Top menu

#Το ποίημα της εβδομάδας: "Ερήμωση" | Αρνάου Πονς

©Steve Johnson

 

[...] Γιατί ο Θεός, μέσα από την απουσία του, μέσα από εκείνο το σαράκι του που χωνόταν μέσα στο ξύλο του ουρανού, τον κορόιδευε. Κι εκείνος, ο σαρακοφαγωμένος άνθρωπος από την απουσία του Θεού, πίεζε τον Θεό με τα λόγια του.

Ξαφνικά τον κατηγορούσε που υπηρετούσε.

Ξαφνικά υπηρετούσε, κι εκείνος επίσης, ως αποδιοπομπαίος τράγος όλων των κακών που είχαν έρθει και επρόκειτο να έρθουν.

Κάτι παγερό μπήκε ξαφνικά μέσα στο σπίτι.

Ο ήλιος ήταν πολύ ψηλά: είχε καταπιεί τη νύχτα.

Αλλά η νύχτα, η κακιά νύχτα, γύρισε με αρρωστημένη διάθεση.

Κι εσύ κρύβεσαι μες στο σκοτάδι· μέσα σ’ αυτό που είναι σκοτεινό κρύβεσαι· ολοένα και κρύβεσαι, κι ωστόσο μπορώ να σε έχω.

Εκείνος, ο άνθρωπος που κλεινόταν μέσα στη σκιά της νύχτας, ζούσε επειδή μιλούσε:

Ποτέ δεν έσπασες άλλη λύρα εκτός απ’ τη δική μου, όταν σου τραγουδούσα θρήνους. Από εδώ και πέρα με την λύσσα σε συντροφεύω, κι οι καρδιές μας, που έγιναν ένα, κρέμονται από τα σύννεφα του πεπρωμένου μου.

Κάποιος επιτέλους είχε κατηγορήσει. Και το φως του χθες με πολύ κόπο έγινε αντιληπτό. Γιατί το φως του χθες είχε μείνει προσκολλημένο στα άστρα του αύριο, ένα αύριο που μόλις σκιαγραφείτο μέσα στις λίγες γωνιές της μαυρίλας εκείνης της νέας μέρας, το νοσηρό μέλλον της οποίας ήδη γινόταν αντιληπτό.

(Ο ανοιχτός πόνος γίνεται πνεύμα. Δεμένοι ο ένας με τον άλλον, είμαστε το ίδιο άστρο που επισκιάζεται από τη διαύγεια ενός άλλου πολύ πιο μεγάλου).

Εκείνος, ο άνθρωπος που μιλούσε στα σκοτεινά, δεν μιλούσε παρά μόνο στα σκοτάδια, έμεινε κοιτάζοντας τα κομμάτια του δέντρου της ζωής που άλλοτε είχε κόψει με το τσεκούρι —με κάθε χτύπημα που έδινε, το τσεκούρι έλαμπε σαν αστραπή. Τώρα, στο φως ενός φυτιλιού που έκαιγε, εκείνα τα κομμάτια έμοιαζαν με απλωμένα γράμματα μιας Γένεσης παρωχημένης, στοιβαγμένα και σαπισμένα από την υγρασία… Πια δεν θα προορίζονται επομένως, για την επιθυμία της φωτιάς, αφού θα σβήσουν στη γωνιά των ωρών: ούτε στάχτες του μέλλοντος ούτε κόκκινο του παρόντος σε κάθε σπίθα· αργή φωτιά μόνο από σήψη χωρίς καθόλου φως.

Ναι, όλα εκεί θα ήταν σάπια. Κι εκείνος, ο άνθρωπος με τη μαύρη ματιά, τώρα ζύγιζε ένα ένα, τα χάδια εκείνου του εσύ:

Ο πόνος που νιώθω σε όλο μου το σώμα, είναι το απαλό σου τρίψιμο; Ένα χάδι που δεν ξέρει τι θέλει, σαν κάθε χάδι που οδηγείται μέσα από το τρίψιμό του προς εκείνο το άφθαστο, το άπιαστο, μια πείνα που είναι χάδι; Πάντα δικό σου χάδι, που τρέφεται από μια πείνα; Μια πείνα μέσα μου που μεγαλώνει; Μια πείνα ακατάληπτη που τρέφει τη θέληση-να-ανοίξει-η-σάρκα του χαδιού;

Σ’ εκείνον τον ουρανό από αράχνες που έτρεχαν, τα πάντα ήταν σιωπή. Αλλά η σιωπή δεν διήρκησε. Εκεί όλα σάπιζαν· τίποτα δεν διαρκούσε· ούτε καν η σιωπή.

Το ότι εγώ αναπνέω, κάνει κακό στον Θεό [...]

 


 

Το απόσπασμα προέρχεται από το βιβλικό ποίημα του Καταλανού ποιητή Αρνάου Πονς Ερήμωση (Απρίλιος 2018), που κυκλοφορεί σε μετάφραση της Άτης Σολέρτη από τις εκδόσεις Βακχικόν.