Top menu

Ρόμπερτ Γουίλιαμ Σέρβις: Τέσσερα ποιήματα

Μεταφράζει ο Ανδρέας Αντωνίου

Ο Ρόμπερτ Γ. Σέρβις ήταν Αγγλο-Καναδός ποιητής και συγγραφέας. Γεννήθηκε στις 16 Ιανουαρίου 1874 στο Πρέστον της Αγγλίας και πέρασε την νεανική του περίοδο ταξιδεύοντας στην Δυτική Αμερική και τον Καναδά. Κατά την διαμονή του στον Καναδά έγραψε τις πρώτες του ποιητικές συλλογές Songs of a Sourdough και Ballads of a Cheechako. Τα έργα του απέκτησαν ευρεία αναγνώριση, δίνοντας του το προσωνύμιο Ο Καναδός Κίπλινγκ, αν και πολλοί κριτικοί θεωρούν τα έργα του περισσότερο στιχουργήματα, παρά ποίηση. Πέθανε στις 11 Σεπτεμβρίου 1958 στην Γαλλία.

Το Δέλεαρ των Μικρών Φωνών

Το κάλεσμα απ’ την έρημο – καρδιά μου, άκου λίγο
Και έτσι όπως με κρατάς, το ακούς και το φοβάσαι;
Τα βλέφαρά σου λάμπουνε, γλυκιά μου, σαν κοιμάσαι
Ακούς, πες, τις Μικρές Φωνές, που με καλούν να φύγω;

Όλες με καλούν να φύγω. Μέρα νύχτα, όλες κλαίνε
Με τον Βοριά και τον Νοτιά, απ’ τον κάμπο ως τα βουνά
Ποτέ τους δεν μ’ αφήνουνε – Ακούς το τι μου λένε;
«Δικός μας ήταν πριν να ‘ρθεις και τον θέλουμε ξανά»

Με στοίχειωσαν οι ερημιές και μ’ έχουνε θελήσει
Μου κλαίνε και μου μουρμουρούν σαν να έχουνε ψυχή
Και με καλεί η θεϊκή, παρθένα Άγρια Φύση
Που σοβαρή περιφρουρεί τον Πόλο μοναχή

Τους λείπουν οι μικρές οι φωτιές που λάμπανε σαν φάρος
Στις ερημιές που άνθρωπος δεν είχε πάει ξανά
Τις έψαξα μονάχος μου, μ’ όνειρα, αγάπη, θάρρος
Και με δέχτηκαν σαν σύντροφο, μαζί παντοτινά

Και κλαίνε όμως. N’ αρνηθώ ξέρω δεν ωφελεί
Σαν το παιδί είμ’ ανήμπορος, με έχουνε μαγέψει
Μου σκίζεται η καρδιά αλλά ακούω σε κάθε σκέψη
Το δέλεαρ των Μικρών Φωνών, της Φύσης η εντολή

Φοβάμαι όμως να σ’ το πω, έτσι όπως μας χωρίζει
Και στον ύπνο σου σαν κλέφτης μακριά σου θα χαθώ
Πόσο πονώ και πως πενθώ ο Θεός μόνο γνωρίζει
Μα μου γνέφει η Μοναξιά Του κι οφείλω να υποταχθώ

*

Οι Τρεις Φωνές

Να ξαποστάσω κάθισα σε μία παραλία
Κι ήρθανε και μου είπανε μια ιστορία τα κύματα
Ψηλά, μες στις πευκοκορφές ο άνεμος πετώντας
Τραγουδιστά μου δίδαξε σημαντικά μαθήματα
Αλλά τα αστέρια τραγουδούν απόψε ένα ύμνο
Που να χωρέσω δεν μπορώ σε λέξεις ή σε ποιήματα

Για άγριες, ατίθασες και θαρραλέες καρδιές
Για εκτάσεις ωκεάνιες μου μίλησε το κύμα
Για πόλεις πολυσύχναστες, για ακτές εξωτικές
Για ερήμους που δεν πάτησε ποτέ ανθρώπου βήμα
Για ανθρώπους που ποθήσανε να βρούνε τον χρυσό
Και πήρανε για μερτικό ένα θαλάσσιο μνήμα

