Top menu

"Τα κέρματα": Ένα κείμενο της Βέτας Χρυσοπούλου

photo © Mart Production

Η μέρα συννεφιασμένη, μουντή. Παρόλα αυτά ο καιρός ήταν μαλακός. Ο χειμώνας είχε πλέον κουραστεί και η άνοιξη βιαζόταν να έρθει.

Οι δύο νεαροί μουσικοί στέκονταν στη μέση του μεγάλου πεζόδρομου κι οι μελωδίες τους χόρευαν ανάμεσα στους περαστικούς, τους χάιδευαν θαρρείς και σταματούσαν να απολαύσουν αυτό το χάδι που το είχαν τόση ανάγκη.

Τα μικρά κέρματα είχαν απλωθεί στη θήκη της κιθάρας επάνω στο πλακόστρωτο.

Οι νεαροί έπαιζαν και τραγουδούσαν, σκορπούσαν χαρά στους περαστικούς, με τις όμορφες φωνές τους και τα όλο νόημα τραγούδια τους.

Οι μάσκες σκέπαζαν τα πρόσωπα τους, μα η μελαγχολία που ξεχείλιζε από τα μάτια τους δεν ήταν ικανή να σταματήσει την χαρά που σκορπούσαν στο ελαφρύ αεράκι, που την μετέφερε στο πέρασμα του παντού.

Η μουντή μέρα, οι σκυθρωποί άνθρωποι με τις μάσκες, τα μελαγχολικά μάτια των νεαρών μουσικών, είχαν ξεθωριάσει για λίγο, μπερδεύτηκαν με τις χαρούμενες νότες της μουσικής και αχνά χαμόγελα φώτισαν τα μελαγχολικά μάτια όλων.

Τα λιγοστά κέρματα απλωμένα μέσα στη μεγάλη θήκη παρακολουθούσαν τους περαστικούς και έβλεπαν μερικούς από αυτούς να ρίχνουν κι άλλα κέρματα και χαίρονταν που η παρέα τους μεγάλωνε. Άρχισαν να αγγίζονται πλέον μεταξύ τους και να ξεχειλίζουν από την θήκη της κιθάρας και ήταν τόσο χαρούμενα που μπορούσαν έτσι στριμωγμένα που ήταν, να αγκαλιάζονται και να χαίρονται τις αγκαλιές τους ενώ οι περαστικοί, ναι το είχαν καταλάβει, οι περαστικοί δεν μπορούσαν να αγκαλιάζονται.

Και να ήταν μόνο οι περαστικοί; Κανένας δεν μπορούσε, ούτε καν και οι ιδιοκτήτες της θήκης βέβαια.

Και ήταν τόσο, μα τόσο χαρούμενα που αυτά μπορούσαν!!!