Top menu

"Ο κολυμβητής και άλλες ιστορίες" -Κριτική Βιβλίου

Γράφει ο Γ.Ν. Σχορετσανίτης

Με την ιστορία ‘Το τρένο των πέντε και σαράντα οκτώ΄, του Τζον Τσίβερ, περατούται η συλλογή ‘Ο κολυμβητής και άλλες ιστορίες’ του Αμερικανού συγγραφέα, ερευνώντας τον τρόπο με τον οποίο οι συγκεκριμένες πράξεις ενός ατόμου, μπορεί να οδηγήσουν σε ανεπιθύμητα επακόλουθα, μη αναμενόμενες επιπτώσεις και πιθανές συνέπειες, τόσο για τον εαυτό του, όσο και για τους άλλους. Ο κεντρικός χαρακτήρας της, Μπλέικ, παρουσιάζεται στην ιστορία ως ένας άκαρδος, εγωιστής και ανήθικος, επαγγελματικά και προσωπικά, άνθρωπος, ο οποίος πέφτει θύμα περίεργης καταδίωξης από μια προφανώς αναστατωμένη, για ένα συγκεκριμένο λόγο, γυναίκα. Ενώ ήταν παντρεμένος, είχε μια και μοναδική συνεύρεση μαζί της, αλλά στη συνέχεια την διέκοψε, με το σκεπτικό πως, ‘…η ατολμία της, το αίσθημα στέρησης στο πως αντιλαμβανόταν τα πράγματα, υπόσχονταν να τον προστατέψουν από οποιεσδήποτε συνέπειες’! Η δυστυχία του, όμως, ήταν ότι η δεσποινίς Ντεντ, βρισκόταν σε άσχημη διανοητική και ψυχολογική κατάσταση. Ως εκ τούτου, επιδιώκει την εκδίκηση με την καταδίωξη του και στη συνέχεια να τον κρατά αιχμάλωτο σε ένα σημείο υπό την απειλή όπλου, σε ένα σιδηροδρομικό σταθμό, συγκεκριμένα, κοντά στο σπίτι του. Μέσω του χαρακτήρα Μπλέικ, ο Τσίβερ χρησιμοποιεί την ειρωνεία, τη φαντασία και τις παρεμβολές σκηνών και επεισοδίων από το παρελθόν, για να οργανώσει αυτή την ιστορία και για να αποδείξει στο τέλος ότι οι ενέργειες ενός ανθρώπου έχουν όλες υποχρεωτικά συνέπειες, αλλά δεν είναι σίγουρο ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι θα αλλάζουν χαρακτήρα και απόψεις ακόμα και μετά από τα αρνητικά και δυσάρεστα επακόλουθα που θα βιώσουν. Ο Μπλέικ, χαρακτηριστικό αρσενικό ον, δεν παρουσιάζεται να έχει ιδιαίτερη συναίσθηση όσον αφορά τα δραματικά επακόλουθα της σχέσης του με αδύναμες γυναίκες, για τον απλούστατο λόγο, ότι ‘… τις περισσότερες από τις γυναίκες που είχε γνωρίσει τις είχε επιλέξει για τη χαμηλή τους αυτοπεποίθηση’. Δεν προκαλεί καμία έκπληξη το γεγονός ότι διαπράττει τη μοιχεία επειδή ακριβώς δεν εκτιμά τον γάμο του και δεν ενδιαφέρεται στην