Top menu

Ο ποιητής και οι λέξεις του (ΙΙ) -Eπιφυλλίδα

photo © Στράτος Προύσαλης

Το προηγούμενο άρθρο εδώ.

Γράφει η Βιβή Κοψιδά-Βρεττού

Μια ακατάληπτη γλώσσα, η γλώσσα του ποιητή;

«Προσέλθετε σε μας επί ίσοις όροις», γράφει ο Ουώλτ Ουΐτμαν στους φανταστικούς αποδέκτες της ποίησής του. «Τότε μόνο θα μας καταλάβετε. Δεν είμαστε καλύτεροί σας. Ό,τι κουβαλάμε μέσα μας το κουβαλάτε κι εσείς, ό,τι απολαμβάνουμε το απολαμβάνετε κι εσείς. Νομίσατε ότι θα μπορούσε να υπάρξει ένας μόνο υπέρτερος όλων; Βεβαιώνουμε ότι μπορούν να υπάρξουν αναρίθμητοι Υπέρτατοι. Ο ένας δεν αναιρεί τον άλλον, όπως το ένα βλέμμα δεν αναιρεί το άλλο…». Πρόκειται για την έκφραση της ύψιστης συμπάθειας προς τον άνθρωπο, στοιχείο που κάθε γνήσια ποιητικό δημιούργημα φύσει εμπεριέχει. Γι’αυτή τη συμπάθεια, θα γράψει και το πολύστιχο έπος τού συμμέτοχου πάθους, το Song of My Self, και θα αναφωνήσει τη λιτή κραυγή: I am the man, I suffer’d, I was there (Είμαι ο άνθρωπος, υπέφερα, ήμουν εκεί…) (33, 827).

Ο Άλντους Χάξλεϊ, συγκρίνοντας την ταύτιση του Ουΐτμαν με όλους τους διωκόμενους και δυστυχείς της γης, θα συγκρίνει την ιδέα του με αντίστοιχους στίχους του Matthew Arnold στο ποίημά του The Strayed Reveller to Ulysses (Ο ξεστρατισμένος γλεντοκόπος προς τον Οδυσσέα): εκεί κάνει λόγο για τον ποιητή που αντικρίζει τον κόσμο εξίσου καθαρά με τους θεούς. Παράλληλα όμως τον αντικρίζει πολύ διαφορετικά καθόσον ταυτίζεται και υποφέρει με τα όσα βλέπει. Το ποίημα μπορεί να συνοψισθεί στον ακόλουθο στίχο: such a price the Gods exact for song; To become what we sing. (Τέτοιο είναι το τίμημα που οι θεοί απαιτούν για του τραγουδιού το δώρο, ένα να γινόμαστε με ό,τι τραγουδάμε). (στ. 103-105).

Συστατικό στοιχείο αυτής της a priori συμπάθειας του ποιητή προς την πάσχουσα ανθρωπότητα και τον χειμαζόμενο άνθρωπο είναι η αυτοταπείνωση, το κοσμικό δέος, η συνείδηση της μηδαμινότητας μπροστά στο άρρητο μεγαλείο του σύμπαντος. Τόσο η έρευνα της εθνογραφίας των λαών όσο και η λόγια παγκόσμια ποίηση έχουν δώσει θαυμαστά δείγματα ανθρώπινης και ποιητικής ταπεινότητας, που αυτή καθαυτή συνιστά ποίηση υψηλής αυτοσυνειδησίας και φιλοσοφικής αυτεπίγνωσης. Ό,τι επενεργεί στον δημιουργό –ποιητή και «πραΰνει» την προσωπική αίσθηση δύναμης και πνευματικής υπεροπλίας, δεν είναι παρά η συνείδηση υπόταξής του σε ένα καθολικό υπέρτατο Πνεύμα, που συνέχει τη λογική και τη δύναμη ολόκληρης της συμπαντικής δημιουργίας.

