνύει όλο το βάρος της μιας στιγμής, που θα κλείσει μέσα της την καθοριστική απόφαση. Ήδη έχει δοθεί ο ρυθμός της αφήγησης, που θα υποστηριχθεί από ένα λόγο σε διαρκή ροή, ικανό να σηκώσει πάνω του την πλοκή της ιστορίας, να αναδείξει τα πρόσωπα (δύο σε αντιθετική κίνηση) και να ολοκληρώσει θεματικά – αν φυσικά υπάρχει πράγματι τέλος όχι μόνο στην ιστορία αλλά και στην υπόθεση της ενηλικίωσης γενικότερα.

Η αναπόφευκτη σύγκρουση των δύο μεγεθών θα δοθεί μέσα από λόγια, πράξεις αλλά και εικόνες. Η μεγάλη τέχνη της γραφής μπορεί να μιλήσει μέσα από μια περιγραφή (σε συνδυασμό με την εσωτερική φωνή), η σχέση των προσώπων μπορεί να δοθεί μέσα από την αίσθηση που δημιουργεί η παρουσία του άλλου, από τα αντικείμενα που παίρνουν τη θέση των χαρακτήρων, από τα γνωρίσματα της προσωπικότητας που αποτυπώνονται στα υλικά πράγματα:

[…] το παιδί γύρισε ξανά το βλέμμα προς την άκαμπτη μαύρη πλάτη, προς το άκαμπτο και αδυσώπητο χωλό βάδισμα της φιγούρας που δεν έδειχνε συρρικνωμένη μπροστά στην έπαυλη, διότι δεν έδειχνε μεγάλη ποτέ και πουθενά, και που τώρα, με φόντο τη γαλήνια υπόστυλη είσοδο, διέθετε περισσότερο από ποτέ την αδιαπέραστη υφή ενός αντικειμένου ανηλεώς κομμένου από τσίγκο, επίπεδου, λες κι αν έστεκε γυρισμένος με το πλάι στον ήλιο δεν θα έριχνε σκιά.

Σε μια σύντομη αφήγηση όλα έχουν τη σημασία τους, από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία της πλοκής ως τις λεπτομέρειες, που με το ελάχιστο που τους αναλογεί συμπληρώνουν την ιστορία. Η ακραία προσωπικότητα του Άμπνερ Σνόουπς, ενός πατέρα σκληρού και βίαιου, που όταν αρχίζει η ιστορία κατηγορείται (και δικαίως) για εμπρησμό, εκπροσώπου μιας νέας τάξης διψασμένης μετά τον εμφύλιο για ανέλιξη, η οποία προσπαθεί με κάθε τρόπο και πολύ θράσος να διεκδικήσει τη θέση που της αρνήθηκαν ως τότε. Το αγόρι, ο Σάρτυ (δηλαδή ο Συνταγματάρχης Σαρτόρι Σνόουπς, όπως τον ονόμασε ο πατέρας του οικειοποιούμενος μια δήθεν συμμετοχή στον εμφύλιο πόλεμο), με το παράδοξο του ονόματός του να τον διαφοροποιεί και σημειολογικά από τα άλλα πρόσωπα. Η αντίθεση είναι ήδη στημένη συγγραφικά ανάμεσά τους. Ο Σάρτυ θα πρέπει να επιλέξει: η άγρια έλξη του αίματος από τη μια και οι αξίες της δικαιοσύνης και της αλήθειας από την άλλη.

Ακολουθώντας τη δεύτερη επιλογή, ταυτόχρονα αποκόπτεται από τους δεσμούς του αίματος της πατριαρχικής οικογένειας. Η προσωπική του ιστορία αρχίζει με το τέλος του διηγήματος.

Συνέχισε να κατηφορίζει τον λόφο, βαδίζοντας προς το σκοτεινό δάσος, όπου ηχούσε ακατάπαυστα το κελαρυστό, μελωδικό τραγούδι των πουλιών – ο ταχύς και επίμονος χτύπος της επίμονης και βοερής καρδιάς της νύχτας στην εκπνοή της άνοιξης. Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω του.

