Top menu

“Το αριστερό μισό του ήτα”, του Κώστα Βασιλάκου

«Όρθωσε το ανάστημα,/
ακόμα και ο ίσκιος σου φέρνει τον κόσμο ανάποδα»
Κ.Β.

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

 

Η πέμπτη ποιητική συλλογή του Κ. Βασιλάκου, υπό τον ιδιότυπο και ανεξερεύνητο τίτλο “Το αριστερό μισό του ήτα” είναι μια πολύτιμη προσφορά στα ελληνικά γράμματα από έναν διακεκριμένο υπηρέτη της νεότερης εγχώριας λογοτεχνικής παραγωγής.

Το βιβλίο αυτό περιέχει 1296 στίχους, κατανεμημένους σε 82 ποιήματα και 3 ενότητες (“της πέτρας τα φτερά”, με 297 στίχους, 19 ποιήματα, 3 ομοιοκατάληκτα και 16 με ελεύθερο στίχο, ο “άνθρωπος εντός μας”, με 867 στίχους, με 38 ποιήματα, 5 ομοιοκατάληκτα και 33 με ελεύθερο στίχο και “άγκυρες φωτός”, με 132 στίχους, 25 ποιήματα, όλα ανομοιοκατάληκτα).

Ο Κ. Βασιλάκος με εύστροφες αλληγορίες εντάσσεται στους νεορομαντικούς ποιητές και αποτυπώνει ένα καίριο στίγμα, όπου κυριαρχεί η ανικανοποίητη αίσθηση του ατελούς, η αδιέξοδη πορεία των αιρέσεων, η αντικομφορμιστική μοναξιά, η ακόρεστη δημιουργία, η νευρώδης περιγραφή της ουτοπίας. Με κύριο χαρακτηριστικό την επιμελή συμπύκνωση του λόγου, υπηρετεί την αισθητική τελειότητα, με λυγερούς διασκελισμούς. Σημαίνοντα ρόλο κατέχει η φαντασία, η έμπνευση, η οργανωτική στοίχιση των λέξεων, η ενσάρκωση της ελπίδας.

Η υπαρξιακή αγωνία διατρέχει το σύνολο του έργου και η γλαφυρή γλώσσα συντελεί στην ξεκάθαρη φροντίδα του ποιητή να εμβαθύνει στους στοχασμούς, μέσω εμφανούς διαύγειας των συλλογισμών. Θα έλεγε κάποιος εμβριθής μελετητής, ότι η κρινόμενη ποίηση υπηρετεί μια μορφή συμβολισμού, μακριά από μοντερνιστικές ακρότητες· ένα είδος κανονιστικής αισθητικής χρωματίζει τις δημιουργίες της και διεισδύει σε εμπειρικά πεδία, στρατευμένη στην κατάφαση του μέτρου, αξιολογώντας πλήρη λογική αλληλουχία, υπό άκρα συγκινησιακή καθαρότητα· παράλληλα, δεν υποχωρεί σε μηδενιστικές καταβυθίσεις, αλλά διαβαίνει τον κόσμο της εγκαρτέρησης και της ζωντανής ενατένισης.

Στο ομοιοκατάληκτο αφιέρωμα στη γενέθλια γη “το όμορφο Πολυδένδρι” διακρίνεται ένας χειμαρρώδης στίχος, γεμάτος κίνηση και κοινωνικό νόημα: “φίλοι χόρευαν τη φτώχεια σαν να ήτανε γιορτή”. Έτσι θέλει να βλέπει ο ποιητής τον χώρο, όπου “σεργιάνιζαν οι καρδιές” και οραματίζεται: “αετός θε να γενώ τη γη σου να φυλώ”. Εκφράζεται ανυπόκριτη αγάπη στα ιερά χώματα του χωριού του.

Ένας διαβάτης αναμένει το τρένο του βίου μάταια, χωρίς ελπίδα: “κι εσύ, στην αποβάθρα για χρόνια, να περιμένεις,/ ένα βαγόνι αδειανό, ανεμίζοντας λευκό μαντίλι”. Στίχοι γεμάτοι συναισθήματα, θλίψη, αδιέξοδη ελπίδα, θυμίζουν το “άδειο πουκάμισο” του Γ. Σεφέρη, όπου περιγράφονται ανασφαλή όνειρα, που τρέφουν οι θνητοί.

Μια αυταπάτη οδηγεί σε ανηφορική ψευδαίσθηση, ως ο Νάρκισσος του μύθου, που ερωτευμένος με τον εαυτό του στα νερά της λίμνης, έπεσε σε αυτήν και πνίγηκε: “φιλάς το είδωλο, κι αυτό σε αποθεώνει’’. Παράλληλα, κάποιος ζωγράφος μονολογεί: “αστόχησα να φτιάξω το πορτρέτο σου θέα”, αφού εκείνος ο ταπεινός αδυνατεί να αγγίξει την ουράνια τελειότητα.