Ας ακούσουμε την ινδιάνικη προσευχή, αυτό το αρχέγονο ποίημα λαϊκής φιλοσοφίας και θρησκευτικής ταπεινότητας:

Ω, Μεγάλο Πνεύμα, που τη φωνή Σου ακούω στους ανέμους/ και που η πνοή Σου είναι στους πάντες ζωή/ εισάκουσέ με/ Σε Σένα έρχομαι ως ένα απ’ τα πολλά παιδιά Σου/ είμαι αδύναμος, είμαι μικρός. Χρειάζομαι τη δύναμη και τη σοφία Σου… (Μεταγραφή: Θεοδόσης Βολκώφ).

Στις αρχέγονες ωστόσο κοινωνίες ο ποιητής αποκτά την υπερβατική δύναμη του μάντη και προφήτη, του διαμεσολαβητή ανάμεσα στη θεότητα και τον άνθρωπο. Μια προνομιακή οντότητα ο Προφήτης –Ποιητής, καθώς ο πυκνωμένος λόγος του, πηγή σοφίας, προέρχεται από μιαν υπερφυσική πηγή και κατευθύνει με την αυθεντικότητά του τη συλλογική ζωή. Στη δυτική παράδοση, μέχρι τα νεότερα χρόνια, η ταύτιση του προφήτη με τον ποιητή δεν είναι συχνό φαινόμενο, καθώς η θρησκεία έχει μονοπωλήσει το δικαίωμα και τη θεία επίνοια να προβλέπει τα μελλούμενα. Και φτάνουμε στον 18ο-19ο αιώνα, όπου στην ενορατική ποίηση του Ουΐλλιαμ Μπλέικ θα συναντήσουμε την κορυφαία περίπτωση Προφήτη-Ποιητή, του οποίου τα σιβυλλικά οράματα και τα σύμβολα μιας ιδιωτικής θρησκείας (Bowra, σ. 51 κ.ε.), θα καθοδηγούν, θα προειδοποιούν ή και θα καταγγέλλουν τους συμπατριώτες του. Αξίζει να αναφερθεί το αρχέτυπο του «δημιουργού» σε μια πεφωτισμένη του εκτύπωση (illuminated printing), που απεικονίζει έναν πανίσχυρο δημιουργό να συλλογίζεται πάνω στον κόσμο που κατασκεύασε. Αν και υπερβατική και γεμάτη σκοτεινούς συμβολισμούς η ποίηση του Μπλέικ, εν τούτοις υπήρξαν ποιήματά του, όπως Η Τίγρις, που τα τραγουδούσαν «σαν λαϊκό ύμνο οι πιο φωτισμένοι σύγχρονοί του και τα σχολιαρόπαιδα τον 20ό αιώνα». (Peter Ackroyd, Ουΐλλιαμ Μπλέικ, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2017).

Από τα τέλη του 19ου και μέχρι την πρώτη δεκαετία του εικοστού, η ταύτιση ποιητή-προφήτη θα γνωρίσει μια μοναδική ένταση στην Ευρώπη (Αγγλία, Γερμανία, Ρωσία) και θα δώσει μια ποικιλία έργων, που απευθύνονται στους ανθρώπους μιλώντας για μεγάλα ζητήματα με θαυμαστή έμπνευση, διορατικότητα και αυτοπεποίθηση. Ο προφήτης ποιητής, θα γράψει ο Bowra, «ήταν απόλυτα βέβαιος ότι είχε κάτι εξαιρετικό να πει και το έλεγε με μια δύναμη κι ένα μεγαλείο που ήταν αντάξια της υπερφυσικής προέλευσης του μηνύματος». (σ. 49). Προϊόν της λατρείας της ομορφιάς, η ποίηση αυτή, στρέφει τον ποιητή σε ιδεατούς κόσμους, απόμακρους και ανέγγιχτους από την οδύνη και την ασχήμια της πραγματικότητας που μόλις έχει αρχίσει να διαμορφώνει το σκληρό της πρόσωπο στις καταπιεσμένες μέσα στην αθλιότητα των μεγαλουπόλεων ανέστιες ανθρώπινες μάζες. Η περίπτωση του Νίτσε συνθέτει τη νοσηρή άρνηση του αναδυόμενου αστικού πολιτισμού των βιομηχανικών κέντρων, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση ιδεατών αρχέτυπων, που καταλήγουν να εκτονωθούν σε ανθρωπολογική παθολογία. Τα γεγονότα που καταλήγουν στο ζόφο του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, και που είναι η υλοποίηση των προβλέψεων του Ποιητή-Προφήτη, λυγίζουν πια στη συνείδηση των ανθρώπων που μοίρα τους υπήρξε η φενάκη και ο παραλογισμός του πολέμου.