Ο άνεμος που φύσηξε και πάντοτε γυρίζει
Μου πρόταξε ελεύθερος μία ζωή να μείνω
Ανέγγιχτος απ’ τον λεκέ που φέρνει το χρυσάφι
Αθώος να μείνω και αγνός, κι άσπιλος σαν εκείνο
Και σαν παιδάκι που κρατά το χέρι της μητέρας
Στη φύση που με γέννησε αγάπη να της δίνω

Μα ανάμεσα στη δόξα τους του ουρανού τ’ αστέρια
Είχαν υμνήσει το Θεό που στους ανθρώπους μένει
Τον παντοδύναμο θεό που έφτιαξε τον κόσμο
Και τώρα με τα δάχτυλα τον αργαλειό του υφαίνει
Πλέκοντας σ’ ένα θαυμαστό σχεδιασμό τ’ αστέρια
Κι είναι η κάθε μία ψυχή με το Όλον ενωμένη

Εδώ τριγύρω απ’ την φωτιά που τώρα τρεμοσβήνει
Κι έχω μες στην κουβέρτα μου σαν το πουλί κουρνιάσει
Στα κυπαρίσσια ανάμεσα γυρεύω την Ειρήνη
Όταν ο λόγος του Θεού ξεδιπλωθεί και φτάσει
Εκεί που όλα τα κύματα κι οι άνεμοι σιωπούνε
Κι ακούς μόνο να τραγουδά η Πλάση προς την Πλάση

*

Η Παναγία Mου

Από τον δρόμο τράβηξα μια κοπελιά τυχαία
Την έβαλα απέναντι στην θέση να καθίσει
Κι έμοιαζε τόσο πρόστυχη, μα ήταν τόσο ωραία
Κι έτσι όπως καθότανε την είχα ζωγραφίσει

Απ’ την καρδιά της έσβησα κάθε ακαθαρσία
Κι ένα μωρό στο στήθος της έβαλα να θηλάζει
Σαν Αρετή ζωγράφισα κάθε της Αμαρτία
Σαν μια εικόνα ιδανική την έκανα να μοιάζει

Τον πίνακά μου κοίταξε και έφυγε γελώντας
Μα ήρθε κάποιος ειδικός, σοφός, της Τέχνης γνώστης
Τον άκουσα που έλεγε, το έργο μελετώντας
«Σίγουρα είναι η Παναγιά, κι ο Ιησούς ο γιος της»

Έτσι ένα φωτοστέφανο της πρόσθεσα μικρό
Κι έβγαλα ανακοίνωση: «Ο πίνακας πωλείται»
Και κρέμεται στο Saint-Hilaire πάνω απ’ το ιερό
Κι αν κάποτε βρεθείτε εκεί, μπορείτε να την δείτε.

*

Προμήνυμα

Ήταν σαν πέρσι. Φωτεινή έλαμπε η Σελήνη
(Kαι είναι η ανάμνηση, ω, τόσο καθαρή)
Σε μία θάλασσα από φως περπάτησα μ’ εκείνη
Και η φωνή της ήταν σαν καμπάνα αργυρή

Μα είχε η Σελήνη ξαφνικά παράξενα χλωμιάσει
Και ξαφνικά η αγάπη μου πέταξε μακριά
Ένα κρανίο δίπλα μου είχε χαμογελάσει
Και στ’ αποτρόπαιο θέαμα, μου σφίχτηκε η καρδιά

Ήταν στην φαντασία μου. Η αγάπη μου ακόμα
Βρισκόταν μες στα χέρια μου με μάτια φωτεινά
Και ρώτησε, τα χείλη μου γιατί είχαν κρύο χρώμα
Γιατί σιωπούσα κι έπειτα την φίλησα ξανά

Κι έφυγε ο χρόνος. Λαμπερή φωτίζει η Σελήνη
Καμπουριαστή σα φάντασμα, σαν μαύρη απειλή
Κι έχω στον φρέσκο τάφο της μονάχος απομείνει
Και η καρδιά μου σκίζεται – παράξενο πολύ.