Το ιστορικό πλαίσιο με τη σειρά του, η ατμόσφαιρα, λίγο μετά το τέλος του Αμερικανικού εμφυλίου, με όλες τις αντιθέσεις ακόμα ζωντανές – αλίμονο αν οι πόλεμοι κατόρθωναν να τις εξαλείψουν. Από το ευρύτερο κοινωνικό τοπίο ως το στενότερο των οικογενειακών σχέσεων ή και αντιστρόφως διαβάζεται η άρτια από κάθε άποψη ιστορία του Φώκνερ. Η ενηλικίωση άλλωστε μπορεί να αφορά και την ωρίμαση των κοινωνιών, τη συμφιλίωσή τους με ένα πιο ανθρώπινο πρόσωπο μακριά από ρατσιστικές επιλογές και ανισότητες. Ωστόσο, ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας παραμένει ο δεκάχρονος Σάρτυ είτε ξεκινάμε από αυτόν για να επεκταθούμε στο ευρύτερο πλαίσιο είτε καταλήγουμε σ’ αυτόν. Η εσωτερική του πάλη ενδιαφέρει τον συγγραφέα περισσότερο από κάθε τι άλλο. Στο κατατοπιστικό επίμετρο ο μεταφραστής Γιάννης Παλαβός υπενθυμίζει πως κατά τον Φώκνερ το μοναδικό θέμα για το οποίο αξίζει να γράφει κανείς είναι «τα προβλήματα του ανθρώπινου ψυχικού χώρου που βρίσκεται σε μάχη με τον εαυτό του».

Η έκδοση της Κίχλης, όπως πάντα, πλήρης. Το κείμενο, η μετάφραση εναρμονισμένη με τον ρυθμό της φωκνερικής γραφής, το επίμετρο, οι σημειώσεις, το χρονολόγιο, το φωτογραφικό υλικό. Μια έκδοση που σέβεται τον αναγνώστη.

ΔΙΩΝΗ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ

**

Το ημερολόγιο του Βασίλη, ποίηση/νουβέλα, Λεωνίδας Κεφαλάς, εκδόσεις Εκάτη 2018

 

Στα παλιότερα χρόνια και κυρίως στην εποχή του ρομαντισμού εκδίδονταν μυθιστορήματα γραμμένα με τη μορφή ημερολογίου. Το να γίνει αυτό σήμερα, είναι κάπως παρακινδυνευμένο γιατί ποιος κρατάει σήμερα ημερολόγιο, όταν υπάρχουν κινητά και υπολογιστές; Θα πρέπει να βρεθεί και μια αιτιολογία, αρκετά πειστική, έτσι ώστε ο αναγνώστης να έχει την αίσθηση ότι διαβάζει ένα πραγματικό ημερολόγιο.

Είχαμε, λοιπόν, την ευκαιρία να διαβάσουμε τη νουβέλα του Λεωνίδα Κεφαλά: «Το ημερολόγιο του Βασίλη», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Εκάτη» και είναι γραμμένο με τη μορφή ενός ημερολογίου. Ο Βασίλης αποφασίζει να επιστρέψει μια για πάντα στο χωριό του, στο Βογατσικό της Ηπείρου, όπου θα ζήσει κλεισμένος μέσα στο σπίτι και θα μας αφήσει ένα ημερολόγιο 50 ημερών από την έγκλειστη ζωή του. Μια ζωή, που ο ίδιος την έχει διαλέξει αφού, όπως, λέει ο ίδιος, καταλήγει «απορριγμένος κι απόκληρος» και «ικέτης». Εδώ, λοιπόν, έχουμε και την αφήγηση μέσω ημερολογίου και την πειστική αιτιολογία, καθώς ένας άνθρωπος, που αποφασίζει να ζήσει μόνος του, κλεισμένος μέσα στο σπίτι του σαν ερημίτης, δεν θα χρησιμοποιούσε την τεχνολογία, αλλά θα μπορούσε να αφήσει ένα ημερολόγιο.