Ακολουθεί ύμνος για της πατρίδας τις καλλονές: “χάδια μεταξένια στο αλαβάστρινο κορμί σου” ή “ως εκεί που έσβησαν κύματα πόθου αφρισμένα” ή όταν “στα μάτια σου βυθίζεται της καρδιάς το πύρωμα” ή τότε που “ονειρεύομαι σμίλευμα του χώρου και του χρόνου”.

Γλυκείς ιριδισμοί της γλώσσας αιωρούνται: “όπως ένα πέλαγος με ερωτευμένα δελφίνια”, ως “αντικατοπτρισμός του κενού” ή “όταν οι συνειδήσεις ανεβάζουν το μπόι των στιγμών” ή “όταν ο καλπασμός του μέλλοντος μικρύνει τις αποστάσεις”, τότε που “μείναμε ορφανοί από αλήθειες”.

Μία αξιοπρόσεχτη πρόταση, που αποτυπώνει την προφανή αδυναμία του ελάχιστου: “δεν είδα άνθρωπο/ να σηκώνει στους ώμους τη δυστυχία του κόσμου”, διαπίστωση ενδεικτική της κατάντιας και του φόβου των επίγειων υπάρξεων “μην τύχει και βρεθούν στον δρόμο των βαρβάρων”. Επικουρεί “το θεμέλιο λίθο του διαλόγου” ή “το γαλάζιο των ματιών που δεν ξεφτίζει”, “την αιώνια αλήθεια των αισθήσεων”, “που δεν αφήνει το όνειρο δάκρυα και στάχτες να γίνει”· Άλλωστε, “αιώνες τώρα, φυσάει βαρβαρότητα” και θα “ξεχυθούν τα οράματα σαν επανάσταση”, οπότε “άκου ανθρωπάκο/…βγες από τη φυλακή που μόνος σου έχεις κλειστεί,/ λιώσε τους πάγους της ύπαρξής σου”, “ξέπλενε των ποιητών τα κρίματα”.

Εν τω μεταξύ το πεσιμιστικό “οι ζωές είναι στοιβαγμένες στα πεζοδρόμια/ έξωση των ψυχών στα ημερήσια αγγελτήρια” στιγματίζει την μοιραία κατάληξη των πεισιθάνατων.

Συγκλονιστικές αλήθειες αιωρούνται, ως διδαχές πολύτιμες: “ο πλούτος είναι μέσα μας”, “ να μη στολίζουν με ψέμα τον κόσμο μας”, “έχουν χρώμα τα όνειρα όταν πετούν ψηλά”, “μιλούν για την αγάπη που ξεχάσατε”· όμως “περιγελούσαν τη φτώχεια/ που τύλιγε αυλακωμένη σάρκα και τριμμένα κόκαλα”, “με λέξεις την λιθοβόλησαν,/ με μεγάλα καρφιά τρύπησαν τις ιδέες της/ και με καυτά σίδερα έλιωσαν τα λόγια”· παράλληλα “…τα χέρια/ υψωμένα κρατούν τις υποσχέσεις που ναυάγησαν” και εν είδει θλιβερού επιλόγου “πως να απαντήσουν οι συνειδήσεις/ που δεν συνταράχτηκαν από την κόλαση που προξένησαν;”.

Ο ποιητής εξομολογείται, ότι “ούτε άλεσα τα λόγια/ που όργωσαν με το αλέτρι τη σοφία της απλότητας” και “τώρα ανάβω στίχους στα ποτάμια,/ να ζεστάνω την ψυχή τους”, “η φυλή του ενός,/ ήταν η φυλακή του άλλου”, αφού “λείπουν της αγάπης τα κεριά”, “στην ψευδαίσθηση του αιώνιου”· και η λογική ακολουθία ολοκληρώνεται με μια ικεσία “Θεέ μου,/ έχω μόνο μια προσευχή:/ Πλάσε μας και πάλι από την Αρχή”.

Σκόρπια μαργαριτάρια συλλέγονται επιμελώς προς διδαχήν: “της ψυχής ξεχασμένες οφειλές”, “οι έρωτες μελίσσι που τρυγάει την άνοιξη”, “μην στερέψουν ελπίδες και όνειρα”, “το κάλλος της ζωής αντάμα με σοφία”, “κι αυτοί στοχάζονται τον ουρανό/λες και πλημμύρισε από αγάπη η γη”, “σπέρνουν τον όλεθρο χωρίς φραγή”, “να βρέξει ο ουρανός επιθυμίες”, “τόση βροχή, Θεέ μου, πως/ να χωρέσει στην ψυχή μας;”, “ποδοπατούν τα φτερά, για να μην πετάξεις”, “η ανοχή διατηρεί τη σήψη στην επιφάνεια” και “οι ζωντανοί νεκροί/...απαθείς θεατές στη φωτιά της κολάσεως”, κι όμως “είναι θέμα χρόνου/ να λογχίσουν τα πλευρά”.

