Top menu

Βιωματικές εμπειρίες και αναδρομική τρυφερότητα

Γράφει ο  Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης 

Ο Α. Φ. Μόριτζ (Albert Frank Moritz, 1947-) είναι αμερικανός αλλά εδώ και πολύ καιρό επέλεξε ως τόπο κατοικίας και επαγγελματικής του δραστηριοποίησης την πόλη του  Τορόντο, στον Καναδά. Παρά τις αρκετές ποιητικές συλλογές που έχει στο ενεργητικό και στο βιογραφικό του σημείωμα, στην ελληνική γλώσσα έως προ τινος ήταν σχεδόν άγνωστος. Η σημερινή έκδοση της συλλογής του από τις εκδόσεις Βακχικόν είναι η πρώτη του απόπειρα διείσδυσης και εις τον καθ’ ημάς λογοτεχνικό περίγυρο.  Στην συλλογή ετούτη, υπάρχουν μεταφρασμένα από την Στέργια Κάββαλου πενήντα ένα ποιήματα από διάφορες ποιητικές συλλογές του. Ο τίτλος της ανθολογίας ‘Σπουργίτης’ (Τίτλος πρωτοτύπου: ‘The sparrow, Selected poems’. House of Anansi Press Inc. Toronto, Canada, 2018), παραπέμπει σε ένα αγαπημένο θέμα του ποιητή που είναι το παραπάνω πουλί, ένα σχετικά κοινωνικό πτηνό κάποια είδη του οποίου σχετίζονται εύκολα και συγχρωτίζονται σε κάποιο βαθμό με τους ανθρώπους.  ‘Ο θάνατος του σπουργίτη’, το έβδομο ποίημα  στην ανθολογία αυτή, περιέχει πολλές περιγραφές και υπαινιγμούς που  είναι χαρακτηριστικά  της θεματικής του Μόριτζ.  Γράφει λοιπόν εκεί μέσα ο Μόριτζ:

Ο στριφογυριστός χορός ενός σπουργίτη, ευαίσθητη
αγωνία, καθώς προσπαθεί να δαγκώσει τον πληγωμένο του ώμο:
κυκλικά στροβιλίσματα, σύντομες τρεμάμενες  πτήσεις
και απότομες προσγειώσεις - κι ύστερα η αναμονή, το αγκομαχητό,
και νέα απόπειρα για ένα χαμηλό κλαδί, μια απόπειρα που αποτυχαίνει
και η συστροφή των καφέ φτερών πέφτει πίσω
στη γκρίζα σκόνη και το ανοιχτό πράσινο χρώμα των σφενδάμων
που μαράθηκαν πεσμένα εκεί. Όταν πλησίασα,
τρόμος και  οργή έπιασαν τον σπουργίτη, βασανίζοντάς τον 
με μάταιους αγώνες, πόνο, εξάντληση, παραμορφώνοντας ακόμα πιο τρομερά το κακόμοιρο φτερό του…

Διαθέτοντας διεθνώς αναγνωρισμένη ποίηση σε περισσότερα από είκοσι βιβλία που δημοσιεύθηκαν σε σαράντα πέντε χρόνια, ο ‘Σπουργίτης’ είναι μια επιλογή ποιημάτων από μια αξιόλογη ποιητική καριέρα που αποκαλύπτει πώς το έργο του Α. Φ. Μόριτζ  είναι επίσης ένα τεράστιο και μοναδικό ποίημα συνεχούς ροής. Τον αποκάλεσαν ως έναν από τους καλύτερους ποιητές της γενιάς του, ενώ έχει λάβει πολλά βραβεία και διακρίσεις σε όλη τη Βόρεια Αμερική, συμπεριλαμβανομένου του Βραβείου Λογοτεχνίας της Αμερικανικής Ακαδημίας Γραμμάτων και Τεχνών, της υποτροφίας Guggenheim, του βραβείου Beth Hokin του περιοδικού ‘Poetry’, και πολλών άλλων εξ’ ίσου σημαντικών. Η συγκεκριμένη επιλογή των ποιημάτων του, προέρχεται όπως ήδη προείπαμε από τις ήδη δημοσιευθείσες συλλογές του των τελευταίων δεκαετιών, όπου  βρίσκονται στίχοι μυστηρίου και φαντασίας, ταύτισης με τον άλλο, τον διπλανό, τον συνάνθρωπο, στους οποίους ξεχειλίζει η ευσπλαχνία, η  συμπόνια, η κρίση, η οργή και ο θυμός, η αγάπη και ο ερωτισμός, όλα συνδεόμενα με την ώριμη φιλοσοφική σκέψη, την κοινωνιολογική και πολιτική ανάλυση, τα τρέχοντα αλλά και ιστορικά γεγονότα, με ενδιάμεσες θεωρίες και διαλογισμούς γύρω από την υπόθεση της φύσεως και του περιβάλλοντος, την πληρότητα και το κενό της ανθρώπινης ψυχής, καθώς  και την διαδοχή και το μεγαλείο  των επίγειων νυχτών και ημερών, και φυσικά την αποδοχή των δημιουργηθεισών καταστάσεων, όπως φαίνεται ξεκάθαρα στο δεύτερο μέρος του προηγούμενου ποιήματος:

