Top menu

Ποιητική της συγχρονίας

 

Γράφει η Ευσταθία Δήμου

Η νέα, δεύτερη κατά σειρά, ποιητική συλλογή της Μυρτώς Χμιελέφσκι συστήνεται με τον μάλλον πεζολογικό και ανατρεπτικό της παραδοσιακής ποιητικής θεώρησης και προσέγγισης τίτλο, Ο πίσω τοίχος, ο ανεπίσημος (Ενύπνιο 2012). Η φράση αυτή μπορεί να ερμηνευθεί ή, καλύτερα, να ενισχυθεί από τη φωτογραφία της ίδιας της ποιήτριας που παρατίθεται στο εξώφυλλο του βιβλίου και που αποτυπώνει την πίσω όψη μιας πολυώροφης πολυκατοικίας, σε ένα αστικό κέντρο, με τα στενά μπαλκόνια, τα μικρά παράθυρα, τους άχρωμους, απεριποίητους εξωτερικούς τοίχους, την έλλειψη πράσινου και όλα όσα συνιστούν και συστήνουν τη ζωή των ανθρώπων στις απρόσωπες μεγαλουπόλεις, όπως και σε αυτήν της Αθήνας. Ο συνδυασμός αυτός της εικόνας και του λόγου, λοιπόν, μπορεί να καθοδηγήσει τις προσδοκίες του αναγνώστη προς ένα είδος πλησιάσματος, ενατένισης και περίσκεψης γύρω από την άλλη όψη των πραγμάτων, την κρυμμένη ή κρυφή, αυτή που λανθάνει πίσω από τα φώτα και το φαίνεσθαι, ταυτόχρονα, όμως, την πιο σκληρή και πικρή, γι’ αυτό ακριβώς και τόσο αληθινή, τόσο ουσιαστική, τόσο αποκαλυπτική.

Το βιβλίο παρουσιάζει μία άκρως ενδιαφέρουσα μορφική ποικιλία, καθώς περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα σε ελεύθερο στίχο, μικρής ή μέσης έκτασης, ποιήματα πεζά ή πεζόμορφα που έχουν τη μορφή μικροϊστοριών ή στιγμιοτύπων, αλλά και ποιήματα που συνδυάζουν και συντίθενται από στίχο ελεύθερο και πεζό μαζί. Η επιλογή αυτή της ποιήτριας και η κίνηση ή η ταλάντευσή της ανάμεσα στις μορφές και τις μορφοποιήσεις αυτές, καταδεικνύουν ακριβώς τη μέριμνά της για τη συνύφανση μορφής και περιεχομένου, για το συνταίριασμά τους, για την καταλληλότητα του ενός να αναδείξει, να υπηρετήσει και να φωτίσει το άλλο. Διαμορφώνεται, έτσι, ένα ενδιαφέρον μελετητικά ποιητικό πεδίο η περιήγηση στο οποίο μπορεί να οδηγήσει σε συμπεράσματα σχετικά με τις κατευθύνσεις στις οποίες στρέφεται η σύγχρονη ποίηση ως αποτέλεσμα επιρροών, καταβολών και πειραματισμών.

Ο πειραματικός χαρακτήρας της συλλογής, άλλωστε, γίνεται φανερός από την πρώτη κιόλας ανάγνωση των ποιημάτων και προκύπτει ή σχετίζεται βασικά με την τόλμη και την τολμηρότητα τόσο του ποιητικού λόγου, όσο και των σημαινομένων του, του περιεχομένου, δηλαδή, των ποιημάτων και όλων εκείνων των στοιχείων που αυτά επιχειρούν να καταδείξουν ή καλύτερα να αναδείξουν και να καταγγείλουν. Στην πραγματικότητα, αυτό που επιχειρείται με το βιβλίο αυτό είναι μία καταβύθιση ή, πιο σωστά, μία ανατομία της νοοτροπίας του σύγχρονου ανθρώπου, της ψυχοσύνθεσης του, όπως αυτή διαμορφώθηκε μέσα στο σύγχρονο κόσμο και μέσα στις σύγχρονες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές συνθήκες. Η διερεύνηση αυτή, που πραγματοποιείται με άκρα ψυχραιμία - όχι όμως ψυχρότητα - από την πλευρά της ποιήτριας, γίνεται με τους όρους που η αίσθηση της όρασης και η φωτογραφική αποτύπωση και απομνημόνευση θέτει. Η Χμιελέφσκι δηλαδή τεχνουργεί τα ποιήματά της σε μεγάλο βαθμό περιγραφικά, συνθέτοντας δηλαδή μια σειρά εικόνων, στιγμών και σκηνών της καθημερινότητας του σύγχρονου βίου που αφορούν και αποτυπώνουν τις πλευρές εκείνες της ζωής και ανθρώπινης ύπαρξης γενικά οι οποίες αποκαλύπτουν το αδιέξοδο, το τέλμα, την απόγνωση του ανθρώπου: Περπατούν τα περπατημένα λένε τα ειπωμένα τρώνε χωρίς να πεινούν. Δεν μένουν πάνω από ένα λεπτό σε μία ασχολία πάνε στην επόμενη. («Προς το παρόν άτιτλο»)

