Top menu

Tραγουδώντας τις μορφές - Σχόλιο στο ποιητικό έργο του Γιώργου Πρίμπα

Γράφει ο Απόστολος ΘηβαίοςΔιαβάστε την ποιητική συλλογή Ολιγόγραμμα ΙΙ του Γιώργου Πρίμπα, που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Vakxikon.gr σε e-book και έντυπο.


«Οι φόρμες είναι φόρμες και στοιχεία εποχής», δηλώνει ο ποιητής Γιώργος Πρίμπας, σε ένα από τα ολιγόστιχα ποιήματά του και μοιάζει με τη δήλωση ετούτη να λυτρώνει την τέχνη του λόγου από την αγωνιώδη αναζήτηση. Με τούτη τη διατύπωση ο ποιητής απαντά στο καίριο ερώτημα της τέχνης του με έναν τρόπο πειστικό. Δεν πρόκειται για υπεκφυγή. Στην προκειμένη περίπτωση, στην ποίηση του Πρίμπα, η εισαγωγική διαπίστωση δεν συνεπάγεται την ανεπάρκεια του τεχνίτη. Ο ποιητής μοιάζει να καταλήγει σε τούτο το συμπέρασμα έπειτα από μια μακρά παρατήρηση των παραμέτρων της πρότασής του. Διότι οι φόρμες μπορούν να είναι οι άνθρωποι που συναντήσαμε και διότι, αληθώς, οι εποχές αλλάζουν τις μορφές και τα περιβάλλοντα. Και όπου μορφές, μια διόλου τυχαία παράφραση της λέξεως «φόρμες.»

Ο Πρίμπας οριοθετεί την έννοια της μορφής ως μια εποχιακή και συγκυριακή αναγκαιότητα. Συναισθηματικά, κοινωνικά, ειδικά, ακόμα και ηθικά.Ο Διονύσης Καψάλης άλλωστε κυμαινόμενος ανάμεσα σε «Μέτρα και Σταθμά», φρόντισε να επισημάνει μια ρεαλιστική παρατήρηση. «Η μορφή συνιστά την ηθική του ποιητή», η ίδια μορφή κάποτε ενσωματώνει κάθε χαρακτηριστικό, κάθε αγωνία, η μορφή καθίσταται επίκαιρη, τελικά παρωχημένη, αναζωπυρώνεται, επανέρχεται ως προτεραιότητα, ανατροφοδοτείται μες στο σχήμα της και τελικά ολοκληρώνεται, ακολουθώντας μια αέναη, κυκλική τροχιά. Την ατέρμονη αυτή πορεία κρύβει η φράση του Πρίμπα, τη σοφία της παρατήρησης ενδύεται η περιεκτική, η λιτή, αντιστρόφως ανάλογα σε σημασία, διαπίστωση.