Μετά από μια τόσο αιφνιδιαστική και πρωτόγνωρη εμπειρία, οι άνθρωποι κλονίζονται, οι ποιητές μεταβάλλουν την τέχνη τους. Δεν έχουν ή δεν τους επιτρέπεται πια να έχουν βεβαιότητες. Δεν επιθυμούν να κοιτάξουν έξω τον κόσμο, τους έχει τρομάξει, τους έχει καταβυθίσει. Στρέφονται ενδοσκοπικά για να ερευνήσουν τον εσώτερο εαυτό τους, ν’ αναμετρηθούν με φόβους και ανασφάλειες, με την αβεβαιότητα που γίνεται καθεστώς της ζωής όλων των ανθρώπων. Ο ποιητής «ενανθρωπίζεται», η ποίηση «ενανθρωπίζεται» κι αυτή, σκύβει σιωπηλή το κεφάλι με αιδώ-για λογαριασμό της καθολικής ενοχής-, και ψαύει στα άδυτα της ψυχής του υποκειμένου. Η πολιτική και η κοινωνία εκβάλλουν σε μια πληγωμένη ατομική ψυχή και μεταμορφώνουν το συγκεκριμένο βίωμα σε προσωπικό συνειδέναι, όπως ακριβώς στην ποίηση του Έλιοτ, ο οποίος αν και «ποιεί» με ορίζοντα την καθολικότητα, εντούτοις οικειοποιείται το παγκόσμιο και ταυτόχρονα οικειώνει μ’ αυτό τους αποδέκτες του. Επιλέγω από τη «Σημείωση για την Πολεμική Ποίηση», που δημοσίευσε ο Έλιοτ το 1942, μεσούντος περίπου του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

«Το μόνιμο δε γίνεται να μπει στη θέση του παροδικού,
Ούτε τούτο για τ’ άλλο. Μα η αφηρημένη σύλληψη
Μιας εμπειρίας ατομικής στη μέγιστη έντασή της
Που γίνεται παγκόσμια, και τη λέμε «ποίηση»,
Μπορεί να βεβαιωθεί μέσα στο στίχο».