Όταν κατάλαβα ότι δεν μπορεί να γίνει τίποτα,
πήγα, και είδα έναν άλλο σπουργίτη να πετά χαμηλά,
και οι δυό τους ανεβοκατέβηκαν όπως κάνουν τα σπουργίτια
στο ψηλό άκοπο χορτάρι και στις πικραλίδες,
σύντροφοι. Κι’ ύστερα ο δυνατός έφυγε,
πρόθυμο βέλος, χάθηκε, κάνοντας καμπύλες μέσα στα δέντρα. 
Την επόμενη μέρα το γλυκό σώμα στο γρασίδι
Ξαπλωμένο εκεί, πιο ήρεμο από κάθε άλλη φορά,
ακόμα και από τις ώρες του ύπνου, στη ζωή ενός πεινασμένου σπουργίτη:
το φτερωτό του σχήμα στον θάνατο ακόμα πιο φτερωτό
με τον πόνο που πέρασε αργά, απαρατήρητος,
στη μεγάλη κουραστική νύχτα, όταν όλα είχαν πετάξει. 

Λαμβάνοντας όλα αυτά υπ’ όψιν μας, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο ‘Σπουργίτης’ είναι κάτι περισσότερο από επιλογή ποιημάτων, ίσως σε τελική ανάλυση να συγκροτεί ένα ενιαίο τεράστιο ποίημα, στο οποίο τα μεμονωμένα κομμάτια μπορούν να διαβαστούν ως διαφορετικές όψεις ενός συνεχώς μετακινούμενου συνόλου, στο οποίο αφθονούν οι λυρικοί συνδυασμοί, το βάθος του διαλογισμού και  το συνεχώς ανανεωμένο ποιητικό στυλ. 

Δροσιά του απριλιάτικου πρωινού, σε ποιον πρέπει να έρθω/αν όχι σε σένα για να με διδάξεις πως να περιορίζω τον εαυτό μου/μέσα στα ατελείωτα βάθη του ήλιου πάνω σ’ έναν κόκκινο τούβλινο τοίχο…, γράφει στο ποίημα ‘Τα όρια της πόλης’. 

Τα θέματα των ποιημάτων του περιλαμβάνουν επίσης τους μοναχικούς θαμώνες  των ολονύκτιων καφέ θυμίζοντάς μας τα εμβληματικά ‘Νυχτοπούλια’ του Έντουαρντ Χόπερ, την υπαρκτή  θνητότητα, τους αρχαίους μύθους και τα μισογκρεμισμένα ερείπια των εγκαταλελειμμένων εργοστασίων στις παρυφές των πόλεων. Αλλού θα συναντήσουμε την ήσυχη και μοναχική ομορφιά ενός ανθρώπου που περπατά κι διαλογίζεται μόνος του, ενώ την ίδια στιγμή η  πόλη των τριών εκατομμυρίων ψυχών κοιμάται, με στίχους ήρεμους, εύγλωττους και χαρακτηριστικούς για κάποιες  άγνωστες, σε μεγάλο βαθμό, στιγμές της αστικής μας ζωής τις οποίες προσπερνάμε εύκολα και με περισσή αδιαφορία: …Και μονάχα ένα πράγμα γέρασε/έγινε αδύναμο, και πέθανε κιόλας:/η ελπίδα μου να γίνω δυνατός και να θριαμβεύσω.  

