Top menu

Το πέρασμα από την αναπόφευκτη χαραμάδα

 

Γράφει ο Γεώργιος Σχορετσανίτης 

 

Διαβάζω στο εσώφυλλο του ‘Ανοιχτού Ουρανού’, της καινούργιας ποιητικής συλλογής, στις Εκδόσεις Βακχικόν, του Κύπριου στην καταγωγή ποιητή Γιώργου Μολέσκη (γεν. 1946), λίγα πληροφοριακά στοιχεία για το πλούσιο ομολογουμένως βιογραφικό του σημείωμα, τα οποία συμπληρώνουν σε ικανοποιητικό, θα έλεγα, βαθμό το αντίστοιχο εκείνο της επίσης πολύτιμης βάσης της βιβλιονέτ.  Εντυπωσιάζει η πολλαπλή συνεισφορά του τόσο στο ποιητικό όσο και στο πεζογραφικό και δοκιμιακό του έργο. Στον ελλαδικό χώρο, αλλά και έξω απ’ αυτόν (Ρωσία, Αρμενία και Κύπρο), όπως είναι και οι μεταφράσεις του πολυποίκιλου έργου του. Στο πρώτο ποίημα της συλλογής (Ανοιχτός ουρανός), που δίνει και τον τίτλο σε αυτή, μας πληροφορεί και μας εξομολογείται πως, «…Είναι η ώρα που  θέλεις ν’ αναζητήσεις τον θεό/ακόμη κι αν είσαι άθεος. Κι ο κόσμος είναι βαρύς/σαν τη μοναξιά και σαν τη θλίψη σου…», ψάχνοντας ένα πιθανό φως που θα φωτίσει με τη σειρά του τη χαραμάδα για να περάσει «στην άλλη διάσταση». Όμως, δεν θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι το σύνολο της ποιητικής συλλογής χαρακτηρίζεται από φανερή ή έστω  υφέρπουσα μελαγχολία, αφού ο ποιητής στο δεύτερο ποίημα (Μια άνοιξη ακόμη), μας οδηγεί χρονικά στην άνοιξη του 2020 και στον αναπόφευκτο εγκλεισμό μας λόγω της επελαύνουσας τότε και επικίνδυνης πανδημίας του κορονοϊού και στο συμπέρασμα ότι, παρά τα ισχύοντα απαγορευτικά μέτρα, δεν πρέπει να χάσουμε την ευκαιρία της απόλαυσης της άνθισης του περιβάλλοντος χώρου, με τα δέντρα, τα πολύχρωμα λουλούδια, τους λόφους και τα λιβάδια:   

«Εδώ με οδηγεί, να μου θυμίσει πως εμείς
που στη ζωή μας μια μια τις άνοιξες μετρούμε,
να μην χάσουμε αυτή, μια τέτοια άνοιξη,
και να ’ναι ο λογαριασμός λειψός στο τέλος.

Ο αγαπημένος κόσμος της Κύπρου και το μεταναστευτικό ζήτημα, δεν θα μπορούσαν επ’ ουδενί να απουσιάζουν και από ετούτη τη συλλογή, και κυρίως η χωρισμένη πόλη της Λευκωσίας, τόσα χρόνια τώρα, στην οποία εστιάζεται με ρεαλισμό και νοσταλγία!

Βγαίνω στο δρόμο, περπατώ σε μια πόλη
μοιρασμένη  από τον πόλεμο,
που είδε φόνους και βιασμούς,
έκλαψε νεκρούς και αγνοούμενους,
μια πόλη
που κουρνιάζουν πάλι στις έρημες γειτονιές της,
καινούργιοι πρόσφυγες, άλλοι μετανάστες.

