Top menu

#Το κείμενο της εβδομάδας: "Darling" | Φρέντερικ Ράφαελ

 

ΧXV

Την τραβολογούσε ανεβαίνοντας τις σκάλες. Έπρεπε να την αφήσει για να βρει τα κλειδιά του σπιτιού, αλλά την έπιασε πάλι αμέσως, μην τυχόν και ξεφύγει, αν και η Νταϊάνα έμεινε υπάκουη καθ’ όλη τη διάρκεια. Την έσυρε μέσα στο σπίτι, όπου εκείνος έγινε ακόμα πιο βίαιος. Την έσπρωξε στην κρεβατοκάμαρα, και η Νταϊάνα χτύπησε τον γοφό και τον αγκώνα της. Εκείνη φώναξε: «Για περίμενε…»

Την έριξε στο κρεβάτι κι εκείνος στεκόταν από πάνω της λαχανιασμένος. Ήξερε πως αν επιχειρούσε να σηκωθεί, μπορεί να τη χτύπαγε. Έμεινε εκεί τρομαγμένη. Εκείνος βαριανάσαινε πάνω της κι ύστερα από λίγο σηκώθηκε κι απομακρύνθηκε. Περιφερόταν ντροπιασμένος, μην ξέροντας τι να κάνει και βγήκε από το δωμάτιο. Εκείνη κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και τον ακολούθησε στο σαλόνι, όπου ο Ρόμπερτ έβαζε να πιει ένα ουίσκι της παρηγοριάς.

«Ώστε τόσο είναι η ταρίφα μου, ε;» είπε εκείνη με ένα ίχνος γέλιου.

«Τι ακριβώς έκανες στο Παρίσι;»

«Δούλευα».

«Ελπίζω να έβγαλες παραπάνω από μια λίρα για τον κόπο σου».

«Φυσικά, δεν με πλήρωνες εσύ».

Ο Ρόμπερτ έβγαλε το πορτοφόλι του, έσκισε κομματάκια όσα λεφτά είχε μέσα και της τα πέταξε στο πρόσωπο. «Ορίστε, αγάπη μου, πάρε».

«Τι γενναιόδωρος που ’σαι! Εντυπωσιάστηκα».

«Πόρνη», είπε χαμηλόφωνα, «είσαι μια κακιασμένη μικρή πόρνη, έτσι δεν είναι;»

Το πρόσωπό του κόντευε να εκραγεί. Γέμιζε σιγά-σιγά με θυμό και πόνο.

Θα μπορούσε να τη σκοτώσει με τα ίδια του τα χέρια. Τα δάκρυα έκαναν κι αυτά την παρουσία τους αισθητή.

Εκείνη είπε: «Δεν μπορείς να μου μιλάς έτσι».

«Όπως θέλω θα σου μιλάω».

«Δεν είμαστε παντρεμένοι, τουλάχιστον όχι μεταξύ μας».

«Δεν πίστευα ποτέ πως κάποια τόσο ρηχή, ασήμαντη και ηλίθια θα μπορούσε να προκαλέσει τόσο πόνο».

«Ο αθώος κύριος Γκολντ!», ούρλιαζε, «ο αθώος Γκολντ, αν θες να ξέρεις έκανα πολλή υπομονή».

«Σε ξένα κρεβάτια» φώναξε θριαμβευτικά.

«Εσύ είσαι πιστός και αγαπάς, ε; Κοίτα, κοίτα αυτό το αχούρι, την ποντικότρυπα. Δεν με νοιάζει ό,τι κι αν νομίζεις, δεν μένω άλλο φυλακισμένη εδώ μέσα».

«Είσαι και φυλακισμένη;»

«Με κατασκοπεύεις, χώνεις τη μύτη σου στα πράγματά μου».

«Ήθελε η πουτάνα να κρυφτεί, κι η χαρά δεν την άφηνε».

«Πω-πω είσαι τόσο ετοιμόλογος που μου ’ρχεται να ξεράσω. Λόγια, λόγια, λόγια. Με αηδιάζεις», πέταξε μια καρέκλα στο πάτωμα, «με αρρωσταίνεις, ποτέ σου δεν σκόπευες να μείνεις εδώ μόνιμα. Αν το ήθελες πραγματικά, θα είχες βρει ένα άλλο διαμέρισμα να μείνουμε κι όχι αυτόν τον στάβλο, κι αυτά τα βιβλία, τα σιχαίνομαι» είπε και έπιασε ένα ολόκληρο ράφι με βιβλία και τα έριξε στο πάτωμα.

Έπιασε και το αγαπημένο του, ένα βαρύ βιβλίο και το κράτησε από μια σελίδα.

«Νταϊάνα, σταμάτα! Μην το κάνεις».

«Σου τη δίνει αυτό, ε; Ν’ αγγίζουν τα βιβλία σου».

Η σελίδα σκίστηκε και το βιβλίο έπεσε στο πάτωμα μαζί με τ’ άλλα. Η Νταϊάνα ήλπιζε ότι θα τη χτυπούσε. Ήταν έτοιμη γι’ αυτό.

Μετά θα έκλαιγε και θα τα ξαναβρίσκανε. Θα του αγόραζε άλλο βιβλίο. Αλλά ο Ρόμπερτ δεν τη χτύπησε. Γύρισε πλάτη κι έφυγε από το σαλόνι.

Τον βρήκε στην κρεβατοκάμαρα να μαζεύει τα πράγματά του.

«Τι κάνεις τώρα;»

«Μάντεψε».

«Λυπάμαι για το βιβλίο».

«Κι εγώ».

«Θα σου πάρω άλλο».

«Δεν χρειάζεται» είπε και έκλεισε τη βαλίτσα του. Εκείνη έτρεξε μπροστά του και του έκλεισε τον δρόμο. «Ρόμπερτ, τι κάνεις;»

«Μάντεψε» είπε πάλι.

«Μην είσαι ανόητος».

«Ήμουν, αλλά μέχρι εδώ».

«Ρόμπερτ».

Άνοιξε την πόρτα και έφυγε.

 


 

 

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα Darling του Φρέντερικ Ράφαελ που κυκλοφορεί σε μετάφραση της Πηνελόπης Ζαλώνη από τις εκδόσεις Βακχικόν.