Top menu

‘‘Το ράγισμα’’ της Ευγενίας Μακαριάδη

 

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη

Από τα πρώτα ήδη δύο διηγήματα της συλλογής της Ευγενίας Μακαριάδη, ο αναγνώστης έρχεται σε επαφή κατά μέτωπο με την πολυδύναμη έννοια της νοσταλγίας. Στο ‘Σταφιδόψωμο’ η αφηγήτρια παλινδρομεί στην εποχή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, μια περίοδος κατά την οποία δρούσαν εκτεταμένα οι κάθε μορφής δωσίλογοι εναντίον όλων των άλλων, των αντίθετων πολιτικά, των όποιων μειονοτήτων, κλπ., όχι μόνον για λόγους καθαρά ιδεολογικούς, αλλά και για προσωρινό ή απώτερο ατομικό όφελος. Θυμάται τότε που έκρυψε τον αγαπημένο της που τον καταζητούσαν σε μια τάφρο στην αυλή του σπιτιού της, την σκέπασε με σανίδια, χώματα, φύλλα και άχυρα και εκείνος ‘θαμμένος’ εκεί ανέπνεε μέσα από καλάμια που εξείχαν μόλις από την επιφάνεια του εδάφους. Όταν, καιρό αργότερα, γύρισε από την Νυρεμβέργη, όπου εργαζόταν αναγκαστικά σε εργοστάσιο χάλυβα αιχμάλωτη φυσικά των ναζί, βρήκε λεηλατημένο το σπίτι της, η τάφρος που είχε φτιάξει δεν υπήρχε πουθενά, κι’ όπως έμαθε τελικά, κάποιοι είχαν σκοτώσει εκείνον εκεί μέσα.

Στο αμέσως επόμενο, ‘Η καλή βραδιά’, σκιαγραφείται το συναρπαστικό αυτοβιογραφικό ταξίδι ενός δασκάλου γεννημένου στα μέσα του προηγούμενου αιώνα, ύστερα από τον δεύτερο μεγάλο πόλεμο και μετά τον ακόμα καταστροφικότερο ελληνικό εμφύλιο, τότε που τα παιδάκια στο δημοτικό έτρωγαν σε συσσίτια, κίτρινο τυρί και γάλα σε τσίγκινα ατομικά δοχεία, αμερικανικής προέλευσης και βοήθειας. Τώρα, δεκαετίες αργότερα, ο δάσκαλος διαπιστώνει έντρομος πως ο πατέρας του είχε απόλυτο δίκιο όταν υποστήριζε ότι η χώρα ετούτη δεν πρόκειται να ακμάσει «… εφόσον ο Εμφύλιος συνεχίζεται στον Τύπο, στις πράξεις και στις συμπεριφορές μας». Εκείνος όμως, τώρα νοσηλευόμενος στο νοσοκομείο ΚΑΤ με πολυποίκιλα προβλήματα υγείας και κατά τα φαινόμενα με πολύ μικρό προσδόκιμο επιβίωσης, αναπολεί τις ώρες που περνούσε με την Εύα, τότε που ήταν μικρός, καθώς και τις πρώτες τους και αθώες ερωτικές περιπτύξεις, χαμογελώντας ευχαριστημένα.

