Top menu

"Άρθρο 353 του ποινικού κώδικα" του Τανγκύ Βιελ -Κριτική Βιβλίου

Γράφει η Μαρία Τσαχουρίδου

Στο τελευταίο του βιβλίο, ο Tanguy Viel σκιαγραφεί το πορτρέτο ενός άντρα, πατέρα, πολίτη μιας κοινότητας στη γαλλική Βρετάνη, που παίρνει το νόμο στα χέρια του και φτάνει στο έγκλημα. Μέσα από μια πρωτοπρόσωπη, εξομολογητική αφήγηση, κατάθεση και ομολογία του πρωταγωνιστή, Κρεμέρ, ενώπιον του δικαστή και του νόμου, αναδεικνύεται η σχέση με τον γιο του, Εργουάν, ο οποίος κατέληξε στη φυλακή, η αυτοκτονία του Δημάρχου της Βρέστης, και πλήθος άλλων τραγικών περιστατικών, επακόλουθων μιας μεθοδευμένης απάτης. Ο μεγαλομεσίτης Λαζενέκ, ως «οραματιστής» της οικοδόμησης πολυτελούς παραθεριστικού συγκροτήματος στη χερσόνησο του Φινιστέρ, είχε καταφέρει να παραπλανήσει ένα ολόκληρο χωριό που εναπόθεσε τις οικονομίες του στα επενδυτικά του πλάνα.

Ο παρακάτω σχολιασμός επιχειρεί έναν αποσυμβολισμό των αντρικών χαρακτήρων του βιβλίου, προτείνει μία άλλη ανάγνωση του βιβλίου και αναδεικνύει το καίριο πολιτισμικό ζήτημα της βαθιάς λαχτάρας μας για Πατέρα.

Ο συγγραφέας με καλή χρήση της προοικονομίας και αριστουργηματικό χτίσιμο χαρακτήρων προσεγγίζει τις πολυσύνθετες σχέσεις πατέρα-γιού, Νόμου-πολίτη, και εστιάζει πότε στη σχέση του πρωταγωνιστή με τον γιο του, πότε στην αλληλεπίδρασή του με τον Δήμαρχο της περιοχής, Λε Γκοφ, και συχνά στην αντιπαράθεση δράστη-δικαστή, παρουσιάζοντας τις σχέσεις αυτές να ταλαντεύονται μεταξύ ιεραρχίας και ισότητας. Όπως παρατηρούμε και από το παρακάτω απόσπασμα ο Δήμαρχος της περιοχής και ο πρωταγωνιστής, ένας άνεργος ναυτεργάτης, βρίσκονται στην ίδια αξιοθρήνητη θέση στο πεδίο της παραπλάνησής τους από τον μεσίτη. «Φανταστείτε λοιπόν, εγώ, που δεν ήμουν παρά ένας φουκαράς μπλεγμένος στην ίδια ιστορία με εκείνον […] σαν να ήμασταν αδέρφια ή κάτι τέτοιο.»

Η δυσκολία διαπραγμάτευσης που μεγενθύνεται από τα δίπολα ιεραρχία-ισότητα, ελευθερία-ασυδοσία χαρακτηρίζει έναν πολιτισμό που “πεινά” για Πατέρα, για Νόμο, για Νόημα. Η φράση του ψυχολόγου James M. Herzog, father hunger, αποδίδει την ανάγκη για ουσιαστική παρουσία του πατέρα και λειτουργεί τόσο σε προσωπικό όσο και σε κοινωνικό επίπεδο. Ο αναγνώστης καλείται να αναμετρηθεί με επώδυνες αλήθειες μέσω του εξομολογητικού τόνου της αφήγησης που εύστοχα μεταπηδά από το πρώτο στο δεύτερο πρόσωπο. «Κι εσύ, πατέρας με μορφή απόντα βράχου, είναι ανώφελο να προσπαθήσεις να πεις ψέματα, είναι ανώφελο να πεις «ναι, φυσικά, σε ακούω», διότι το γνωρίζει, οποιοδήποτε παιδί γνωρίζει πολύ καλά αν το ακούς ή όχι, αν στριφογυρίζεις αδιάκοπα μια ορισμένη σκέψη μες στο μυαλό σου, σαν τζάμι μπροστά στα μάτια που σε χωρίζει από τον κόσμο, και τότε, όσο ο λογισμός σου φαίνεται να υψώνει ένα τείχος ανάμεσά σας, το παιδί σου, δεν το ξέρεις ακόμα, το εγκαταλείπεις επί τόπου.»
Παράλληλα στη σχέση Κρεμέρ-Εργουάν διαφαίνεται η τόσο επίκαιρη στην εποχή μας σύγχυση των γενεών, όπως αποτυπώνεται στον παλιμπαιδισμό των γονέων και τη συνακόλουθη αντιστροφή του ρόλου γονέα-παιδιού. Από αυτή τη σύγχυση φαίνεται να πηγάζει και η δυσφορία του γιου, η νωχελικότητα και η επιθετικότητά του. Αναφέρει ο Κρεμέρ για τον γιο του, «ήταν σαν να κινδύνευα να φορτώσω στην πλάτη του το βάρος που είχε συσσωρευτεί στους δικούς μου ώμους», και σε άλλο απόσπασμα, «διότι τώρα ξέρω, από όπου κι αν το πιάσεις το πρόβλημα, […] ένας γιος δεν είναι προγραμματισμένος για να σε λυπάται».

