Top menu

"Σύννεφο σκαλωμένο στις κεραίες" του Ι. Σενόγλου -Κριτική Βιβλίου

Γράφει η Αναστασία Γκίτση

Ονοματίζοντας τους ήχους των φυλλωμάτων χάνεις
πολύτιμο χρόνο, τάχα

Σύννεφο σκαλωμένο στις κεραίες είναι ο ευφάνταστος τίτλος της τρίτης ποιητικής συλλογής του Ιορδάνη Σενόγλου, ο οποίος συνεχίζει πιστά, όπως και στις προηγούμενες, να σκαλώνει λέξεις κι έννοιες σε παραστατικές εικόνες και να τις εκθέτει με ποιητική τρυφερότητα μπροστά στον αναγνώστη. Μια τρυφερότητα που απέχει παρασάγγας από κοινότοπες αισθηματολογίες, τουναντίον βρίθει από ειλικρινείς εξομολογητικές αναφορές στον χρόνο και τόπο της πολύ προσωπικής του μνήμης. Στο ποίημα Γράμματα στη Σόφη, απευθυνόμενος στην αδελφή του γράφει στο τέλος του ποιήματος

Υ.Γ.
Κι όσο για εκείνο το χαλασμένο παιχνίδι στο πάτωμα
-θα το συνάντησες και συ- δικός μας είναι, το θυμάμαι καλά,
μα ας μη το λέμε χαλασμένο πια.
Κατά κάποιον τρόπο, λειτουργεί ακόμη, δες,
παριστάνει τη νοσταλγία μας.

Ο ποιητικός λόγος του Ιορδάνη Σενόγλου γέμει οπτικές και ηχητικές κατευθυντήριες που βοηθούν τον αναγνώστη να μεταφερθεί νοερά στον ίδιο χώρο και χρόνο με τον ποιητή, από την αρχή κιόλας κάθε ποιήματος. Η χωροταξική αυτή συγχρονία αποτελεί αναμφισβήτητα ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της συνολικής ποιητικής παραγωγής του. Με απλές αλλά όχι απλοϊκές φράσεις και αποφεύγοντας συνειδητά τη χρήση πολύπλοκων λεκτικών και συντακτικών συνόλων, ξεδιπλώνει επιμελώς και εύστοχα την ουσία της ποιητικής του γραφής.

Πριν φύγω, στάθηκα στο χολ.
Μες στον καθρέπτη ένα παιδί.
Μου μοιάζει.
“Για μένα ανησυχείς ακόμη;”, μου λέει,
“εγώ μεγάλωσα πια, έχω μάθει να φοβάμαι”.
Άνοιξα την πόρτα και βγήκα.
Στο κατώφλι.
Έλεγξα τις τσέπες μου.
Κλειδιά.
Κινητό
Χρήματα.
Λύπη.

Οι προσδοκίες που σωριάζονται απαλά μπροστά στα πόδια του, τα χαλασμένα παιδικά παιχνίδια, τα φώτα από τα μακρινά σπίτια, τα βράδια που περνούν το ένα μετά το άλλο περιμένοντας τις εξελίξεις, αναδεικνύουν κάποιες πτυχές από τη θεματολογία της συλλογής. Με έντονο αφηγηματικό τρόπο και φωτίζοντας συγκεκριμένες λεπτομέρειες κάθε ποιήματος, ο ποιητής αναμοχλεύει εντός του και εμείς με τη σειρά μας εντός μας, βασικές έννοιες όπως η νοσταλγία, η στεγνή καθημερινότητα, η ανθρώπινη ανάγκη για ψυχική επικοινωνία και η μνήμη.

Ξέρουν να ζουν περιμένοντας.
Α! οι άνθρωποι ειδικεύονται σ’ αυτό.
Μια ζωή περιμένοντας.
Κάπου κάπου, μες το σκοτάδι μια αστραπή, θέλοντας να
πει πως: “Μείναμε μόνοι”, δείχνει ένα στιγμιότυπο ημέρας.
Κρατάει λίγο και αλήθεια, δεν περνάει κανείς.

Ο χρόνος που είναι ένα από τα αγαπημένα θεματικά μοτίβα του ποιητή και το συναντούμε στις προηγούμενες ποιητικές του συλλογές, διαχέεται και στη συγκεκριμένη, άλλοτε υποδόρια, άλλοτε κατάφορα, σχετίζεται εκ νέου με την ανθρώπινη ύπαρξη που μοιραία υποτάσσεται στην χρονική περατότητα και φθαρτότητα. Ο γραμμικός χρόνος είναι αυτός που σημασιοδοτεί τη νοσταλγία του ποιητή, συνθέτοντας έτσι ένα μνημονικό μωσαϊκό, στο οποίο το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο συνομιλεί τόσο με οικείους του, όσο και με τον ίδιο του τον εαυτό.

Πρωί. Πριν ξημερώσει. Απ’ τους κόσμους ακόμη ξεκάθαρος.
Με το που τελείωνα το ξύρισμα, εμφανίστηκε στον
Καθρέπτη του μπάνιου.
-Τι δουλεία έχεις εδώ, ρε πατέρα; Τον ρώτησα.
Δεν μου μίλησε.
Στράβωσε το πηγούνι και το στόμα προς τ’ αριστερά και
τελείωσε το ξύρισμα.
Ξέπλυνα το ξυραφάκι, αυτός χαμογέλασε.
Στην κουζίνα η αλήθεια της μέρας ετοίμαζε καφέ.
Μέσα τα παιδιά κοιμούνται ακόμη.