πραγματικότητα για το πώς θα επηρεάσει όλη αυτή η παράλληλη ιστορία την σύζυγό του. Μέσα από τη χρήση των αναδρομών του συγγραφέα, λεπτομέρειες από το παρελθόν ενός χαρακτήρα προσδιορίζουν κάποιες σημαντικές πληροφορίες σχετικά με τον κύριο χαρακτήρα της ιστορίας, όπως για παράδειγμα την πολύχρονη σχέση του Μπλέικ με την σύζυγό του, ή την κυρία Κόμπτον, γειτόνισσα του ζευγαριού η οποία ενημερωνόταν συνεχώς για τους οικογενειακούς καυγάδες τους από την σύζυγό του. Παρά το κλάμα της κυρίας Ντεντ, πιθανώς λόγω της αίσθησης προδοσίας και της ανυπαρξίας κάποιου διαφαινόμενου μέλλοντος με τον εραστή της, ο Μπλέικ δείχνει ικανοποιημένος, γνωστού όντος ότι την ίδια στιγμή έχει καταστρέψει όλες τις πιθανές φιλίες με τους γείτονες και τους γνωστούς του ανθρώπους. Η σκληρόκαρδη στάση του Μπλέικ είναι μέρος του αμετάβλητου ή στατικού χαρακτήρα του. Κατά ειρωνικό τρόπο, οι γείτονές του βρίσκονται στο ίδιο τραίνο, μαζί του, αλλά λογικά δεν του δίνουν σημασία και προσοχή, παρά το ότι αυτός χρειάζεται εναγωνίως την βοήθειά τους. Βρίσκεται παγιδευμένος με μια αλλοπρόσαλλη προσωπικότητα η οποία κατά βάθος ήθελε να του αλλάξει την ψυχή του. Και παρά την κατηγορία της εναντίον του, είναι αρκετά ακριβής και σαφής στην κρίση της, ‘... αν υπάρχουν διάβολοι σε αυτόν τον κόσμο, αν υπάρχουν άνθρωποι σε αυτόν τον κόσμο που αντιπροσωπεύουν το κακό, δεν είναι καθήκον μας να τους εξολοθρεύσουμε; Ξέρω ότι κυνηγάς αδύναμους ανθρώπους…’. Στο τέλος, ο Μπλέικ συνειδητοποιεί το κίνητρό της: ‘Λοιπόν αν κάνεις ό,τι σου λέω δεν θα σε πειράξω, θέλω να σε βοηθήσω… βάλε τη μούρη σου στο χώμα… τώρα μπορώ ν’ αφήσω πίσω μου όλα αυτά, γιατί βλέπεις υπάρχει λίγη καλωσύνη…’. Κι’ όταν εκείνος ‘…σήκωσε το κεφάλι του απ’ το χώμα, επιφυλακτικά στην αρχή, μέχρι που είδε από το ύφος της… ότι τον είχε ξεχάσει… μάζεψε το καπέλο του από το έδαφος όπου είχε πέσει και περπάτησε για το σπίτι του’, ενέργειες οι οποίες δεν δείχνουν καμία τύψη, μάλλον, ότι τα έκανε όλα τόσο καλά που εκπλήρωσε με επιτυχία τον σκοπό του, τουτέστιν την αυτοσυντήρησή του, δείχνοντας έτσι ότι εμφορείται με πολλά από τα κλασσικά συμπτώματα της ναρκισσιστικής διαταραχής της προσωπικότητας.

