Top menu

"Το χρωστάς στον Καζαντζάκη…", του Γιώργου Ι. Βοϊκλή

 

Το κείμενο αποτελεί μαρτυρία του Γιώργου Ι. Βοϊκλή από τη θητεία του στο στρατό, στη διάρκεια της 7ετίας, η οποία καταγράφει την επιρροή που άσκησε με το έργο του ο Νίκος Καζαντζάκης στις επόμενες γενιές. Δημοσιεύεται με αφορμή την επέτειο των 140 χρόνων από τη γέννηση του μεγάλου Έλληνα συγγραφέα. 

 


 

Το 1969 ήμουνα φαντάρος. Μετά από έναν χρόνο περίπου στα σύνορα, υπηρετούσα στο Λόχο Στρατηγείου του Β' Σώματος Στρατού, που το στρατόπεδό του βρίσκεται σε ένα λόφο πάνω απ’ την πόλη της Βέροιας. Μου είχαν δώσει την ανεπίσημη ειδικότητα του κηπουρού και μου είχαν αναθέσει τη φροντίδα των απέραντων πρασιών του στρατοπέδου. Να κουρεύω το γκαζόν, να φυτεύω και να ποτίζω τα λουλούδια και να κλαδεύω τους καλλωπιστικούς θάμνους που περιστοίχιζαν τους διαδρόμους του.

Στο συχνά διαλείμματα της εργασίας μου κατέφευγα στο Ταχυδρομικό Γραφείο, που βρίσκονταν σε ξεχωριστό, σχετικά απόμερο, οίκημα του στρατοπέδου.

Υπεύθυνος του Ταχυδρομικού Γραφείου ήταν ο Δόκιμος Κωνστάντακας, ένα εικοσάχρονο παλικάρι που κατάγονταν απ’ τα Χανιά της Κρήτης.

Από τις πρώτες κουβέντες μου μαζί του, διαπίστωσα ότι, εκτός από καλλιεργημένο παιδί, ήταν θαυμαστής του έργου του συμπατριώτη του Νίκου Καζαντζάκη.

Επειδή μου άρεσε να συζητάω μαζί του, μέσα στο άγονο τοπίο της στρατιωτικής θητείας την περίοδο της χούντας, αλλά και για να δικαιολογώ της συχνές επισκέψεις μου στο Ταχυδρομικό Γραφείο, και την αντίστοιχη «λούφα» απ’ την υπηρεσία μου, το αποκλειστικό, σχεδόν, θέμα της κουβέντας μας ήταν ο Καζαντζάκης,

Και για να έχουν ενδιαφέρον και συνέχεια οι συζητήσεις μας, τον «τσίγκλιζα» συνέχεια, διατυπώνοντας αρνητικές απόψεις για κάποιες «μεταφυσικές», όπως τις χαρακτήριζα, αντιλήψεις του, καθώς και για ορισμένα από τα έργα του.

Απ’ όσο θυμάμαι, χαρακτήριζα αντιφατικά τα πρότυπα ηρώων που πρόβαλε σε έργα του, όπως ο Μανωλιός στο «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται» και ο Ζορμπάς στο ομώνυμο μυθιστόρημα. Αλλά και για τα θεολογικά, χαρακτήριζα αντιφατικές τις απόψεις που διατυπώνει στην «Ασκητική» από τη μια μεριά και το «Ο τελευταίος πειρασμός» από την άλλη.

Ο «κύριος Δόκιμος», βέβαια, όπως τον αποκαλούσα ειρωνικά, υπερασπίζονταν σθεναρά και με εν πολλοίς σωστά επιχειρήματα, τις θέσεις και το έργο του συμπατριώτη του συγγραφέα.

Το μόνο που παραδέχτηκα ότι συμφωνούσα μαζί του ήταν ότι το καλύτερο απ’ τα έργα του είναι το «Αναφορά στο Γκρέκο», που ήταν το ευαγγέλιό του και μου το είχε δανείσει να το διαβάσω στο διάστημα των δυο περίπου μηνών της μέχρι τότε γνωριμίας μας.

