Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 25

Tζ. Έλλις ΜακΤάγκαρτ: H εξωπραγματικότητα του χρόνου

Μεταφράζει ο Αλέξανδρος Τσαντίλας


Ο John McTaggart Ellis McTaggart (1866 – 1925), φιλόσοφος, ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του Βρετανικού Ιδεαλισμού, μελετητής της φιλοσοφίας του Χέγκελ και καθηγητής στο Trinity College του Κέιμπριτζ. Υπήρξε φίλος και δάσκαλος του Bertrand Russell, αν και αργότερα οι σχέσεις τους δεν ήταν και οι καλύτερες.
Η εργογραφία του είναι εκτεταμένη: Παρ’ όλο που είχε ως απαρχή τη μεταφυσική και τη διαλεκτική του Χέγκελ, ο McTaggart αργότερα κατέληξε να διαφωνήσει με αυτόν και προσπάθησε στα μετέπειτα έργα του να διαμορφώσει τη δική του ερμηνεία περί του Απόλυτου.

Μαζί με αυτά των Green και Bradley, τα έργα του McTaggart κατατάσσονται στα μεγαλύτερα επιτεύγματα του Βρετανικού Ιδεαλισμού, ενώ διατηρούν ακόμη το ενδιαφέρον τους όσον αφορά την εξέλιξη της αναλυτικής φιλοσοφίας.

Η Εξωπραγματικότητα του Χρόνου (1908) είναι το γνωστότερο και, για πολλούς, το σημαντικότερο έργο του McTaggart.

*


Θα φαίνεται αναμφίβολα ιδιαίτερα παράδοξο να ισχυρίζεται κανείς ότι ο Χρόνος είναι εξωπραγματικός, κι ότι όλες οι δηλώσεις που συνεπάγονται την πραγματικότητα του είναι λανθασμένες. Ένας τέτοιου είδους ισχυρισμός συνεπάγεται μία μεγαλύτερη φυγή από την φυσική παραδοχή της ανθρωπότητας απ’ ότι θα αποτελούσε ο ισχυρισμός ότι ο Χώρος ή η Ύλη είναι κάτι το εξωπραγματικό. Μία τόσο αποφασιστική ρήξη με την φυσική αυτή παραδοχή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή ελαφρά τη καρδία. Μολαταύτα, δεν υπήρξε εποχή που η πεποίθηση για την εξωπραγματικότητα του χρόνου να μην είχε αποδειχθεί εξαιρετικά ελκυστική.

Το δόγμα αυτό έχει κεφαλαιώδη σημασία στην φιλοσοφία και την θρησκεία της Ανατολής∙ στην Δύση, όπου η φιλοσοφία και η θρησκεία δεν συνδέονται τόσο στενά, βλέπουμε το ίδιο δόγμα να επανέρχεται συνεχώς στο προσκήνιο, τόσο μεταξύ των φιλοσόφων όσο και μεταξύ των θεολόγων. Η Θεολογία ποτέ δεν ξεμακραίνει για μεγάλο χρονικό διάστημα από τον Μυστικισμό, και όλος σχεδόν ο Μυστικισμός αρνείται την πραγματικότητα του χρόνου. Στην φιλοσοφία, απ’ την άλλη μεριά, ο χρόνος θεωρείται ως εξωπραγματικός από τους Σπινόζα, Καντ, Χέγκελ, καθώς και από τον Σοπενχάουερ. Στην τωρινή φιλοσοφία, τα δύο σημαντικότερα ρεύματα (εξαιρώντας εκείνα που μέχρι στιγμής δεν τηρούν παρά μονάχα κριτική στάση) είναι εκείνα που στηρίζονται στον Χέγκελ, αφενός, και στον κ. Μπράντλεϊ αφετέρου: Και οι δύο αυτές σχολές αρνούνται εξίσου την πραγματικότητα του χρόνου. Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι μία τέτοια σύγκλιση απόψεων είναι πάρα πολύ σημαντική – και η σημασία αυτή δεν μειώνεται ούτε επειδή το δόγμα παίρνει τόσες διαφορετικές μορφές, ούτε επειδή υποστηρίζεται με βάση τόσο διαφορετικά μεταξύ τους επιχειρήματα.

Θεωρώ ότι ο χρόνος είναι εξωπραγματικός∙ ωστόσο, η πεποίθηση μου αυτή εδράζεται σε λόγους που, απ’ όσο δύναμαι να γνωρίζω, δεν αναφέρονται από κανέναν από τους φιλοσόφους που ανέφερα προηγουμένως, και στην παρούσα εργασία θα αποπειραθώ να τους εξηγήσω.

Οι θέσεις στον χρόνο, όπως ο χρόνος παρουσιάζεται prima facie σ’ εμάς, διακρίνονται με δύο τρόπους. Κάθε θέση είναι Προγενέστερη από κάποιες θέσεις και Μεταγενέστερη από κάποιες άλλες ∙ και κάθε θέση είναι είτε Παρελθόν, είτε Παρόν, είτε Μέλλον. Οι διακρίσεις της πρώτης κατάταξης είναι μόνιμης φύσεως, ενώ αυτές της δεύτερης όχι. Εάν το Μ είναι πάντα προγενέστερο του Ν, τότε θα είναι προγενέστερο σε όλες τις περιπτώσεις. Μολαταύτα, ένα γεγονός που αποτελεί τώρα παρόν, πριν ήταν μέλλον και μετά θα είναι παρελθόν.

Εφόσον οι διακρίσεις της πρώτης κατάταξης είναι μόνιμες, τότε μπορούν με αυτόν τον τρόπο να θεωρηθούν αντικειμενικότερες και πιο ουσιώδεις ως προς τη φύση του χρόνου. Παρ’ όλα αυτά, θεωρώ ότι κάτι τέτοιο θα ήταν λανθασμένο, κι ότι διάκριση μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος είναι εξίσου ουσιώδης ως προς τον χρόνο όσο και η διάκριση μεταξύ προγενέστερου και μεταγενέστερου, ενώ υπό κάποια έννοια, όπως θα δούμε παρακάτω, η διάκριση αυτή ενδέχεται να θεωρηθεί περισσότερο θεμελιώδης απ’ ότι η διάκριση μεταξύ προγενέστερου και μεταγενέστερου ∙ και ο λόγος που θεωρώ ότι ο χρόνος είναι εξωπραγματικός είναι ακριβώς επειδή οι διακρίσεις μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος φαίνονται, κατά τη γνώμη μου, να είναι ουσιώδεις σχετικά με τον χρόνο.

Χάριν συντομίας, θα αναφερθώ στη σειρά θέσεων η οποία εκτείνεται από το απώτερο παρελθόν έως το παρόν μέσα απ’ το εγγύς παρελθόν, και από το παρόν στο εγγύς και το απώτερο μέλλον, ονομάζοντάς την σειρά Α. Η σειρά με τις θέσεις που εκτείνονται από το προγενέστερο στο μεταγενέστερο θα ονομαστεί σειρά Β. Όσα περιέχονται σε μία θέση στο χρόνο ονομάζονται γεγονότα ∙ τα περιεχόμενα μίας και μόνο θέσης θα ονομαστούν ένα πλήθος γεγονότων (μολονότι θεωρώ ότι θα ήταν εξίσου αληθές, αν και όχι πιο αληθές, να ονομαστούν ένα και μόνο γεγονός. Αυτή δεν είναι μία καθολικώς αποδεκτή θεώρηση και δεν έχει κάποια σημασία για το επιχείρημα μου). Μία θέση στον χρόνο ονομάζεται στιγμή.

Το πρώτο ερώτημα που θα πρέπει να εξετάσουμε είναι αν είναι ουσιώδες ως προς τη φύση του χρόνου το να σχηματίζουν τα γεγονότα τόσο μία σειρά Α όσο και μίας σειρά Β ∙ διότι είναι ευθύς εξαρχής ξεκάθαρο ότι ποτέ δεν παρατηρούμε τον χρόνο με άλλο τρόπο πέρα από τον σχηματισμό και των δύο αυτών σειρών. Αντιλαμβανόμαστε τα γεγονότα στον χρόνο ως παροντικά, και αυτά είναι και τα μόνα γεγονότα που αντιλαμβανόμαστε με άμεσο τρόπο. Όλα τα άλλα γεγονότα που είτε μέσω μνήμης, είτε μέσω συμπερασμάτων θεωρούμε ως αληθή, τα αντιλαμβανόμαστε ως παρελθόν ή ως μέλλον – αυτά που είναι προγενέστερα του παρόντος αποτελούν παρελθόν, ενώ αυτά που είναι μεταγενέστερα του παρόντος αποτελούν μέλλον. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, τα γεγονότα στον χρόνο, όπως τα παρατηρούμε εμείς, σχηματίζουν τόσο μία σειρά Α, όσο και μία σειρά Β.

Ενδέχεται, όμως, αυτό να μην είναι παρά κάτι το υποκειμενικό. Ίσως η διάκριση που εισάγει η σειρά Α μεταξύ των θέσεων στον χρόνο – η διάκριση σε παρελθόν, παρόν, και μέλλον – να μην είναι παρά μία συνεχής ψευδαίσθηση του μυαλού μας, και η πραγματική φύση του χρόνου να περιλαμβάνει μόνο την διάκριση της σειράς Β – την διάκριση μεταξύ προγενέστερου και μεταγενέστερου. Στην περίπτωση αυτή, δεν θα μπορούσαμε να αντιληφθούμε τον χρόνο όπως πραγματικά είναι, αλλά θα μπορούσαμε ενδεχομένως να τον σκεφτούμε όπως είναι στην πραγματικότητα.

Η θεώρηση αυτή δεν είναι διαδεδομένη, αλλά έχει βρει ικανούς υποστηρικτές. Θεωρώ ότι είναι αβάσιμη επειδή, όπως ανέφερα προηγουμένως, η σειρά Α είναι κατά τη γνώμη μου ουσιώδης ως προς τη φύση του χρόνου και κάθε δυσκολία στο να θεωρηθεί η σειρά Α πραγματική αποτελεί εξίσου δυσκολία στο να θεωρηθεί πραγματικός και ο χρόνος.

Θα μπορούσε, υποθέτω, να γίνει καθολικώς αποδεκτή η άποψη ότι ο χρόνος περιλαμβάνει μεταβολή. Ένα πράγμα μπορεί όντως να υπάρχει αμετάβλητο κατά τη διάρκεια της παρέλευσης μίας οποιαδήποτε χρονικής περιόδου. Όταν όμως θέτουμε το ερώτημα, τί εννοούμε όταν λέμε ότι υπήρξαν διαφορετικές στιγμές του χρόνου, ή ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, όπου το πράγμα αυτό ήταν το ίδιο, τότε ανακαλύπτουμε πως αυτό που εννοούμε είναι ότι το πράγμα παρέμεινε το ίδιο ενώ μεταβάλλονταν άλλα πράγματα. Ένα σύμπαν όπου τίποτα και με κανένα τρόπο δεν θα μεταβάλλονταν (συμπεριλαμβανομένων και των σκέψεων που κάνουν τα ενσυνείδητα όντα εντός του) θα ήταν ένα άχρονο σύμπαν.