Το πέρασμα του παντοδύναμου χρόνου, η απώλεια της παιδικής αθωότητας, τότε που δεν ήταν δυνατόν να προβλεφθεί  η ταχύτητα των αλλαγών, η μεταμόρφωση όλων, ανθρώπων και συνθηκών, ολόκληρου του κόσμου εκείνου, «…κόσμος πολύχρωμος, βιαστικός, μηχανοκίνητος/τρέχει σαν τρελός κάτω από τις πολυκατοικίες/σε δρόμους θορυβώδεις, κυνηγώντας/με αδυσώπητη ταχύτητα την αυριανή του μέρα/Πόσο γρήγορα που μεταμορφώθηκε/πόσο γρήγορα που χάθηκε ο κόσμος εκείνος/μέσα σ’ αυτόν, που τον ερχομό του/ούτε καν υποψιαζόταν…», μάς διηγείται στον ‘Κόσμο της Κύπρου’, σε αντίθεση με εκείνον τον παλιό που γνώριζε όταν ήταν μικρό παιδί, «…εξήντα χρόνια πριν/στο καφενείο του χωριού μας/τότε που γυρίζαμε ξυπόλητοι στους δρόμους/χωρίς να ξέρουμε, χωρίς καν να προβλέπουμε/την αυριανή μας μέρα». Η διάχυτη νοσταλγία του ποιητή, δεν φαίνεται πως εξαντλείται ή να περιορίζεται σε χώρους, καταστάσεις,  ή τη συνηθισμένη, ευαίσθητη και ευένδοτη παιδική ηλικία, αλλά μετακομίζει κάποιες ήσυχες στιγμές σε αγαπημένα αντικείμενα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα απειράριθμα βιβλία του που δημιουργούν εκρηκτικά προβλήματα χώρου!

Μα πως να πετάξεις πράγματα
που τα  κρατάς στα χέρια σου
σαν την ίδια την ιστορία,
κυρίως αυτό
με τη χειρόγραφη επιγραφή,
που ένας άνθρωπος έγραψε με τόση αγάπη
ενάμιση αιώνα πριν
για να μπορείς να βλέπεις
την κίνηση του χεριού του,
να νοιώθεις τον χτύπο της καρδιάς του
την αγάπη του
για τούτα τα ελληνικά γράμματα,
που την κρατούσε ζωντανή και την περιέφερε
στα λύκεια
και τις βιβλιοθήκες της Ρωσίας!

Στίχοι αφόρητα νοσταλγικοί, κάπου-κάπου μελαγχολικοί,  απλά λόγια και καθημερινές φράσεις πλημμυρίζουν τα ποιήματα της συλλογής του Γιώργου Μολέσκη, και τον ανοιχτό του συναισθηματικό ορίζοντα.  Δεν λησμονεί να αποτίσει φόρο τιμής σε όλους τους ποιητές, όπως στο ποίημα ‘Όταν πεθαίνουν οι ποιητές’, όπου σκιαγραφεί την  αναπάντεχη πορεία και το μακρύ ταξίδι των στίχων των ποιητών, ένα ποίημα που αφιερώνει στον Μιχάλη Πασιαρδή (1941-2021) και υπαινισσόμενος γενικότερες κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις, στάσεις συγκεκριμένης μερίδας πολιτικών και τετελεσμένα γεγονότα. Κάτι ανάλογο παρατηρούμε στο ποίημα ‘Στον τάφο του Τάσου Αγγελή’, ενός Κύπριου ποιητή  (1950-2020) που εγκατέλειψε τα εγκόσμια πρόσφατα, επισκεπτόμενος τον τάφο του λίγο μετά το μακρυνό του ταξίδι. «…Μερικές φορές» λέει στο ‘Οι  άνθρώποι της γενιάς μου’ «μου φαίνεται πως γράφω ποιήματα/για να ξοφλήσω το χρέος μου προς όλους αυτούς…», και φυσικά προς τον εαυτό του θα προσθέταμε, καθώς αποχαιρετά έναν κόσμο που έφυγε μάλλον ανεπιστρεπτί απ’ τις αισθήσεις μας, όπως οι πορτοκαλεώνες της Μόρφου και οι ζεστές πεδιάδες της Μεσαορίας! Μια άκρως νοσταλγική ποιητική συλλογή ενός ποιητή με μακρόχρονη θητεία στη λογοτεχνική παραγωγή του ελλαδικού χώρου.