Η αφήγηση του Λεωνίδα Κεφαλά είναι στρωτή, ενώ η γλώσσα, που χρησιμοποιεί γίνεται αρκετές φορές ποιητική. Δεν είναι τυχαίο, ότι είναι και ο ίδιος ποιητής με 3 ποιητικές συλλογές στο ενεργητικό του. Έτσι διαβάζουμε ορισμένα κομμάτια, που θα μπορούσαν να ήταν και στίχοι: «Τι κι αν η Φύση, που χαρίζει απλόχερα τα δώρα της σε άλλους, μου στέρησε τη δυνατότητα ν’ αγαπήσω και ν’ αγαπηθώ; Πρόλαβα να δω στο Πρόσωπο μιας γυναίκας τον Ρυθμό…» και αλλού: «Έψαξα μέσα μου όλα τα κομμάτια, μικρά και μεγάλα· δεν βρήκα ούτε ένα που να είναι δικό μου.»

Ο Βασίλης δεν συναντά κόσμο έξω από το σπίτι, παρά μόνο μια θεία του, που δεν μπορεί να την εξυπηρετήσει και ένα μικρό κοριτσάκι πέντε χρονών. Ο Βασίλης καταδέχεται να μιλήσει μόνο στο κοριτσάκι, ίσως γιατί είναι μικρό και αθώο και δεν κουβαλά την κακία και την υστεροβουλία των μεγάλων. Πολύ όμορφη περιγραφή για μια από τις συναντήσεις του Βασίλη με το κοριτσάκι είναι η «μέρα 33», που τελειώνει με αυτά τα λόγια: «…το ρώτησα τι θα γίνει όταν μεγαλώσει και μου είπε «Λουλούδι», μα όταν το ρώτησα πώς το λένε μου είπε «Μαρία».

Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου μαθαίνουμε πως ο Βασίλης αυτοκτόνησε. Δεν μπόρεσε να αντέξει ούτε το προηγούμενο αστικό περιβάλλον, που ζούσε, ούτε τη ζωή του ερημίτη, που ο ίδιος επέλεξε. Ο συγγραφέας ουσιαστικά επιβεβαιώνει τον Αριστοτέλη, που λέει ότι ο άνθρωπος, που ζει μόνος του δεν μπορεί να είναι άνθρωπος, αλλά θηρίο ή θεός και αφού ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι θεός, τότε καταλήγουμε στο θηρίο. Άρα ο συγγραφέας δεν ταυτίζεται απόλυτα με τον κεντρικό του ήρωα. Η σημερινή κοινωνία αποξενώνει. Η λύση δεν είναι η απομόνωση. Ποια είναι η λύση, λοιπόν; Ο Λεωνίδας Κεφαλάς δεν μας δίνει μια απάντηση με τη νουβέλα του «Το ημερολόγιο του Βασίλη». Τη λύση καλείται να βρει ο αναγνώστης.

ΘΕΟΧΑΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ

**

Ανάμεσα σε δυο στιγμές, ποίηση, Κώστας Βασιλάκος, εκδόσεις Σοκόλη 2017

 

Το πόσο έντιμη, ειλικρινής αλλά και τολμηρή μπορεί να είναι μία ποιητική, μπορείς να το δεις κάποιες φορές από το πρώτο ποίημα, όπως εδώ, σε αυτό με τον τίτλο «Το χαμένο ρο», όπου με αυτοσαρκασμό για την προφορά του ρο ο ποιητής δεν διστάζει να πει «Σαν τον Δημοσθένη ροκάνιζα τα βότσαλα / για να το βρω.»

Το γραπτό σώμα του βιβλίου προσπερνάει την άρθρωση του «ρο» και διαρθρώνεται σε τρία μέρη, εντελώς διακριτά μεταξύ τους. Το πρώτο κινείται «Ανάμεσα σε δυο στιγμές». Αφορά επιλογές στιγμών ή εκφάνσεων ζωής, με την κορύφωσή τους στο ποίημα με τίτλο «στιγμές ζωής», όπου με το φως της αγάπης σπάνε τα δεσμά της ρουτίνας και πολλά αφήνουν τη μονομέρεια της υλικής τους υπόστασης για να συναντηθούν με την ενεργειακή τους.