Το διήγημα δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά το 1954, μέσα στο οποίο ο Τζον Τσίβερ, μας δίνει το πορτραίτο μιας γυναίκας, της δεσποινίδας Ντεντ, η οποία παρουσιάζεται ως μια συνηθισμένη, αρχικά, ερωμένη η οποία αργότερα λόγω απόρριψης από τον εραστή της, οδηγείται στα άκρα και μάλιστα σε σημείο που να υπενθυμίζει άτομο με έντονη ψυχοπάθεια. Βεβαίως η ψυχιατρική επιστήμη είχε άλλη γνώμη περιγράφοντας το συγκεκριμένο σύνδρομο ως ‘σύνδρομο θανατηφόρου έλξης’. Είναι το σύνδρομο που αφορά τις διαπροσωπικές σχέσεις στις οποίες εκείνες ακριβώς οι ιδιότητες που οδήγησαν στην δημιουργία τους, τελικά συμβάλλουν αποφασιστικά και στη διάλυσή τους!

Το πρώτο διήγημα της συλλογής, το ‘Καψουροτράγουδο’ (Torch Song), δημοσιεύθηκε το 1947, και αρχίζει κάπου δέκα χρόνια νωρίτερα από τότε που ο Τζακ Λόρεϊ και η Τζόαν Χάρις, οι οποίοι κατάγονταν αμφότεροι από την ίδια πόλη στο Οχάιο, μετακομίζουν ταυτόχρονα στη Νέα Υόρκη. Στην αρχή βλέπονται συχνά σε διάφορα μέρη, με έναν τρόπο που συνηθίζεται σε νέους που είναι μόνοι και άγνωστοι σε μια μεγάλη πόλη. Αργότερα αραιώνουν τη σχέση τους, αλλά χωρίς να την διακόπτουν εντελώς. Μεταξύ των άλλων, μπαίνει στη μέση και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος. Στο τέλος της ιστορίας, και οι δύο βρίσκονται με διάφορα προβλήματα, εμπειρίες, σχέσεις, παιδιά και διατροφές στην πλάτη τους, με τον συγγραφέα να μας φέρνει μπροστά ένα άλλο είδος σχέσης μεταξύ ενός άντρα και μιας γυναίκας. Η ιστορία είναι μια αρκετά γνωστή ανθρώπινη πορεία, εκείνη της μακράς τροχιάς της ζωής των ενηλίκων που τόσο καλά, όλοι, γνωρίζουμε.

‘Το τεράστιο ραδιόφωνο’ επικεντρώνεται στον Τζιμ και η Αϊρίν Γουέσκοτ, ένα συνηθισμένο ζευγάρι με αγάπη για τη μουσική. Ένα καινούργιο ραδιόφωνο, όμως, που αγοράζει ο Τζιμ ως δώρο για τη σύζυγό του, δημιουργεί προβλήματα που δεν ανέμεναν. Αρχίζουν, συγκεκριμένα, ανεπιθύμητες παρεμβολές, με την Αϊρίν να ακούει τα τηλέφωνα, τις συνομιλίες και τις διαμάχες των γειτόνων της. Κατά περίεργο και ειρωνικό τρόπο, η γνώση της για τις ζωές και τις κακοτυχίες των γειτόνων τους τελικά προκαλεί αναπάντεχες τριβές και στον δικό της γάμο. Αν και η ιστορία αρχίζει ως έργο συμβατικού ρεαλισμού, η πλοκή και το θέμα του Τσίβερ μπορούν να ερμηνευθούν αλληγορικά. ‘Το τεράστιο ραδιόφωνο’ μπορεί να ερμηνευτεί ως μια επανάληψη της γνωστής βιβλικής ιστορίας της πτώσης του ανθρώπου από την αρχική αθωότητά του, στην απέλασή του από τον Κήπο της Εδέμ, εν προκειμένω από την αξιοπρέπειας της μεσαίας τάξης. Ο Τσίβερ, εδώ μας δείχνει καθαρά πως οι γνωστές ανέσεις της μεσαίας τάξης, δεν είναι σίγουρο ότι μπορούν να προστατεύσουν το άτομο από κάποιο μελλοντικό κακό στον εαυτό του, ή στους γύρω του. Ταυτόχρονα, υπαινίσσεται το τόσο συνηθισμένο φαινόμενο της ενασχόλησης όλων στις μέρες μας με την ιδιωτική ζωή των άλλων ανθρώπων, και κυρίως των γύρω μας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την ριάλιτι τηλεόραση και την διαπόμπευση κάποιων με ανήθικο, στην ουσία, τρόπο.

