Top menu

Βικτόρ Ουγκώ: Πέντε αμετάφραστα ποιήματα

Μεταφράζει η Ανδρονίκη Δημητριάδου

 

O Βικτόρ Ουγκώ γεννήθηκε στις 26 Φεβρουαρίου 1802 και πέθανε στις 22 Μαΐου 1885. Ήταν Γάλλος μυθιστοριογράφος, ποιητής και δραματουργός, ο πιο σημαντικός εκπρόσωπος του γαλλικού ρομαντισμού.

Έφηβος μόλις, αντιλήφθηκε το ταλέντο του στη λογοτεχνία και ασχολήθηκε με μεταφράσεις έργων από τα λατινικά και με τη συγγραφή πρωτότυπων ποιητικών εργασιών. Όταν ήταν 14 ετών έγραψε σε μία εφημερίδα της εποχής: "Je veux être Chateaubriand ou rien" (Επιθυμώ να γίνω ή Σατωβριάνδος ή τίποτα). Ο Σατωβριάνδος τον αποκάλεσε "εξαιρετική φυσιογνωμία", προφητεύοντας έτσι το μεγάλο μέλλον του νεαρού συγγραφέα.

Ο Ουγκώ επαλήθευσε την πρόβλεψη του Σατωβριάνδου και έγινε μία από τις μεγαλύτερες λογοτεχνικές φυσιογνωμίες της Γαλλίας. Θεωρείται ένας από τους ηγέτες της ρομαντικής κίνησης στη γαλλική λογοτεχνία καθώς επίσης και ένας από τους πλέον παραγωγικούς και πολύπλευρους συγγραφείς της. Παρόλο που εκτός Γαλλίας είναι γνωστός κυρίως για τα μυθιστορήματα «Η Παναγία των Παρισίων» και «Οι Άθλιοι», στη χώρα του διακρίνεται πρώτιστα για τη συνεισφορά του ως ρομαντικός ποιητής. Εγκατέλειψε τον ποιητικό τύπο της εποχής του που, αν και ρομαντικός, ήταν έντονος, ρηχός και επιτηδευμένος και εγκαινίασε μία νέα ποιητική τέχνη με το λυρισμό του.

Οι «Ωδές και Μπαλάντες» (Odes et Ballades), ήταν η πρώτη του ποιητική συλλογή (1826) που τον καθιέρωσε. Το θεατρικό έργο Κρόμγουελ (Cromwell) που ακολούθησε λίγο αργότερα (1827), του χάρισε τον τίτλο του επαναστάτη του ρομαντισμού και του ηγέτη των νεωτεριστικών τάσεων της τέχνης.

Ο Ουγκώ ασχολήθηκε ταυτόχρονα με την πολιτική περνώντας βαθμιαία από τον φιλομοναρχισμό στη δημοκρατία. Ως μέλος της Άνω Βουλής το 1845 εκφώνησε λόγους ενάντια στη θανατική καταδίκη και την κοινωνική αδικία ενώ υποστήριξε την ελευθερία του Τύπου και την αυτοδιάθεση της Πολωνίας. Στις 30 Ιανουαρίου 1876 ο Βικτόρ Ουγκώ ονομάστηκε ισόβιος Γερουσιαστής από τη Γαλλική Δημοκρατία και έγινε το είδωλο της ριζοσπαστικής αριστεράς. Ο ίδιος ήταν πλέον οπαδός ενός ουτοπικού σοσιαλισμού.

**

Έκσταση

Μόνος κοντά στα κύματα, των αστεριών μια νύχτα.
Στον ουρανό ούτε σύννεφο, στα πέλαγα πανί.
Απ’ την αλήθεια βύθιζα μακρύτερα το βλέμμα.
Και τα βουνά, τα σύδεντρα, κι ολόκληρη η πλάση,
Με θρόισμα ακατάληπτο έμοιαζαν να ρωτούσαν
Τα κύματα της θάλασσας, τα φώτα του ουρανού.

Και τ’ άστρα τα ολόχρυσα, ατέλειωτες λεγεώνες
Με βροντερή, ή χαμηλή φωνή, με αρμονίες χιλιάδες,
Έλεγαν, καθώς έγερναν τις φλογερές κορώνες.
Και τα γαλάζια κύματα, που δεν τα ορίζει τίποτα ούτε και σταματά,
Έλεγαν, όπως άφριζαν στο αποκορύφωμά τους:
- Είναι αυτός ο Κύριος, ο Κύριος ο Θεός!