Η δεύτερη ενότητα «Κλικ στην Ελευθερία» αποτελείται από «προσόψεις μοναξιάς», από άφθονα «γιατί», από «πέτρες», «θλίψη», «επιλογές», «ξεχασμένα γράμματα», «ευσεβείς πόθους».
Η τελευταία, τα «Ποιητικά Αποτυπώματα», συντίθεται από μονόστιχα ή ολιγόστιχα ποιητικά σπαράγματα, προσωπικά κατασταλάγματα, επιγράμματα ή συμπυκνωμένες φιλοσοφικές καταλήξεις. Ήτοι, εκπεμπόμενες λάμψεις από τον φάρο της ψυχής του ποιητή.

Με το που προχωρά κανείς στα ποιήματα, καταλαβαίνει ευθύς πως ο λόγος είναι μεστός, πλήρης ουσίας. Έχει μπόλικη αλμύρα διαλυμένη στη θάλασσα των λέξεών του. Το αλάτι αυτό έχει σμιλέψει την καρδιά του ποιητή όπως τα χέρια του ψαρά τις χειμωνιάτικες νύχτες, έχει πονέσει τις ανοιχτές πληγές μα στη συνέχεια τις έχει ψήσει κιόλας, έχει νοστιμέψει την άνοστη καθημερινότητα, έχει κάνει πικρότερα τα δάκρυα. Έχει παρέμβει ακόμη και στην πρόσληψη του φωτός. Χωρίς να αποσαφηνίζεται τι είδους είναι, αν πρόκειται δηλαδή για την ίδια τη γλώσσα, για τον πόνο, την εμπειρία, την τριβή, την πάλη για επιβίωση, την ελπίδα, την πίστη, τη γνώση, τον έρωτα, τον θάνατο ή άλλο τι, το βλέπουμε ολοζώντανο σε πρώτο πλάνο, πολλές φορές:
• Πλάνεψε την καρδιά στα κύματα να πιει αρμύρα
• Μόνο μια χούφτα αλάτι από καλοκαίρι στο περβάζι.
• Έχει η θάλασσα μια αλμυρή αγκαλιά /
που το κύμα ξέχασε τις ευχές
• Είναι το ματωμένο φιλί που καίει σαν αλμύρα

Αφορμώμαι από τον τελευταίο στίχο ο οποίος κάνει ακόμα και το φιλί αλμυρό -αφού το αλάτι έχει φτάσει ως το αίμα ή κατά μία άλλη εκδοχή, αφού το αίμα είναι το αλάτι στην επαφή σώμα με σώμα- για να σημειώσω ότι εκτός από το άλας, κυρίαρχο στη συλλογή είναι το φιλί, το οποίο δεν είναι ποτέ ασυνόδευτο. Ματωμένο όπως πριν, δακρυσμένο:
Η αναπόληση χαμένων στιγμών κοσκινίζει δακρυσμένα φιλιά

γαλανό, παραπέμποντας σε ουράνιο:
Τα μάτια στέγνωσαν στη μπλε γραμμή του φιλιού

φλογερό
…φοβήθηκες / ότι θα σ’ έκαιγε η φλόγα του φιλιού

κάποτε ξερό
η ανάσα κόμπος, η στιγμή ανήμπορη,
με τα φιλιά στεγνά και τα λόγια λασπωμένα

μα πάντοτε γήινο, πάντοτε χρώμα ακριβό στην άκρη του χρωστήρα της ευτυχίας:
Ζωγραφίζω με φιλί και χώμα μορφές σε γήινα χρώματα.

Εδώ γίνεται συνάντηση με τον Γιώργο Βέη1, ο οποίος λέει:
«Άσχετοι με τα θαύματα, / εδώ θα χτίσουμε μαζί ένα ένα τα φιλιά».

Αν μου να έλεγαν να προτείνω υπότιτλο στην παρούσα, τρίτη κατά σειρά ποιητική συλλογή του Κώστα Βασιλάκου, θα πρότεινα ανενδοίαστα τη φράση: «της ζωής αλμυρά φιλιά», αφού η τελική μου εντύπωση μετά από αρκετές αναγνώσεις είναι πως πρόκειται για σύνολο ποιητικών, αλμυρών, παθιασμένων «φιλιών της ζωής».

