Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 30

To δάκτυλο του Άγγελου Χαριάτη

kefalasxariaths.jpg
Το δάκτυλο, μυθιστόρημα, Άγγελος Χαριάτης, εκδόσεις Πηγή 2015

 

Μια φορά κι έναν καιρό, όχι και τόσο μακρινό, τη δεκαετία του ’70, ζούσε έν τρίχρονον κι ωραίον αγοράκιν (για να παραφράσουμε τον Μποστ) που είχε την ατυχία να χάσει τον δείκτη του δεξιού του χεριού  σε μια εξοχική ταβέρνα στην Κηφισιά. Το δάχτυλο του παιδιού καταβρόχθισε ένας λύκος που διατηρούσε ο ταβερνιάρης σε έναν άτυπο ζωολογικό κήπο, χρόνια πριν μπει η οικολογία και η διατήρηση της άγριας πανίδας στο λεξιλόγιο του Νεοέλληνα. Το χαμένο δάχτυλο, κατ’ επέκταση η αναπηρία του δεξιού χεριού, στιγματίζει τον κεντρικό ήρωα από την τρυφερή παιδική ηλικία έως την εφηβεία και τα χρόνια της ωριμότητας, καθώς μεγαλώνει πιστεύοντας πως ανήκει στο περιθώριο εξαιτίας αυτής του της ιδιαιτερότητας. Η χλεύη, οι αποτυχημένες ερωτικές του περιπέτειες και ο κοινωνικός αποκλεισμός οδηγούν τον ήρωα σε ένα λυσσαλέο κυνήγι για την εύρεση κι εξόντωση του λύκου που θεωρεί υπαίτιο όλων των δεινών του.
Ο Άγγελος Χαριάτης, με μία ομολογουμένως πρωτότυπη σύλληψη, μας ξεναγεί στα μονοπάτια ενός παραπονεμένου κι εκδικητικού νου που αναζητά απεγνωσμένα τη λύτρωση. Πρόκειται για τη μύχια εξομολόγηση ενός παρεξηγημένου χαρακτήρα που προσπαθεί να συμφιλιωθεί με αυτό που θεωρεί ως την πηγή όλων των δεινών του: το «σάπιο» ή «πονεμένο» του χέρι, όπως συχνά-πυκνά το αποκαλεί στις γραμμές του βιβλίου. Το ύφος του συγγραφέα ειναι λιτό, σχεδόν τηλεγραφικό, η γλώσσα καθημερινή, απέριττη, ενίοτε τολμηρή («Μπέρδεψα όχι το ταμπόν με το ζαμπόν, αλλά το λύκο με το σκύλο.»). Η εξιστόρηση, πότε με δόσεις παρανοϊκής επιθετικότητας διά στόματος του ήρωα κι άλλοτε με διάθεση ψυχογραφήματος, διακρίνεται από την έλλειψη λογοτεχνικών περιγραφών, καθώς αυτό δεν είναι, κατά τον συγγραφέα, το ζητούμενο («Δεν μπαίνω καν στον κόπο να σας περιγράψω...»). Το κεντρικό πρόσωπο είναι στην πραγματικότητα ένας αντιήρωας: εμμονικός (ιδίως με τη μονίμως αργοπορημένη  λεωφορειακή γραμμή του 906 και τις γραίες), ρατσιστής («Ποτέ δεν ξέρεις από ποια γωνιά θα σκάσει το επόμενο Pakistan ή China boy.», «Δίπλα μου και γύρω μου όλες οι φυλές του κόσμου»), μισάνθρωπος («Γέροι βήχουνε, γριές κλάνουνε, λέτσοι βρωμοκοπάνε απλυσιά, μεθύστακες αλκοόλ και, το χειρότερό μου, παιδιά ουρλιάζουν και κλαίνε»), ομοφοβικός («πουστοφέρνει», «ο φερετζές του πούστη», «Όχι δεν έχω κανένα πρόβλημα με τους gay(...) έχουν μια ιδιαίτερη φύση (...) είναι στο περιθώριο χωρίς να το θέλουν, όπως και εγώ (...) Κάπως έτσι, λοιπόν, παίζει με τους gay. Νομίζω.»), ένας άνθρωπος χολωμένος («Το γεγονός ότι δεν είμαι κουλτουρόπαιδο δεν με εμποδίζει να γράψω ένα βιβλίο, έτσι δεν είναι; Αν διαφωνείτε, κλείστε αυτή τη στιγμή το βιβλίο και ζητήστε πίσω τα χρήματα σας από τον βιβλιοπώλη.») που δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την ιδέα του «σακάτη». Ο ήρωας-αντιήρωας αναπολεί διαρκώς την εξωραϊσμένη δεκαετία του ’80 και αντιδρώντας, ως μέσο άμυνας, απέναντι σε όλους και σε όλα, επαναστατημένος έφηβος ροκάς, με σκουλαρίκια και τατουάζ, κάνει τη δική του επανάσταση παρέα με άλλους αιώνιους έφηβους του «περιθωρίου», καπνίζοντας ελαφρά ναρκωτικά, πίνοντας αλκοόλ και βλέποντας τσόντες. Ανδρώνεται προσπαθώντας, πότε ανεπιτυχώς κι άλλοτε επιτυχώς, να ενταχθεί στο κοινωνικό σύνολο, και κάπου εκεί ξετυλίγεται το γαϊτανάκι μιας ατέρμονης εκδίκησης, που ξεκινά με τη δολοφονία του πρώτου του λύκου. Ο ήρωας-αντιήρωας παρεισφρέει σταδιακά σε διάφορες οικολογικές οργανώσεις και με μαεστρία σχεδιάζει εκ των έσω την εξόντωση των λύκων που πέφτουν στο διάβα του. Ατάραχος, παράλληλα, γράφει άρθρα για τη διάσωση του είδους με το ψευδώνυμο «φυσιοδίφης»! Ώσπου ολα αλλάζουν σε μια αποστολή στον Πλαταμώνα, όπου η αληθινή αγάπη κάνει την εμφάνισή της στο πρόσωπο μιας καλλονής Ουκρανής, και η πολυπόθητη συνάντηση με τον εμβληματικό λύκο, εκείνον που του έφαγε το δάχτυλο πριν από τριάντα περίπου χρόνια, είναι προ των πυλών.
Ενδιαφέρουσα ιστορία, που θα μπορούσε όμως να έχει, κατά την προσωπική μου πάντα άποψη, καλύτερη ανάπτυξη. Η εκτενής χρήση κοινότοπων εκφράσεων είναι κάπως κουραστική («όσα δε φέρνει ο χρόνος...», «να ‘χεις μπάρμπα στην Κορώνη...»), όπως και οι προφανείς αυτοβιογραφικές αναφορές του συγγραφέα, που σε κάποια σημεία πλατιάζουν αποδυναμώνοντας την κυρίως αφήγηση και τον ρυθμό της. Η κατάληξη, τέλος, του σύγχρονου αυτού παραμυθιού με τον «κακό λύκο» είναι αναμενόμενη κι έχει τις απαραίτητες συμβολικές προεκτάσεις : ο έρως όλα τα νικά... Το εύρυμα της διαφορετικής γραμματοσειράς (άλλη για την παρούσα διήγηση κι άλλη για την παρελθούσα) δε νομίζω πως προσφέρει κάτι επί της ουσίας πέραν της εικαστικής τυπογραφικής παρέμβασης. Ένα μυθιστόρημα-παραβολή πάνω στην ανθρώπινη ψυχολογία και το κοινωνικό περιθώριο. Και ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα.

Αλέξανδρος Κεφαλάς