Top menu

"Σώσε με" του Δημήτρη Σίμου -Κριτική Βιβλίου

Γράφει η Διώνη Δημητριάδου

Πριν από λίγα χρόνια, όταν ο νεαρός Δημήτρης Σίμος πρωτοσυστήθηκε ως συγγραφέας με τη σειρά αστυνομικής πλοκής «Σκοτεινά νερά», άφησε να φανεί το ιδιαίτερο ταλέντο του στη δομή των ιστοριών του αλλά και στους εκφραστικούς τρόπους που επέλεγε, ώστε να υπηρετείται με ενδιαφέρουσα (για πρωτοεμφανιζόμενο) επάρκεια το όλο εγχείρημα γραφής. Ο Σίμος αντιμετωπίζει τις αστυνομικές του ιστορίες ως αποτυπώσεις μιας κοινωνίας με εμφανή τα συμπτώματα παθογένειας, εστιάζοντας όχι μόνον στην εξιχνίαση εγκλημάτων αλλά και στις αιτίες τους, το πλαίσιο οικονομικών και κοινωνικοπολιτικών προβλημάτων που οδηγεί συχνά στην παραβατική συμπεριφορά. Μια τέτοια αντιμετώπιση προφανώς συνηγορεί για την τοποθέτηση αυτού του συχνά αμφιλεγόμενου είδους στους κόλπους της καλής λογοτεχνίας. Ο Σίμος, μετά από τρία αστυνομικά μυθιστορήματα που ανέδειξαν την αξία της γραφής του, συνεχίζει την αξιοπρόσεκτη πορεία του και προτείνει τώρα ένα καθαρόαιμο ψυχολογικό θρίλερ με αστυνομική πλοκή, όπου τρομακτικά δεν είναι τόσο τα πρόσωπα ούτε αυτά καθεαυτά τα γεγονότα όσο το ίδιο τοπίο που επιδρά καθηλωτικά αναγόμενο –μεταποιημένο σε «πρόσωπο»– και αυτό σε πρωταγωνιστή της ιστορίας. Καταξιώνει έτσι το στοιχείο του χώρου/πλαισίου, στο οποίο μέσα εντάσσεται η ιστορία του και προσφέρει το κατάλληλο σκηνικό για να σταθούν με αληθοφάνεια οι ήρωές του.

«Ο εγκέφαλός μου με πιέζει να διώξω τις μνήμες που μου ξυπνά το Δάσος των Μανιταριών, το Κρυφό, οι άνθρωποί του. Δεν είναι η πρώτη φορά που αυτό το μέρος αποφασίζει να μου δείξει τη δύναμή του. Είναι σαν μαύρη μαγεία. Μια σκοτεινή αόρατη σκόνη καταραμένων αιωρείται στον αέρα και σε πασπαλίζει με κάθε άνεμο, με κάθε βροχή, οι σταγόνες διαπερνούν τα ρούχα και το δέρμα σου». (σελ. 220)

Τοποθετώντας την ιστορία του στο θρακικό τοπίο, στα Πομακοχώρια, στο μικρό χωριό Κρυφό, μεταφέρει το κλειστοφοβικό κλίμα που διαμορφώνει τις σχέσεις των κατοίκων και συντηρεί τα μυστικά τους. Στο φόντο των αποτρόπαιων δολοφονιών που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ιστορίας που θα αναλάβει να εξιχνιάσει η αστυνόμος Δέσποινα Λουκίδη, νιώθεις πως ανατέμνονται από τον συγγραφέα νοοτροπίες, αναστολές, κρυμμένες ενοχές, που δένουν μεταξύ τους τα στοιχεία όπως αυτά ανακύπτουν σιγά σιγά αποδεικνύοντας πως σε μια καλή αστυνομική ιστορία δεν είναι μόνο το αίμα που ρέει άφθονο (αυτή είναι η εύκολη γραφή) αλλά οι σκέψεις των ανθρώπων, κρυφές και καταστροφικές.