Η μετάβαση ωστόσο προς την εσωτερική μετατόπιση θα έχει συντελεστεί με την «καθαρή ποίηση», μέχρι να αποδομηθεί-κάτω από την επήρεια του σοκ της προδρομικής ευαισθησίας του ποιητή-εντελώς η σχέση με την κανονική όραση και την παραδοσιακή ποιητική «εννόηση». Η διαύγεια του βλέμματος χάνεται μέσα στη σύγχυση και το χαοτικό της υποσυνειδησιακής ενδοχώρας, στις διασταυρώσεις συμβάντων και ψυχικών προσλήψεων, στο απροσπέλαστο μιας μυστικής χοάνης που κυβερνά το άτομο (και τον ποιητή) χωρίς τη συγκατάθεσή του. Ίσως σ’αυτή τη φάση αρχίζει να αποστασιοποιείται φοβικά θα λέγαμε ο ποιητής από τον αναγνώστη του. Πρόκειται για έναν εγκλεισμό στον απόκρυφο κόσμο της ψυχής και της νόησης του ποιητή, που και ο ίδιος αρνείται να εννοήσει το βαθύτερο συστατικό του χαρακτήρα, παραμένοντας στην ανεπίγνωστη δραματικότητα της μοναξιάς του. Η έννοια του ερμητισμού –όπως στο ασφυκτικά κλειστό κέλυφος του όστρακου- δεν απομονώνει μόνο τον ποιητή από τον αποδέκτη του, αλλά πρωτίστως τον ποιητή από τον κόσμο και τη συνθήκη της εποχής του, την οποία αποστρέφεται και γι’ αυτό με θεαματική απάρνηση των συμβάσεων της καλλιτεχνικής έκφρασης, δημιουργεί το προσωπικό του ερημητήριο. Αλλά η μοναξιά του ατόμου είναι θεμιτή. Η μοναξιά του ποιητή όμως; Η απομόνωσή του από τη φυσική κοινωνία με όλο αυτό το φαντασιακό πλήθος που τον περιμένει με την αγχολυτική σκευή των στίχων και του οράματός του για τη ζωή-την παραμυθία της θνητότητας; Δύσκολη η «αυτοφυλάκιση» στον ερμητισμό, όταν μάλιστα η ιστορία δεν θέλει να αφήσει έξω από την εμβέλειά της τον ποιητή. Παρακολουθούμε τις μετατοπίσεις δύο σημαντικών Ιταλών ποιητών του 20ού αιώνα, του Κουαζίμοντο και του Ουνγκαρέττι, οι οποίοι, αν και εκφράστηκαν μέσ’ από την ελλειπτική, δυσνόητη γλώσσα του ιταλικού ερμητισμού-αντίδραση στην ποιητική ρητορεία και τον βερμπαλισμό-, εντούτοις σε ωριμότερη φάση της θεωρητικής σκέψης τους, θέτουν το ζήτημα της σχέσης του ποιητή με την ιστορία και το ιστορικό γίγνεσθαι. Και σε αντίθεση με τον Μοντάλε, που απορρίπτει κάθε σχέση του ποιητή με το ιστορικό γίγνεσθαι, οι δύο προαναφερόμενοι ποιητές δεν μπορούν να μην σταθούν με ευθύνη απέναντι στα καταλυτικά ιστορικά γεγονότα της εποχής τους, και κυρίως τον Α’ και Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο Ουνγκαρέττι μάλιστα, θα εκφράσει με περισσή αυστηρότητα την αποστασιοποίηση του δημιουργού από το ιστορικό γίγνεσθαι και θα τον «τιμωρήσει» με την αγνόησή του από την ιστορία. « …ο συγγραφέας, όσο και κάθε άλλος άνθρωπος δεν βρίσκεται εκτός ιστορίας, αλλά αποτελεί μέρος της. Αν όμως δεν καταφέρει στο έργο του να εκφράσει την ιστορία και να της προσδώσει το προσωπικό του στίγμα, είναι συγγραφέας δευτερεύουσας σημασίας και η ιστορία θα τον αγνοήσει». (Eugenio Montale. Giuseppe Ungaretti, Umberto Saba, Salvatore Quasimodo, Περί ποιήσεως, επιλογή-εισαγωγή-μετάφραση: Νίκος Αλιφέρης, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2005, σ.42).

Και ο Κουαζίμοντο, ακόμα πιο διαυγής στις απόψεις του για τον ενεργό ρόλο του ποιητή θα γράψει: «Η ποίηση μεταμορφώνεται σε ηθική, διότι αποδίδει ακριβώς την ομορφιά: η υπευθυνότητά της σχετίζεται άμεσα με την τελειότητά της. Το να γράφεις στίχους, σημαίνει να υποβληθείς σε μία κρίση-και η αισθητική κρίση συμπεριλαμβάνει εμμέσως τις κοινωνικές αντιδράσεις που δημιουργεί το ποίημα… Αληθινός ποιητής είναι εκείνος που δεν αρνείται την παρουσία του σ’ έναν δεδομένο τόπο, μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή, πολιτικά καθορισμένη…» (ό.π. σ. 68).

