Top menu

"2017" της Μαριάννας Πλιάκου -Κριτική Βιβλίου

Γράφει ο Απόστολος Θηβαίος

Οι πληροφορίες που προσφέρουν τα τυπικά στοιχεία μιας ποιητικής συλλογής λογίζονται για τούτο το σημείωμα ρίζες. Και οφείλει κανείς, αν επιθυμεί σε βάθος να αντικρίσει τα πράγματα, να μην περιφρονήσει τις λιτές, βιογραφικές αναφορές της Μαριάννας Πλιάκου. Περιορισμένες στον μέσα κόσμο του εξωφύλλου και ίσως σε έναν, δυο στίχους που ακουμπούν επάνω στον ομιχλώδη κόσμο του Γ. Ιωάννου, χαρακτηρίζονται ωστόσο από μια ασύδοτη πυκνότητα. Τούτο το σημείωμα, λοιπόν εξηγείται όπως συνηθίζει, με μια ιστορία. Επειδή με άλλον τρόπο δεν μπορεί να περιγράψει ή να συγκινηθεί από την ομορφιά που υπάρχει δίχως κόπο.

Πρόκειται για το μακρινό κιόλας 2017, χρονιές που πια δεν μπορούν παρά να υπάρχουν ως τίτλοι και τίποτε. Η οδός Κατούνη, πλάι στο Εβραϊκό Μουσείο της Θεσσαλονίκης που ετούτο το σημείωμα μονάχα κάποιο απόγευμα επισκέφτηκε. Ένα μικρό νησί κάπου στις θάλασσες της Νορμανδίας, τόπος των Άθλιων και έμπνευση του Ρενουάρ σε κάποια εκδρομή στις βορινές ακτές του Moulin Huet. Και ύστερα, μια αίσθηση ερειπίων στην επωνυμία των εκδόσεων Κύφαντα, που με λιτότητα εξηγούνται αποσπασματικά στον προθάλαμο κάποιας συλλογής. Ρωτώ να μάθω πού κατοικούν τα ποιήματα, με μια χαμηλή φωνή, τόσα αστεία που ίσως έσπασε και σε κανένα φάσμα πια δεν υπάρχει. Ένας ήλιος που σηκώνεται, χαρακτήρες ενός έργου, ο πατέρας και η μητέρα, η Δέσποινα και ο Νίκος και ο ίσκιος τους, αφιερωματικοί Κεραμικοί σπασμένοι παντού στην ζωή μας. Ρωτώ και όλοι έχουν χάσει τα μάτια τους. Μιλούν και φέρονται πραγματικά, με ευγένεια, ωστόσο δεν έχουν μάτια και ετούτο έχει να κάνει με την ικανότητα να θυμούνται. Με παίρνει ένας άνεμος, με αρπάζει στο πρόσωπο, ένας παλιός φίλος από την ωραία Καβάλα, ένας Πεισίστρατος ανασύρεται από τα βάθη του πρώτου εκείνου στίχου. Τώρα πια, δεν υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία. Ζήτησα και χάθηκα μες στους λεπτά δουλεμένους στίχους που αποφεύγουν τις διακοσμήσεις, που φέρονται όπως μια γλώσσα καθημερινή. Στα διαλείμματα του ανέμου, έφεγγαν πρόσωπα παλιά, ιερατικά με απέραντη γλυκύτητα προικισμένα. Δίχως ονόματα, γιατί όλες αυτές οι σημασίες πια ξεσταχιάζουν στα ακρολόφια και τις πηγές, έχασαν τα ονόματά τους. Ζουν όπως οι θρύλοι εντός μας Μαριάννα, σκεπάζουν παλιές αυλακώσεις και πίκρες. Μου λες πως πρέπει να αντέχει κανείς κατάματα να αντικρίζει τις συγκινήσεις και πως πρέπει κανείς να μιμηθεί τον τρόπο που οι λέξεις ελπίζουν και ζουν. Θα πρέπει να προχωρήσω, ξεπουλώντας βινύλια, πικάπ, τον ίδιο τον Μάιλς. Θα πρέπει να κερδίσω λέει, ένα παιχνίδι σκάκι, να γίνω ο αξιωματικός, να κερδίσω την καρδιά μιας βασίλισσας, να υπερασπιστώ τους πύργους μου. Να υπερασπιστώ την συντροφική ψυχή εκείνου του χρόνου που κατοικεί πίσω από κλειστά φύλλα. Η πρόζα της βιογραφίας αναλαμβάνει την βρώμικη δουλειά, όλα τα άλλα πέρασαν στην αιωνιότητα. Αυτοκίνητα, κουπόνια, λάστιχα, σαρκοφάγοι, οι γιοι μας και οι κόρες μας.