Ο Κ. Βασιλάκος, ως συμπεραίνεται από τους επιλεγμένους στίχους, διαθέτει δαιμόνιο ποιητικό είναι, που ασκεί φιλέργως στην μοναξιά του, ατενίζων το σύμπαν, αυτοαναιρούμενο, με πληθώρα αντινομιών. Ένας αυθεντικός ανθρωπισμός διέπει το έργο του, μια καλοπροαίρετη εμβάθυνση στα εφήμερα πάθη· γι’ αυτόν τον ευπρεπή υπηρέτη της ποίησης ισχύει το καθ’ υπερβολήν του Ν. Καζαντζάκη “δεν αγαπώ τον άνθρωπο, αγαπώ τη φλόγα που τον τρώει”. Η ανίχνευση των γραπτών του παράγει αισθητική λάμψη, άδολο λυρισμό, ευγλωττία, ευαισθησία, διαλεκτική προσήνεια, νοηματοδοσία της ύπαρξης, υποφώσκουσα διερεύνηση της συνείδησης. Πολλάκις, φέρει στον νου την Καβάφεια ρήση: “…Εις σε προστρέχω Τέχνη της Ποιήσεως,/ που κάπως ξέρεις από φάρμακα·/ νάρκης του άλγους δοκιμές, εν Φαντασία και λόγω”. Πράγματι ο Κ. Βασιλάκος πάσχει προς ανάδειξιν της διαύγειας, της κάθαρσης, της τελειότητας· σπαράσσει μέσα από τις ατραπούς των ανθρώπινων παθών· αγωνιά να αποδείξει, πως η εσωτερική ολοκλήρωση συνιστά αληθή θέωση· πιστεύει ακράδαντα, ότι η ποίηση είναι αυτοσκοπός, ακτινοβολών τις αποχρώσεις της στους φιλομαθείς εραστές· σκιτσάρει επιμελώς τη σύγχρονη διάλυση· αγωνιά να διαφύγει από την απώλεια· νουθετεί συχνά με λιτότητα μέσων και προς τούτο ακροάται τους μύθους· δεν εγκλωβίζεται σε δογματισμούς και επιδεικνύει λογοτεχνική πειθαρχία· η ουτοπική διάσταση των σκέψεων προσδίδει στο έργο του συγκροτημένη ποιότητα.

Η καθαρή ποίηση είναι το γιγνώσκειν του Κ. Βασιλάκου· ουδέν πέραν αυτού· η αφομοίωση των παραδόσεων συνδράμουν και διανθίζουν τη λογική συγκρότηση, δεν την εκτρέπουν σε εξιδανικεύσεις παράτολμες· συνάμα η ιδιοφυής δυναμική των στροφών εξασφαλίζει το αναγκαίο νοηματικό εύρος· άρα ο ποιητής αυτοπεριορίζεται στον κανονιστικό του λόγο· η όποια ρητορική καθυποτάσσεται στην αλληλεπίδραση των αναδυομένων διαλεκτικών λειτουργιών, που συνυπάρχουν σκόρπιες στους στίχους του· επιδιώκεται εξιδανίκευση των χαρακτήρων με τον οραματισμό μιας κοινωνίας τέλειας· επιχειρείται εισχώρηση στις αθέατες πλευρές της συνείδησης και εξελίσσεται μια αδιάκοπη πάλη με βαρβαρικούς αλαλαγμούς· ο γλωσσικός πλούτος και η συνοδός δεξιοτεχνία της εποπτείας ωθούν αποφασιστικά προς την ποιοτική έξαρση της αισθητικής τελείωσης.

Ο κρινόμενος λογοτέχνης συμβαδίζει νοερά με τον Τ. Έλιοτ, στην προσπάθειά του να αγγίξει το άπειρο· ο μεγάλος νεωτεριστής στα “τέσσερα κουαρτέτα” υπερίπταται των μορφών· θίγει με ευπρόσωπη απλότητα την αιωνιότητα: “ο παρών χρόνος και ο παρελθών χρόνος/ είναι ίσως και οι δύο παρόντες στον μέλλοντα χρόνο./ Αν όλος ο χρόνος είναι αιωνίως παρών/ όλος ο χρόνος δεν μπορεί να πληρωθεί”· πρόκειται για μια απόπειρα υπέρβασης φιλοσοφικών αιτημάτων. Ο Κ. Βασιλάκος ακολουθεί ανανεώνοντας την ποιητική τέχνη: “αυτή η φωνή που με τρομάζει/ είναι ο αντίλαλος των προηγουμένων αιώνων στο σήμερα/ και προοιωνίζει το μέλλον της ανθρωπότητας./ Εσύ κράτησε στην ψυχή, την ομορφιά των μικρών πραγμάτων/ σαν ελάχιστη συμβολή στην αλλαγή του ρου της ιστορίας/ των επόμενων γενεών”· είναι μια συντριπτική οδοιπορία στο επέκεινα, που διακονεί το όραμα της ιστορικής αλληλουχίας και το προσαρμόζει στην καθημερινότητα των θνητών· συνιστά επιπλέον σαφή ένδειξη ποιητικού βάθους, άλλως αισθητικής πληρότητας.