Φιλί χωρίς λυρισμό γίνεται; Μπορεί να είναι καθήκον, συνήθεια, πρόσχημα, μάσκα, υποχρέωση, στάχτη στα μάτια, προδοσία, πάντως φιλί δεν είναι. Ο ποιητής γνωρίζοντας ότι η αγάπη «τρελαίνει τις εποχές», ρωτάει ωμά:
Γιατί κάνεις την αγάπη υποχρέωση;

Απαντά ο ίδιος: Σιωπούν οι ενοχές. Ιδού πώς η φιλοσοφία, η κοινωνιολογία, η ψυχολογία εισχωρούν και ενσωματώνονται αρμονικά στην Ποίηση.

Λυρισμός λοιπόν; Ναι, διάχυτος ολούθε και μάλιστα εξαιρετικής ποιότητας. Απολαυστικός. Απογειώνει το ελάχιστο στη σφαίρα του μέγιστου ανάγοντας ακόμα και τη λεπτομέρεια μιας σκηνής σε αυτοτελές θεατρικό:
• Άσε το σώμα να καεί σε δυο κόκκους άμμου από ήλιο
(θυμίζοντάς μου Πωλ Ελυάρ2:
«Βρίσκομαι μπροστά σ’ αυτό το γυναικείο τοπίο
Σαν παιδί μπρος στη φωτιά»
• Πόσο αργεί το φθινόπωρο να βρέξει σκουριασμένα φύλλα στο κατώφλι! (αν αυτό μπορούσε να συμπυκνωθεί σε 17 συλλαβές σε 3 στίχους, θα ήταν ένα υπέροχο χαϊκού, όπως και το επόμενο:)
• Η σκόνη, ετοιμόρροπη, / αιωρείται στην αγκαλιά των ιστών
• Δεν σκέφτηκες τα αυγουστιάτικα φεγγάρια
πάνω στα γυμνά αγάλματα
• …σου έλαχε να δεις ένα γαρίφαλο / που ανασαίνει καλοκαίρι
• οι φυλές αδερφωμένες, ανοίγουν με χρώματα μονοπάτια στο φεγγάρι.

Οι γνήσιοι ποιητές βλέπουν πέρα από τα κοινώς ορώμενα, πέρα από τα εμφανή. Οι κεραίες τους ανοιχτές, έτοιμες να πιάσουν το παραμικρό ψυχανέμισμα, ερωτοτροπούν με τις τρεις υποστάσεις του χρόνου (παρόν, παρελθόν, μέλλον) αφορμώμενες από την τέταρτη διάστασή του, τον χώρο ή αλλιώς την ποίηση την ίδια κατά τον Ρίτσο (στην δική του υπέροχη 4η διάσταση), χωρίς ποτέ να καταλαγιάζει η ανάγκη τους να τον κατανοήσουν. Ο Κώστας Βασιλάκος τι βλέπει; Πολλά.

Βλέπω τις πόλεις να ερημώνουν στα πολύβουα σοκάκια
και τις σκελετωμένες ζωές να φυτρώνουν σαν κυπαρίσσια
֎
Βλέπω τα κομμένα χέρια να κρατάνε την ξαστεριά και το δάκρυ των νεκρών να επιστρέφει στη ζωή
֎
Τσιμεντένιοι τοίχοι έκλεισαν τις ζωές / και το φως ξεχάστηκε στα υπόγεια.

Διαπιστώνει; Άλλα τόσα:

Εμείς, / άβουλοι βολευτές του μηδενός
֎
αόρατοι περιπατητές της Ιστορίας
֎
Βρέχει ο άνεμος οδύνη / κι εσύ καταμεσής στο όνειρο βουλιάζεις
֎
Τρέχουν στο μέλλον οι κύκλοι της ιστορίας κι ο αραμπάς
της ανθρωπιάς αγκομαχάει στην κατηφοριά.

Φαντάζεται ακόμη περισσότερα, ελπίζει, ποθεί:

Για φαντάσου /…/
Τη θάλασσα μια αγκαλιά
να θηλάζει τα νεκρά παιδιά της περιφόνησης. /…/
Για φαντάσου
να διαρραγεί ο αξιακός ιστός
και όλη η γη να επωάζει νέες φυλές,
για να εκκολαφθεί η ΑΝΘΡΩΠΙΑ.