Εδώ η ιστορία τελειώνει απότομα και τίποτε άλλο δεν σώζεται. Σκάει το δέρμα της και όλα γερνούν, γίνονται ένα σώμα. Τούτο το σημείωμα ψάχνει στις τσέπες του. Γυρεύει τα χαρτιά, τα ποιήματα, τις εντυπώσεις, τα κλειδιά. Συλλογίζεται πως τέτοιες ιστορίες δεν μπορούν να γεννηθούν μες στο συνηθισμένο. Ελπίζω πως υπάρχουν εκεί και άλλα κορίτσια, όπως η Μαριάννα Πλιάκου που αρνούνται να μεγαλώσουν, που μέσα τους πιστεύουν στην μακαριότητα της Έμιλυ. Και πως υπάρχουν και άλλες εκδόσεις, όπως αυτές των Κυφάντων που θα φέρνουν στο φως συλλογές σαν το 2017.

Το σημείωμα καμιά φορά στέκει αμήχανο. Γιατί μες στην μεγάλη βιβλιογραφία του καιρού μας, πότε πότε εντοπίζει μια άξια φωνή, γενναία και εύψυχη. Μια φωνή που φθάνει ως τα βάθη του εαυτού μας, παζαρεύοντας λίγη μνήμη με αντίδωρο τα ποιήματα. Η συλλογή της Μαριάννας Πλιάκου που στους στίχους της γυρεύει το απεριόριστο, που στους κόλπους μιας ζωής σμίγει μια λεπτομέρεια από το συμπόσιο των λύκων του Χάξλεϋ, το ιδιώνυμο του Γ. Ιωάννου, τα πορτραίτα του αδελφού και ενός Πεισίστρατου με τεράστια, αμυγδαλωτά μάτια. Οι επιρροές της με όμορφο τρόπο, καινούριο, σμίγουν με το προσωπικό ταλέντο και ίσια επιλέγουν την αιώρηση στο χάσμα. Πατίνα χρόνου, αξεδιάλυτες σκόνες, νοσταλγικές προσευχές, τόποι και δρόμοι που δεν στενεύουν, μεταμορφώνονται στην γήινη σκηνογραφία της Μαριάννας Πλιάκου. Στο βάθος το πάλκο των τιμών, ανθισμένοι επιτάφιοι, μυρωδιές των δρόμων και ελεγείες.

Οι εκδόσεις Κύφαντα και η Μαριάννα Πλιάκου συνεισφέρουν με έναν ανανεωτικό τρόπο στην ελληνική, ποιητική σκηνή. Με ποιήματα που αστράφτουν ιδιαιτερότητες η δημιουργός ζωγραφίζει σε χαρτί palatino chamois το πορτραίτο του πατέρα και τα ποιήματά του. Τα δομικά υλικά της συλλογής που τιτλοφορείται 2017 αφορούν λευκές μέρες, σπασμένα υαλικά σαν της Μολφέση, τόπους που διαλέγει κανείς να θεραπεύσει με ζωή την χρόνια νόσο του θανάτου. Η συντριβή της κομψή, το ύφος της εκείνο του σθένους, το φόντο της λαϊκό, βγαλμένο μέσα από το μεγάλο βιβλίο που συλλογικά και αδιάκοπα γράφεται. Η συλλογή που κεντρίζει αληθινά ετούτο το σημείωμα, είναι φτιαγμένη από ρετάλια της ζωής, σπαράγματα και τα ρέστα. Περιέχει πρόζες που κάνουν πάταγο, που μαρτυρούν βασανισμένα χρώματα, στίχους κλειδωμένους στους λαιμούς, προσωπικά χρονικά, λαογραφίες, μάτια πανικόβλητα, την αρχιτεκτονική μιας ολόκληρης ζωής. Η Μαριάννα Πλιάκου δίνει μια και εγκαταλείπει τις ρηχές συγκινήσεις, τα οικεία πρόσωπα. Έτσι διαμορφώνει το εξαιρετικό περιεχόμενο της συλλογής 2017 των εκδόσεων Κύφαντα.