Εάν, σε αυτή τη περίπτωση, μία σειρά Β χωρίς μία σειρά Α μπορεί να συγκροτήσει χρόνο, η μεταβολή θα πρέπει να είναι δυνατή χωρίς μία σειρά Α. Ας υποθέσουμε ότι η διάκριση μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος δεν ισχύει όσον αφορά την πραγματικότητα. Μπορεί η μεταβολή να ισχύει ως προς την πραγματικότητα; Τι είναι αυτό που μεταβάλλεται;

Θα μπορούσαμε, άραγε, να πούμε ότι σ’ έναν χρόνο που σχημάτισε μία σειρά Β, αλλά όχι μία σειρά Α, η μεταβολή είχε να κάνει με τ’ ότι ένα γεγονός έπαυσε να είναι γεγονός, ενώ ένα άλλο γεγονός ξεκίνησε να αποτελεί γεγονός; Αν πρόκειται για τέτοια περίπτωση, τότε σίγουρα θα έχουμε μεταβολή.

Αυτό όμως είναι κάτι αδύνατο. Ένα γεγονός δεν μπορεί ποτέ να παύσει να είναι γεγονός. Δεν μπορεί ποτέ να βγει απ’ οποιαδήποτε χρονική σειρά στην οποία συναντάται εφόσον είναι κομμάτι της. Εάν το Ν είναι πάντα προγενέστερο του Ο και μεταγενέστερο του Μ, τότε πάντα θα είναι προγενέστερο του Ο, όπως και πάντα ήταν προγενέστερο του Ο και μεταγενέστερο του Μ, δεδομένου ότι οι σχέσεις μεταξύ προγενέστερου και μεταγενέστερου είναι μόνιμες. Και αν, σύμφωνα με τη τωρινή μας υπόθεση, ο χρόνος αποτελείται μόνο από μία σειρά Β, το Ν πάντα θα κατέχει μία θέση(1) σε μία χρονική σειρά, και πάντα κατείχε σε αυτή τη σειρά μια θέση . Αυτό είναι, πάντα θα είναι, και πάντα ήταν ένα γεγονός, και δεν μπορεί ούτε να ξεκινήσει, ούτε να παύσει να είναι γεγονός.

Ή μήπως μπορούμε να πούμε ότι ένα γεγονός Μ συνενώνεται με ένα άλλο γεγονός Ν, διατηρώντας ταυτόχρονα μία καθορισμένη ταυτότητα μέσω ενός αμετάβλητου στοιχείου, έτσι ώστε να μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι όχι μόνο το Μ έχει παύσει και έχει ξεκινήσει το Ν, αλλά ότι το Μ είναι αυτό που έχει μετατραπεί σε Ν; Ανακύπτει πάλι η ίδια δυσκολία. Τα Μ και Ν μπορεί να έχουν ένα κοινό στοιχείο, αλλά δεν αποτελούν το ίδιο γεγονός∙ δεν θα υπήρχε μεταβολή αν ίσχυε το αντίθετο. Εάν λοιπόν το Μ σε κάποια συγκεκριμένη στιγμή μεταβάλλεται σε Ν, τότε τη στιγμή εκείνη το Μ παύει να είναι Μ και το Ν ξεκινάει να είναι Ν. Παρατηρήσαμε εντούτοις ότι κανένα γεγονός δεν μπορεί να παύσει ή να ξεκινήσει να είναι γεγονός από μόνο του, μιας και δεν παύει να κατέχει μία θέση ως αυτό καθ’ αυτό το γεγονός στην σειρά Β. Ως εκ τούτου, ένα γεγονός δεν μπορεί να μεταβληθεί σε ένα άλλο.

Είναι εξίσου αδύνατο να αναζητήσουμε την μεταβολή στις αριθμητικά διαφορετικές στιγμές του απόλυτου χρόνου, αν βέβαια υποτεθεί ότι όντως υπάρχουν τέτοιες στιγμές, μιας και τα ίδια επιχειρήματα θα ισχύσουν και σε αυτή την περίπτωση. Κάθε μία από τις στιγμές αυτές θα κατέχει τη δική της θέση στη σειρά Β, εφόσον κάθε μία θα είναι ή προγενέστερη ή μεταγενέστερη από κάθε άλλη στιγμή στη σειρά αυτή. Και, αφού η σειρά Β υποδεικνύει μόνιμες σχέσεις, καμία στιγμή δεν μπορεί ούτε να παύσει να υφίσταται, ούτε και να μετατραπεί σε μία άλλη στιγμή.

Άρα, αφού οτιδήποτε συμβαίνει στον χρόνο ούτε ξεκινάει, ούτε παύει να είναι, ούτε ξεκινάει ή παύει να είναι αυτό καθ’ αυτό που είναι, και αφού, για μία ακόμη φορά, η μεταβολή για να υπάρξει οφείλει να είναι μεταβολή των όσων συμβαίνουν στον χρόνο (μιας και το άχρονο δεν μεταβάλλεται), δηλώνω ότι παραμένει μοναχά μία εναλλακτική. Οι μεταβολές που πρέπει να συμβούν σε γεγονότα πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως που η εμφάνιση τους και να μην παρεμποδίσει τα γεγονότα απ’ το να είναι γεγονότα, αλλά ούτε και να τα παρεμποδίσει απ’ το να είναι τα ίδια γεγονότα, τόσο πριν όσο και μετά, αφότου μεταβληθούν.

Έχοντας αυτό ως δεδομένο, τι χαρακτηριστικά ενός γεγονότος υπάρχουν που να μπορούν να το μεταβάλλουν μεν, αλλά παρ’ όλα αυτά να αφήσουν το γεγονός ως έχει; (Χρησιμοποιώ την λέξη χαρακτηριστικό ως γενικό όρο προκειμένου να συμπεριλάβω και τις ιδιότητες που κατέχει το γεγονός, αλλά και τις σχέσεις των οποίων αποτελεί όρο – ή, καλύτερα, για να συμπεριλάβω τ’ ότι το γεγονός είναι όρος των σχέσεων αυτών). Μου φαίνεται ότι υφίσταται μοναχά μία τάξη τέτοιων χαρακτηριστικών, και η τάξη αυτή είναι ο προσδιορισμός του υπό εξέταση γεγονότος με τους όρους της σειράς Α.

Σκεφτείτε ένα οποιοδήποτε γεγονός – λόγου χάρη, τον θάνατο της Βασίλισσας Άννας – και αναλογιστείτε τι είδους μεταβολή μπορεί να πραγματοποιηθεί στα χαρακτηριστικά του: Πρόκειται για έναν θάνατο∙ πρόκειται για τον θάνατο της Άννας Στίουαρτ, και έχει αυτά τα αίτια και αυτές τις επιπτώσεις – κάθε χαρακτηριστικό τέτοιου είδους ουδέποτε μεταβάλλεται. «Πριν τα αστέρια το ένα το άλλο θωρήσουν»(2), το υπό εξέταση γεγονός ήταν ο θάνατος μίας Αγγλίδας Βασίλισσας. Στην ύστατη στιγμή του χρόνου – αν ο χρόνος έχει ύστατη στιγμή – το υπό εξέταση γεγονός θα παραμείνει ο θάνατος μίας Αγγλίδας Βασίλισσας. Δεν θα επιδέχεται μεταβολή σε καμία από τις εκφάνσεις του, εκτός από μία∙ σε αυτήν, όμως, μεταβάλλεται. Ξεκίνησε όντας ένα μελλοντικό γεγονός. Μετατράπηκε, σε κάθε στιγμή, σε γεγονός στο εγγύς μέλλον. Επιτέλους έγινε παρόν. Έπειτα έγινε παρελθόν, και ως τέτοιο θα παραμένει πάντοτε, αν και με κάθε στιγμή που περνάει γίνεται ολοένα και πιο παρελθόν.

Έτσι, φαίνεται πως είμαστε αναγκασμένοι να συμπεράνουμε ότι κάθε μεταβολή δεν είναι παρά μεταβολή των χαρακτηριστικών που μεταβιβάζονται στα γεγονότα λόγω της παρουσίας τους στη σειρά Α, ασχέτως του αν τα χαρακτηριστικά αυτά είναι ιδιότητες ή σχέσεις.

Εάν τα χαρακτηριστικά αυτά είναι ιδιότητες, τότε οφείλουμε να αποδεχτούμε ότι τα γεγονότα δεν θα είναι πάντα τα ίδια, μιας και ένα γεγονός του οποίου οι ιδιότητες τροποποιούνται είναι φυσικό να μην είναι εξ ολοκλήρου το ίδιο. Μεταξύ άλλων, ακόμη και αν τα χαρακτηριστικά είναι σχέσεις, τότε τα γεγονότα πάλι δεν θα είναι εξ ολοκλήρου τα ίδια, εφόσον – όπως θεωρώ πως ισχύει – η σχέση μεταξύ του Χ και του Υ προϋποθέτει ότι εντός του Χ ενυπάρχει μία ιδιότητα σχέσεως με το Υ(3). Σε αυτή την περίπτωση βρισκόμαστε μπροστά σε δύο εναλλακτικές: Μπορούμε να αποδεχτούμε ότι τα γεγονότα όντως μετέβαλλαν τη φύση τους σε σχέση με τα χαρακτηριστικά αυτά, αν και όχι ως προς κάθε άλλο χαρακτηριστικό. Δεν βρίσκω κάποια δυσκολία στο να αποδεχτώ κάτι τέτοιο, μιας και η αποδοχή αυτή θα τοποθετούσε τους προσδιορισμούς της σειράς Α σε μία ιδιαίτερα ξεχωριστή θέση μεταξύ των χαρακτηριστικών του γεγονότος, αλλά οι προσδιορισμοί αυτοί θα αποτελούσαν ιδιαίτερα ξεχωριστά χαρακτηριστικά σε κάθε άλλη θεωρία. Είναι συνηθισμένο, λόγου χάρη, να λέμε ότι ένα παρελθοντικό γεγονός δεν μεταβάλλεται ποτέ, αλλά δεν βρίσκω το λόγο αντί αυτού να μην λέμε ότι «ένα παρελθοντικό γεγονός μεταβάλλεται μόνο ως προς ένα στοιχείο – ότι κάθε στιγμή μετατοπίζεται ολοένα και μακρύτερα από το παρόν απ’ ότι πριν». Αν και δεν βρίσκω κάποια εγγενή δυσκολία σε αυτή τη θεώρηση, δεν πιστεύω ότι η εναλλακτική αυτή είναι εντέλει αληθής∙ και αυτό γιατί εάν, όπως θεωρώ, ο χρόνος είναι εξωπραγματικός, η αποδοχή ότι ένα γεγονός στον χρόνο όπως αυτό θα μεταβαλλόταν όσον αφορά την θέση του στη σειρά Α δεν θα συνεπαγόταν ότι υπάρχει κάτι που έχει σημειώσει μεταβολή στην πραγματικότητα.