Η ποίηση του Γιώργου Πρίμπα φαίνεται συνεπής. Ο ίδιος ο ποιητής, συνειδητοποιεί το γεγονός, μα προχωρεί πέρα από αυτό, δίχως να εντάσσεται σε αναχρονιστικές μορφές ή να αποζητά μια ριζική, ποιητική καινοτομία. Οι εσωτερικές φωνές αποτυπώνονται στο χαρτί, συμπυκνώνονται στα δίστιχα, αποδεικνύοντας πως η αμφισβήτηση της φόρμας μπορεί να επέλθει ακόμα και μες σε μια στάση σεβασμού προς το διατυπωμένο. Οι πιο ουσιαστικές και δυναμικές εκφράσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, όπως ο έρωτας συνεκτιμούνται και τελικά επικρατούν. Τα νοήματα κυριαρχούν της μορφής, επιβεβαιώνοντας τη διάθεση του ποιητή να διαφύγει από τα αναγνωρισμένα και να κινηθεί σε ένα επίπεδο πιο προσωπικό και για τούτο αξιοπρόσεκτο και ειλικρινές. Ο Πρίμπας μοιάζει να γνωρίζει καλά πως οι εκτιμήσεις των εντάσεων δεν μετριούνται, δεν σχηματοποιούνται, συνιστούν εξάρσεις σποραδικές και ανεπανάληπτες, εξάρσεις που ξεπερνούν την τεχνική. Το συναίσθημα άλλωστε δεν μπορεί να διατυπωθεί ικανοποιητικά μες στη φόρμα και έτσι ακυρώνονται όλοι οι κόποι των ποιητών μες σε όλες τις εποχές και τις θλίψεις. Η ουσία της τέχνης του φαίνεται πως αφορά τον Πρίμπα, το υποννοούμενο αφορά τον ποιητή, ο οποίος επαναφέρει και πάλι στο προσκήνιο τη βασική σκοπιμότητα της ποιητικής τέχνης να αρθρώσει το νόημά της κεκαλυμμένο και λαμπρό την ίδια στιγμή. Η ειλικρινής τοποθέτηση του Γιώργου Πρίμπα, ακόμα και αν κινείται στο προσωπικό επίπεδο, προσδίδει εν αγνοία του ποιητή το στοιχείο του διδακτισμού στο έργο του. Μια διδακτική προσέγγιση, όχι αρτηριοσκληρωτική, άκαμπτη, όχι μια τέτοια κανονιστική φλυαρία. Ο ποιητής Πρίμπας είναι διδακτικός εξαιτίας της ίδια της πρόθεσής του. Και τούτη δεν είναι άλλη από την ειλικρίνεια, μια σκοπιμότητα αγνή, υψηλή, διάφανη μες σε όλες τις εποχές, ακατόρθωτη για πολλούς και αναγνωρίσιμη  μεμιάς, όπου τελικά κατορθώνεται.

Ο λόγος του Γιώργου Πρίμπα εμφανίζεται σε σημεία του κωδικοποιημένος. Δεν πρόκειται για μια ηθελημένη, μια περίτεχνη ή ελιτίστικη διάθεση του ποιητή. Ετούτος ο κώδικας συνιστά την ορολογία του προσωπικού μανιφέστου. Άλλωστε η ποίηση δεν μπορεί παρά να είναι μια τέτοια αλήθεια, ιδωτική. Οι εικόνες, οι λέξεις, τα νοήματα παρουσιάζονται ικανά ώστε να οδηγήσουν τον αναγνώστη. Εκείνος με τη χρήση των ενδείξεων θα αισθανθεί τις υποψίες. Η χρήση του ρήματος δεν είναι τυχαία. Στον ποιητικό και ειλικρινή λόγο του Γιώργου Πρίμπα υφίσταται κατά προτεραιότητα η αίσθηση. Σε αυτήν θα οδηγηθεί ο αναγνώστης, αφού εκτιμήσει σε ένα πρώτο, επιφανειακό επίπεδο τα νοήματα. Η προσωπική μυθολογία του Πρίμπα, εκείνη που αντλεί τις δομές της τόσο από τη λυρική θέαση της μνήμης όσο και από την παρατήρηση του παρόντος διαφαίνεται στο έργο του. Παρόν και παρελθόν μπορούν να συνυπάρχουν με μια υπέροχη ισορροπία. Το επίκαιρο, όσο και το προσωπικά μυθικό επιβιώνουν μες στην ποίηση του Πρίμπα και έτσι ο λόγος αρθρώνεται με μία υψηλού βαθμού ολοκλήρωση. Εκείνοι που πορεύονται στην Ανοπαία Οδό, διαστρεβλώνοντας τη διαχρονική στόχευση της ποιητικής λειτουργία θα ξαφνιαστούν όταν δουν τον ποιητή Γιώργο Πρίμπα να κινείται σε μια αντίθετη οδό, χρησιμοποιώντας την ιδιαίτερη, λιτή αισθητική του για να αγγίξει την ουσία της ποίησης. Τη διατύπωση της εσωτερικής αλήθειας.

