Top menu

"Ασύμβατες διαδρομές" της Βάσως Σπηλιοπούλου -Κριτική Βιβλίου

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου

Η συλλογική μνήμη και η λογοτεχνική απόδοσή της.

Δύσκολη αποδεικνύεται η απόπειρα να θεωρηθεί η μνήμη κοινό κτήμα ενός λαού, καθόσον έχει να αναμετρηθεί με τις διαφορετικές ορίζουσες των ιδεολογιών αλλά συχνά και των ιδεολογημάτων. Δεν αρκεί η παράθεση μιας σειράς γεγονότων που αποτελούν το κοινό παρελθόν για να συγκροτηθεί ένα κοινό πλαίσιο, καθόσον αυτό θα είναι διάτρητο και ευπρόσβλητο – ακόμη κι αυτή η χρονολογική κατάταξη των γεγονότων εμπεριέχει την ιδεολογική σκοπιμότητα να προτιμηθούν κάποια και να αποσιωπηθούν άλλα. Αν, φυσικά, προχωρήσουμε στην ιεραρχική αξιολόγησή τους και στην ερμηνευτική τους, τότε έχουμε να αντιμετωπίσουμε τις πολλές αλήθειες, με την κάθε μία από αυτές να προβάλλει τα ισχυρά της επιχειρήματα ή την παντοδύναμη συναισθηματική φόρτιση που υπερασπίζεται τη μία πλευρά απέναντι στο επίσης ισχυρό θυμικό της άλλης. Λες και η κάθε πλευρά μιας αμφισβητούμενης αλήθειας ζει στο δικό της σύμπαν, απολύτως καλυμμένη ιδεολογικά με τα επιχειρήματα που επιβεβαιώνουν το δικό της δίκιο απέναντι στις άλλες, που επίσης εφησυχάζουν με τις δικές τους οπτικές και ερμηνείες.

Η λογοτεχνία, ωστόσο, έχει να αντιμετωπίσει την έτσι κι αλλιώς δική της αλήθεια ή το δικό της «ψεύδος» – στο απολύτως θεμιτό πλαίσιο της μαγικής μεταφοράς του αναγνώστη στον δικό της κόσμο. Πώς, λοιπόν, να μιλήσει κανείς για ένα βιβλίο που αποπειράται τη (λογοτεχνική φυσικά) απόδοση των ιστορικών γεγονότων; Με τα κριτήρια της λογοτεχνικής γραφής; Με τις ιδεολογικές προδιαγραφές που καθορίζουν τη στάση απέναντι στην Ιστορία;

Διαβάζοντας το μυθιστόρημα της Βάσως Σπηλιοπούλου «Ασύμβατες Διαδρομές» στέκομαι στην επιλογή να προβληθούν διαφορετικές οπτικές. Από τη μια ο ήρωάς της, ηλικιωμένος πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ο οποίος μέσα από τη μαγνητοφωνημένη μαρτυρία του παρουσιάζει τη δική του συμμετοχή στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, του Εμφυλίου αλλά και της μετεμφυλιακής Ελλάδας. Από την άλλη η ίδια η συγγραφέας, ως παντογνώστης αφηγητής σε τριτοπρόσωπη φωνή και με μηδενική εστίαση, δίνει την πρόσληψη της μαρτυρίας αυτής μέσα από δυο πρόσωπα νεότερης ηλικίας αλλά και διαφορετικής στάσης απέναντι στα αφηγημένα γεγονότα αυτά καθεαυτά αλλά και απέναντι στο γεγονός της καταγραφής τους και της επεξεργασίας τους. Το ένα από αυτά τα πρόσωπα, η κόρη του αφηγητή Άννα, δεν έχει συμφιλιωθεί με την ιδέα της προβολής της μαρτυρίας του πατέρα της – λόγοι προσωπικοί της καθιστούν το εγχείρημα δυσάρεστο ή και απορριπτέο. Ωστόσο πείθεται από τη φίλη της, την ερευνήτρια ιστορικό Σοφία, να την προμηθεύσει με το απαραίτητο υλικό για την έρευνά της. Η Σοφία, ως ειδική στην επεξεργασία του πολύτιμου αλλά ακατέργαστου υλικού μιας μαρτυρίας, είναι κυρίως αυτή που θα προβληματιστεί πάνω στην ουσία του θέματος. Τι είναι αυτό που τοποθετεί τον άνθρωπο ως ατομική μονάδα μέσα στη σύγχρονή του ροή των γεγονότων και τον μεταλλάσσει σε δημιουργό της ιστορίας; Είναι μόνον η ιδεολογική καθαρότητα (πόσο δύσκολη αλήθεια σε μια ταραγμένη εποχή!) που του δίνει τη μία ή την άλλη πολιτική ταυτότητα;