Ο Α. Φ. Μόριτζ, σήμερα ζει στο Τορόντο στο Πανεπιστήμιο του οποίου και διδάσκει. Τα σπουργίτια φαίνεται καθαρά πως είναι ένα επαναλαμβανόμενο θέμα στο ποιητικό του έργο. Σε σχετική ερώτηση απαντά πως ταυτίστηκε πολύ με αυτά που αποτελούν επίσης κατοίκους των πόλεών  μας, μέσα στις οποίες  καταφέρνουν να επιβιώσουν ως μικρά στοιχεία της φύσης και λιλιπούτειες όμορφες ψυχές που περιφέρονται ανάμεσα  στις μικρές ρωγμές και τα οικιστικά χαλάσματα που αφήνουν στην πορεία τους τα ανθρώπινα όντα, όπως επίσης και τα υπόλοιπα πλάσματα της φύσης που βρίσκονται και ζουν μαζί μας στις περισσότερες πόλεις, περιστέρια και ούτω καθεξής, έμβια όντα τα οποία οι άνθρωποι ούτε  εκτιμούν ούτε τους λένε ευχαριστώ για την συγκατοίκηση, παρά μόνο να τονίζουν συνεχώς τα αρνητικά αυτής της παρουσίας. Δηλώνει γοητευμένος τόσο με την ηθελημένη του απομόνωση, όσο και με την συνύπαρξή του με τους άλλους μέσα στην κοινωνία. Βιώνει τα άγχη της σύγχρονης κοινωνίας, με τις γνωστές αξίες του καταναλωτισμού, της τεχνολογίας, της αυξανόμενης δύναμης και του πλούτου, καταστάσεις που πραγματικά αποτελούν έναν τρόπο ζωής και  φυσικά, έναν τρόπο να πεθαίνουμε. Στο ‘Αιώνια’, όλα έρχονται μπροστά με τον πλέον δραματικό αλλά και απλούστερο τρόπο: …Ο χρόνος σταμάτησε/και μόνο εκείνη που έχει πεθάνει μοιάζει να πεθαίνει:/όλα τ’ άλλα, παρακμή, πόνος, γνώση/ότι εκείνη είναι τα πάντα και η φυγή της αιώνια. 

Στα ποιήματά του δείχνει την έλξη του από μοναχικές αστικές μορφές που περιφέρονται και δραστηριοποιούνται μέσα στην ερημιά του πλήθους.  Αλλά στην πραγματικότητα, ισχυρίζεται, δεν χρειάζεται να διαθέτεις πολύ έντονο και εξασκημένο μάτι για να δεις την ίδια στιγμή παντού τριγύρω και πολλούς ανθρώπους που είναι μόνοι, λυπημένοι και καταθλιπτικοί. Είναι μια από τις αναπόσπαστες πτυχές της πόλης που υπάρχει στερεά συνδεδεμένη στα σπλάχνα της. Θεωρεί τον εαυτό του αισιόδοξο και υιοθετεί την άποψη του ποιητή Τόμας Χάρντι, ότι δηλαδή το να μιλάς για το καλό απαιτεί να έχεις ρίξει πρώτα μια πλήρη ματιά στα χειρότερα. Έτσι λοιπόν αναγκαστικά ‘δέχεται’ όλο το βάρος της αρνητικότητας, της απάνθρωπης συμπεριφοράς του ανθρώπου προς τον άνθρωπο, τις ασχήμιες της βίας και οι συνέπειές της, όλα τα  κακά τουτέστιν της σύγχρονης κοινωνίας.  Τα ποιήματά του δεν είναι απλώς διανοητικά, αλλά ένα πλήρες μείγμα πνευματικών, αισθησιακών και παθιασμένων παραμέτρων και ερεθισμάτων, χωρίς να παραλείπουν να  στρέφουν, πολλάκις, το βλέμμα τους   στο σώμα  και στο άγγιγμα του αγαπημένου προσώπου. Οι στίχοι του είναι ένας μύθος, γιατί αναπόφευκτα υποδηλώνουν  ένα βαθύ παρελθόν και την ιστορία μιας κίνησης από αυτό το παρελθόν, μια  στιγμή συνάντησης με ένα άτομο ή ένα αντικείμενο,  μια σύντομη κοινωνική εμπειρία, ένα κοινωνικό κίνημα, μια μικρή επανάσταση, ή ίσως κάποια αποδοχή σε μια δραματική βιωματική εμπειρία. Διαβάζοντας για παράδειγμα το ποίημα ‘Ένα αγόρι’ βιώνουμε την παλινδρόμηση του ποιητή στη μικρή του ηλικία, όταν πιά ο ήλιος έχει δύσει οριστικά!  

Στα ποιήματά του επιζητεί την ανθρώπινη πρόοδο, ενώ συχνά κάνουν την εμφάνισή τους η αίσθηση της διαχρονικότητας και της επανάληψης. Άλλωστε δηλώνει πως η συνολική κοινωνική πρόοδος θα επισυμβεί μόνο στο βαθμό που κάθε άτομο πραγματοποιήσει επιτυχώς  την  δική του πρόοδο.