(Συλλογή: Τα Ανατολικά)

*

Νύχτες του Ιούνη

Το καλοκαίρι, σαν η μέρα έχει μισέψει, σκεπασμένη με λουλούδια
Σκορπά η πεδιάδα από μακριά άρωμα μεθυστικό .
Μάτια κλειστά, μισάνοιχτο σε ήχους το αυτί,
Μόλις που κοιμάσαι μ’ έναν ύπνο διαυγή.

Πιο λαμπερά είναι τ’ αστέρια, μοιάζει καλύτερη η σκιά.
Ένα αόριστο ημίφως βάφει τον αιώνιο θόλο.
Κι η αυγή χλωμή, γλυκιά, την ώρα της όπως προσμένει,
Χαμηλά στον ουρανό σάμπως όλο το βράδυ ταξιδεύει.

(Συλλογή: Ακτίνες και Σκιές)

*

Χτες τη νύχτα

Χτες, άνεμος νυχτερινός, που η πνοή του έμοιαζε με χάδι,
Το άρωμα έφερνε των λουλουδιών που ανοίγουν πιο αργά.
Έπεφτε η νύχτα. το πουλί κοιμόταν στο βαθύ σκοτάδι.
Η άνοιξη ευωδίαζε, από τη νιότη σου πιο λίγο.
Λιγότερο από το βλέμμα σου, φεγγοβολούσαν τ’ άστρα.

Εγώ, μιλούσα σιγανά. Επίσημη είναι η ώρα
Όπου να ψάλει η ψυχή τον πιο γλυκό της ύμνο λαχταρά.
Τη νύχτα βλέποντας τόσο αγνή κι εσένα τόσο ωραία,
Αδειάστε πάνω της τον ουρανό! είπα στα αστέρια τα χρυσά
Κι ορμήνεψα τα μάτια σου: Ρίξτε την αγάπη σας σε μένα!

(Συλλογή: Οι στοχασμοί)

*

Παράθυρα ανοιχτά

Το πρωί - Κοιμισμένος

Ακούω φωνές. Μέσα από τα βλέφαρα λάμψεις.
Στο ναό του Αγίου Πέτρου μια καμπάνα αρχίζει να χτυπά.
Φωνές κολυμβητών. Πιο κοντά ! πιο μακριά ! όχι, από εδώ !
Όχι, από εκεί ! Τιτιβίζουν τα πουλιά, το ίδιο κι η Ιωάννα.
Ο Γιώργος την καλεί. Των πετεινών τραγούδι. Σπάτουλα
Ξύνει μια στέγη. Άλογα περνούν στη δημοσιά.
Τρόχισμα δρεπανιού που το γρασίδι θερίζει.
Χτυπήματα. Βουητό. Κεραμιδάδες βαδίζουν επάνω στο σπίτι.
Ήχοι λιμανιού. Σφύριγμα μηχανών που θερμαίνονται.
Στρατιωτική μουσική κατά κύματα φτάνει.
Στην αποβάθρα οχλαγωγία. Φωνές γαλλικές. Ευχαριστώ.
Καλημέρα. Αντίο. Δίχως άλλο είναι αργά, γιατί να
Που κοντά μου ο κοκκινολαίμης έρχεται να κελαηδήσει.
Κρότος μακρινών σφυριών σε κάποιο σιδεράδικο.
Παφλασμός νερού. Ένα ατμόπλοιο ακούγεται να λαχανιάζει.
Εισβάλει μια μύγα. Ανάσα της θάλασσας βαθειά.

(Συλλογή: Η τέχνη του να είσαι παππούς)

*

Πρωί

Moriturus moriturae!

Πέπλο πρωινό απλώνεται επάνω στα βουνά.
Τον παλιό πύργο, δες, μια νιογέννητη ακτίνα πώς λευκαίνει.
Και στα ουράνια ήδη με αγάπη ενώνεται,
Όπως η δόξα δένεται με τη χαρά,
Των δασών το πρώτο τραγούδι με της μέρας το πρώτο σπινθήρισμα.

Ναι, χαμογέλα στη λάμψη, που τα ουράνια στολίζει! -
Θα δεις, αν με καταβροχθίσει το φέρετρο αύριο,
Στην απελπισία σου ένας ήλιος το ίδιο ωραίος θα λάμψει,
Και τα ίδια πετεινά θα κελαηδήσουν ξανά την αυγή,
Στον μαύρο και σιωπηλό μου τάφο επάνω!

Όμως τότε η ψυχή είναι ευχαριστημένη στον άλλον ορίζοντα.
Το μέλλον ανοίγεται στην απεραντοσύνη ατελείωτο.
Στο πρωινό της αιωνιότητας
Ξυπνάς από τη ζωή,
Σαν από νύχτα σκοτεινή ή από κάποιο ανήσυχο όνειρο.

(Συλλογή: Ωδές και Μπαλάντες)