Top menu

"Μες στη νύχτα του κόσμου" της Μ. Θωμά -Προδημοσίευση

Απόσπασμα από το ομώνυμο μυθιστόρημα της Μαγδαληνής Θωμά, το οποίο διαδραματίζεται στην Εσθονία και τη Φινλανδία, ξεκινώντας από την εποχή του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Στηρίζεται σε μια αληθινή ιστορία απόδρασης δύο εραστών από τη σταλινική Σοβιετική Ένωση. Το απόσπασμα αποτελεί περιγραφή της βομβαρδισμένης πόλης Tartu της Εσθονίας που αποδόθηκε με βάση πραγματικό φωτογραφικό υλικό.

*

Η Άνου τύλιξε στον λαιμό της το σάλι, έκανε κρύο μέσα στο τρένο. Το είχε πάρει ξημερώματα να πάει να βρει τη μάνα τους κι ας μην ήξερε καλά, πού θα μπορούσε να την ψάξει. Κι έπειτα ήταν το Τάρτου, όπως είχε καταντήσει, μπορεί να μην είχε το κουράγιο η Άνου να το δει. Έκλεισε τα μάτια: μια πόλη λευκή κι ευγενική σαν καμπύλη κοχυλιού δεν μπορούσε παρά να φέρει δάκρυα... Για όλα όσα μείνανε πίσω.
Θυμόταν τις πρώτες της φοιτητικές μέρες, τη μυρωδιά από ξύλο στο πατάρι της βιβλιοθήκης, από κάτω η σπιτονοικοκυρά έπλαθε κανελόψωμα, η φωτιά στο τζάκι έτριζε. Μια ήσυχη βροχή λιβάνιζε, έξω, τον αέρα. Κάπως έτσι έπαιρνε μυρωδιά τα γεγονότα στην πόλη αυτή των ιδεών: με τη βοήθεια της ζάχαρης και της κανέλας. Κι όταν ο χειμώνας έφερε την άνοιξη, στις δράσεις της σπουδαστικής εβδομάδος, λεμβοδρομίες, λαμπαδηφορίες, γιορτές των φοιτητικών συλλόγων και πάει λέγοντας, χοροί της μπύρας και της αποφοίτησης και στο καφέ Central, ίσαμε το πρωί φοιτητικά πηλήκια... Γλυκά χρόνια που πέρασαν και άφησαν το αποτύπωμά τους εκεί όπου οι σκέψεις σαρκώθηκαν.
Εύκολο μετά το καλοκαίρι. Ένα ατέλειωτο χωνάκι παγωτό στην πλατεία του Δημαρχείου, δίπλα στο ξενοδοχείο “La belle vue” που αρμένιζε την αγαλμάτινη πρόσοψη στο ποτάμι κι έβλεπε πίσω στον λόφο το αστεροσκοπείο και τα λοιπά πανεπιστημιακά μέγαρα ανάμεσα στ' αηδόνια, όταν άναβε ο ήλιος τον χρυσαφένιο τρούλο της ρώσικης εκκλησίας απέναντι, άναβε μαζί και το μυαλό της. Και την πατούσε ο ήλιος κάτω στο πλακόστρωτο, την έλιωνε σαν μια τελεία και η τελειότητα όλη ήταν αυτή: να αρμενίζει ο κόσμος γύρω σου μέσα στην πιο κατανυκτική άπνοια. Κι όλη η ζωή να είναι αυτό και αυτή η ελευθερία.