Έτσι, χωρίς τη σειρά Α δεν μπορεί να υπάρξει μεταβολή, και συνεπώς η σειρά Β από μόνη της δεν επαρκεί για τον χρόνο, δεδομένου ότι ο χρόνος συνεπάγεται μεταβολή.

Η σειρά Β, ωστόσο, δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο ως χρονική, αφού το προγενέστερο και το μεταγενέστερο, οι διακρίσεις απ’ τις οποίες αποτελείται, είναι ξεκάθαρα χρονικοί προσδιορισμοί. Οπότε, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι δεν μπορεί να υπάρξει σειρά Β εκεί όπου δεν υπάρχει σειρά Α, αφού εκεί που δεν υπάρχει σειρά Α δεν υπάρχει ούτε και χρόνος.

Αυτό όμως δεν συνεπάγεται ότι αν αφαιρέσουμε τους προσδιορισμούς της σειράς Α από τον χρόνο, τότε δεν θα παραμείνει και η σειρά. Υπάρχει μία σειρά – η σειρά των μόνιμων σχέσεων ανάμεσα στις πραγματικότητες που αποτελούν γεγονότα στον χρόνο – και ο χρόνος προκύπτει από τον συνδυασμό αυτής της σειράς με τους προσδιορισμούς από την σειρά Α. Αλλά, αυτή η άλλη σειρά – ας την ονομάσουμε σειρά Γ – δεν είναι χρονική, δεδομένου ότι δεν περιλαμβάνει μεταβολή, αλλά μοναχά μια διάταξη. Τα γεγονότα ακολουθούν μια διάταξη. Ας πούμε ότι ακολουθούν τη διάταξη Μ, Ν, Ξ, Ο - ως εκ τούτου, δεν ακολουθούν τη διάταξη Μ, Ο, Ν, Ξ ή τη διάταξη Ο, Ν, Μ, Ξ, ή οποιαδήποτε άλλη πιθανή διάταξη. Τ’ ότι έχουν αυτή τη διάταξη, όμως, δεν υποδεικνύει ότι υπάρχει κάποια άλλη μεταβολή πέραν αυτής που θα μπορούσε να έχει η διάταξη των γραμμάτων στο αλφάβητο ή η διάταξη στη σειρά των εγγεγραμμένων Μελών στα Πρακτικά της Βουλής των Λόρδων. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι πραγματικότητες αυτές που φαίνονται σ’ εμάς ως γεγονότα μπορούν να σχηματίσουν μία τέτοια σειρά χωρίς να μπορούν να λάβουν την ονομασία των γεγονότων, μιας και η ονομασία αυτή δίνεται μόνο σε πραγματικότητες που βρίσκονται σε μία χρονική σειρά. Οι σχέσεις εντός της σειράς Γ μετατρέπονται σε σχέσεις προγενέστερου και μεταγενέστερου μόνο όταν υπεισέρχονται σε αυτές η μεταβολή και ο χρόνος, και με αυτό τον τρόπο η σειρά Γ γίνεται σειρά Β.

Η γέννηση μιας σειράς Β και του χρόνου απαιτεί εντούτοις κάτι περισσότερο από την σειρά Γ και το συμβάν της μεταβολής, κι αυτό επειδή η μεταβολή πρέπει να συμβεί προς μία συγκεκριμένη κατεύθυνση∙ και η σειρά Γ μπορεί μεν να προσδιορίζει τη διάταξη, δεν προσδιορίζει όμως την κατεύθυνση. Αν η σειρά Γ έχει τη ακολουθία Μ, Ν, Ξ, Ο, τότε η σειρά Β απ’ το προγενέστερο στο μεταγενέστερο δεν μπορεί να είναι μία ακολουθία Μ, Ξ, Ν, Ο ή Μ, Ο, Ξ, Ν ή να διατάσσεται με παραπάνω από δύο τρόπους. Μπορεί όμως να έχει τη διάταξη Μ, Ν, Ξ, Ο (έτσι ώστε το Μ να είναι προγενέστερο και το Ο μεταγενέστερο) ή Ο, Ξ, Ν, Μ (έτσι ώστε το Ο να είναι προγενέστερο και το Μ μεταγενέστερο). Και τίποτα στη σειρά Γ ή το συμβάν της μεταβολής δεν μπορεί να προσδιορίσει ποια απ’ τις δύο θα είναι η ακολουθία της διάταξης.

Μία μη χρονική σειρά δεν διαθέτει δική της κατεύθυνση, αν και ακολουθεί μία διάταξη. Αν διατηρήσουμε τη σειρά των φυσικών αριθμών, δεν μπορούμε να τοποθετήσουμε το 17 μεταξύ του 21 και του 26∙ παρ’ όλα αυτά, διατηρούμε τη σειρά ασχέτως του αν πηγαίνουμε απ’ το 17 στο 26 μέσω του 21, ή αν πηγαίνουμε μέσω του 21 απ’ το 26 στο 17. Η πρώτη κατεύθυνση μας φαίνεται πιο φυσική, επειδή η σειρά διαθέτει μόνο ένα άκρο και είναι γενικά βολικότερο να έχουμε το άκρο αυτό ως σημείο αφετηρίας παρά ως κατάληξη∙ διατηρούμε όμως τη σειρά ακόμη κι όταν μετράμε ανάποδα.

Αν πάλι στραφούμε στη σειρά των κατηγοριών της διαλεκτικής του Χέγκελ, η σειρά μας αποτρέπει απ’ το να τοποθετήσουμε την Απόλυτη Ιδέα μεταξύ του Είναι και της Αιτιότητας∙ μας επιτρέπει, ωστόσο, να κάνουμε τη μετάβαση από το Είναι στην Απόλυτη Ιδέα μέσω της Αιτιότητας, ή να μεταβούμε μέσω της Αιτιότητας από την Απόλυτη Ιδέα στο Είναι. Σύμφωνα με τον Χέγκελ, η πρώτη αποτελεί την κίνηση της απόδειξης, και είναι κατ’ αυτό τον τρόπο σε γενικές γραμμές η καταλληλότερη διάταξη απαρίθμησης. Αν, όμως, μας βολεύει να απαριθμούμε προς την αντίστροφη κατεύθυνση, πάλι θα έχουμε τη δυνατότητα να παρατηρούμε τη σειρά.

Επομένως, μία μη χρονική σειρά δεν διαθέτει από μόνη της κατεύθυνση, αν και κάποιος μπορεί, συλλογιζόμενος τη σειρά, να τοποθετήσει τους όρους προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, ανάλογα με το πώς τον βολεύει. Με τον ίδιο τρόπο, κάποιος που φέρνει στο νου του μία χρονική σειρά μπορεί να την σκεφτεί να πηγαίνει προς τη μία ή προς την άλλη κατεύθυνση. Μπορώ να χαράξω τη διάταξη των γεγονότων από τη Μεγάλη Χάρτα στην Θρησκευτική Μεταρρύθμιση, ή από την Θρησκευτική Μεταρρύθμιση στη Μεγάλη Χάρτα. Σε κάθε περίπτωση όμως, όταν έχουμε να κάνουμε με την χρονική σειρά δεν μας απασχολεί μόνο μια μεταβολή που επέρχεται λόγω κάποιου εξωτερικού στοχαστή, αλλά μια μεταβολή που ανήκει στην ίδια τη σειρά, και η μεταβολή αυτή έχει τη δική της κατεύθυνση. Η Μεγάλη Χάρτα συνέβη πριν την Θρησκευτική Μεταρρύθμιση, και η Θρησκευτική Μεταρρύθμιση δεν προέκυψε πριν από τη Μεγάλη Χάρτα.

Κατά συνέπεια, πέραν της σειράς Γ και του συμβάντος της μεταβολής, για να προκύψει χρόνος θα πρέπει να υπάρχει ως δεδομένο και το ότι η μεταβολή θα είναι προς μία κατεύθυνση κι όχι προς μία άλλη. Μπορούμε τώρα να δούμε ότι η σειρά Α, μαζί με τη σειρά Γ, επαρκούν για να μας δώσουν τον χρόνο, διότι για να έχουμε μεταβολή και η μεταβολή αυτή να έχει μία δεδομένη κατεύθυνση, αρκεί μία θέση στη σειρά Γ να είναι Παρόν, αποκλείοντας όλες τις άλλες, και το χαρακτηριστικό αυτό της παροντικότητας να μπορεί να μεταδοθεί στη σειρά με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε όλες οι θέσεις στη μία μεριά της σειράς να ήταν παρόν, και όλες οι θέσεις στην άλλη μεριά της να γίνουν παρόν. Αυτό που ήταν παρόν είναι Παρελθόν, και αυτό που θα γίνει παρόν είναι Μέλλον(4). Έτσι, στο προηγούμενο μας συμπέρασμα σχετικά με τ’ ότι δεν μπορεί να υπάρξει χρόνος εκτός κι αν η σειρά Α είναι αληθής ως προς την πραγματικότητα, μπορούμε να προσθέσουμε το επιπλέον συμπέρασμα του ότι για να συγκροτηθεί μία χρονική σειρά δεν απαιτούνται άλλα στοιχεία πέρα από μία σειρά Α και μία σειρά Γ.

Μπορούμε να συνοψίσουμε τις σχέσεις των τριών σειρών προς τον χρόνο ως εξής: Οι σειρές Α και Β είναι εξίσου ουσιώδεις ως προς τον χρόνο, που θα πρέπει να διακριθεί σε παρελθόν, παρόν και μέλλον, και που θα πρέπει με παρόμοιο τρόπο να διακριθεί σε προγενέστερος και μεταγενέστερος. Εντούτοις, οι δύο σειρές δεν είναι ισότιμα θεμελιώδεις. Οι διακρίσεις της σειράς Α είναι απόλυτες. Αδυνατούμε να εξηγήσουμε τι εννοούμε λέγοντας παρελθόν, παρόν και μέλλον. Μπορούμε, έως κάποιο σημείο, να κάνουμε μια περιγραφή τους, αλλά δεν γίνεται να τα ορίσουμε. Μπορούμε να δείξουμε το νόημα τους με παραδείγματα. Αν κάποιος μας ρωτήσει, μπορούμε να του πούμε «Αυτό που έφαγες το πρωί είναι παρελθόν∙ αυτή η συζήτηση είναι παρόν∙ το δείπνο που θα φας το βράδυ είναι μέλλον». Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα περισσότερο.

Απ’ την άλλη μεριά, η σειρά Β δεν είναι απόλυτη: Αν θεωρήσουμε ως δεδομένη μία σειρά Γ της οποίας οι όροι έχουν μόνιμες σχέσεις, και που δεν είναι αυτή καθ’ αυτή χρονική σαν σειρά, άρα δεν είναι και σειρά Β, και έχοντας το περαιτέρω δεδομένο ότι οι όροι αυτής της σειράς Γ σχηματίζουν κι αυτοί μία σειρά Α, καταλήγοντας στ’ ότι οι όροι της σειράς Γ σχηματίζουν μία σειρά Β, προκύπτει έτσι ότι οι όροι που τοποθετούνται πρώτοι στην κατεύθυνση από το παρόν προς το μέλλον θα είναι προγενέστεροι από εκείνους των οποίων οι θέσεις είναι πιο μακριά προς στην κατεύθυνση του μέλλοντος.