Η έννοια της εικόνας κυριαρχεί στην ποίηση του Πρίμπα. Η φύση, η πραγματικότητα, το συναίσθημα, η ομορφιά, τιμούνται όλο ακρίβεια μέσα από τις «αναβλύζουσες» περιγραφές του. Η ενέργεια του όρου ουσιώδης, κρίκος συνδετικός, κοινός παρονομαστής των διατυπώσεων εξασφαλίζει δίχως αμφιβολία έναν οιρμό συναισθηματικό, την αναγκαία ποσοτική και ποιοτική ένταση στις ποιητικές εκροές. Αυτές θα διαχωριστούν τελικά με έναν τρόπο διακριτικό, υπόγεια η λειτουργία του Πρίμπα, υπόκωφη, μα ανιχνεύσιμη. «Εξ-ουσία» στιχουργεί ο ποιητής για να ορίσει αξιωματικά την ανάδειξη των προοπτικών εκείνων, οι οποίες διαφεύγουν της ουσίας, είτε αυτή ερμηνευθεί ως ρεαλιστική απεικόνιση, είτε πάλι ενδυθεί την έννοια του ανθρώπινου περιεχομένου, της ύπαρξης. Ο Πρίμπας δεν επιθυμει να ξεπεράσει τα εσωτερικά οδοφράγματα. Μπορεί μόνο να τελέσει τη μυστηριακή λειτουργία της ποίησης, τραγουδώντας ευτυχισμένος το «ανεκπλήρωτο.»

Η ευθύτητα συνιστά μια από τις αρετές της ποίησης του Γιώργου Πρίμπα. Η χρήση της λέξεως «λέγει», η επανάληψη της αναφοράς της  ακριβώς την πράξη μιας διδασκαλίας εσωκλείει, καθιστώντας τους στίχους παραβολικούς, ικανούς να μεταδώσουν την έννοια μέσω μιας ευγενικής και αυστηρής διατύπωσης των πλέον ουσιωδών κατά τον ποιητή ζητημάτων. Το σχήμα εδώ βρίσκει την εφαρμογή του, όμως και πάλι, το νόημα, η ουσία υπερτερεί καθολικά, ενώ η φόρμα μπορεί να λειτουργήσει ως μέσο προσδιορισμού μιας αναγκαίας, συναισθηματικής υποβολής.

Στα πλαίσια της ευθύτητας αυτής εντάσσεται και το στοιχείο του πολιτικού λόγου, ως σχόλιο, το οποίο κατορθώνει να διατηρεί το χαρακτήρα του σε έναν απόλυτο βαθμό. Η φαντασία στην εξουσία, την οποία ευαγγελίζεται ο ποιητής δεν αποτελεί παρά μια παραλλαγή της ποιητικής θέσης, η οποία θέλει το συναίσθημα να ξεπερνά τη μορφή, να τη διασπά και τελικά να δημιουργεί τόσες διαφορετικές εκφάνσεις, όση και η ποικιλία ή η έντασή του. Ο Πρίμπας επιδιώκει το ξεπέρασμα της πραγματικότητας, όπως έχει επικρατήσει. Θέτει ως όχημα τη φαντασία, αφήνεται στην περιδήνησή του σε αυτήν για να διαπιστωθεί τελικά το θαύμα μιας αποκόλλησης από τα τετριμμένα πλαίσια του λόγου και της ουσίας του. Η συνέπεια της τιτλοφορίας και των λιτών, όσο και περιεκτικών, στιχουργικών διατυπώσεων του ποιητή συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός λόγου ικανοποιητικά αιχμηρού για να τεθεί στην υπηρεσία της ποιητικής αλήθειας. Ο Πρίμπας, διατηρώντας μια ολιγόλεκτη πληθωρικότητα, κρινόμενη ως έμφυτη εξαιτίας της ευκολίας με την οποία διαμορφώνεται, αποκαλύπτει τις «μονογραμματικές» καταβολές του, ορθώνοντας ένα λόγο προσωπικό, φανταστικό, χειμμαιρικό μέσα από την ενατένιση της πραγματικότητας. Η ευχάριστη αυτή υποψία για την ελύττεια καταγωγή του Πρίμπα, μόνο ως προσόν θα μπορούσε να θεωρηθεί για την ποίησή του αλλά και τον ίδιο προσωπικά. Η γλωσσοπλαστική του τάση, η ανάσυρση και η χρησιμοποίηση λέξεων σε κομβικές θέσεις των στίχων του, έρχονται να αποκαλύψουν την πρόθεση του ποιητή να θέσει στο φως μια ερμηνευτική προσέγγιση του ίδιου του του εαυτού. Μια τέτοια έκθεση μόνο από κάποιον που έχει συμφιλιωθεί με το ύφος και την ουσία του ως ποιητής, μπορεί να πραγματωθεί με ενδιαφέρον. Σημειώνεται, πως ουδέποτε στο έργο υπάρχει μια σαφής αναφορά στο συσχετισμό αυτό. Μα ως υποψία και μόνο, εξαιτίας του τίτλου, αλλά και μιας γενικότερης, φωτογενούς και χρωματικής θεώρησης του κόσμου προικίζεται το έργο του Πρίμπα με ένα ακόμη ενδιαφέρον.

