Top menu

"Θα σε δω ξανά στο άδοξο τέλος", του Σταύρου Σταυρόπουλου

 

Γράφει ο Δημήτρης Γλυφός

«Έτσι ξεκίνησε». Στίχος πρώτος κι ο Σταυρόπουλος μας πιάνει απ’ τον λαιμό. Δεν θα μας αφήσει μέχρι να γράψει στο τέλος «Έτσι θα τελειώσει». Στη διαδρομή τα μόνο σημάδια που θα μείνουν είναι του ίδιου του ποιητή. Κι αν ψάξουμε για αίμα, σε άλλα σημεία θα το βρούμε ξερό και σε άλλα να τρέχει ακόμη.

Στην τελευταία του ποιητική σύνθεση «ΘΑ ΣΕ ΔΩ ΞΑΝΑ ΣΤΟ ΑΔΟΞΟ ΤΕΛΟΣ» ακούς «να φυτρώνουν σελίδες στα κόκαλά του», να μετέρχεται την πάλη και να ισορροπεί ανάμεσα στο κυνήγι της πληρότητας του νοήματος μιας αμφοτεροβαρούς σχέσης. Αυτής του ποιητή με την ποίηση.

Κι οι δύο βρίσκονται εκεί, ανά πάσα, παρά τις εκατέρωθεν υποδείξεις, εκεί να αλληλοτροφοδοτούνται σε ευθεία γραμμή από το πιο σκληρό και το πιο τρυφερό σημείο του δέρματός τους.

Ο ποιητής καταγράφει το προσωπικό και αυτομάτως η καταγραφή μορφώνεται σε κοινό βίωμα, σε μια παρατηρητική εμπειρία καθενός. Η απειλή και η κινητήρια δύναμη είναι μία: «Μην ξεχάσεις».

 «Αναρωτιόμουν κάθε φορά γιατί πεθαίνουν τόσο γρήγορα τα βιβλία», γράφει κι ο απολογισμός του «ποιητικού καθήκοντος», σε εισαγωγικά, απέναντι στους στίχους και την «αποταμίευση των χεριών» της ίδιας της ποίησης  εκτίθεται στον αναγνώστη.

Σε όλη την ποιητική σύνθεση γράφει, νομίζεις, παραληρηματικά, με το δάχτυλο στη σκανδάλη, με το όπλο στον κρόταφο. Πάντα, όμως, ρυθμικά, πάντα στοχευμένα. Του το αναγνωρίζεις. Ξέρει τι θέλει να πει. Καταλήγει. Γράφει όπως αναπνέει ο ερωτευμένος. Ασθμαίνοντας.

Επανέρχεται σε επαναλήψεις συγκεκριμένων φράσεων, μόνο και μόνο για να υπενθυμίζει στον εαυτό του ότι τίποτα δεν συνάγεται ως τυχαίο και πως η καταληκτική θέαση των πραγμάτων δεν είναι τίποτα άλλο από το βίωμα και την «αλμυρή γεύση των λέξεων».

Δεν τον νοιάζει να ορίσει τι είναι ποίηση. Οι ορισμοί τον βαραίνουν. Οι λέξεις του, όμως, καθορίζουν το βάρος της ποίησης και βαραίνουν τον ίδιο.

Η ποίηση για τον Σταυρόπουλο, κάθε φορά, έρχεται με διαφορετικό ισοδύναμο, «με άλλες προσόψεις και χρυσή ράχη», όπως γράφει και παραδέχεται ότι η μορφή είναι μία, κι αυτό που προσπαθεί κάποιος με τις λέξεις είναι να γράψει ξανά το ίδιο βιβλίο με διαφορετική εκκίνηση, δηλαδή από διαφορετικό άνθρωπο. Κάθε φορά οικοδομείται το ίδιο μισοτελειωμένο σπίτι, χωρίς σκεπή. Μόνο υψούν. «Τόσα χρόνια γράφω το αντίγραφό σου», εξομολογείται.

Είναι μέρες που δεν ζει χωρίς ποίηση κι άλλες που επιβιώνει χωρίς αυτή. Καθημερινά παίζει το ερώτημα της μαργαρίτας. «Σ’ αγαπώ δεν σ ‘ αγαπώ» και γράφει συγκλονίζοντάς μας: «Κάθε βράδυ κατεβάζω τα σκουπίδια | σαν να κατεβάζω ανθρώπους». Ευχή και φόβος του; «Να μην κατεβάσει τον εαυτό του μια μέρα».

Η μορφή στην οποία απευθύνεται ο ποιητής είναι γυναικεία. Δεν παρεκκλίνει από τη συνήθη ιερουργία του. Το βάφτισμα, χωρίς σάρκα και οστά, μόνο μεδούλι, επικεντρώνεται στην καρδιά, την παλλόμενη, την ποιητική. Εξού κι η ερωτότροπη καθηλωτική αφήγηση, με νύξη σε ένα νησί του Αιγαίου, σαν στάδια έρωτα, σαν στάδια πένθους.

Η μορφή της ποίησης δεν μένει στατική, αμέτοχη, μεταφράζεται κάθε στιγμή σκοτώνοντας τον προηγούμενο θεό που αναδείκνυε, τις προηγούμενες εκκλησίες που λατρευόταν, επομένως και τον ίδιο της τον εαυτό, δημιουργώντας νέα σύμπαντα από τα ίδια υλικά. Και τα υλικά αυτά δεν είναι τίποτα άλλο από το αίμα του γραφιά της. «Η κάρτα του αιμοδότη στα δόντια σου | έγραφε το όνομά μου», γράφει.