Η σειρά Γ, όμως, είναι τόσο απόλυτη όσο και η σειρά Α. Δεν μπορούμε να την εξάγουμε από κάπου αλλού. Τ’ ότι οι μονάδες του χρόνου σχηματίζουν όντως μια σειρά, της οποίας οι σχέσεις είναι μόνιμες, είναι τόσο απόλυτο όσο και τ’ ότι καθεμιά από αυτές αποτελεί παρόν, παρελθόν, ή μέλλον: Διότι αποδεχόμαστε πως είναι ουσιώδες για τον χρόνο η κάθε μία του στιγμή να είναι είτε προγενέστερη, είτε μεταγενέστερη από κάθε άλλη στιγμή, και οι σχέσεις αυτές είναι μόνιμες. Και η σειρά Β δεν μπορεί να αποτελέσει προϊόν της σειράς Α και μόνο. Η σειρά Β προκύπτει μόνο με τον συνδυασμό της σειράς Α με τη σειρά Γ, δηλαδή όταν συνδυάζονται η μεταβολή και η κατεύθυνση με τη μονιμότητα.

Ο γενικός σκοπός της εργασίας αυτής δεν απαιτεί παρά μόνο ένα τμήμα από το συμπέρασμα στο οποίο έχω τώρα φτάσει. Επιδιώκω να βασίσω την εξωπραγματικότητα του χρόνου όχι μοναχά στ’ ότι η σειρά Α έχει πιο θεμελιώδη σημασία απ’ ότι η σειρά Β, αλλά στ’ ότι η σειρά Α είναι εξίσου ουσιώδης όσο και η σειρά Β – ότι, με άλλα λόγια, οι διακρίσεις σε παρελθόν, παρόν και μέλλον είναι ουσιώδεις ως προς το χρόνο, έτσι ώστε αν οι διακρίσεις δεν είναι ποτέ αληθείς ως προς την πραγματικότητα, τότε δεν υπάρχει καμία πραγματικότητα στον χρόνο.

Η άποψη αυτή, ασχέτως του αν είναι αληθής ή ψευδής, δεν θα πρέπει να προκαλεί καμία έκπληξη. Τονίστηκε πιο πριν ότι ο χρόνος, όπως εμείς τον αντιλαμβανόμαστε, πάντα παρουσιάζει τις διακρίσεις αυτές∙ και αυτό θεωρείται γενικά πως πρόκειται για ένα πραγματικό χαρακτηριστικό του χρόνου, κι όχι για μία ψευδαίσθηση που οφείλεται στον τρόπο που ο χρόνος γίνεται αντιληπτός από εμάς. Οι φιλόσοφοι, στην πλειοψηφία τους, ασχέτως του αν θεωρούσαν ότι ο χρόνος είναι πραγματικός ή όχι, εκλάμβαναν τις διακρίσεις της σειράς Α ως ουσιώδεις ως προς τον χρόνο.

Όταν κάποιος υποστηρίζει την αντίθετη άποψη, θεωρώ ότι σε γενικές γραμμές βασίζεται στην πεποίθηση (και ορθώς πράττει, όπως θα προσπαθήσω αργότερα να αποδείξω) ότι οι διακρίσεις σε παρόν, παρελθόν και μέλλον δεν μπορούν να είναι αληθείς απέναντι στην πραγματικότητα και κατά συνέπεια, αν είναι να διασωθεί η πραγματικότητα του χρόνου, τότε η αμφισβητούμενη διάκριση θα πρέπει να φανεί ότι είναι μη ουσιώδης ως προς αυτόν. Το τεκμήριο θεωρούνταν ότι αφορά την πραγματικότητα του χρόνου, δίνοντας μας έτσι τον λόγο για να απορρίψουμε τη σειρά Α σαν μη ουσιώδη ως προς αυτόν. Έτσι, όμως, δεν θα καταλήγαμε παρά μοναχά σ’ ένα τεκμήριο και τίποτε άλλο. Αν η ανάλυση της έννοιας του χρόνου αποδείκνυε ότι αφαιρώντας τη σειρά Α ο χρόνος οδηγείται σε καταστροφή, τότε το επιχείρημα αυτό θα καταρριπτόταν, και η εξωπραγματικότητα της σειράς Α θα συνεπαγόταν την εξωπραγματικότητα του χρόνου.

Επιδίωξα να δείξω ότι η αφαίρεση της σειράς Α όντως καταστρέφει τον χρόνο. Υπάρχουν όμως δύο ενστάσεις απέναντι σ’ αυτή τη θεωρία, στις οποίες θα πρέπει τώρα να στρέψουμε την προσοχή μας.

Η πρώτη ένσταση αφορά τις χρονικές σειρές που δεν υπάρχουν στ’ αλήθεια, αλλά που θεωρούνται λανθασμένα ως υπαρκτές, ή που έχουν πλαστεί στη φαντασία ως υπαρκτές∙ οι περιπέτειες του Δον Κιχώτη, λόγου χάρη. Έχει ειπωθεί ότι η σειρά αυτή δεν αποτελεί σειρά Α. Δεν μπορώ επί του παρόντος να αποφανθώ ότι αποτελεί είτε παρελθόν, είτε παρόν, είτε μέλλον. Γνωρίζω ότι όντως δεν είναι τίποτε από τα τρία. Παρ’ όλα αυτά, λέγεται ότι σίγουρα αποτελεί σειρά Β. Η περιπέτεια με τους κατάδικους στα κάτεργα, παραδείγματος χάριν, είναι μεταγενέστερη της περιπέτειας με τους ανεμόμυλους ∙ και μία σειρά Β συνεπάγεται χρόνο. Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι μία σειρά Α δεν είναι ουσιώδης ως προς τον χρόνο.

Η απάντηση που πιστεύω πως πρέπει να δοθεί σε αυτή την ένσταση έχει ως εξής: Ο χρόνος ανήκει μόνο σε κάτι που είναι υπαρκτό. Αν υπάρχει οποιαδήποτε πραγματικότητα στον χρόνο, αυτή προϋποθέτει ότι υπάρχει και η πραγματικότητα η οποία διερευνάται. Φαντάζομαι ότι αυτό θα είναι καθολικώς αποδεκτό. Μπορεί κανείς να αμφισβητήσει το κατά πόσο όλα όσα υπάρχουν βρίσκονται στον χρόνο, ή το αν ο χρόνος περιλαμβάνει έστω και κάτι το πραγματικά υπαρκτό, αλλά κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει πως για να βρίσκεται κάτι στον χρόνο, πρέπει αυτό να είναι κάτι το υπαρκτό.

Οπότε τι το υπαρκτό μπορεί να βρει κανείς στις περιπέτειες του Δον Κιχώτη; Τίποτα, κι αυτό διότι η ιστορία είναι προϊόν φαντασίας. Οι πράξεις που έκανε ο Θερβάντες με τον νου του καθώς επινοούσε την ιστορία, οι πράξεις που κάνω εγώ με τον δικό μου νου όταν την συλλογίζομαι – αυτές είναι υπαρκτές. Αλλά αυτές σχηματίζουν ένα τμήμα μίας σειράς Α. Η επινόηση της ιστορίας του Θερβάντες βρίσκεται στο παρελθόν. Ο δικός μου συλλογισμός της ιστορίας του βρίσκεται στο παρελθόν, στο παρόν και – υποθέτω – στο μέλλον.

Ένα παιδί, ωστόσο, ενδέχεται να πιστέψει ότι οι ιστορίες του Δον Κιχώτη είναι αληθινά ιστορικά γεγονότα. Κι εγώ επίσης, καθώς τις διαβάζω, μπορώ με τη φαντασία μου να τις φανταστώ σαν να έχουν συμβεί στ’ αλήθεια. Στην περίπτωση αυτή, οι περιπέτειες θεωρούνται ως υπαρκτές ή επινοημένες ως υπαρκτές. Τότε όμως θα θεωρούνται ότι βρίσκονται στη σειρά Α, ή ότι έχουν επινοηθεί ως τμήματα της σειράς Α. Το παιδί που πιστεύει ότι είναι ιστορικά γεγονότα θα πιστέψει ότι συνέβησαν στο παρελθόν. Με παρόμοιο τρόπο, αν κάποιος πίστευε ότι τα γεγονότα που καταγράφει ο Ουίλιαμ Μόρρις στα Νέα από Πουθενά(4) είναι αληθινά, ή πως τα είχε φανταστεί ως αληθινά, τότε ή θα πίστευε ότι υπάρχουν στο μέλλον, ή θα φανταζόταν ότι είναι υπαρκτά στο μέλλον. Το αν θα τοποθετήσουμε το αντικείμενο των πεποιθήσεων ή της φαντασίας μας στο παρόν, το παρελθόν ή το μέλλον θα εξαρτηθεί από τα χαρακτηριστικά που έχει το αντικείμενο αυτό. Σε κάθε περίπτωση, όμως, θα τοποθετηθεί κάπου μέσα στη σειρά Α.

Συνεπώς, η απάντηση στην ένσταση είναι ότι αν κάτι βρίσκεται στον χρόνο, τότε θα βρίσκεται στη σειρά Α. Αν βρίσκεται πραγματικά στον χρόνο, τότε θα βρίσκεται πραγματικά εντός της σειράς Α. Αν θεωρείται ότι βρίσκεται στον χρόνο, τότε θεωρείται ότι θα βρίσκεται στην σειρά Α. Εάν έχει επινοηθεί ως ευρισκόμενο στον χρόνο, τότε θα έχει επινοηθεί ως ευρισκόμενο εντός της σειράς Α.

Η δεύτερη ένσταση βασίζεται σε μία πιθανότητα που έχει προταθεί από τον κ. Μπράντλεϊ, σύμφωνα με την οποία η πραγματικότητα ενδέχεται να εμπεριέχει μερικές ανεξάρτητες χρονικές σειρές. Ο κ. Μπράντλεϊ θεωρεί ότι ο χρόνος δεν είναι παρά φαινομενικός ∙ πραγματικός χρόνος δεν υφίσταται καθόλου, άρα δεν υφίστανται και κάποιες πραγματικές χρονικές σειρές. Η υπόθεση, εντούτοις, αφορά τ’ ότι η πραγματικότητα θα πρέπει να εμπεριέχει ορισμένες πραγματικές και ανεξάρτητες χρονικές σειρές.