Στο διάστημα αυτό, όταν κατέβαινα με δίωρες «άδειες εξόδους» στην πόλη, προσπαθούσα να παρακολουθώ κάθε πολιτιστική δραστηριότητα που γίνονταν στη Βέροια. Κινηματογραφικές προβολές ποιοτικών ταινιών, θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, εκθέσεις ζωγραφικής, παρουσιάσεις βιβλίων και ότι άλλο σχετικό.

Στις εκδηλώσεις αυτές, πριν, μετά και στα διαλείμματά τους, γνωρίστηκα με μια παρέα ντόπιων «διανοουμένων», που την αποτελούσαν ένα ζευγάρι εκπαιδευτικών και ένας ακόμη τριανταπεντάχρονος που συστήνονταν ως «φιλότεχνος».

Μετά τις πρώτες τυχαίες συναντήσεις μας, συμφωνήσαμε να βρισκόμαστε και στις άλλες «δίωρες» εξόδους μου. Τους συναντούσα στο στέκι τους, που ήταν η «Ελιά». Μια καφετέρια που βρίσκονταν στην «Παραλία» της Βέροιας, στην άκρη του γκρεμού απ’ όπου αγνάντευες τον απέραντο κάμπο των Γιανιτσών.

Στις συναντήσεις αυτές, οι συζητήσεις μας ήταν πάντα για καλλιτεχνικά θέματα, αν και, όπως είχα εντοπίσει, ο «φιλότεχνος» επιχειρούσε συχνά να στρέψει την συζήτηση στην πολιτική, γεγονός που μου είχε προκαλέσει υποψίες, χωρίς να με έχουν οδηγήσει, όμως, στην απόφαση να σταματήσω την ιδιαίτερα ευχάριστη παρέα τους.

Μια Τετάρτη απόγευμα, πρώτη Τετάρτη του Απρίλη, καθώς κατέβαινα την κατηφόρα για την πόλη, με προορισμό την «Ελιά», όπου θα συναντούσε τους ντόπιους φίλους μου, με προσπερνάει βιαστικός ο Δόκιμος Κωνστάντακας και λέει, ψιθυριστά, χωρίς να μου απευθυνθεί και χωρίς να σταματήσει:

-Μην πας απόψε, μην πας!

Όταν φτάνω στην πλατεία, έχει κρυφτεί πίσω απ’ το περίπτερο και, προσποιούμενος ότι τηλεφωνεί, μου επαναλαμβάνει όταν περνάω από μπροστά του:

-Μην πας απόψε στην «Ελιά», σας την έχουν στημένη!

Και συνεχίζει δήθεν το τηλεφώνημά του γυρνώντας μου την πλάτη.

Αντιλαμβάνομαι ότι κάτι συμβαίνει. Κάνω από μακριά έναν έλεγχο και βλέπω τους ΕΣΑτζήδες να έχουν μπλοκάρει την «Ελιά» από όλες τις μεριές.

Παίρνω αγκαζέ έναν μοναχικό συνάδελφο που βρίσκω μπροστά μου, πάμε σ’ ένα καφενείο της παλιάς πόλης, πίνουμε ένα καραφάκι τσίπουρο και παίζουμε τάβλι μέχρι να τελειώσει η δίωρη και να επιστρέψουμε στη μονάδα.

Το πρωί της επόμενης μέρας, λίγο μετά το ρόφημα, βρίσκομαι στο Ταχυδρομικό Γραφείο. Ο «κύριος Δόκιμος» μου εξηγεί:

- Χθες το απόγευμα, όπως κάθε πρώτη Τετάρτη του μήνα, είχαμε συγκέντρωση ενημέρωσης των Αξιωματικών από τον Συνταγματάρχη - Διοικητή, με τον απολογισμό του προηγούμενου μήνα και τις υποχρεώσεις μας για τον επόμενο μήνα. Πρώτο θέμα της ενημέρωσης ήταν η επικείμενη σύλληψη μίας «αναρχικής ομάδας» που δρα εναντίον της Επανάστασης στη Βέροια και την ευρύτερη περιοχή, στην οποία, μάλιστα, συμμετέχει και ένας στρατιώτης της μονάδας μας.

