Top menu

Περιεχόμενα Τεύχους 27

Pulp: Στην Άκρη Της Νύχτας, Όπου ο Συγγραφέας χλευάζει τον Θάνατο, πληρώνει και φεύγει

Γράφει ο Κυριάκος Μαργαρίτης
margaritis271.jpg
No sympathy for the devil; keep that in mind. Buy the ticket, take the ride.
Hunter S. Thomson

1. Η Τελευταία Τσάρκα

To 1991, ο Τσαρλς Μπουκόβσκι, παρά τρία χρόνια νεκρός, ξεκινά τη συγγραφή του τελευταίου μυθιστορήματός του, ονόματι Pulp, που το γνωρίσαμε, στην έξοχη απόδοση του Γιώργου Μπλάνα, από την Απόπειρα (1996), ως Αστυνομικό.
Πολύ περισσότερο από παρωδία των σκληρών νουάρ μυθιστορημάτων, κατηγορίας Μίκυ Σπιλέην (αναγνώστης του οποίου υπήρξε ο ίδιος ο Μπουκόβσκι) το Pulp συνιστά μιαν εύθυμη, σπαρακτική, και απεγνωσμένη αναμέτρηση του Συγγραφέα (εννοώ κάθε συγγραφέα) με τον Θάνατο.
Αυτή η συνθήκη της αναμέτρησης με τον έσχατο εχθρό, είναι, ίσως, ο λόγος για τον οποίο ο Μπουκόβσκι, ο οποίος δεν είχε αντιμετωπίσει ποτέ δυσκολίες στην ολοκλήρωση ενός έργου, βρέθηκε απέναντι σε άγνωστα εμπόδια γράφοντας το Pulp.
Ξέρουμε ότι είχε σκεφτεί να εγκαταλείψει το εγχείρημα. Η συγγραφή κράτησε χρόνια (βοήθησε και η αρρώστια), η απίθανη πλοκή ξέφυγε από κάθε έλεγχο, η απόσυρση του Τσινάσκι από το σύνηθες πόστο του αφηγητή αποδείχτηκε προβληματική.
Στο τέλος, ο Μπουκόβσκι δεν ήταν καθόλου βέβαιος αν είχε καμιά αξία αυτό το κείμενο, που έμελλε να προκαλέσει αμηχανία στην επίσημη κριτική.
Τον Σεπτέμβριο του 2002, όταν ξέθαψα το Αστυνομικό, κάπου στη Θεσσαλονίκη, άνοιξε ο (προσωπικός μου) δρόμος για το πιο σημαντικό, κατ’ εμέ, μυθιστόρημα του Μεσοπολέμου, δηλαδή το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας.
Εκεί (στην άριστη μετάφραση της Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, Εστία 2007) διαβάζω: «Η δική μου η τσάρκα είχε πάρει τέλος. Γι’ άλλους αυτά!... Ο κόσμος είχε ξανακλείσει! Είχαμε φτάσει στην άκρη όλοι εμείς!... Όπως στο πανηγύρι!... Δεν αρκεί να ’χεις καημό, πρέπει να μπορέσεις να ξαναρχίσεις τη μουσική, να πας να βρεις περισσότερο καημό…»
Το Pulp, πιστεύω, είναι η απελπισμένη χειρονομία αυτού που ταΐζει με περισσότερο καημό (με το περίσσευμα γράφουμε, πάντοτε) το έργο, αυτού που ξαναρχίζει τη μουσική (play it again, ή πάμε πάλι), αυτού που χλευάζει το θάνατο, πληρώνει για τα ποτά, και εξαφανίζεται στην άκρη της νύχτας.
Αυτή την τελευταία, ως γνωστόν, την λέμε Ξημέρωμα.

2. Η Λαίδη και Ο Δρόμος

Στις 2.15 μ.μ., στο 27ο κεφάλαιο του Pulp, ο ιδιωτικός ντετέκτιβ Νικ Μπελάνε κάθεται στου Μούσσο, και ετοιμάζεται για τη μεγάλη συνάντηση της πελάτισσάς του, Λέιντυ Ντεθ, με το πρόσωπο / αντικείμενο της αναζήτησής του, Λουί Φερντινάν Σελίν – η Λέιντυ έχει προσλάβει τον Μπελάνε να της φέρει τον Σελίν, ο οποίος επιμένει να ξεφεύγει.
Εξάλλου, στο Ταξίδι, ο Σελίν είναι σαφής: «Είναι ίσως και τα γηρατειά που ’ρχονται, προδοτικά, και σ’ απειλούν με τα χειρότερα. Δεν έχεις πια πολλή μουσική εντός σου για να κάνεις τη ζωή να χορέψει, αυτό είναι. Όλη η νιότη πήγε κιόλας να πεθάνει στην άκρη του κόσμου μες στη σιωπή της αλήθειας. Και που να πας έξω, σας ρωτάω, όταν δεν έχεις πια εντός σου την αναγκαία δόση παραφροσύνης; Ένα χαροπάλεμα είναι η αλήθεια, που τελειωμό δεν έχει. Η αλήθεια τούτου του κόσμου είναι ο θάνατος. Πρέπει να διαλέξεις, ή το τέρμα ή το ψέμα. Εγώ δεν μπόρεσα ποτέ να σκοτωθώ».
Ο Νίτσε θα χειροκροτούσε γελαστός, αν είχε προλάβει να διαβάσει αυτές τις αράδες. Δεν πρόλαβε, γι’ αυτό επιστρέφω στο θέμα μου.
Στις 2.35 μ.μ. φτάνει στο μαγαζί ο Σελίν, παίρνει τη θέση του στο τραπέζι του Μπελάνε, και οι δυο μαζί υποδέχονται την Λέιντυ Ντεθ. Ακολουθεί ένα σκάρτο στοίχημα για τα ποτά, και ο Σελίν χάνει, εξαιτίας σφάλματος στη διαδικασία.
Συνεπώς, χρειάζεται να στρίψουν το νόμισμα. Καίτοι είναι το τυχερό νόμισμα του ντετέκτιβ, όλοι είναι χαμένοι, εκτός από την αλήθεια τούτου του κόσμου, που είναι ο θάνατος ως η πιο όμορφη γυναίκα της πόλης – ή του κόσμου, εξαρτάται απ’ το ποιος γράφει το βιβλίο.
Η Λέιντυ Ντεθ είναι βέβαιη για τον θρίαμβό της, παρ’ όλο που ο Σελίν πληρώνει, και τσακίζεται να βγει στο δρόμο.
«Τότε ακούστηκε ο θόρυβος. Σαν τροχοί που σέρνονταν στην άσφαλτο. Τον ακολούθησε ένας γδούπος. Σάρκα πάνω σε μέταλλο. Πετάχτηκα όρθιος και βγήκα έξω. Εκεί, στη μέση της Χόλλυγουντ Μπούλεβαρντ, βρισκόταν ακίνητο το σώμα του Σελίν. […] Ήξερα πως ήταν νεκρός. […] Ήπια το ποτό μου, πήρα την απόδειξή μου, πλήρωσα με την κάρτα μου, άφησα ένα 20% φιλοδώρημα κι έφυγα από εκεί μέσα».
Το ίδιο θα έκανε και ο Σελίν, αν δεν είχε πεθάνει: «Καλύτερα λοιπόν να βγω στο δρόμο, αυτή τη μικρή αυτοκτονία».