Οι τίτλοι των έργων του Πρίμπα κρίνονται κατατοπιστικοί ως προς το περιεχόμενο και το πιο ουδιώδες νόημά τους.  Απόλυτα εκτεθειμένος ο ποιητής δεν διστάζει να προσδιορίσει τον προσωπικό του λόγο. Άλλοτε πεζολογικός, άλλοτε πάλι υπό τις αυστηρές, μουσικές απαιτήσεις του σονέτου, ο ποιητής φαντάζει θεατρικός, προσδιορίζοντας κάθε φορά το σκηνικό μέρος του λόγου, είτε αυτό αφορά εξωτερικές συνθήκες, είτε πάλι πλάθεται εκ των έσω. Ο Πρίμπας, εικονοποιεί, μιλά, αναδεικνύοντας την προφορικότητα σε ένα προσόν της ποίησής του, διαμορφώνοντας ένα θεατρικό περιβάλλον, το οποίο συμβάλλει στην έξαρση της έκφρασης. Η ποίησή του δημιουργεί «γειτονιές», σχηματίζει μια πόλη, εκεί λοιπόν κινείται. Το «άνω όριο» αφορά την προσωπική μνήμη, στο πιο ακραίο όριό της. Σε τούτη την περιοχή «τα πράγματα» συνεχίζουν να ζουν, αυθύπαρκτα, έξω και πέρα από τους ανθρώπους. Η ανθρώπινη απουσία υποκαθίσταται από την παρουσία της φύσης και της ύλης της.

Η δυσδιάκριτη παρουσία των προσωπικών επιθυμιών αποτελούν την αφετηρία της βαθμιαίας κορύφωσης. Ο Πρίμπας δεν υπεκφεύγει, δεν αρνείται την οριακή, ξανά ισχύ της επιθυμίας. Η ποιητική ειλικρίνεια καθίσταται έτσι εμφανής, καθώς μετατρέπεται σε μια ειλικρινή, οριακή, ανθρώπινη αδυναμία. Δεν τις αρνείται αυτές ο ποιητής. Τις πλουτίζει με τις προσωπικές αρχές του, τις αναδεικνύει, τις αποκαθιστά από τη δαιμονική τους φύση και τις υμνεί μες στους στίχους του, δίχως το φόβο, δίχως την απουσία του πάθους, που πρεσβεύει η λογική.

Ο χρόνος δεν θα μπορούσε να μην συμπεριλαμβάνεται στη θεματική του ποιητή Γιώργου Πρίμπα. Μόνο που σε τούτη την ποιητική περίπτωση, ο λόγος ακολουθεί μια αντίθετη ροή, καθρεφτίζεται και οδηγείται στη σταδιακή του αναίρεση. Με τούτο τον τρόπο επιτυγχάνεται η αποδόμηση του χρόνου. Έτσι ο Πρίμπας, με τούτη την παρηγορητική του προσέγγιση αποπειράται να διακόψει την καθολική επίδραση του χρόνου στα «ανθρώπινα.»