Μας είπε ακόμη ότι στην ομάδα αυτή συμμετέχει ένας «δικός μας», που μας δίνει πληροφορίες για την εν γένει δράση τους.

Όταν ανέφερε το όνομά σου και το ότι η σύλληψη θα γίνει από την ΕΣΑ στην καφετέρια «Η Ελιά», που είχατε συνάντηση, είπα στον διπλανό μου πως πάω για κατούρημα και ανέβηκα στον θάλαμο να σε ειδοποιήσω. Αφού δεν σε πρόλαβα, πήρα τον κατήφορο. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις.

-Σ’ ευχαριστώ πολύ και θα σου το χρωστάω, του απάντησα και συμπλήρωσα: Με γλύτωσες απ’ το στρατοδικείο, που θα με καταδίκαζε χωρίς να φταίω, γιατί δεν ήξερα ότι είχαν αντιστασιακή δραστηριότητα. Πεσ’ μου, όμως, γιατί το έκανες; 

-Το χρωστάς στον Καζαντζάκη…

…ήταν η απάντησή του.

Δεν ξανασυνάντησα, βέβαια, την παρέα των διανοουμένων, που όπως έμαθα απ’ τον Δόκιμο, δεν τους συλλάβανε τελικά εκείνο το βράδυ, προφανώς γιατί τους ξέφυγα εγώ, που ήμουνα το μεγάλο λαβράκι. Τότε του ζήτησα να μου κάνει άλλη μια χάρη, στο όνομα του «Φτωχούλη του Θεού»: Να ενημερώσει το ζευγάρι των καθηγητών για τον χαφιέ που είναι στην παρέα τους. Γιατί δεν μπορούσα να το κάνω εγώ.

Ο Δόκιμος Κωνστάντακας το έκανε κι αυτό. Ακολουθώντας τις οδηγίες μου, έμαθε σε ποιο σχολείο υπηρετούσε η καθηγήτρια της παρέας και την ενημέρωσε για τον «φιλότεχνο».

Ο «κύριος Δόκιμος» αποδείχτηκε πραγματικό παλικάρι. Έμεινε στις αναμνήσεις απ’ τη θητεία μου ως ένας λεβέντης Κρητικός.

Ο χαρακτήρας και η συμπεριφορά του είχαν επηρεαστεί, προφανώς, από το έργο του Νίκου Καζαντζάκη, του οποίου ήταν επιμελής αναγνώστης και θαυμαστής.

Η ιστορία της σχέσης μου μαζί του, όμως, δεν τελειώνει εδώ. Η συνέχειά της έχει τρία επεισόδια. Το πρώτο ευχάριστο, το δεύτερο, δυστυχώς, τραγικό.

Η επόμενη τυχαία συνάντησή μας ήταν λίγους μήνες μετά την απόλυσή μας απ’ το στρατό. Βρεθήκαμε ένα απόγευμα στο φουαγιέ του κινηματογράφου «Αλκιωνίς» της οδού Ηπείρου, που πρόβαλε ταινίες ποιότητας, σε ένα διάλειμμα. Συνόδευε μια πανέμορφη κοπέλα, που μου τη σύστησε ως μνηστή του. Όταν τον ρώτησα αν υπηρετεί ακόμη, μου είπε:

-  Πήρα πριν από δυο μήνες το απολυτήριό μου και επέστρεψα στα Χανιά. Είδα, όμως, ότι με το απολυτήριο Γυμνασίου δεν μπορούσα να κάνω τίποτα και, επειδή είχα καλομάθει ως δόκιμος, δεν μπορούσα να κάνω οποιαδήποτε δουλειά. Πήρα, λοιπόν, την απόφαση να καταταγώ στην Αστυνομία. Αν και ξέρω ότι πιστεύεις πως δεν μου ταιριάζει, εδώ και ένα μήνα είμαι Αστυφύλακας. Και δεν θέλησα να παραμείνω στην Κρήτη, υπηρετώ στο Αστυνομικό Τμήμα Κολωνακίου.

