Top menu

"Οι λουτήρες" της Σοφίας Πολίτου-Βερβέρη -Κριτική Βιβλίου

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Στο σύντομο βιογραφικό της γράφει, δύο παιδιά. Και ευθύς αυτή η ποίηση κερδίζει στα σημεία και την σοφία της πιο άδολης αγάπης. Έχει σημασία να νιώθεις πώς ξοδεύεται καθένας και τότε ίσως τον αγαπήσεις και ίσως τον συγχωρέσεις. Οι εξομολογήσεις, η άφεση έρχονται μετά. Τότε θα μιλήσουμε για εκείνα.

Προς το παρόν τούτο το σημείωμα με τιμή και αναγνωστική εκτίμηση, υποδέχεται τους λουτήρες της κυρίας Σοφίας Πολίτου – Βερβέρη. Οι εκδόσεις Έναστρον, σε μια έμπρακτη, συνδρομή στην ποίηση που γράφεται εκεί έξω, φέρνουν στο προσκήνιο κάτι μικρούς φωτισμούς, υπενθυμίσεις επάνω στην στροφή του δρόμου. Η κομψότητα και το ήθος συναντούν στις υπόγειες διαδρομές τους φωνές και ρυθμούς και προσαρμόζονται στην πλαστική μας εποχή. Πρόζες αφαιρετικές, που δεν μπορούν κακό να κάνουν, υδατογραφούν εκεί έξω το σχήμα και την μορφή. Φωτιά και εμπρησμοί γράφει ο Μ. Μερακλής όταν μιλά για τον πρόωρα χαμένο Αλέξη Τραϊανό και εδώ τα λόγια του βρίσκουν την καταλληλότερη εφαρμογή τους. Φωτιά οι στίχοι της κυρίας Πολίτου – Βερβέρη , γραμμένοι στα ενικά πρόσωπα που πάντα μας αφοπλίζουν. Εμπρησμοί μέσα και γύρω στην ιδιωτική ζωή που άλλοτε εκτείνεται προς τον κόσμο και πάλι συστρέφεται σαν την πνοή ενός μεγαλόσωμου ζώου που επανέρχεται ώρες μετά. Η ποίηση των λουτήρων φέρει ένα τραύμα πολύ προσωπικό , η σοφία της απερίγραπτης ψυχής την συνεπαίρνει και έτσι φτιάχνονται πια τα πλευρικά στα ποντοπόρα πλοία. Από άφταστο υλικό. Μακρινά ταξίδια, σκληρός ρομαντισμός, λέξεις μεγάλες που χωρούν όλες τις διαστάσεις. Κρύβονται απλές, στερητικές στον τραγικό επίλογο του ποιήματος και τραβούν την ψυχή ώσπου να εξαρθεί. Τα ποιήματα των εκδόσεων Έναστρον γεμίζουν με ζωή το άδειο δωμάτιο. Το υλικό τα κατακλύζει και μόνον ο χρόνος απομένει για εκείνα.

Μ΄έναν ήλιο και μια σκαπάνη η κυρία Σ. Πολίτου – Βερβέρη φτιάχνει κάτι σαν τον φανταστικό μόλο του Ανρί Μισώ. Μόνη διέξοδος και άφθαρτη γη στ΄ακρογιάλια που κάποτε έγραψε το όνομά της. Εκεί χαράζει πορεία η ποιήτρια, στον δρόμο ανασύρει από τον βυθό όσα οι άνθρωποι πετούν. Αγαπά τα πιο παράξενα επαγγέλματα, όπως τους τυμβωρύχους που στα αλήθεια είναι ένα αδικαιολόγητο ρίσκο, μια φοβερή αμαρτία. Δίνει σημασία και ζωγραφίζει με ακρίβεια τα πρωινά λόγια που κρύβουν λογαριασμούς ιδιωτικούς. Παίρνει τις τρομερές αποφάσεις που θέλουν οι στίχοι, προτού περάσει στην δήλωση, την πρωτοπρόσωπη την δίχως κομψότητα. Επειδή η ιδέα, συλλογίζεται τούτο το σημείωμα, είναι πράγμα μεγαλύτερο και ψηλότερο από τα λόγια που το τραγούδησαν. Παίρνει τις αποφάσεις σημαίνει, μπερδεύεται στα πλοκάμια του χρόνου, όπως κανείς χάνεται μες στις φλέβες μιας μητρόπολης. Μένει έτσι, όπως το ήθελε η έκταση μιας μέρας. Κατοικεί πάνω στην στιγμή που μικραίνει η μέρα, και τίποτε άλλο δεν χρειάζεται να νιώσει ο αναγνώστης πέρα από την προσπάθεια που εκπληρώνεται και συναντά κανείς τον ίδιο του τον εαυτό. Μια έκφραση, μια ιστορία είναι αυτά που αναμετριούνται τότε και τώρα, μες στα μαρμαρένια αλώνια με χθεσινό αέρα και ανεμολόγιο σημερινό. Πώς μπερδεύονται έτσι οι εποχές, τι μοντάζ αριστοτεχνικό μας επιφύλασσε η ζωή. Η Σοφία Πολίτου – Βερβέρη στέκει εμπρός στην μοίρα της, όπως κάνει κάθε ποιητής, με το αλλόκοτο θάρρος της αφοσιωμένη σε φραγμούς, παλιές αγάπες, μικρές παραβολές και την αμετροέπεια της οδού Σόλωνος, ως ρετάμπλο μιας τάξης αστικής που αργά χωνεύεται μες στην ιστορία. Οι φίλοι της, πολικά αστέρια που δεν έσβησαν ποτέ και όλα μαζί ανάβουν, σαν να μιλούν σπασμένες, κοριτσίστικες φωνές , οι φίλοι της πράγματα που αυθαίρετα πίστεψε και λησμόνησε, θέτοντας σε κίνδυνο ετούτη την πραγματικότητα. Αυτή της η συνήθεια την καθιστά ποιητική και χαρίζει μια πνοή ελευθερίας στην φόρμα της που περιγελά αυτήν την πολιτεία. Ο κόσμος ρέει και διαχέεται όπως το θέλησε ο παλιός Λογγίνος, ποτέ δεν υψώνεται, επικίνδυνα και ύπουλα κάνει την δουλειά που του αρμόζει και αποκαλύπτει λάμψεις εν φθιμένοις. Οι στίχοι της Σοφίας Πολίτου – Βερβέρη μιλούν για τις απώλειες, όπως μιλά κανείς για τον κίνδυνο που ποντάρει ο καιρός στο ίδιο νούμερο, πάντα χαλώντας το παιχνίδι. Η ζωή στα ποιήματα των λουτήρων θυμίζει το ατημέλητο, το αταίριαστο, το αιτιατό που γεννιέται και έμελλε να ζήσει έξω και πέρα από την μαγγανεία του χρόνου, βρίσκοντας στέγη σε εκείνο τον κόσμο που πεθαίνει στεγνός.