Μέσα στις είκοσι έξι μικρές ιστορίες που αποτελούν ετούτη τη συλλογή, η Ευγενία Μακαριάδη ξεδιπλώνει αποσπάσματα βίου, με απλή και πυκνή γραφή. Οι όποιες θυσίες των μεν για τους δε, απεικονίζονται χωρίς ίχνος ρεβανσισμού ή εξαργύρωσης των υπηρεσιών που κάποτε προσφέρθηκαν με πολυποίκιλο τρόπο. Στις ‘Ανθισμένες μιμόζες’, ο υπερήλικας γιατρός, αναγκαστικά ειδικευμένος πλέον στο σπάνιο εκείνο σύνδρομο που χαρακτηρίζεται μεταξύ των άλλων και από καθυστέρηση ανάπτυξης από το οποίο πάσχει η αδελφή του, ύστερα από την ξεκούραση, ετοιμάζεται για την βραδινή του έξοδο. Οι πολλαπλές ήττες και ταλαιπωρίες του ελληνισμού στον εικοστό αιώνα από τον εξ’ ανατολών γείτονα, αποδίδονται δίχως διάθεση μεμψιμοιρίας, παρά μόνον με τη συνοδεία κάποιου παράπονου: «Σκάσε βρωμογκιαούρη, εδώ είναι Τουρκία. Σκάσε, τουρκόσπορε, εδώ είναι Ελλάδα». Η έννοια της μετανάστευσης, όπως παρουσιάζεται στις μέρες μας, τα όνειρα και οι επιδιώξεις των νέων, ξεδιπλώνονται με δραματικό τρόπο στην ιστορία ‘Μπαρούτι και χρυσός’: «Ξέρεις τι έμαθα μέχρι τώρα στα δεκάξι μου; Να φοβάμαι τους ζωντανούς και όχι τους νεκρούς», λέει το κορίτσι στο αγόρι! Αλλά και το θέμα της εσωτερικής μετανάστευσης, της αστυφιλίας, θίγεται σε μερικά διηγήματα της συλλογής.

Στην ομώνυμη ιστορία ('Το ράγισμα'), ένας επαρχιώτης συνθλιβόμενος από την επαρχιακή ζωή, ανιαρότητα και νοοτροπία, καταφεύγει στην πολύβουη πρωτεύουσα με ότι θετικό και αρνητικό κουβαλούσε αυτή η μετακίνηση, ελπίζοντας να εξελιχθεί σε ένα συγγραφέα και να γράψει όλα όσα ήθελε και σχεδίαζε εκ των προτέρων. Αντικρύζει και βιώνει την αλήθεια της μεγάλης πόλης, συνειδητοποιεί την σκληρή πραγματικότητα μέχρι που τελικά απαξιώνεται από τον ίδιο τον πατέρα του. Φυσικά τα διηγήματα με έντονα κοινωνικό περιεχόμενο καθώς και όσα σκιαγραφούν το πέρασμα του χρόνου υπερτερούν αριθμητικά έναντι όλων των άλλων. «Τα ρολόγια μετρούν τα δευτερόλεπτα, τα λεπτά, τις ώρες. Ξεχνούν τα χρόνια. Οι άνθρωποι μετρούν τα χρόνια», λέει ο αφηγητής στο ‘Ζιγκ-Ζαγκ’, ενώ στις ιστορίες ‘Το ντουλάπι’, ‘Και ο νοών νοείτω’, ‘Ευ θανείν’ και κάποιες άλλες, ξεχειλίζει η έννοια της φιλίας και της παρέας των ανθρώπων, των διαπροσωπικών σχέσεων, ο σεβασμός του δικαιώματος της ζωής, η ευθανασία, ο θάνατος και η καταστροφή. Από μια σύγχρονη συλλογή διηγημάτων δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν και οι έννοιες της ασθένειας, οι κακοήθειες που απειλούν τη ζωή του έως τώρα ανυποψίαστου ατόμου, οι γενόμενες χημειοθεραπείες, η απειλή του θανάτου, τα ανεκπλήρωτα όνειρα και η φευγαλέα παλινδρόμηση σε αυτά, η συμπαράσταση των διπλανών, η όποια παραίτηση και η χειρότερη εγκατάλειψη.

Πρόκειται για το τρίτο βιβλίο της συγγραφέως. Προηγήθηκαν τα ‘Μύρια και Χάνα’, ένα βραβευμένο μυθιστόρημα από τις εκδόσεις Λιβάνη (2001) και η συλλογή διηγημάτων ‘Ψευδάνθρακας και άλλες ιστορίες’, επίσης από τις εκδόσεις Βακχικόν (2019). Όπως πληροφορούμαστε από το ένθετο σημείωμα, πολλά διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και διαδικτυακά περιοδικά. Μια ακόμα φιλότιμη προσπάθεια των εκδόσεων Βακχικόν, μέσα στις πολλές άλλες που μας έχει συνηθίσει.