«Είμαστε κομμουνιστές εμείς» μου ’παν και τα ’χασα. Δεν ήξερα τι θα πει κομμουνιστής.
[…]
Δεν το κατάλαβα πώς βρέθηκα απ’ την αντίθετη. Τα πράγματα τότε ήταν μπλεγμένα. Έπρεπε ν’ ανήκεις κάπου, αλλιώς ήσουν ύποπτος. Σ’ έκαναν όλοι εχθρό. Έμεινα στα τάγματα μέχρι το ’44, που άρχισαν να φεύγουν οι Γερμανοί.

Στη συζήτηση του πατέρα της Άννας με τον αντάρτη του Δημοκρατικού Στρατού διαφαίνεται η διαφορετική θέση, μέσα από την οποία διαμόρφωσε ο καθένας τους (παρά την κοινή τους ταξική προέλευση) την ταυτότητά τους μέσα στη δίνη των γεγονότων:

Ιδεολόγος, σε μια ιστορική διαδρομή βιωμένη χωρίς παλινδρομήσεις ο (αντάρτης) Σώζος, περιπλανώμενος, σ’ ένα ασθμαίνον οδοιπορικό ο (πατέρας) τανκίστας. Λες κι ήταν ταγμένος εξαρχής ο πρώτος, σαν χαμαιλέοντας ο δεύτερος. Τη μια με τους Ελασίτες, την άλλη με τους Ταγματασφαλίτες.

Είναι, λοιπόν, αυτές οι ασύμβατες διαδρομές του τίτλου; Φυσικά η διάσταση ανάμεσα στις δύο μερίδες καθόρισε την πορεία της Ελλάδας από την Κατοχή ως τον Εμφύλιο, και δυστυχώς κρατά ως σήμερα τα ιδεολογικά της όρια κατ’ ουσίαν απρόσβλητα – κι ας λένε πως οι διαφορετικές αποκλίνουσες τείνουν να συγκλίνουν σε μια υβριδική μέση κατάσταση. Άρα ασύμβατη η σύγκλιση· δυνατή η συμπόρευση σε παράλληλη διαδρομή. Ωστόσο, ασύμβατη διαχρονικά θα πρέπει να θεωρείται και η σύγκλιση απόψεων ανάμεσα σε διαφορετικές γενιές, καθώς την ιδεολογική τους θέση άρα και την αμοιβαία ανοχή τους για τις θέσεις του άλλου καθορίζουν πολλοί παράγοντες πέρα από τον εμφανή της ηλικίας. Πώς μπορεί, λοιπόν, να είναι συμβατή η κατασταλαγμένη σήμερα θέση του υπερήλικα πατέρα με την ακόμη διαμορφούμενη της Άννας και της Σοφίας; Πολύ περισσότερο μάλιστα, αν συνεκτιμηθεί η διαφοροποίηση των συνθηκών που συμπαρασύρει στις εκτιμήσεις τους τα υποκείμενα, άλλοτε ως παρατηρητές των γεγονότων και άλλοτε ως παθητικά έρμαια των εξελίξεων. Η ρέουσα ιστορία απαιτεί την παράλληλη εξέλιξη της προσωπικής ζωής (άρα και ιδεολογίας) μαζί με τη νέα διαμόρφωση των κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών.

Πράγματι δύσκολη η συγκρότηση της συλλογικής μνήμης με ταυτότητα των δεδομένων της. Αυτό που κατορθώνει η καλή λογοτεχνία εν προκειμένω είναι να αποδίδει με τον δικό της λόγο τις παράλληλες ή συγκρουόμενες διαδρομές των ανθρώπων (ποτέ απολύτως συμβατές μεταξύ τους) μέσα στην ιστορία, έτσι όπως η περιδίνηση των καταστάσεων τις διαμορφώνει. Η Βάσω Σπηλιοπούλου με μια αξιοσημείωτα καλή γραφή και με γνώση των τεχνικών της αφήγησης, σοφά επέλεξε να ενσωματώσει στο βιβλίο της την πολυμορφία των συνειδήσεων. Έτσι, δημιούργησε μια ιστορία (εν μέρει αληθινή, εν μέρει επινοημένη – χωρίς να είναι ορατά τα σημεία της τομής) που πέρα από ενδιαφέρουσα στη μυθοπλασία της προσφέρει και ένα προβληματισμό πάνω σε μια εποχή που πολύ έχει απασχολήσει (αλλά και απασχολεί) τη λογοτεχνική γραφή.