Τα στιγμιότυπα αυτά πολλές φορές διακρίνονται για τον ανοικειωτικό τους χαρακτήρα. Πολλές φορές, δηλαδή, ο συνδυασμός και η συνύπαρξη τους γίνεται κατά τρόπο παράδοξο, ενίοτε ασυνήθη και παράλογο, στοιχείο που ενισχύει την αναγνωστική ανταπόκριση στο μέτρο και στο βαθμό που ο αναγνώστης καλείται να αντιληφθεί τον σπασμωδικό, ανεξήγητο ή δυσερμήνευτο τρόπο με τον οποίο έχει επιλέξει να ζει ο σύγχρονος άνθρωπος, σπασμωδικότητα η οποία αντανακλά και καθρεφτίζεται στην ίδια τη δόμηση του ποιήματος. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει ότι τα ποιήματα της Χμιελέφσκι δεν έχουν συνοχή και συνεκτικότητα. Αυτό που συμβαίνει, όμως, είναι ότι οι ιδιότητες αυτές λειτουργούν περισσότερο στο επίπεδο της αναγνωστικής συνείδησης και λιγότερο σε αυτό της λεκτικής δόμησης του ποιήματος. Η σύνθεση, με άλλα λόγια, κατά τρόπον τέτοιο, ώστε να αναδεικνύει το ασυνάρτητο των ηθών, των συμπεριφορών, των υπάρξεων οδηγεί σε μία ενατένιση της σύγχρονης συνθήκης με τους όρους που η ίδια επιτακτική ανάγκη της αναμόρφωσης και της ανάπλασής της θέτει.

Μέσα στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να νοηθεί και να ερμηνευθεί η ειρωνική, κάποιες φορές, διάθεση και τάση της ποιήτριας, η οποία, βεβαίως, δεν μένει στην επιφάνεια του στίχου αλλά γίνεται ειρωνεία απέναντι στις καταστάσεις και τις ανθρώπινες επιλογές. Η μέθοδος και η μεθόδευση αυτή δεν καταδεικνύει, όπως ίσως βεβιασμένα θα μπορούσε να συμπεράνει κανείς, μια απομάκρυνση της ποιήτριας από τις συνθήκες τις οποίες περιγράφει, αλλά αντίθετα την εμπλοκή της μέσα σε αυτές, ενδεχομένως και μία μικρή, δειλή παραδοχή της αδυναμίας της να ελέγξει, να προλάβει, να παρέμβει και αποτελέσει παράγοντα καθοριστικό στην άρση του αδιεξόδου: να κάνω καλή εντύπωση/ να καπνίσω μόνο ένα τσιγάρο/ να φάω τουλάχιστον δύο φρούτα/ να μη φωνάξω/ δεν είναι ένα ειρωνικό ποίημα/ αλλά ένα πραγματικό σημείωμα. («Μεγάλες προσδοκίες») Η ειρωνεία λοιπόν αυτή και ο τρόπος με τον οποίο σχηματοποιείται και εκφέρεται αποκαλύπτει τη μέριμνα αλλά και - γιατί όχι; - την οδύνη της ποιήτριας για όσα αντικρίζει και αντιλαμβάνεται, οδύνη που δεν διοχετεύεται σε συναισθηματισμούς και ακρότητες, αλλά σε μια μετρημένη ή μετριοπαθή στάση που οδηγεί το ποίημα σε μια ισορροπία και μία εναρμόνιση που υπηρετεί κατά τρόπο άρτιο και προκαλεί την αποστασιοποίηση του αναγνώστη η οποία είναι απαραίτητη σε πρώτη φάση για την συνειδητοποίηση και, σε δεύτερη, για την αντίδραση.

Από αυτήν την άποψη και ιδωμένη μέσα από αυτό το πρίσμα η ποίηση της Χμιελέφσκι θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί πως είναι κοινωνική με την έννοια της ποιητικής παρέμβασης και της διάθεσης για καταγγελία και αναμόρφωση. Στην πραγματικότητα όμως ξεφεύγει κατά πολύ από αυτό το επίπεδο που θα την καθήλωνε και θα την περιόριζε σε μία στόχευση λίγο πολύ συγκεκριμένη ή συγκεκριμενοποιημένη και θα παρέκαμπτε, θα παρέβλεπε την αισθητική διάσταση των ποιημάτων της, τον καίριο και καταλυτικό εικονοπλαστικό της λόγο, τη φωτογραφική ποιητική της ματιά που τεχνουργεί έναν ποιητικό λόγο ο οποίος προσιδιάζει όχι απλώς και μόνο στην αποτύπωση, αλλά στη βαθιά και διεισδυτική ερμηνεία όλων εκείνων που η ποιητική συνείδηση προσλαμβάνει ως εικόνες ενδεικτικές και αντιπροσωπευτικές της συγχρονίας. Κεντρική θέση μέσα σε αυτές έχει, βέβαια, ο άνθρωπος που παρουσιάζεται μέσα από τις διάφορες εκδοχές του, σε τελευταία ανάλυση όμως αποτελεί μία ενιαία ύπαρξη που σφραγίζεται εξίσου από τις ολέθριες καταστροφικές επιλογές του και τις συνέπειες που αυτές έχουν στη ζωή και την ιδιοσυγκρασία του.