Η ένσταση, υποθέτω, έχει να κάνει με τ’ ότι οι χρονικές σειρές θα ήταν όλες πραγματικές, ενώ η διάκριση σε παρελθόν, παρόν και μέλλον θα αποκτά νόημα μόνο στο εσωτερικό κάθε σειράς, οπότε δεν μπορεί εντέλει να θεωρηθεί ότι είναι πραγματικά διάκριση. Θα υπήρχαν, λόγου χάρη, πολλά παρόντα. Βέβαια, πολλά σημεία του χρόνου μπορούν να αποτελούν παρόν (κάθε σημείο σε κάθε χρονική σειρά έχει υπάρξει παρόν μία φορά), αλλά θα πρέπει να είναι παρόν με διαδοχικό τρόπο ∙ και τα παρόντα σε διαφορετικές χρονικές σειρές δεν θα μπορούσαν να είναι διαδοχικά, μιας και δεν βρίσκονται στον ίδιο χρόνο (ούτε μπορούν να υφίστανται ταυτόχρονα, αφού κάτι τέτοιο επίσης συνεπάγεται ότι βρίσκονται στον ίδιο χρόνο. Δεν μπορούν να έχουν ουδεμία χρονική σχέση μεταξύ τους). Και τα διαφορετικά παρόντα, όντας μη διαδοχικά, δεν μπορούν να είναι πραγματικά. Άρα, οι διαφορετικές χρονικές σειρές, που είναι πραγματικές, θα πρέπει να μπορούν να υπάρξουν ανεξάρτητα από το αν διακρίνονται σε παρελθόν, παρόν και μέλλον.

Ωστόσο, δεν μπορώ να θεωρήσω έγκυρη αυτή την ένσταση. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως σε μία τέτοια περίπτωση κανένα παρόν δεν μπορεί να είναι το παρόν – θα ήταν το παρόν μίας συγκεκριμένης όψης του σύμπαντος. Όμως τότε κανένας χρόνος δεν θα μπορούσε να είναι ο χρόνος – θα ήταν μοναχά ο χρόνος μίας συγκεκριμένης όψης του σύμπαντος. Είναι ξεκάθαρο πως θα ήταν μία πραγματική χρονική σειρά, αλλά δεν πιστεύω ότι το παρόν θα ήταν λιγότερο πραγματικό απ’ ότι ο χρόνος.

Όπως είναι φυσικό, δεν ισχυρίζομαι πως δεν υπάρχει αντίφαση στο να υπάρχουν ορισμένες διακριτές σειρές Α. Η κύρια θέση που υποστηρίζω είναι ότι η ύπαρξη οποιασδήποτε σειράς Α συνεπάγεται αντίφαση. Αυτό που ισχυρίζομαι επί της παρούσης είναι το γεγονός ότι αν υποτεθεί πως θα μπορούσε να υπάρχει μια οποιαδήποτε σειρά Α, τότε δεν μπορώ να θεωρήσω ότι προκύπτει επιπλέον δυσκολία στο να υπάρχουν ορισμένες σειρές τέτοιου είδους που να είναι μεταξύ τους ανεξάρτητες, κι ως εκ τούτου δεν υπάρχει ουδεμία ασυμβατότητα ανάμεσα στην αναγκαιότητα μίας σειράς Α για τον χρόνο και στην ύπαρξη ορισμένων διακριτών χρόνων.

Θα πρέπει να θυμόμαστε περαιτέρω ότι η θεωρία περί ενός πλήθους χρονικών σειρών δεν αποτελεί παρά υπόθεση. Δεν έχει δοθεί ποτέ κάποιος λόγος ως προς το γιατί να πρέπει πιστέψουμε την ύπαρξη τους. Το μόνο που έχει ειπωθεί είναι ότι δεν υπάρχει λόγος για να μην πιστέψουμε την ύπαρξη τους, άρα αυτές ενδέχεται και να υπάρχουν. Αν όμως η ύπαρξη τους είναι ασύμβατη με κάτι άλλο, για το οποίο υπάρχουν θετικά στοιχεία, τότε θα υπάρχει ένας λόγος για να μην πιστέψουμε στην ύπαρξη τους. Όπως προσπάθησα να δείξω, τώρα υπάρχουν θετικά στοιχεία έτσι ώστε να θεωρήσουμε ότι μία σειρά Α είναι ουσιώδης ως προς τον χρόνο. Συνεπώς, αν υποτεθεί ότι η ύπαρξη ενός πλήθους χρονικών σειρών είναι ασύμβατη με την αναγκαιότητα της σειράς Α για τον χρόνο (την οποία αναγκαιότητα αρνούμαι, σύμφωνα με τους λόγους που παρέθεσα πριν), τότε αυτό που θα πρέπει να απορριφθεί θα είναι το πλήθος των σειρών κι όχι το συμπέρασμα στο οποίο καταλήξαμε αναφορικά με την σειρά Α.

Θα περάσω τώρα στο δεύτερο κομμάτι του σκοπού μου. Αν, όπως εκτιμώ, έχω επιτύχει στο να αποδείξω ότι χωρίς μία σειρά Α δεν μπορεί να υπάρξει χρόνος, μένει να αποδείξω ότι μία σειρά Α δεν μπορεί να υπάρξει, επομένως ούτε και ο χρόνος μπορεί να υπάρξει. Απ’ αυτό θα συνεπαγόταν ότι ο χρόνος δεν είναι καθόλου πραγματικός, μιας και είναι αποδεκτό πως ο μόνος τρόπος να είναι ο χρόνος πραγματικός είναι να υπάρχει.

Οι όροι της σειράς Α αποτελούν χαρακτηριστικά γεγονότων. Αναφερόμαστε στα γεγονότα λέγοντας πως είναι είτε παρελθοντικά, είτε παροντικά, είτε μελλοντικά. Εάν θεωρηθεί ότι οι στιγμές του χρόνου αποτελούν χωριστές πραγματικότητες, τότε λέμε ότι και αυτές είναι παρελθοντικές, παροντικές ή μελλοντικές. Ένα χαρακτηριστικό μπορεί να είναι είτε σχέση, είτε ιδιότητα. Ασχέτως του αν θεωρούμε τους όρους της σειράς Α σχέσεις γεγονότων (που είναι και ο πιο εύλογος τρόπος να τα θεωρήσουμε) ή ιδιότητες γεγονότων, πιστεύω ότι εμπεριέχεται σε αυτούς μία αντίφαση.

Ας εξετάσουμε εν πρώτοις την εικασία ότι πρόκειται για σχέσεις. Σε αυτή την περίπτωση, μόνο ένας όρος κάθε σχέσης μπορεί να είναι γεγονός ή στιγμή∙ ο άλλος όρος οφείλει να είναι κάτι έξω από την χρονική σειρά(6). Κι αυτό επειδή οι σχέσεις της σειράς Α είναι μεταβαλλόμενες σχέσεις, και η σχέση ανάμεσα στους όρους της χρονικής σειράς δεν μεταβάλλεται. Δύο γεγονότα βρίσκονται ακριβώς στις ίδιες θέσεις της χρονικής σειράς, σχετικά το ένα με το άλλο, ακόμη και ένα εκατομμύριο χρόνια πριν συμβούν, και ενώ το κάθε ένα από αυτά συμβαίνει, και ενώ βρίσκονται ένα εκατομμύριο χρόνια στο παρελθόν. Το ίδιο ισχύει και στη σχέση που έχουν οι στιγμές η μία με την άλλη. Εφόσον οι στιγμές του χρόνου οφείλουν να διακρίνονται ως ξεχωριστές πραγματικότητες απέναντι στα γεγονότα που συμβαίνουν σε αυτές, η σχέση μεταξύ ενός γεγονότος και μίας στιγμής δεν θα διαφοροποιείται. Κάθε γεγονός αποτελεί τμήμα της ίδιας στιγμής τόσο στο μέλλον όσο και στο παρόν, καθώς και στο παρελθόν.

Άρα, οι σχέσεις που σχηματίζουν τη σειρά Α θα πρέπει να είναι σχέσεις γεγονότων και στιγμών με κάτι που δεν βρίσκεται αυτό καθ’ αυτό εντός της χρονικής σειράς. Είναι δύσκολο να πει κανείς τι μπορεί να είναι αυτό το κάτι. Αν όμως προσπεράσουμε αυτό το ζήτημα, θα δούμε ότι παρουσιάζεται μία πιο θετική δυσκολία.

Οι προσδιορισμοί παρελθόν, παρόν, και μέλλον είναι ασύμβατοι. Κάθε γεγονός μπορεί να είναι ή το ένα ή το άλλο, αλλά κανένα γεγονός δεν μπορεί να είναι παραπάνω από μόνο ένα από αυτά∙ είναι ουσιώδες όσον αφορά το νόημα των όρων. Εάν δεν ήταν έτσι, η σειρά Α, σε συνδυασμό με τη σειρά Γ, δεν θα επαρκούσε για να μας δώσει το αποτέλεσμα του χρόνου ∙ διότι, όπως έχουμε ήδη δει, ο χρόνος συνεπάγεται μεταβολή, και η μόνη μεταβολή που μπορούμε να έχουμε είναι από το μέλλον στο παρόν και από το παρόν στο παρελθόν.

Επομένως, τα χαρακτηριστικά είναι μεν ασύμβατα, αλλά δεν υπάρχει γεγονός που να μην τα περιλαμβάνει στο σύνολο τους. Αν το Μ είναι παρελθόν, έχει υπάρξει παρόν και μέλλον. Εάν είναι μέλλον, τότε θα γίνει παρόν και παρελθόν. Εάν είναι παρόν, έχει υπάρξει μέλλον και θα γίνει παρελθόν. Έτσι, και οι τρεις ασύμβατοι όροι αποτελούν κατηγορήματα κάθε γεγονότος, πράγμα που είναι προφανώς ασυνεπές τόσο με την ασυμβατότητα τους, όσο και με τη δυνατότητα τους να προκαλούν μεταβολές.

Αυτό ίσως μπορεί να εξηγηθεί εύκολα. Ήταν όντως αδύνατο να διατυπωθεί η δυσκολία χωρίς να κινδυνεύει να δοθεί και η εξήγηση μαζί με τη διατύπωση, μιας και η γλώσσα μας διαθέτει μεν ρηματικούς τύπους για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, αλλά δεν περιλαμβάνει τύπο που να είναι κοινός και για τα τρία. Σύμφωνα με το πως θα διατυπωθεί απάντηση, δεν είναι ποτέ αληθές ότι το Μ είναι παρόν, παρελθόν και μέλλον: Είναι παρόν, θα είναι παρελθόν και ήταν μέλλον ∙ ή, είναι παρελθόν και ήταν μέλλον και παρόν, ή πάλι, είναι μέλλον και θα είναι παρόν και παρελθόν. Τα χαρακτηριστικά είναι ασύμβατα μόνο όταν είναι ταυτόχρονα και δεν υπάρχει καμία αντίφαση σε αυτό δεδομένου ότι κάθε όρος περιλαμβάνει διαδοχικά και τα τρία.