Ο Κρεμέρ βρίσκεται στο έλεος και το φόβο της τιμωρίας. Δεν πρόκειται για κάποιον που σήκωσε στους ώμους του τις αμαρτίες όλου του χωριού σαν άλλος Χριστός, όπως καταλαβαίνουμε από μια στοιχομυθία του με τον δικαστή:
Κρεμέρ: Θα μου στοιχίσει ακριβά;
Δικαστής: Δεν ξέρω.
Κρεμέρ: Δεν ξέρετε;
Δικαστής: Όχι εξαρτάται.
Κρεμέρ: Από τι;
Δικαστής: Από εμένα
Στο πρόσωπο του δικαστή, που ενσαρκώνει το Νόμο, αναγνωρίζουμε την αρχετυπική πατρική φιγούρα που με το Λόγο του Νόμου θα προσφέρει νόημα στα γεγονότα, σαν μικρός Θεός του οποίου η πρωταρχική απαγόρευση αποτέλεσε τη γενέθλια πράξη του κόσμου και επέβαλε την τάξη των πραγμάτων.

Στο σύμπαν που δημιουργεί ο Tanguy Viel το ένα τραγικό γεγονός διαδέχεται το άλλο καθώς Λόγος και Πράξη φαίνεται να είναι αποκλειστικά αντρική υπόθεση. Έτσι, στο πρόσωπο του πρωταγωνιστή αλλά και του δικαστή φαίνεται να αποδίδονται ακόμα και στερεοτυπικά θηλυκές ποιότητες όπως η καρτερικότητα, η τρυφερότητα, η ζεστασιά και η ενσυναίσθηση, φωτίζοντας και διεκδικώντας με αυτό τον τρόπο πτυχές τις πατρικής φιγούρας. Ενδεικτικό είναι το παρακάτω απόσπασμα όπου ο πρωταγωνιστής εκφράζει την τρυφερότητά του προς τον γιο του: «Ήμουν σαν αόρατη σκιά δίπλα του, μια άτονη και σιωπηλή σκιά η οποία θα ήθελε απλώς να τον ηρεμήσει και να τον αγκαλιάσει με όλη της την τρυφερότητα, την τρυφερότητά μου, ναι». Η μόνη αναφορά σε κάποια γυναίκα γίνεται στο πρόσωπο της πρώην συζύγου του πρωταγωνιστή, η οποία, πλήρως παραγκωνισμένη από την πλοκή, αναφέρεται μια δυο φορές σε όλο το βιβλίο ως επικριτικός σχολιαστής των γεγονότων: «Η Φρανς δε μιλούσε, παρά μόνο κοίταζε τα φθαρμένα πλακάκια του δαπέδου κι έπειτα είπε, παρ’όλα αυτά: εσύ φταις».

Ενδιαφέροντα ρόλο στην ιστορία παίζει η φύση, ως αρχέτυπο της Μεγάλης Μητέρας, που μέσα από τις συχνές περιγραφές ξεπροβάλλει σαν ένας ακόμα παράγοντας της πλοκής. Φαίνεται πως οι ήρωες του μυθιστορήματος βρίσκονται απέναντι στη φύση, ποτέ δεν εναρμονίζονται μ’ αυτή. Είτε πρόκειται για την ανθρώπινη φύση, τη συνείδηση, για όσους τη διαθέτουν, από την οποία πηγάζει η ενοχή: «έχουμε μέσα στο μυαλό μας εκείνο τον ετοιμόρροπο καθρέφτη εξαιτίας του οποίου ακόμα και ο Αδάμ καλύφθηκε με φύλλο συκής, κάτι που δυσκολεύει, ναι, αλλά ίσως επίσης, μας τιμά. Και το θέμα είναι ότι αυτό λείπει από ορισμένους, όπως άλλοι γεννιούνται με ένα χέρι λιγότερο, ορισμένοι γεννιούνται ατροφικοί σε, ξέρω γω, σε… Και ο δικαστής είπε: σε ανθρωπιά». Είτε πρόκειται για το αντίπαλο δέος που εκδικείται τις ανθρώπινες πράξεις: «παντού όπου το τσιμέντο έχει καλύψει τις πεδιάδες και όπου οι ρίζες εκδικούνται προκαλώντας ρωγμές στα σχολικά προαύλια». Είτε στο τέλος παίρνει το ρόλο εξιλαστήριου θύματος: «Άλλωστε δεν τον σκότωσα στ’αλήθεια: για τον σωματικό του θάνατο, προφανώς φρόντισε μάλλον η θάλασσα παρά εγώ, αλλά τη δικαιοσύνη-τη δικαιοσύνη […] μόνο οι άνθρωποι μπορούν να την αποδώσουν».

Το «Άρθρο 353 του Ποινικού Κώδικα» είναι μια επίκαιρη αναγνωστική πρόταση των εκδόσεων Πόλις, κι ένα βιβλίο που προβληματίζει. Η μεταφράστρια Χαρά Σκιαδέλλη δημιούργησε ένα ευανάγνωστο κείμενο ξεπερνώντας τα εμπόδια του μακροπερίοδου λόγου, διατηρώντας παράλληλα το χειμαρρώδη και εξομολογητικό τόνο της αφήγησης.