Η ιστορία ‘Τα Χριστούγεννα είναι μια μελαγχολική περίοδος για τους φτωχούς’ φαίνεται ωσάν μια κωμική ιστορία, ένα παραμύθι, με τελικές τις εμφανίσεις στοιχείων και παραμέτρων που πιθανολογούν κάποια μορφή μελλοντικής αισιοδοξίας. Ένας χειριστής ασανσέρ, εδώ, παραπονιέται σε όλους για το πόσο μοναχικός αισθάνεται ειδικά, τώρα, στην περίοδο των Χριστουγέννων. Κατά τη διάρκεια της Ημέρας των Χριστουγέννων, καθένας από τους κατοίκους στο οικοδόμημα όπου εργαζόταν, τού έχει ετοιμάσει ένα δώρο και ένα δείπνο με επιδόρπιο, ο οποίος φυσικά δεν μπορεί να φάει όλα αυτά και τα απλώνει στο πάτωμα του ντουλαπιού του. Ο Τσάρλι εργάζεται και διαμένει στην ανατολική πλευρά του Μανχάταν, ένας αγαπημένος τόπος για τον Τσίβερ και για πολλές ιστορίες του. Αρχίζει την περιγραφή αμφοτέρων, του τόπου και του πρωταγωνιστή του, ενσωματώνοντας την ψυχολογική κατάσταση του Τσάρλι με το περιβάλλον του: ‘…Ντύθηκε και μόλις κατέβηκε την σκάλα του κτιρίου από ψηλότερο όροφο όπου νοίκιαζε ένα δωμάτιο, οι μοναδικοί ήχοι που άκουσε ήταν οι ακατέργαστοι ήχοι του ύπνου. Τα μοναδικά φώτα που ήταν αναμμένα ήταν εκείνα που είχαν ξεχαστεί από το προηγούμενο βράδυ. Ο Τσάρλι έφαγε πρωινό σε μια καντίνα που λειτουργούσε επί εικοσιτετραώρου βάσεως, και μετά πήρε το τραίνο για το Άνω Μανχάταν. Η γειτονιά ήταν σκοτεινή. Το ένα σπίτι μετά το άλλο φαίνονταν κάτω από τα φώτα του δρόμου σαν τοίχος με μαύρα παράθυρα. Εκατομμύρια άνθρωποι κοιμόντουσαν και αυτή η συλλογική απουσία αισθήσεων δημιουργούσε μια εντύπωση εγκατάλειψης, λες και η πόλη είχε καταστραφεί ή είχε έρθει το τέλος του κόσμου…’. Βρισκόμαστε πιθανότατα στα τέλη της δεκαετίας του 1940, γύρω στο χρόνο της δημοσίευσης της ιστορίας.

Το διήγημα, ‘Ω, πόλη των τσακισμένων ονείρων΄, φέρνει στο προσκήνιο ένα από τα πλέον αντιπροσωπευτικά διηγήματα και θέματα ετούτης της λογοτεχνίας. Το κλασσικό αμερικάνικο όνειρο, την φιλοδοξία όλων να ανεβούν κοινωνικά και οικονομικά, την σύνθλιψη και το κομμάτιασμα των ελπίδων, την ανελέητη πραγματικότητα, την αντίθεση μεταξύ του επαρχιωτισμού και της αστικής διαφθοράς, την εκμετάλλευση των αθώων, των αδύναμων και των μικρότερων.