Μολαταύτα, η εξήγηση αυτή συνεπάγεται έναν φαύλο κύκλο, αφού προϋποθέτει την ύπαρξη του χρόνου προκειμένου να εξηγήσει τον τρόπο με τον οποίο οι στιγμές αποτελούν παρελθόν, παρόν και μέλλον. Άρα, ο χρόνος οφείλει να αποτελεί προ-υπόθεση για να εξηγηθεί η σειρά Α. Αλλά, όπως έχουμε ήδη δει, για να εξηγηθεί ο χρόνος θα πρέπει η σειρά Α να θεωρηθεί ως δεδομένη. Με ανάλογο τρόπο, η σειρά Α πρέπει να προ-υποτεθεί για να εξηγηθεί η σειρά Α ∙ και αυτό, πέραν πάσης αμφιβολίας, είναι ένας φαύλος κύκλος.

Αυτό που έχουμε κάνει είναι το εξής: Για να αντιμετωπιστεί τη δυσκολία πως η συγγραφή αυτής της εργασίας από εμένα έχει τα χαρακτηριστικά του παρελθόντος, του παρόντος, και του μέλλοντος, λέμε ότι η εργασία αυτή είναι παρόν, ήταν μέλλον και θα είναι παρελθόν. Όμως το «ήταν» διακρίνεται από το «είναι» όντας ύπαρξη που βρίσκεται στο παρελθόν και όχι στο παρόν, ενώ το «θα είναι» διακρίνεται από τα άλλα δύο ως ύπαρξη στο μέλλον. Επομένως, η δήλωση μας καταλήγει στο εξής: Το υπό εξέταση γεγονός αποτελεί παρόν στο παρόν, μέλλον στο παρελθόν, και παρελθόν στο μέλλον ∙ και φαίνεται ξεκάθαρα ότι αν επιχειρήσουμε να αποδώσουμε τα χαρακτηριστικά του παρόντος, του μέλλοντος και του παρελθόντος σύμφωνα με τα κριτήρια των χαρακτηριστικών του παρόντος, του παρελθόντος και του μέλλοντος τότε θα καταλήξουμε σ’ έναν φαύλο κύκλο.

Η δυσκολία μπορεί να διατυπωθεί με άλλο τρόπο, έτσι ώστε αντί για φαύλο κύκλο, η πλάνη να μπορεί να φανερωθεί ως φαύλη άπειρη σειρά. Αν παρακάμψουμε την ασυμβατότητα των τριών χαρακτηριστικών ισχυριζόμενοι ότι το Μ είναι παρόν, ήταν μέλλον και θα είναι παρελθόν, τότε κατασκευάζουμε μία δεύτερη σειρά Α η οποία θα περιλαμβάνει στο εσωτερικό της την πρώτη σειρά, με τον ίδιο τρόπο που τα γεγονότα εντάσσονται στο εσωτερικό της πρώτης. Είναι αμφίβολο αν, ισχυριζόμενοι ότι ο χρόνος είναι στον χρόνο, δίνουμε στον ισχυρισμό αυτό κάποιο καταληπτό νόημα, αλλά σε κάθε περίπτωση, η δεύτερη σειρά Α δεν θα είναι άμοιρη των δυσκολιών που συναντάει και η πρώτη, δυσκολίες που μπορούν να ξεπεραστούν μόνο εάν την τοποθετήσουμε σε μία τρίτη σειρά Α. Η ίδια αρχή θα τοποθετήσει την τρίτη σειρά μέσα σε μία τέταρτη, και ούτω καθεξής, χωρίς τελειωμό. Ποτέ δεν μπορούμε να απελευθερωθούμε από την αντίφαση, αφού με το να την αφαιρούμε από αυτό που προσπαθούμε να επεξηγήσουμε, καταλήγουμε να την αναδημιουργούμε στην εξήγηση. Συνεπώς, η εξήγηση είναι άκυρη.

Άρα, ο ισχυρισμός ότι η σειρά Α είναι πραγματική επειδή θεωρείται σειρά σχέσεων καταλήγει σε αντίφαση. Μπορεί, άραγε, να θεωρηθεί σειρά ιδιοτήτων και μ’ αυτό τον τρόπο να καταλήξουμε σ’ ένα καλύτερο αποτέλεσμα; Υπάρχουν όντως τρεις ιδιότητες – η μελλοντικότητα, η παροντικότητα και η παρελθοντικότητα, και τα γεγονότα όντως αλλάζουν την πρώτη με τη δεύτερη, και τη δεύτερη με την τρίτη;

Κατά τη γνώμη μου, δεν υπάρχουν και πολλά που να μπορούν να ειπωθούν σχετικά με την άποψη πως ο μεταβολές της σειράς Α αποτελούν μεταβολές ιδιοτήτων. Είναι ξεκάθαρο πως η προσμονή μου για ένα βίωμα Μ, το ίδιο το βίωμα, και η ανάμνηση του βιώματος, είναι τρεις καταστάσεις που διαθέτουν διαφορετικές ιδιότητες. Αλλά οι τρεις αυτές διαφορετικές ιδιότητες δεν αντιστοιχούν στο μελλοντικό Μ, το παρόν Μ και το παρελθοντικό Μ – τις ιδιότητες αυτές τις κατέχουν τρία διακριτά γεγονότα: Η προσμονή του Μ, αυτό καθ’ αυτό το βίωμα του Μ, και η ανάμνηση του Μ, και το καθένα από αυτά είναι με τη σειρά του μέλλον, παρόν και παρελθόν. Ως εκ τούτου, αυτό δεν καθιστά βάσιμη την άποψη πως οι μεταβολές στη σειρά Α αποτελούν μεταβολές ιδιοτήτων.

Δεν χρειάζεται όμως να επεκταθούμε περαιτέρω στο ζήτημα αυτό. Αν τα χαρακτηριστικά της σειράς Α ήταν ιδιότητες, θα προέκυπτε και πάλι η ίδια δυσκολία όπως κι αν θα ήταν σχέσεις∙ και αυτό επειδή, όπως και προηγουμένως, αφενός δεν είναι συμβατά, αφετέρου κάθε γεγονός τα περιλαμβάνει όλα. Όπως και πριν, η μόνη εξήγηση που μπορεί να δοθεί είναι να πούμε ότι κάθε γεγονός τα περιέχει σε διαδοχική σειρά∙ και όπως και πριν, με αυτό τον τρόπο υποπίπτουμε στην ίδια πλάνη(8).

Φτάνουμε έτσι στο συμπέρασμα ότι η εφαρμογή της σειράς Α στην πραγματικότητα συνεπάγεται μία αντίφαση, άρα η σειρά Α δεν μπορεί να είναι αληθής ως προς την πραγματικότητα. Οπότε, αφού ο χρόνος περιλαμβάνει τη σειρά Α, ούτε ο χρόνος, με τη σειρά του,  δεν μπορεί να είναι αληθής ως προς την πραγματικότητα. Κάθε φορά που αποφαινόμαστε ότι κάτι υπάρχει στο χρόνο, διαπράττουμε σφάλμα ∙ και κάθε φορά που αντιλαμβανόμαστε το κάθε τι ως υπαρκτό στο χρόνο – που είναι και ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τα πράγματα – το αντιλαμβανόμαστε λίγο-πολύ με τρόπο που δεν ανταποκρίνεται με το πώς είναι στην πραγματικότητα.

Θα πρέπει να αναλογιστούμε μία πιθανή ένσταση. Ενδέχεται να ειπωθεί πως η βάση για τα επιχειρήματα περί της απόρριψης του χρόνου στηρίζεται στ’ ότι ο χρόνος δεν μπορεί να εξηγηθεί χωρίς να τον θεωρήσουμε ως δεδομένο. Αυτό, όμως, δεν ενέχει τον κίνδυνο να αποδείξει όχι ότι ο χρόνος ακυρώνεται, αλλά ότι ο χρόνος είναι απόλυτος; Είναι αδύνατο, λόγου χάρη, να εξηγηθεί η καλοσύνη ή η αλήθεια χωρίς να καταστήσουμε τον υπό εξήγηση όρο κομμάτι της εξήγησης, απορρίπτοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την εξήγηση ως άκυρη. Εντούτοις, με αυτό τον τρόπο δεν απορρίπτουμε την έννοια ως λανθασμένη, αλλά την καθιστούμε αποδεκτή ως κάτι το απόλυτο, που ενώ δεν διαθέτει αποδεκτή εξήγηση, δεν την χρειάζεται κιόλας.

Αυτό όμως δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση. Μία ιδέα μπορεί να είναι έγκυρη χωρίς ωστόσο να διαθέτει μία αποδεκτή έγκυρη εξήγηση∙ δεν μπορεί, μολαταύτα, να θεωρείται έγκυρη ως προς την πραγματικότητα εάν με το να την εφαρμόζουμε στην πραγματικότητα καταλήγουμε σε αντίφαση. Ξεκινήσαμε τονίζοντας ότι υπάρχει μία τέτοια αντίφαση στην περίπτωση του χρόνου – ότι τα χαρακτηριστικά της σειράς Α είναι μεν αμοιβαίως ασύμβατα, αλλά αληθή ως προς κάθε όρο στο σύνολο τους. Εάν δεν εξαλειφθεί αυτή η αντίφαση, τότε οφείλουμε να απορρίψουμε την ιδέα του χρόνου ως άκυρη. Ο λόγος που υποθέσαμε ότι τα χαρακτηριστικά ανήκουν διαδοχικά στους όρους ήταν προκειμένου να εξαλειφθεί αυτή ακριβώς η αντίφαση. Όταν η εξήγηση αυτή απέτυχε, όντας κυκλική, η αντίφαση παρέμεινε αμετακίνητη, συνεπώς η ιδέα του χρόνου πρέπει να απορριφθεί όχι επειδή δεν μπορεί να εξηγηθεί, αλλά επειδή η αντίφαση δεν μπορεί να εξαλειφθεί.

Τα μέχρι στιγμής λεχθέντα, αν και εφόσον είναι έγκυρα, αποτελούν επαρκή βάση για να απορριφθεί ο χρόνος. Μπορούμε ωστόσο να προσθέσουμε και κάτι επιπλέον: Όπως έχουμε ήδη δει, ο χρόνος στηρίζεται και εμπίπτει στη σειρά Α. Οπότε, ακόμη κι αν αγνοήσουμε την αντίφαση που μόλις ανακαλύψαμε κατά την εφαρμογή της σειράς Α στην πραγματικότητα, υπήρξε σε οποιοδήποτε σημείο της ανάπτυξης κάποιος θετικός λόγος γιατί θα πρέπει να υποτεθεί ότι η σειρά Α ήταν έγκυρη ως προς την πραγματικότητα;

Γιατί πιστεύουμε ότι τα γεγονότα πρέπει να διακριθούν σε παρελθόν, παρόν και μέλλον; Φαντάζομαι ότι η πεποίθηση αυτή προκύπτει από διακρίσεις στα δικά μας βιώματα.