Αν «εκκολαφθεί η ΑΝΘΡΩΠΙΑ» θα αλλάξει η ζωή; Ναι. Εμείς όμως; Θα αλλάξουμε άραγε πορεία, αφού ως τώρα
Εχθροί του εαυτού μας, επιλέγουμε ανακόλουθες στιγμές.

Ορισμός της ζωής κατά τον ποιητή; Η ζωή είναι στιγμές.

Τίνος μέρος είναι οι στιγμές; Του πανταχού παρόντος χρόνου. Στον χρόνο εκτός από συχνές άμεσες ή έμμεσες αναφορές, αφιερώνεται και ένα ολόκληρο ποίημα. Μετά το χιλιοειπωμένο -που εδώ γίνεται στίχος-:

«Αν η ζωή διαρκούσε άλλο τόσο, θα την προλάβαινα» έλεγες
και την επίγνωση μέσα από έναν άλλο στίχο πως «μια τελεία το χθες», η προτροπή κατά το αρχαίο «χρόνου φείδου», έρχεται αβίαστα, πεζόμορφα χάριν αμεσότητας, ως ταφικό επίγραμμα: «Μη σπαταλάς χρόνο και όνειρα».

Αφού είναι η ώρα (μέρος του χρόνου και αυτή) των ρήσεων, θυμίζω άλλη μία σχετική: «Εν αρχή ην ο Λόγος». Αρχή: Χρόνος. Λόγος: Λέξεις. Οπότε σειρά των λέξεων τώρα. Φαίνεται να κινδυνεύουν και στην πορεία του χρόνου:

Οι λέξεις σβήνουν στις ψευδαισθήσεις του αύριο

αλλά και λόγω της αύξησης του αριθμού των αλλόγλωσσων, μα αυτό είναι στο χέρι μας να μη μείνει έτσι:

Μην αφήνεις τους βαρβάρους με βρισιές
να σκάβουν λαγούμια στα σωθικά σου.
Άλεσε λέξεις και ζύμωσε βόλια
να εκπορθήσεις τα νώτα τους.

Ο ποιητής ενδυναμώνει τις θέσεις του με ειλικρινείς νουθεσίες για θέματα ή καταστάσεις, στα οποία μεταφέρει τη μέσα από εμπειρίες διαμορφωμένη άποψή του και μάλιστα με χρήση απευθείας δεύτερου ενικού προσώπου, χωρίς την ευχητική χρήση του μορίου «ας». Γίνεται πατέρας που συμβουλεύει τον γιό, παππούς που αφήνει παρακαταθήκη στον εγγονό, φίλος που στηρίζει τον τσακισμένο του φίλο. Γίνεται Άγγελος. Γίνεται ποίημα:

• Κι αν βουλιάξει τ’ όνειρο απελπισμένο
εσύ χάρισέ του χρόνια για να ζήσει
• άδραξε την ευκαιρία μιας σαλεμένης ανασαιμιάς
• Τον άγνωστο ουρανό μην τον απαρνηθείς
• Πάλεψε για δρόμους διαφυγής / απ’ το τέλμα της ενέδρας
• Τις τραχιές μέρες, γδύσε την ψυχή για να ντύσεις τα πάθη των ανθρώπων.

Συμπυκνώνει ίσως όλη τη θεματική του βιβλίου στο ποίημα-νουθεσία «Η μικρή θάλασσα»:

Ποτέ μην αφήσεις να στερέψει μέσα σου
η μικρή θάλασσα που νανούριζαν οι Νηρηίδες
με φως, απανεμιά και γαλανό φιλί,
για να ταξιδεύουν οι λαβωμένοι έρωτες.