Τα κάρα φόρτωναν εμπορεύματα στη στοά με τις ατελείωτες κολόνες και μια μακριά προμνάντ ανοιγότανε στις όχθες του ποταμού, πέρα, για αναψυχή και βόλτα. Κι όσο το ανθρώπινο μελίσσι βούιζε με τις μυρωδιές στην αγορά, καπνιστές πέστροφες, χέλια βουτυρένια και λουκάνικα, ξιδάτα αγγουράκια και ξυνολάχανα κρουστά στους πάγκους πάνω, μυρωδιές που ανακάτευαν την αύρα από τα πεύκα κι ένα άρωμα μη-με-λησμόνει σαν μετάξι σε ροζιασμένο χέρι έμενε πίσω απ' όλα, αναδυόταν πάνω απ' όλα, θείο πνεύμα, στην άκρη του δρόμου, όπου έπαιζε ένα παιδί και να περνούν οι κύριοι και οι κυρίες με τα μακριά παλτά τους από φίνο ανκορά, καπέλα και άνθη. Η κυψέλη άδειαζε εκεί και μπορούσες να κάνεις ό,τι ήθελες, να χαζέψεις ή να μελετήσεις, να μισήσεις ή να αγαπήσεις, το απόγευμα σου έδινε άδεια για όλα.
Αυτό ήταν το Τάρτου για κείνη, ολόκληρο. Κι όταν έφτασε στον σταθμό και βγήκε έξω, δεν κατάλαβε καλά στην αρχή, αλλά όταν ανέβηκε τον λόφο, είδε από κάτω την πόλη, που αγάπησε, γκρεμισμένη να καπνίζει μέσα στα ερείπια, οι πέτρες μαυρίζανε σαν δόντια φαφούτη και η πλουμιστή γέφυρα ήτανε ένας σωρός κοτρόνες χυμένες στο νερό... Το στομάχι της ανέβηκε στο λαιμό και της ήρθε αναγούλα.
Ούτε δρόμο να περάσεις δεν είχε καλά-καλά, από τη λεωφόρο της Ρίγας, στο θέατρο, το μέγαρο της αγοράς, εκεί που οι λουλουδούδες άπλωναν τα άνθη μπροστά στα εμπορικά, όλα ήσανε ισοπεδωμένα. Το ξενοδοχείο «Η ωραία θέα» άνοιγε στον ουρανό και στο καφέ «Κεντρικόν» είχε βουλιάξει μέσα η σκεπή και ξετρυπώνανε δοκάρια. Ντουβάρια ετοιμόρροπα με καπνισμένα παράθυρα εκεί όπου έγλειψαν οι φλόγες κι από πίσω το σπίτι χαμένο, αέρας. Θα 'λεγες, μακέτα σκηνικού στο θέατρο, αν δεν είχαν τόσο πόνο εκείνες οι πέτρες, τόση λύπη και τόσο ζωντανό θυμό.
Κι όπου να κοίταγες, έβλεπες παντού τρύπες από οβίδες. Οι ξύλινες βίλες, στην απέναντι όχθη, κάπνιζαν καρβουνιασμένες. Μονάχα το Δημαρχείο είχε μείνει απείραχτο με το παλιό του ρολόι σταματημένο, ποιος ξέρει σε ποια στιγμή, ενώ πετούσαν γύρω τα πουλιά, άραγε βλέπανε κι αυτά τη διαφορά, να χτίσουν τις φωλιές τους πάνω στις άλλες φωλιές, τις χαλασμένες.
Και άνθρωποι δεν ήταν πουθενά. Μόνο κάτι σκιές, όρθιες στήλες μέσα στην καταχνιά και γάτες που ξεπρόβαλλαν απ' τα χαλάσματα αγριεμένες, αγκύλωναν τα μουστάκια στο χώμα ψάχνοντας αρουραίους. Κι ήταν σαν να είχε ξεριζωθεί η ζωή κι ο κόσμος να είχε γυρίσει τα πάνω-κάτω, πώς ξεριζώνεις ένα αγριόχορτο. Τα μυστικά είχαν πάρει φως, δεν είχε τίποτα πια να κρύψεις, ούτε τον πόνο, ούτε τον θάνατο, μονάχα να περάσεις ανάμεσά τους με προσοχή, μην τύχει και σε καταλάβουν.
Και σκέφτηκε, το είδα το χειρότερο, είναι αυτό. Δεν είχε ιδέα, φυσικά, τι την περίμενε στην επόμενη γωνία.