Κάθε στιγμή έχω κάποιες αισθήσεις, όπως έχω επίσης και την ανάμνηση ορισμένων άλλων αισθήσεων, καθώς και την προσμονή για κάποιες άλλες. Η ίδια η άμεση αίσθηση αποτελεί μία νοητική κατάσταση που διαφέρει ποιοτικά από την ανάμνηση ή την προσμονή των αισθήσεων. Πάνω σε αυτό βασίζεται η πεποίθηση πως η αίσθηση διαθέτει ένα συγκεκριμένο χαρακτηριστικό όταν την έχω, το οποίο αντικαθίστανται από άλλα χαρακτηριστικά όταν έχω την ανάμνηση ή την προσμονή της – και τα χαρακτηριστικά αυτά ονομάζονται παροντικότητα, παρελθοντικότητα και μελλοντικότητα. Αντιλαμβανόμενοι τα χαρακτηριστικά αυτά, τα εφαρμόζουμε σε άλλα γεγονότα. Οτιδήποτε συμβαίνει ταυτόχρονα με την άμεση αίσθηση που έχω τώρα καλείται παρόν, ενώ υπάρχει ακόμη κι η πεποίθηση ότι το παρόν θα υπήρχε ακόμη κι αν εξέλειπε η άμεση αίσθηση. Με παρόμοιο τρόπο, πράξεις που είναι ταυτόχρονες με ενθυμούμενες ή προσδοκώμενες αισθήσεις θεωρούνται παρελθόν ή μέλλον, και αυτό με τη σειρά του εκτείνεται σε γεγονότα με τα οποία καμία από τις αισθήσεις που θυμάμαι ή που προσμένω τώρα δεν είναι ταυτόχρονες. Μολαταύτα, η προέλευση της πεποίθησης για όλη αυτή τη διάκριση έγκειται στη διάκριση μεταξύ αισθήσεων και προσμονών, ή σε αναμνήσεις αισθήσεων.

Μία άμεση αίσθηση αποτελεί παρόν τη στιγμή που την αποκτώ, και το ίδιο γίνεται και με οτιδήποτε συμβαίνει ταυτόχρονα με αυτή. Ο ορισμός αυτός συνεπάγεται ευθύς εξαρχής κύκλο, αφού οι λέξεις «τη στιγμή που την αποκτώ» δεν μπορούν παρά να σημαίνουν «επί του παρόντος». Αν όμως παραλείπαμε τις λέξεις τότε ο ορισμός θα ήταν λανθασμένος, αφού έχω πολλές άμεσες παραστάσεις που συμβαίνουν σε διαφορετικούς χρόνους, και που ως εκ τούτου δεν μπορούν να αποτελούν όλες παρόν παρά μόνο αν συμβαίνουν διαδοχικά. Αυτή όμως είναι και η θεμελιώδης αντίφαση της σειράς Α, η οποία έχει ήδη εξεταστεί. Αυτό που θέλω να εξετάσω σε αυτό το σημείο είναι κάτι διαφορετικό.

Οι άμεσες αισθήσεις που αποκτώ τώρα είναι εκείνες που εντάσσονται μέσα στο «αληθοφανές παρόν» μου∙ για τις αισθήσεις που βρίσκονται πέρα από αυτό δεν μπορώ να έχω παρά μόνο τη μνήμη ή την προσμονή τους. Το «αληθοφανές παρόν» ποικίλλει σε έκταση σύμφωνα με τις περιστάσεις και μπορεί να διαφέρει μεταξύ δύο ανθρώπων κατά την ίδια περίοδο. Το γεγονός Μ μπορεί να είναι ταυτόχρονο τόσο με την αίσθηση Ο του Χ, όσο και με την αίσθηση Π του Υ. Σε μία ορισμένη στιγμή το Ο μπορεί να έπαψε να αποτελεί κομμάτι του αληθοφανές παρόντος του Χ. Συνεπώς, το Μ θα είναι εκείνη τη στιγμή παρελθόν. Την ίδια στιγμή όμως, το Π μπορεί να αποτελεί ακόμη κομμάτι του αληθοφανές παρόντος του Υ. Άρα, το Μ θα είναι παρόν την ίδια ακριβώς στιγμή κατά την οποία είναι παρελθόν.

Αυτό είναι αδύνατο. Εάν η σειρά Α ήταν κάτι το καθαρά υποκειμενικό, τότε δεν θα συναντούσαμε καμία δυσκολία. Θα λέγαμε ότι το Μ ήταν παρελθόν για τον Χ και παρόν για τον Υ, με τον ίδιο τρόπο που θα λέγαμε ότι ήταν ευχάριστο για τον Χ και οδυνηρό για τον Υ. Οι απόπειρες μας, ωστόσο, αφορούν το να θεωρήσουμε τον χρόνο ως πραγματικό, ως κάτι που ανήκει στην ίδια την πραγματικότητα και όχι στις πεποιθήσεις που έχουμε εμείς για την πραγματικότητα. Για να ισχύσει αυτό, θα πρέπει και η σειρά Α να ισχύει σε αυτή καθ’ αυτή την πραγματικότητα. Αν το κάνει αυτό, τότε σε κάθε στιγμή το Μ οφείλει να είναι ή παρόν, ή παρελθόν. Δεν μπορεί να είναι και τα δύο.

Το παρόν μέσα απ’ το οποίο διέρχονται στην πραγματικότητα τα γεγονότα δεν μπορεί ως εκ τούτου να προσδιοριστεί ως ταυτόχρονο με το αληθοφανές παρόν. Θα πρέπει να έχει μία διάρκεια που να είναι σταθερή ως απόλυτο συμβάν. Η διάρκεια αυτή δεν μπορεί να είναι ίδια με την διάρκεια όλων των αληθοφανών παρόντων, μιας και όλα τα αληθοφανή παρόντα δεν έχουν την ίδια διάρκεια. Έτσι, ένα γεγονός μπορεί να είναι παρελθόν όταν εγώ το βιώνω ως παρόν, ή παρόν όταν εγώ το βιώνω ως παρελθόν. Η διάρκεια του αντικειμενικού παρόντος μπορεί να είναι το ένα χιλιοστό δέκατο του δευτερολέπτου ∙ ή μπορεί να είναι ένας αιώνας, και οι αναρρήσεις στο θρόνο του Γεωργίου του Δ’ ή του Εδουάρδου του Ζ’ μπορούν να αποτελούν κομμάτι του ίδιου παρόντος. Ποιο λόγο έχουμε να πιστέψουμε στην ύπαρξη ενός τέτοιου παρόντος, που σίγουρα δεν το παρατηρούμε ως παρόν, και που δεν έχει ουδεμία σχέση με αυτό που όντως παρατηρούμε ως παρόν;

Αν διαφύγουμε από αυτές τις δυσκολίες υιοθετώντας την άποψη που έχει κατά καιρούς εκφραστεί, ότι δηλαδή το παρόν στη σειρά Α δεν αποτελεί πεπερασμένη διάρκεια αλλά ένα και μόνο σημείο που διαχωρίζει το μέλλον από το παρελθόν, θα συναντήσουμε άλλες εξίσου σοβαρές δυσκολίες ∙ διότι σε αυτή την περίπτωση, ο αντικειμενικός χρόνος στον οποίο συμβαίνουν τα γεγονότα θα είναι κάτι το εντελώς διαφορετικό από τον χρόνο στο οποίο τα αντιλαμβανόμαστε εμείς. Ο χρόνος όπου αυτά γίνονται αντιληπτά από εμάς διαθέτει ένα παρόν με πεπερασμένη διάρκεια που ποικίλλει, και έτσι, με το παρόν και το μέλλον, διαιρείται σε τρεις διάρκειες. Ο αντικειμενικός χρόνος διαθέτει μοναχά δύο διάρκειες που διαχωρίζονται από ένα παρόν, το οποίο είναι μόνο κατ’ όνομα όμοιο με το παρόν του βιώματος, αφού δεν αποτελεί διάρκεια, αλλά σημείο. Τι υπάρχει στην εμπειρία μας που να μας δίνει έστω και τον παραμικρό λόγο να πιστέψουμε στην ύπαρξη ενός τέτοιου χρόνου;

Επομένως, θα μπορούσε κανείς να πει ότι η άρνηση της πραγματικότητας του χρόνου δεν μοιάζει εν τέλει τόσο παράδοξη. Ο λόγος που καλείται ως παράδοξη είναι επειδή φαίνεται να αντιβαίνει στην εμπειρία μας με τέτοιο βίαιο τρόπο – να μας αναγκάζει να αντιμετωπίσουμε ως ψευδαίσθηση πολλά πράγματα που φαίνονται να μας δίνουν prima facie γνώση της πραγματικότητας. Τώρα όμως βλέπουμε ότι το δικό μας βίωμα του χρόνου – που επικεντρώνεται στο αληθοφανές παρόν – θα ήταν παραπλανητικό ακόμη κι αν υπήρχε ένας πραγματικός χρόνος που στο εσωτερικό του θα υπήρχαν οι πραγματικότητες που βιώνουμε. Το αληθοφανές παρόν των παρατηρημάτων μας – που διαφοροποιείται μεταξύ εσάς και εμού – δεν μπορεί να αντιστοιχεί με το παρόν των παρατηρούμενων γεγονότων. Κατ’ ακολουθία, ούτε το παρελθόν και το μέλλον των παρατηρήσεων μας δεν θα μπορούσε να αντιστοιχεί στο παρελθόν και το μέλλον των παρατηρούμενων γεγονότων. Σε κάθε μία από τις υποθέσεις αυτές – είτε θεωρήσουμε τον χρόνο ως πραγματικό, είτε ως εξωπραγματικό – το κάθε τι παρατηρείται σ’ ένα αληθοφανές παρόν, όμως τίποτα, ούτε καν οι ίδιες οι παρατηρήσεις, δεν μπορούν ποτέ να είναι σ’ ένα αληθοφανές παρόν. Και σε αυτή την περίπτωση, δεν βλέπω με ποιον τρόπο μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το βίωμα μας είναι λιγότερο αυταπάτη αν ισχυριστούμε ότι τίποτα δεν ανήκει ποτέ σ’ ένα παρόν, απ’ ότι αν ισχυριστούμε ότι τα πάντα διέρχονται από κάποιο τελείως διαφορετικό παρόν.

Συνεπώς, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ούτε ο χρόνος συνολικά, αλλά ούτε και οι σειρές Α και Β υπάρχουν στην πραγματικότητα. Αυτό όμως καθιστά πιθανό το να υπάρχει στην πραγματικότητα η σειρά Γ. Η σειρά Α απορρίφθηκε λόγω της ασυνέπειας της, και η απόρριψη της είχε ως συνεπαγωγή την απόρριψη και της σειράς Β. Μολαταύτα, δεν έχουμε βρει μια τέτοια αντίφαση αναφορικά με τη σειρά Γ και η ακυρότητα της ή μη δεν προκύπτει από την ακυρότητα της σειράς Α.