Ο ποιητικός λόγος του Πρίμπα ακολουθεί αξιωματικούς όρους. Έτσι σε αντιστοιχία με την αρχική διατύπωση για τη φόρμα, ο ποιητής δηλώνει πως «η τέχνη να αφορά τον κόσμο αδυνατεί.» Η ποίηση απελευθερώνεται εκ νέου, ο λόγος πλάθεται «άνευ πυρός και σιδήρου.»Η ποιοτική ανεπάρκεια του σύγχρονου προσώπου καθίσταται δευτερεύουσα, δικαιολογείται. Η έννοια του «ατομικού», το καταδικασμένο «εγώ» του ποιητή αποκτά λόγο ύπαρξης. Η τέχνη δεν μπορεί παρά να εκφράζει το ατομικό όραμα και είναι σπάνιες, όσο και μακάριες εκείνες οι περιπτώσεις που ο λόγος κατόρθωσε να εκφράσει μια ευρύτερη συλλογικότητα, αν όχι την ολότητα. Η ποίηση, η τέχνη γενικότερα εκφράζει πάντα το προσωπικό, εκείνο κάποτε λαμπρύνεται από μια γενική παραδοχή, γίνεται αλήθεια. Μα αληθινό, κατά τον Πρίμπα είναι και το αντίθετο της παραπάνω διαδικασίας, Αληθινή είναι και εκείνη η διαπίστωση, η οποία θέλει την τέχνη του προσώπου να παραμένει βυθσμένη μες στη μοναξιά, εκείνη που είναι συνάμα όνειρο και φόβος μαζί. Πιθανή δε, θεώρηση και εκείνη που θέλει το σύγχρονο άνθρωπο να αποτελεί ένα αδιάφορο υλικό για την τέχνη και πώς κανείς να δεχτεί ετούτη την περιφρόνηση. Τρέφεται, λοιπόν η τέχνη από το ίδιο το σώμα της και είναι ο άνθρωπος ο παρατηρητής, ο κατέχων πια τη θέση που αναλογεί στους φόβους και τους δισταγμούς, εκ των οποίων αποτελείται.

Ίσως να μπορούσαν να παραλειφθούν όλα τα παραπάνω. Ένα επιχείρημα διατυπωμένο από τον ίδιο τον ποιητή Γιώργο Πρίμπα, ίσως να φαντάζει αρκετό. «Ότι της νόησης, προϊόν του αισθητού.»

Δεν θα μπορούσε με πιο εύγλωττο και περιεκτικό τρόπο ο ποιητής να δηλώσει με ευκρίνεια το σημείο της αναφοράς του. Παραλείποντας, αγνοώντας τις κοινωνικές, τις άλλες, τις σκληρές, ποιητικές επιταγές που τόσο απροσδόκητα και αδέξια καθηλώνουν της αίσθησης τις «υγρές επιταχύνσεις», ο ποιητής δηλώνει ευθαρσώς πως «Χρέη και –ισμοί, τα δώρα των μοιρών. Σε μονοπάτι φως ζητώ, τ΄αχνάρια μου απαλλαγμένος.» Ακολουθούμε τον ποιητή Γιώργο Πρίμπα με πάθος σε τούτη την προσωπική του επανάσταση και τον επικροτούμε για το ολότελα, προσωπικό και ερωτικό του κίνημα. Ακολουθούμε τον ποιητή  με πάθος. Δίχως καμιά συγκατάβαση. Τούτα τα χρέη δεν χωρούν στην ποίηση. Με πάθος και θαυμασμό ακολουθούμε. Έτσι πράττουμε εμπρός σε εκείνα που πρωτίστως «παθαίνονται» και έπειτα νοούνται.