Ο διαρρήκτης του Σέϊντι Χιλ (The Housebreaker of Shady Hill), είναι από τα πιο γνωστά του διηγήματα, σε πρώτο πρόσωπο. Ο Τσίβερ φαίνεται να προειδοποιεί όλους τους αναγνώστες του να μην πέσουν στην παγίδα της υπέρμετρης λατρείας των χρημάτων, όπως ο πρωταγωνιστής του, Τζόνι Χέικ. Καπνίζοντας ένα τσιγάρο αργά μια νύχτα, εκείνος, αισθάνεται ένα τσίμπημα στους πνεύμονες του και ξαφνικά πείθεται ότι πεθαίνει από καρκίνο των πνευμόνων, και μοιραία θα αφήσει τη σύζυγό του και τα παιδιά χωρίς κάτι χειροπιαστό, με αποτέλεσμα να ξεκινήσει νυχτερινές επιδρομές στα σπίτια των φίλων του και τις κλοπές στις ξένες ιδιοκτησίες. Μαζεύοντας φύλλα ενώ οι γείτονές του έπαιζαν μπέιζμπολ, ο Τζόνι ακούγεται να λέει παραπονεμένος για την τύχη του: ‘Γιατί έπρεπε να μείνω μόνος μου με τα νεκρά φύλλα μου στο σούρουπο, νιώθοντας τόσο ξεχασμένος, μόνος και έρημος, ώστε να ανατριχιάζω’; Άλλο οδυνηρό χιουμοριστικό αποτέλεσμα των κλοπών του, είναι η αλλαγή στον τρόπο αντίληψης των πραγμάτων: ‘… Απάντησα στα ευλαβή βλέμματα των φίλων μου με ένα στραβό χαμόγελο και μετά γονάτισα πλάι σ’ ένα λογχοειδές παράθυρο με βιτρό που έμοιαζε να είναι φτιαγμένο από τους πάτους μπουκαλιών βερμούτ και κρασιού Βουργουνδίας’. Ο ανταγωνισμός του με την Κριστίνα, αποφασίζοντας τελικά να φύγει απ’ το σπίτι του, είναι ένα μάθημα οικογενειακής κοινοτυπίας. Όταν ανακαλύπτει ότι η βαλίτσα του είναι σκισμένη, αναφωνεί με απόγνωση: ‘… Φέρνω είκοσι χιλιάδες δολάρια το χρόνο σ’ αυτό το σπίτι…κι’ όταν έρχεται η ώρα να φύγω δεν έχω ούτε καν μια βαλίτσα της προκοπής. Όλοι οι υπόλοιποι έχουν μια βαλίτσα. Μέχρι και η γάτα έχει μια ωραία βαλίτσα για να την μεταφέρουμε στα ταξίδια’! Αγανακτεί παράλληλα γιατί δεν μπορεί να βρει αρκετά καθαρά πουκάμισα για να διαρκέσουν για μια εβδομάδα. Όλα αυτά, φυσικά, μέχρις ότου περπατώντας στην Πέμπτη Λεωφόρο εκείνο το απόγευμα, ο κόσμος του από τόσο σκοτεινός γινόταν τόσο γλυκός!

Με αφορμή μια άσχημη εμπειρία κατά τη διάρκεια μιας πτήσης και αναγκαστικής προσγείωσης του αεροπλάνου, στον ‘Εξοχικό σύζυγο’, ο Φράνσις Γουίντ δρομολογεί τον εαυτό του προς τη μεριά της κρίσης της μέσης ηλικίας. Στον ‘Κολυμβητή’ (The Swimmer), ο Νεντ Μέριλ κάνει μια μακρυά βουτιά στον κόσμο της αμερικάνικης ευμάρειας, στις πισίνες των φίλων στη γειτονιά του. Παρά τις πολλές ρεαλιστικές λεπτομέρειες που περιλαμβάνονται σε αυτή την μικρή ιστορία του Τζων Τσίβερ, με τις λεπτομερείς περιγραφές των διαφόρων πισινών των γειτόνων του, διευκρινίζοντας, για παράδειγμα, εάν τροφοδοτούνται όλες από ένα συγκεκριμένο πηγάδι ή ένα ρυάκι, με τις αποχρώσεις της προαστιακής κοινωνικής αναρρίχησης σε πρώτο πάντα πλάνο, η ιστορία εμπεριέχει κι’ ένα στοιχείο φαντασίας. Ένα άλλο εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι αν και η συνολική δράση της ιστορίας καλύπτει το πολύ χρονικό διάστημα μερικών ωρών, ο Νεντ φαίνεται να μεγαλώνει αισθητά και να ωριμάζει. Η νεανική σφριγηλότητα που παρουσιάζεται στις πρώτες σελίδες της ιστορίας, δίνει τη θέση της σε μια κόπωση που τον αφήνει ανίκανο να κολυμπήσει ακόμα και λίγα μέτρα στην τελευταία πισίνα της διαδρομής του. Όμως εκτός από την δική του αίσθηση γήρανσης, το ίδιο το καλοκαίρι δίνει τη θέση του σε ξαφνικό φθινόπωρο, ‘ένα επίμονο φθινοπωρινό άρωμα στον φθινοπωρινό αέρα, δυνατό σαν γκάζι’! Όλα πλέον γύρω και μέσα του, θυμίζουν φθινόπωρο, με τα σημάδια του να επιμένουν! Στον ‘Κολυμβητή’, ο Τσίβερ πειραματίζεται με ένα στυλ που δίνει έμφαση στην ψυχολογική αλήθεια, την αυτογνωσία, αποκαλύπτοντας την πολυπλοκότητα της εσωτερικής αντίδρασης ενός άντρα μπροστά στην δρομολογούμενη προσωπική καταστροφή.