Αναρωτιέται για τον ποιητή και το έργο του, προσφεύγει στο ερώτημα που τίθεται στη διαδρομή κάθε λογοτέχνη. Το νήμα είναι εκεί και περιμένει να κοπεί. Χωρίς υποσημειώσεις. Κάνει χρήση κύριων ονομάτων. Καλβίνο, Μπάροουζ, Έλιοτ, Μπόρχες, Καμύ, Βακαλόπουλος και άλλοι σύντροφοι. Δεν προσβλέπει να ταχθεί ανάμεσά τους, να αναμετρηθεί. Ανάβει μόνο ένα κεράκι στις λέξεις τους, στον σταυρό τους.

Ανοίγει, μάλιστα, και διάλογο με τα Διάφανα Κρίνα που ρωτούσαν στο τραγούδι τους «Τα χρόνια μου ναυάγησαν στις ξέρες σου»: «Άραγε θα θυμάται κάποιος τ' όνομά μας, άραγε υπήρξαμε ποτέ;» Κι ο Σταυρόπουλος, με σιγουριά, θα απαντήσει: «Κανείς δεν θυμάται ονόματα που δεν υπήρξαν | παρά μονάχα ονόματα που προσπάθησαν να ουρλιάξουν | και τελικά | το μόνο που υπήρξε ήταν εσύ κι εγώ | το εγώ παρακαλώ να διαβαστεί εσύ».

Δεν στέκεται απέναντι στην υστεροφημία. Γράφει για τη «δυστυχία του να μην έχεις όνομα» κι αναρωτιέται δίνοντας εμμέσως πλην σαφώς έναν μη ορισμό: «Τι άλλο από ψέμα μπορεί να είναι η λογοτεχνία; | Τι άλλο από την περίληψη των πιο όμορφων ψεμάτων;»

Η θέση του για τη χρήση και τη χρησιμότητα της ποίησης δεν είναι αυτάρεσκη ούτε συνειδητά απόλυτη. Άγλωσση ως προς την προέλευση, αλλά οικουμενική μα πάνω απ’ όλα μητρική. Υπάρχει μαζί με τις πληγές της ή και άθικτη, ανέγγιχτη, μόνη, ασκώντας την «ημερήσια αθανασία», όπως γράφει ο ποιητής. Άλλωστε, πατρίδα του Σταυρόπουλου, αν υπάρχει πατρίδα, το πρόσφορο έδαφος, είναι η ποίηση.

Τον κόσμο τον αποκαλεί ποίηση και την ποίηση κόσμο. Μια αμφίδρομη διαλεκτική σχέση. Ο παραλληλισμός του δεν σταματά εκεί. Τη βαφτίζει με κάθε επιμέρους εικόνα του κόσμου, την παρατηρεί σε κάθε στοιχείο του. Στις αδύναμες στιγμές του, στην κόπωση ίσως, θα γράψει: «ήξερες πως θα γίνεις θάνατος μια μέρα».

Μιλά σαν τραύμα που παλεύει να χωρέσει στη ζωή, που κι αυτή με τη σειρά της παλεύει να χωρέσει στην ομορφιά, αναδεικνύοντας το μεγάλο της σχήμα. «Κάθε θάνατος είσαι εσύ | κάθε ζωή είσαι εσύ | εσύ όπως εγώ εμείς αυτοί» και παραδέχεται, σχεδόν πονηρά, πως «ό,τι κι αν είναι | ξέρω πως είναι δύσκολο να γράφεις για τη χαρά | αλλά πρέπει | εγώ τουλάχιστον | να την ανακαλώ πότε πότε».

Το διεκδικητικό έλλειμα στον ποιητικό πυρήνα του Σταυρόπουλου παρόν ως καταγωγή. Κανείς πλήρης, κανείς ολόκληρος, με «ασυμπλήρωτα μάτια», «διαρροή οφθαλμών», «αναστατωμένα σεντόνια», «μεταχειρισμένα λουλούδια» εν αναμονή ενός κινηματογραφικού τέλους. «Τις προάλλες είπα στη φωτογραφία σου | να σταματήσει να ανακατεύει το χώμα στον τάφο μας | κι ότι θα ήθελα πια να ηρεμήσουν | οι ζωές που δεν ζήσαμε», γράφει.

Ο ποιητής, στην τελευταία του συλλογή, συνθέτει έναν «ανάποδο ύμνο» προς τον «αθάνατο κόσμο» για ένα νομοτελειακά άδοξο τέλος «ιστοριών που δεν τελειώνουν ποτέ | ακόμα και με τον θάνατό τους | και συνεχίζουν να γράφονται», χωρίς βιογραφικό στο αυτί του βιβλίου, χωρίς χειροπιαστή υπόσταση να κρίνεται από χρονολογίες, σπουδές και διαδρομές, όπου κάθε απόπειρά του κρύβει ένα επαναλαμβανόμενο «ξανά», όχι ως «φτου κι απ’ την αρχή» αλλά ως μία αρχή για έναν λιγότερο θάνατο στο έλεος μιας διαρκούς ζωής.

Γράφει και εξηγεί πώς συμβαίνει αυτό που συμβαίνει: «Το βρήκα | τώρα που δεν θα έπρεπε | ένα τσεκούρι αδέσποτου πολέμου | θαμμένο στο κομοδίνο μου | δίπλα στα λατομεία του δέρματος | που εξείχε».

Ο Σταυρόπουλος μπορεί να δηλώνει πως «πεθαίνει σαν βιβλίο», αλλά η αλήθεια είναι πως γεννιέται στις σελίδες του.