Αλλά, σε κάθε περίπτωση, πώς η ψυχή του ποιητή έρχεται να συναντήσει την έτοιμη από καιρό ψυχή του αναγνώστη του; Σε ποια «γλώσσα» μπορεί να γίνει η πρόσληψη του ποιητή από τον αναγνώστη του; Μα, στη γλώσσα που επιλέγει ο ποιητής να μιλήσει στον άλλον άνθρωπο, σ’ αυτή τη γλώσσα που μεταγγίζει το συναίσθημά του ο ποιητής για να το μετατρέψει σε κοινή εμπειρία λύτρωσης. Και πάλι, αλλά: είναι μία η ποιητική γλώσσα, ενιαία γι’αυτό το είδος της ανθρώπινης «αισθητικότητας»; Πιστεύω πως κάθε ποιητής αντιπροσωπεύει και έναν δημιουργό ποιητικής γλώσσας, έναν παράξενο τεχνίτη, που στην τέχνη του αφομοιώνει τις διακειμενικές εμπειρίες υλικών (λέξεων) φορτίζοντάς τα όμως με την προσωπική του αισθαντικότητα και νοηματική ιδιαιτερότητα: κορυφώνοντας τον κόσμο του προς μια ψυχική και συναισθηματική διέγερση. Αυτήν που επιδιώκει να κάμει κοινή γλώσσα με τον αποδέκτη του, ο οποίος, σαν κάποια αόριστη για τον ίδιο πηγή, πρόσφερε στον ποιητή, μιαν άγνωστη στιγμή, τη «δημιουργική του αισθητικότητα». «Σας ζητώ φωτιά, μου δίνετε φωτιά. Με καταλάβατε…κατάλαβα τα λόγια σας, γιατί χωρίς καν να σκεφτώ σας πρόσφερα ό,τι μου ζητήσατε, τη φωτιά. Περίεργο: ο ήχος, η μορφή, ας πούμε, της μικρής αυτής φράσης επιστρέφει, επαναλαμβάνεται εντός μου, σαν να αρέσκεται στη συντροφιά μου, κι εγώ αρέσκομαι να ξανακούω τη μικρή αυτή φράση, η οποία έχει χάσει σχεδόν το νόημα και τη χρησιμότητά της κι όμως θέλει ακόμη να ζήσει, αλλά μία ζωή εντελώς διαφορετική. Απόκτησε μια αξία σε βάρος του τελικού της νοήματος. Δημιούργησε την ανάγκη να ακούγεται ακόμα. Ιδού λοιπόν βρισκόμαστε στο κατώφλι της ποιητικής διάθεσης».

Μ’ αυτές τις σκέψεις ο Βαλερύ αποκαλύπτει την πίστη του στην αμοιβαιότητα του ψυχικού συντονισμού μεταξύ ποιητή και αναγνώστη. Και υπογραμμίζουμε τις τελευταίες δυο λέξεις του: ποιητική διάθεση.
Για να έχουμε μια επόμενη ικανή αφορμή να επανέλθουμε…

 

Βιβλιογραφικές αναφορές
Peter Ackroyd, Ουΐλλιαμ Μπλέικ, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2017.
C. M. Bowra, Ποίηση και πολιτική, εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα 1982.
Eugenio Montale. Giuseppe Ungaretti, Umberto Saba, Salvatore Quasimodo, Περί ποιήσεως, επιλογή-εισαγωγή-μετάφραση: Νίκος Αλιφέρης, εκδ. Άγρα, Αθήνα 2005.
Paul Valery, Γενική έννοια της τέχνης, μτφρ. Παναγιώτης Σ. Παπαδόπουλος, εκδ. Principia, Αθήνα 2012.
Άλντους Χάξλεϊ, Διαλέξεις για την ανθρώπινη κατάσταση, εκδ. Αρσενίδη, Αθήνα 2017.