Οι ιστορίες αυτές του Τζον Τσίβερ (1912-1982), αποτελούν μια συλλογή ενός τέκνου από τους αναγνωρισμένους δασκάλους των ιστοριών μικρής φόρμας. Όλες δημοσιεύτηκαν σε διάφορα χρονικά διαστήματα και τιμήθηκαν με ανάλογα βραβεία, τα οποία και έδωσαν στον συγγραφέα τον τίτλο ενός αξιόλογου διηγηματογράφου στην ιστορία της αμερικανικής λογοτεχνίας. Αρκετές από τις ιστορίες αυτής της συλλογής δημοσιεύθηκαν αρχικά στο γνωστό περιοδικό New Yorker, και στη συνέχεια έδωσαν το ερέθισμα και έγιναν αφορμή για δημιουργία τηλεοπτικών επεισοδίων και γνωστών κινηματογραφικών ταινιών. Το 2012, γιορτάστηκαν τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του με την δημοσίευση μιας νέας έκδοσης μιας συλλογής ιστοριών του. Για τους κριτικούς, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς του εικοστού αιώνα και περιεγράφηκε ως ο ‘Τσέχωφ των προαστίων’. Γιός μεροκαματιάρηδων, διείδε από πολύ νωρίς τις υπέρμετρες φιλοδοξίες και όνειρα, καθώς και τα συμπλέγματα κατωτερότητας της μεταπολεμικής αμερικανικής ζωής. Συνέλαβε την νοοτροπία της μεσαίας κοινωνικής τάξης, με τις λεπτομερείς παρατηρήσεις του να αποτελούν σημαντικές παραμέτρους των ιστοριών του. Στην ιστορία του ‘Ο διαρρήκτης του Σέϊντι Χιλ’, για παράδειγμα, ένας άνθρωπος που κατατρώγεται από ζήλια για τους γείτονές του γλιστράει τη νύχτα στο υπνοδωμάτιο ενός ζευγαριού που κοιμάται και κλέβει μετρητά από το πορτοφόλι του συζύγου. Υπήρξε βαρύς πότης, κάτι που επηρέασε δραματικά την υγεία του. Ο Τσίβερ έζησε επίσης την δική του μυστική ζωή. Ήταν αμφιφυλόφιλος και, αν και παντρεμένος και μεγαλώνοντας τα παιδιά του, είχε πολλά ειδύλλια με άνδρες και γυναίκες. Μία από τις πιο πρωτότυπες ιστορίες του ήταν σίγουρα το ‘τεράστιο ραδιόφωνο’, μια σάτιρα στην ουσία των Τζιμ και Αϊρίν Γουέσκοτ, που ζούσαν σε ένα διαμέρισμα στη Νέα Υόρκη. Η τυχαία παρακολούθηση των γειτόνων τους, όπως είπαμε, αποκαλύπτει αργά ότι και αυτοί είναι τόσο διεφθαρμένοι όσο και οι ζωές εκείνων των άλλων. Ο Blake Bailey (1963- ), γνωστός Αμερικανός συγγραφέας για τις βιογραφίες του, από την Οκλαχόμα, έγραψε μια λαμπρή βιογραφία του Τσίβερ, όπου περιγράφει τη δύσκολη, μερικές φορές συγκλονιστική σχέση του με τη σύζυγό του, και την πολύπλοκη αγάπη του για τα παιδιά του Μπεν, Μπένγιαμιν και Φεντερίκο. Ο αποδέκτης του εθνικού μεταλλίου για τη λογοτεχνία από την Αμερικανική Ακαδημία Τεχνών και Γραμμάτων, υπήρξε πολύ σκληρός και στους χαρακτηρισμούς του εαυτού του. Στις υπέροχες σύντομες ιστορίες του, προσπάθησε να κατανοήσει τη δική του ζωή και τις προσωπικές του αποτυχίες, ενώ στην πραγματικότητα λαχταρούσε μια ήσυχη και απλή ζωή!