Ετούτο το σημείωμα ζήτησε μια μυθική Αταλάντη. Φτιαγμένη μονάχα για εκείνο. Και ο άνεμος ξεφύλλισε τους δρόμους και είπε δυο λόγια. «Οι ποιητές είναι ζωγράφοι. Κάποτε γνώρισαν την γύμνια τους και έστρεψαν το πινέλο τους σε άλλα σχήματα. Τόσο πολύ αγαπούν τις ζωγραφιές τους που άλλοτε πεθαίνουν μες στον λυρισμό και άλλοτε μεταμορφώνονται στον απροσποίητο στίχο και στο άδειο, ξαπλωμένο κεφάλι της ζωής τους.»

Η κυρία Σοφία Πολίτου – Βερβέρη χωρά στα σύντομα και πειθαρχημένο χαϊκού της. Εκείνα που κρατιούνται πειθαρχημένα στο αφάνταστο και την αυστηρή καταμέτρηση των συλλαβών. Κάτω από τις πηγές οι αλλοτινοί παίδες ζουν και γερνούν, πεθαίνοντας επάνω στα ρετάλια του καλοκαιριού, στα απομεινάρια του που τα λατρεύουν οι ερημιές και τα ποιήματα. Οι εκδόσεις Έναστρον επαναφέρουν την δημιουργό στην εκδοτική πραγματικότητα. Τα εξομολογητικά της ποιήματα αναγνωρίζουν αυτόν τον κόσμο με τις λαμπρές του συμβατικότητες σε πλάνο πρώτο και μοναδικό. Η κυρία Πολίτου – Βερβέρη φαντάζει πρόσωπο ελληνιστικό που παντού έχει στήσει την ζωή του, που έχει έναν άγγελο στο ψηλότερο δέντρο σκαρφαλωμένο, στα πρότυπα της ζωγραφικής προσαρμοσμένο. Και αν δεν μπορεί να φτάσει μέσα από τις ζωγραφιές την αγγελικότητα αυτού του κόσμου , κάνει κάτι περισσότερο. Δίνει λίγη ζωή ακόμη στον Γιώργο Θέμελη και υποστηρίζει τα ποιήματά της με ένα του θεώρημα, σε έναν αγώνα απόλυτα αφοσιωμένο στην πολιορκία, το χρέος, την απόσταση, της θάλασσας τον παραλογισμό. Την οδηγεί μια παιδική γλώσσα που κάποτε μιλήσαμε, τα φιλμ της είναι γεμάτα αρνητικά, τα ποιήματά της γεμάτα ερωτηματικά. Στο ποίημα της με τίτλο Μια γη στα δύο επαληθεύεται το θαυμαστό πραγματικό που κατοικεί τα ποιήματα των λουτήρων των εκδόσεων Έναστρον. Οι σκύλοι μοιάζουν με γρύπες, τα γαϊδούρια με ψάρια , τα ψάρια με άλογα, όπως ακριβώς ένα νερό που καίει, ένα πουλί που γαβγίζει. Οι λουτήρες γράφονται από μια δημιουργό πιστή σε ότι μας δίδαξε εκείνος ο χλομός και πρόωρα χαμένος, φιλοσοφικός Γιώργος Σαραντάρης. Ας μείνουμε λίγο έτσι σημαίνει πως ένα αεράκι στιγμιαίο σαν ζωή μας θερμαίνει, φορτωμένο αλήθειες, ένα αεράκι που σπέρνει στίχους σε απείθαρχους καιρούς και κυλά στον γνώριμο ρου του ποταμού Μαγκνταλένα που βγάζει ίσια στην πολιτεία του ήλιου.

Έτσι αυθαίρετα και επικίνδυνα το σημείωμα αυτό χαιρετίζει την κυρία Σοφία Πολίτου – Βερβέρη και τις εκδόσεις Έναστρον που τιμούν σε χαλεπούς καιρούς όσα απέμειναν από την νεοελληνική ποίηση. Και είναι πολλά και υγιή, μα δυσεύρετα. Οι λουτήρες της ποιήτριας έσβησαν για λίγο την ζέστη της νύχτας και μια στιγμή θύμιζαν βαριά, αδικαιολόγητα αργοπορημένα καλοκαίρια που κρατούν για πάντα. Σαν αυτά που φέρνει η ποίησή αν το θελήσει, σαν τις άδειες τσέπες, την ζεστή καρδιά.