«Σώσε με, θέλω να της πω. Σώσε με από το Κρυφό. Το νήμα έχει αφεθεί στους διαδρόμους του λαβυρίνθου. Τα ίδια τείχη, η ίδια μοίρα που φυλάκισε μέσα του τον Δαίδαλο με τον γιο του Ίκαρο. Έπρεπε να ακολουθήσω τα χνάρια του έργου μου. Αυτή ήταν η διαφυγή μου. Μια έξοδος που θα με συνέτριβε». (σελ.3180

Ο Σίμος αναδεικνύεται προσεκτικός ανατόμος των ψυχικών διεργασιών. Κι εδώ ακριβώς έχουμε το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο της ιστορίας του στην επιλογή δηλαδή των ηρώων του, ή καλύτερα των ηρωίδων του, γιατί πρόκειται για μια κατ’ εξοχήν γυναικεία υπόθεση με προεξάρχουσα την αφοσιωμένη στην ξυλογλυπτική της Νικόλ Πομάνου. Το γεγονός πως εστιάζει στη γυναικεία ψυχολογία και τη συνακόλουθη συμπεριφορά δεν θα πρέπει να μείνει ασχολίαστο. Η μητέρα, οι τρεις αδελφές, η γυναίκα αστυνόμος, όλες να κινούνται στο όριο ανάμεσα στις στερεότυπες αντιλήψεις και στη δυνάμει αναίρεσή τους. Αντισυμβατικές συμπεριφορές δίπλα σε φαινομενικά (;) υποταγμένες στις επιταγές μιας κλειστής κοινωνίας. Οι γυναίκες-ηρωίδες του Σίμου ξέρουν περισσότερα από όσα λένε, η σκέψη τους (διαφαινόμενη εμμέσως από τη συγγραφική υπαινικτικότητα) ακολουθεί ταραγμένη πορεία παρά την επιφανειακή συχνά αταραξία. Μια αδιόρατη ανησυχία καταλαμβάνει τον αναγνώστη, καθώς παρακολουθεί τις συναντήσεις των αδελφών, της μητέρας και της ανεψιάς (τρεις γενιές γυναικών) η υποψία της ενοχής μεταπηδά διαδοχικά από το ένα πρόσωπο στο άλλο, καθώς τα σκηνικά εναλλάσσονται αποκαλύπτοντας καινούργια στοιχεία. Μια ιστορία στην οποία όλοι θα μπορούσαν να είναι ένοχοι, ο καθένας στο μερίδιο που του αναλογεί. Η αφήγηση ανατίθεται με εύστοχο χειρισμό πότε στον τριτοπρόσωπο παντογνώστη αφηγητή, που παρατηρεί και καταγράφει καθοδηγώντας τον αναγνώστη, και πότε αποκαλύπτει κρυφές πτυχές της συνείδησης των δύο ηρώων, που αναλαμβάνουν να μιλήσουν σε πρώτο πρόσωπο προσφέροντας ταυτόχρονα μια προνομιούχο θέα στις πολύπλοκες σχέσεις των υπολοίπων. Σε ένα από τα καλύτερα δομημένα κεφάλαια του βιβλίου μέσα σε τέσσερις σελίδες θα παρακολουθήσουμε τον διάλογο των τριών αδελφών και εν τέλει ο Ιάσονας θα εκφράσει με μια αυθεντική απορία την αληθινή σχέση ανάμεσά τους: «Πώς μπορούν και προσποιούνται; Πώς μπορούν και υποκρίνονται με τόση επιτυχία τις αγαπημένες αδελφές;» (σελ. 62)

Ο Σίμος αποδεικνύει ολοένα και περισσότερο τη συγγραφική του τέχνη. Στο «Σώσε με» μοιάζει ωριμότερος κερδίζοντας με συνεχή βελτίωση σε κάθε νέο βιβλίο του το στοίχημα κάθε συγγραφέα που οι ιστορίες του στηρίζονται στην καταιγιστική πλοκή. Η επιλογή του θέματος αρχικά, κατόπιν το χτίσιμο των χαρακτήρων, η χρήση της γλώσσας, η κορύφωση στα χνάρια της κλασικής γραφής (δέση-λύση), οι επινοημένες ανατροπές, τέλος το σκηνικό που πλαισιώνει πρόσωπα και πράξεις με άριστο τρόπο. Κι αν αυτό το επιτυγχάνει στο πεδίο της αστυνομικής πλοκής (και εδώ περισσότερο του ψυχολογικού θρίλερ) τόσο το καλύτερο για την (πάσχουσα από προχειρότητες και ευκολίες) αστυνομική λογοτεχνία.