Την κουβέντα μας διέκοψε το κουδούνι για την έναρξη της προβολής.

Δεν τον ξαναείδα από τότε.

Ένα χρόνο αργότερα, στις 15 Μαϊου 1971, διάβασα στην εφημερίδα την τραγική είδηση:

«Τη νύχτα της 14ης Μαϊου 1971, σημειώθηκε έκρηξη βόμβας στο βάθρο του αγάλματος του πρώην Προέδρου των ΗΠΑ Χάρυ Τρούμαν, που βρίσκεται από της οδού Βασιλέως Κωνσταντίνου, η οποία είχε ως συνέπεια τον θάνατο του 25χρονου αστυφύλακα Αθανασίου Κωνσταντάκα, που εκτελούσε υπηρεσία φρουράς του αγάλματος. Σημειωτέων ότι το άγαλμα είχε υποστεί πρόσφατα μια ακόμη βομβιστική επίθεση.

Σύμφωνα με πληροφορίες μας, ο ατυχής αστυφύλακας επιχείρησε, παρά τις συστάσεις των συναδέλφων του, να απασφαλίσει την βόμβα, με αποτέλεσμα την έκρηξή της, που προκάλεσε τον τραγικό του θάνατο».

Διαβάζοντας την είδηση, πέρα απ’ τη λύπη μου για τον άδοξο χαμό ενός παλικαριού που με γλύτωσε απ’ το στρατοδικείο στα χρόνια της χούντας, σκέφτηκα πως με τον θάνατό του έχασε ο Νίκος Καζαντζάκης ένας απ’ τους πιο φανατικούς θαυμαστές του.

Υπάρχει, όμως, ένα ακόμη επεισόδιο σ’ αυτή την ιστορία:

Δεκαπέντε περίπου χρόνια αργότερα, όταν πήγα στο Αστυνομικό Τμήμα Κολωνακίου να δηλώσω τον θάνατο ενός θείου της γυναίκας μου, που είχε πεθάνει στον «Ευαγγελισμό», είδα στην είσοδό του μια μαρμάρινη πλάκα που έγραφε:

«ΣΤΟΝ ΗΡΩΑ ΑΣΤΥΦΥΛΑΚΑ ΑΘΑΝΑΣΙΟ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑΚΑ»

- Ήταν πράγματι ήρωας ο αστυφύλακας Κωνσταντάκας -είπα στον αστυφύλακα που φρουρούσε την είσοδο- αλλά όχι γιατί προσπάθησε να σώσει το άγαλμα του Τρούμαν. Για άλλους λόγους.

Τους λόγους που αναφέρω σ’ αυτή τη μαρτυρία μου.

Χρόνια αργότερα, βρήκα ένα επίγραμμα που θα ταίριαζε, νομίζω, στην επιτύμβια πλάκα του:

«Άνθρωπος αληθινός
είναι ‘κείνος που αντιστέκεται,
που αγωνίζεται και δεν φοβάται
να πει ΟΧΙ ακόμη και στο Θεό»

                                 Νίκος Καζαντζάκης

 

 


 

Ο Γιώργος Βοϊκλής γεννήθηκε το 1945 στη Σάμο και από το 1958 ζει στην Αθήνα. Τέλειωσε το Νυκτερινό Γυμνάσιο και παρακολούθησε σπουδές κινηματογράφου. Εργάστηκε σε πολλά χειρωνακτικά επαγγέλματα, στις οικοδομές και τη βιομηχανία, και από το 1987 είναι επαγγελματίας δημοσιογράφος. Από το 1962 μετέχει ενεργά στους κοινωνικούς και δημοκρατικούς αγώνες.  Από το 1975 μέχρι σήμερα έχουν εκδοθεί 14 βιβλία του, τα έξι από τα οποία ανήκουν στην κατηγορία της λογοτεχνίας για εφήβους. Είναι παντρεμένος με την φιλόλογο - ιστορικό Μαρία Καββαδία και έχουν μια κόρη, την Καλή.