Άρα, είναι πιθανό οι πραγματικότητες που αντιλαμβανόμαστε ως γεγονότα σε μία χρονική σειρά να σχηματίζουν στην πραγματικότητα μία σειρά που να είναι μη-χρονική. Είναι επίσης πιθανό, μέχρι εδώ που έχουμε φτάσει, οι πραγματικότητες να μην σχηματίζουν μία τέτοια σειρά, και στην πραγματικότητα να είναι τόσο σειρά όσο και χρονικές, δηλαδή καθόλου. Πιστεύω, ωστόσο, αν και δεν μου αρκεί επί της παρούσης ο χώρος για να αναπτύξω αυτό το ζήτημα, ότι η πρώτη άποψη, δηλαδή αυτή του να σχηματίζουν στ’ αλήθεια μία σειρά Γ, είναι και η πιο πιθανή.

Αν αυτό είναι αληθές, τότε προκύπτει ότι η αντίληψη των πραγματικοτήτων αυτών ως γεγονότα στον χρόνο, περιέχει και κάποιο ποσοστό αλήθειας, αλλά και κάποιο ποσοστό σφάλματος. Θα μπορέσουμε να συλλάβουμε κάποιες από τις αληθείς τους σχέσεις μέσω της απατηλής μορφής του χρόνου. Αν πούμε ότι τα γεγονότα Μ και Ν είναι ταυτόχρονα, εννοούμε ότι καταλαμβάνουν την ίδια θέση στη χρονική σειρά ∙ θα υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτή τη δήλωση, μιας και οι πραγματικότητες τις οποίες αντιλαμβανόμαστε ως γεγονότα Μ και Ν, όντως καταλαμβάνουν την ίδια θέση σε μία σειρά, παρ’ όλο που η σειρά αυτή δεν είναι χρονική.

Αν πάλι ισχυριστούμε ότι τα γεγονότα Μ, Ν και Ξ συμβαίνουν όλα σε διαφορετικούς χρόνους και έχουν αυτή τη διάταξη, τότε ισχυριζόμαστε ότι καταλαμβάνουν διαφορετικές θέσεις στη χρονική σειρά κι ότι η θέση του Ν είναι μεταξύ του Μ και του Ξ ∙ και θα είναι αληθές ότι οι πραγματικότητες που εμείς βλέπουμε ως τα γεγονότα αυτά θα είναι σε σειρά, αν και όχι σε χρονική σειρά, κι ότι οι θέσεις τους στη σειρά αυτή θα είναι διαφορετικές, και οι θέσεις της πραγματικότητας που αντιλαμβανόμαστε ως γεγονός Ν θα είναι μεταξύ των θέσεων που έχουν οι πραγματικότητες που αντιλαμβανόμαστε ως γεγονότα Μ και Ξ.

Αν υιοθετηθεί αυτή η άποψη, τότε το αποτέλεσμα που προκύπτει θυμίζει περισσότερο τα αποτελέσματα στα οποία κατέληξε ο Χέγκελ, παρά αυτά του Καντ. Ο Χέγκελ θεωρούσε ότι η διάταξη της χρονικής σειράς ήταν μια ανασκόπηση, αν και παραμορφωμένη ανασκόπηση, κάποιου πράγματος στην πραγματική φύση της άχρονης πραγματικότητας, ενώ ο Καντ δεν φαίνεται να στοχάστηκε την πιθανότητα πως οτιδήποτε υπάρχει στη φύση του νοούμενου θα πρέπει και να αντιστοιχεί στην χρονική διάταξη που εμφανίζεται στο φαινόμενο.

Παραμένει όμως το ερώτημα του αν υπάρχει όντως μια τέτοια αντικειμενική σειρά Γ, κι είναι ένα ερώτημα για το οποίο επιφυλασσόμαστε για μελλοντική συζήτηση. Επιπλέον, η άρνηση της πραγματικότητας του χρόνου έχει το αναπόφευκτο αποτέλεσμα να προκύπτουν και πολλά άλλα πιεστικά ερωτήματα. Αν όντως υπάρχει μία τέτοια σειρά Γ, οι θέσεις στο εσωτερικό της είναι απλά απόλυτα συμβάντα ή προσδιορίζονται από τα διαφορετικά ποσοστά κάποιας ιδιότητας που είναι κοινή για όλα τα αντικείμενα που καταλαμβάνουν αυτές τις θέσεις; Και αν ισχύει η δεύτερη περίπτωση, τότε ποια είναι αυτή η ιδιότητα, και αυτό που κάνει τα πράγματα να προσδιορίζονται ως μεταγενέστερα ή προγενέστερα έχει να κάνει με τ’ ότι κατέχουν μεγαλύτερο ή μικρότερο ποσοστό αυτής της ιδιότητας, ή και αντίστροφα; Μπορεί οι ελπίδες ή οι φόβοι μας για το σύμπαν να εξαρτώνται από το αν θα επιβεβαιωθούν ή θα απορριφθούν οι λύσεις των ζητημάτων αυτών.

Επιπλέον, η σειρά των εμφανίσεων στον χρόνο είναι μία σειρά με άπειρο ή με πεπερασμένο μήκος; Και πως θα αντιμετωπίσουμε την ίδια την εμφάνιση; Αν περιορίσουμε τον χρόνο και τη μεταβολή σε επίπεδο εμφάνισης, δεν θα πρέπει τότε να περιορίσουμε την εμφάνιση αυτή σε μία που να μεταβάλλεται και να βρίσκεται μέσα στον χρόνο; Και δεν αποδεικνύεται έτσι ότι ο χρόνος είναι εντέλει πραγματικός; Πρόκειται πέραν πάσης αμφιβολίας για ένα σοβαρό ερώτημα, αλλά ελπίζω να αποδείξω ότι μπορεί εφεξής να δοθεί σε αυτό μια ικανοποιητική απάντηση.

Σημειώσεις
(1)Είναι εξίσου αληθές, μολονότι δεν μας απασχολεί στην διερεύνηση της παρούσας υπόθεσης, πως κάθε τι που υπάρχει μία φορά σε μία σειρά Α θα υπάρχει πάντα στη σειρά αυτή. Αν για το Ν μπορεί να ισχύσει κάποιος από τους προσδιορισμούς παρελθόν, παρόν και μέλλον, τότε αυτός ο προσδιορισμός πάντα ίσχυε και πάντα θα ισχύει, αν και βέβαια δεν θα είναι πάντα ο ίδιος.
(2)“Before the stars saw one another plain” στο πρωτότυπο, στίχος από το ποίημα “The Answer” του Ράντγιαρντ Κίπλινγκ (Σ.τ.Μ.)
(3)Δεν ισχυρίζομαι, όπως έκανε ο Λότζε, ότι μία σχέση μεταξύ του Χ και του Υ αποτελείται από μία ιδιότητα στο Χ και μία ιδιότητα στο Υ – μια θεώρηση που προσωπικά εκτιμώ ότι είναι αβάσιμη. Ισχυρίζομαι ότι μία σχέση Ζ ανάμεσα στο Χ και το Υ συνεπάγεται ότι στο Χ υπάρχει μία ιδιότητα που «έχει τη σχέση Ζ ως προς το Υ», έτσι ώστε μία διαφορά σχέσεων πάντα συνεπάγεται μία διαφορά σε ιδιότητα, και μία μεταβολή των σχέσεων πάντα συνεπάγεται μία μεταβολή ιδιότητας.
(4)Αυτή η περιγραφή της φύσεως της σειράς Α δεν είναι έγκυρη διότι συνεπάγεται έναν φαύλο κύκλο, αφού χρησιμοποιεί τα «ήταν» και «θα γίνει» για να περιγράψει το Παρόν και το Μέλλον. Μολαταύτα, όπως θα προσπαθήσω να δείξω παρακάτω, ο φαύλος αυτός κύκλος είναι αναπόφευκτος όταν έχουμε να κάνουμε με την σειρά Α, και αποτελεί τον βασικό λόγο για τον οποίο οφείλουμε να την απορρίψουμε.
(5)News from Nowhere (1890): Πρόκειται για μυθιστόρημα του William Morris (1834-1896) που συνδυάζει την επιστημονική φαντασία με τις αρχές του ουτοπικού σοσιαλισμού (Σ.τ.Μ.).
(6)Έχει εκφραστεί η άποψη πως το παρόν είναι οτιδήποτε είναι ταυτόχρονο με την δήλωση της παροντικότητας του, το μέλλον οτιδήποτε είναι μεταγενέστερο από τη δήλωση της μελλοντικότητας του και παρελθόν οτιδήποτε είναι προγενέστερο από τη δήλωση της παρελθοντικότητας του. Εντούτοις, η θεωρία αυτή βασίζεται στ’ ότι ο χρόνος υπάρχει ανεξάρτητα από τη σειρά Α και είναι ασύμβατη με τα αποτελέσματα στα οποία έχουμε ήδη καταλήξει.
(7)Είναι αρκετά σύνηθες φαινόμενο να παρουσιάζεται ο Χρόνος ως μεταφορά μιας χωρικής κίνησης. Πρόκειται όμως για κίνηση από το παρελθόν στο μέλλον, ή από το μέλλον προς το παρελθόν; Αν η σειρά Α θεωρηθεί σειρά ιδιοτήτων, τότε είναι φυσικό να θεωρηθεί πως αποτελεί κίνηση από το παρελθόν προς το μέλλον, μιας και η ιδιότητα της παροντικότητας άνηκε στις καταστάσεις του παρελθόντος και θα ανήκει στις μελλοντικές καταστάσεις. Αν η σειρά Α θεωρηθεί σειρά σχέσεων, τότε δύναται να θεωρηθεί πως η κίνηση μπορεί να γίνει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αφού κάθε ένας από τους δύο σχετικούς όρους μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αυτός που κινείται. Αν θεωρηθεί ότι τα γεγονότα είναι αυτά που κινούνται από ένα σταθερό σημείο παροντικότητας, τότε η κίνηση γίνεται από το μέλλον προς το παρελθόν, μιας και τα μελλοντικά γεγονότα είναι αυτά που δεν έχουν ακόμη διέλθει απ’ το σημείο, και τα γεγονότα του παρελθόντος είναι αυτά έχουν παρέλθει από αυτό. Αν η παροντικότητα θεωρηθεί ως ένα κινούμενο σημείο που σχετίζεται διαδοχικά με κάθε ένα από τα υπόλοιπα σημεία μίας σειράς γεγονότων, τότε η κίνηση γίνεται από το παρελθόν προς το μέλλον. Άρα, λέμε ότι τα γεγονότα έρχονται από το μέλλον, αλλά εμείς οι ίδιοι κινούμαστε προς το μέλλον, κι αυτό διότι ο καθένας ταυτίζεται ειδικά με την παρούσα του κατάσταση έναντι του μέλλοντος ή του παρελθόντος του, αφού το παρόν είναι το μόνο για το οποίο έχει άμεση εμπειρία. Επομένως, ο εαυτός, αν απεικονιστεί ως κινούμενος, απεικονίζεται να κινείται με το σημείο της παροντικότητας προς την κατεύθυνση της ροής των γεγονότων από το παρελθόν προς το μέλλον.