3. Η Θριαμβεύουσα Ήττα

Κάποτε, δίνοντας το Ταξίδι του Σελίν στη γυναίκα μου, της είπα ότι πρόκειται για ένα από εκείνα τα βιβλία που σε φέρνουν ενώπιον του μόνου διλήμματος: Να ζεις ή να μην ζεις.
Με άλλα λόγια, όποιος διαβάζει / γράφει (δηλαδή ζει) τέτοια κείμενα, ξέρει, αν είναι έντιμος, ότι οφείλει ή να αυτοκτονήσει, ή να θριαμβεύσει. Το μόνο βέβαιο είναι ότι δεν γίνεται να εξακολουθήσει να ζει όπως ζούσε – τότε που νόμιζε ότι ήταν ζωντανός.
Βεβαίως, στη δική μας περίπτωση (και όταν λέω «μας», εννοώ την πραγματική πραγματικότητα), ο θρίαμβος δεν μετριέται με όρους του συρμού, ως κέρδος, θεραπεία, νίκη, και τα συναφή. Αυτές οι λέξεις είναι χρήσιμες, μόνο αν τις απαλλάξουμε από την ομηρία της Κυριολεξίας – και της Μεταφοράς, που είναι η δίδυμη αδερφή της, και λέει άλλα αντί άλλων.
Στην παράδοξη γλώσσα που μπορεί να πει την αλήθεια (επειδή ξέρει ότι τίποτα δεν είναι αληθινό), ο θρίαμβος ισοδυναμεί με την υπέροχη ήττα της αποδοχής, της άφεσης, της συγχώρεσης – ειδικά όταν μιλάμε για τον Θάνατο.
Σελίν: «Και επί τη ευκαιρία, θα ’χαμε επιπλέον τόση αγάπη, που ο Θάνατος θα ’μενε κλεισμένος μέσα της, αντάμα με την τρυφερότητα, και θα ’ταν τόσο καλά εντός της, τόσο θαλπερά, που θα το φχαριστιόταν επιτέλους ο μπαγάσας και θα τον γλεντούσε εντέλει τον έρωτα κι αυτός, όπως όλοι. Να τι θα ’ταν ωραίο!»
Πράγματι: Αυτό (και μόνον αυτό) θα ήταν ωραίο, γιατί αυτό (και μόνον αυτό) θα ήταν αληθινό.
Τα άλλα όλα δεν είναι, ούτε γίνονται.
Μπουκόβσκι: « ‘Και τώρα τι γίνεται, Λέιντυ;’ – ‘Τώρα σε αφήνω με το Κόκκινο Σπουργίτι. Είσαι σε καλά χέρια. Αντίο, Μπελάνε, είχαμε πλάκα’. – ‘Βέβαια…’. – Έτσι, έμεινα μόνος με το τεράστιο αστραφτερό πουλί. […] Δεν μπορεί να είναι αλήθεια, σκέφτηκα. Δεν μπορεί να γίνεται έτσι. Όχι, δεν μπορεί να γίνεται έτσι. […] Δεν γίνεται έτσι, ξανασκέφτηκα. Το ράμφος άνοιξε τελείως. Το κεφάλι του Σπουργιτιού με πλησίασε και η λάμψη και η βουή του κίτρινου χύμηξε και με τύλιξε».
Φρονώ ότι με το Pulp, ο Τσαρλς Μπουκόβσκι ταξίδεψε στην άκρη της νύχτας, και την κατέκτησε, που σημαίνει ότι πέθανε λίγο προτού πεθάνει, επιβεβαιώνοντας την αιώνια ρήση που αντικρίζουμε στις πύλες των αθωνικών κελιών, σύμφωνα με την οποία, όποιος πεθάνει προτού πεθάνει, δεν θα πεθάνει όταν πεθάνει.
Μόνο έτσι γίνεται, γιατί μόνο έτσι είναι ωραία.

margaritis272.jpg