Δεν διστάζει όμως να πάρει και το λεκτικό μαστίγιο και να μπει στον Ιερό Ναό των Αξιών του Σύγχρονου Πολιτισμού, ο οποίος είναι στην πραγματικότητα προκάλυμμα του Άντρου των Εκμεταλλευτών, κατάμεστο δυστυχώς από δαύτους σε καθημερινή βάση. Ο τρόπος του θυμίζει παλιές εποχές «στρατευμένης» Ποίησης (Βάρναλης, Λειβαδίτης, Αναγνωστάκης, Σινόπουλος, Γώγου και από ξένους Μπρεχτ, Μπουκόφσκι, Μαγιακόφσκι, κλπ):

Πετάνε την αξιοπρέπεια στις χωματερές.
Κατάσχουν τα σπίτια για λίγα γρόσια.
Πουλάνε σε δόσεις τα τρίμματα της πλεονεξίας.
Ζούμε τη σκλαβιά στο όνομα της ελευθερίας.

Θα τους αφήσουμε;

Με την διαίσθησή του προβλέπει ότι: Η επόμενη επανάσταση θα γίνει για να κερδίσει ο άνθρωπος τη χαμένη του αξιοπρέπεια.
Να είναι άραγε προσδοκία; Ευσεβής πόθος; Για την Ελλάδα; Ποιά Ελλάδα; Αυτή που απαρτίζεται από πέτρες, όπως τούτες εδώ;

… Αυτές οι πέτρες με τις σχισμές
απ’ τις οπλές και τα ξίφη της ιστορίας /…/
ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΝ /…/
έναν σπόρο γνώσης με δυο σταγόνες αμφισβήτηση
για να αντέξουν το βάρος των αιώνων που έρχονται.

Ελλαδική Πέτρα. Ασβεστόλιθος της Ιστορίας, του Πολιτισμού, της Δημοκρατίας. Μικρογραφία Ελλάδας. Ζωή. Χρόνος. Λόγος. Ποίηση.

Πρόκειται για μια ποίηση που πατάει πολύ καλά στα πόδια της, έχει πλήρη επαφή με τη σύγχρονη πραγματικότητα μα ως γνήσια ποίηση, έχει στραμμένο το βλέμμα ψηλά, ατενίζοντας το χάος του σύμπαντος των λέξεων, πολύ πέραν του ορατού ουρανού. Άλλοτε είναι περιγραφική, άλλοτε δοκιμιακή, άλλοτε προστακτική με προτρεπτική διάθεση, συχνά προβληματισμένη. Σε εμένα ήταν εμφανείς γόνιμες, καθ’ όλα «νόμιμες» και φυσιολογικές επιρροές (θεματικά και εκφραστικά) από Κώστα Βάρναλη και Τάσο Λειβαδίτη. Στοχαστική, διαπιστωτική, φαντασιακή ή ωμά ρεαλιστική με έναν διάσπαρτο λυρισμό να διαχέει ελπίδα ονείρου, αρνείται να μπει σε καλούπια και να φορέσει αμερικανικό καπέλο με διακριτό σήμα, προτιμώντας να περιφέρεται ασκεπής.

Πηγάζει κατευθείαν από τα έγκατα της ύπαρξης του Κώστα Βασιλάκου. Το βασικό συστατικό της είναι η αγάπη. Κυλάει στις αυλακιές του πόνου χωρίς προσμίξεις, χωρίς ζάχαρη, χωρίς τίποτε το πρόσθετο. Αν ανιχνευτεί λίγο αλάτι, είναι από τα δάκρυα του ποιητή, ο οποίος δεν μπορεί πάντοτε να τα συγκρατήσει.

Μα η Ποίηση γίνεται με λέξεις, καθώς και ο Σεφέρης ξεκαθάρισε. Οι λέξεις όμως; Από ανθρώπους. Από ανθρώπους ποιητές. Πού βρίσκονται; Μα «ανάμεσα σε δυο στιγμές». Όπως και η ίδια η Ζωή άλλωστε.

Αναφορές
1. Γιώργος Βέης, [Βλέπω], Η διαρκής έκπληξη εκείνων των ερώτων, εκδόσεις ύψιλον/βιβλία, 2013, σελίδα 74
2. Πωλ Ελυάρ, [Τα Τελευταία Ποιήματα του Έρωτα], Η έκσταση, μετάφραση Ελένη Κόλλια, εκδόσεις Ηριδανός, 2006, σελίδα 74 (δεν είναι λάθος˙ καθόλου τυχαίος ο ίδιος αριθμός σελίδας…)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΥΣΚΑΣ