Top menu

Πικραλίδες, της Γεωργίας Μακρογιώργου

Γράφει η Ευσταθία Δήμου

Το νέο πεζογράφημα της Γεωργίας Μακρογιώργου (Πικραλίδες, Παράξενες Μέρες, Ρέθυμνο 2020), δεύτερο κατά σειρά μετά το μυθιστόρημά της Τύχη στα τείχη, που κυκλοφόρησε το 2017, παρουσιάζει ιδιαίτερο ειδολογικό ενδιαφέρον, καθώς προβληματίζει σχετικά με την κατάταξή του σε ένα συγκεκριμένο αφηγηματικό είδος, στο μέτρο και στο βαθμό που, ενώ παρουσιάζει στοιχεία και χαρακτηριστικά εγγενή του μυθιστορήματος, θα μπορούσε ταυτόχρονα να διαβαστεί ως μία συλλογή διηγημάτων με κοινό θεματολογικό και αφηγηματικό προσανατολισμό. Η διττή αυτή κατεύθυνση και προοπτική μπορεί να συνδυαστεί και να εκβάλει σε αυτό που θα όριζε κανείς ως σπονδυλωτό μυθιστόρημα, ως ένα εκτεταμένο, δηλαδή, αφήγημα που πλέκεται γύρω από μία πυρηνική ιστορία η οποία παρουσιάζεται σε «δόσεις», σε διαχωρισμένες και διακριτές μεταξύ τους διηγήσεις που, από τη μία πλευρά, διακρίνονται για την αυτοτέλειά τους, και από την άλλη, αναπτύσσουν σχέσεις εξάρτησης με τις προηγούμενες και τις επόμενες, συναποτελώντας και συνθέτοντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, μία συνέχεια και μία αλληλουχία.

Κοινή, σε όλες αυτές τις επιμέρους αφηγήσεις, είναι η αφόρμηση και η αφορμή. Πρόκειται για έναν θάνατο ξαφνικό και απροσδόκητο, τον θάνατο της Ηλιάνας, με την οποία συνδέονταν στενά οι λοιπές ηρωίδες του βιβλίου, καθεμία από τις οποίες αναλαμβάνει και τον δικό της αφηγηματικό ρόλο, το δικό της μερίδιο στην ιστορία, και ένας ήρωας, ο Παύλος. Το γεγονός αυτό, λοιπόν, άκρως καταλυτικό για όλα τα πρόσωπα του βιβλίου, αποτελεί το σημείο εκκίνησης για να ξετυλίξει καθένας τους την προσωπική του ιστορία τόσο σε σχέση με το πρόσωπο της Ηλιάνας, όσο και σε σχέση με τα άλλα πρόσωπα του βιβλίου ή και εκτός αυτού. Οι αφηγήσεις αυτές πλέκουν και τεχνουργούν ουσιαστικά την πορεία της ζωής καθενός από τους ήρωες, από το μακρινό παρελθόν μέχρι το παρόν της συγγραφής, μια πορεία που έχει συμπυκνωθεί και αποδίδεται στους βασικούς της σταθμούς. Στο σημείο αυτό αναδεικνύεται και η αφηγηματική ικανότητα της Μακρογιώργου. Γιατί η συγγραφέας κατορθώνει να επιτύχει τη μέγιστη δυνατή ισορροπία ανάμεσα στην αναπαράσταση, νοούμενη ως απόδοση των βασικών πτυχών, στοιχείων, γεγονότων της πραγματικότητας κάθε ήρωα, και στην απόδοσή της, όπως νοείται η λεκτική της αποτύπωση.

Ο αφηγηματικός λόγος της συγγραφέως είναι ζεστός. Η ζεστασιά του αυτή απορρέει από τον ιδιαίτερο τρόπο της να προσεγγίζει τους ήρωές της και να σκηνοθετεί την εξομολόγησή τους. Διότι περί εξομολόγησης πρόκειται. Καθένα από τα πρόσωπα του βιβλίου προσέρχεται στην αφήγηση συγκλονισμένο από το θάνατο της Ηλιάνας και αποφασισμένο να μιλήσει για όλα όσα οριοθετούν τον περιβάλλοντα χωροχρόνο του, αλλά και όλα όσα το στοιχειώνουν. Από αυτήν την άποψη, μπορεί κανείς κάλλιστα να φανταστεί ότι οι διηγήσεις αυτές προσιδιάζουν σε κείμενα απολογητικά, κείμενα απολογισμού ζωής, σε αυτό που θα όριζε κανείς ως «βίους ανθρώπων», κατ’ αναλογία και αντιστοιχία με τους βίους αγίων. Είναι τέτοια, μάλιστα, η αντιστοιχία αυτή που υπηρετείται και αναδεικνύεται περίτρανα από το γεγονός ότι οι ζωές των γυναικών αυτών, οι οποίες αποτελούν και την πλειοψηφία των ηρωίδων του βιβλίου, σφραγίζονται ανεξίτηλα από τον πόνο, τη δυστυχία, τη ματαίωση, την απογοήτευση. Μέσα από τις αφηγήσεις τους αναδύεται και αναβλύζει κατά τρόπο σχεδόν αβίαστο και φυσικό το πάθος μιας ζωής που δεν εκπληρώθηκε, των ονείρων που δεν έγιναν πραγματικότητα, των σχεδίων που έμειναν μόνο σκέψεις. Δεν είναι τυχαίο που η πλειοψηφία είναι γυναίκες. Η επιλογή αυτή καθρεφτίζει και καταδεικνύει τη μέριμνα της Μακρογιώργου για τον τρόπο με τον οποίο η παλαιότερη και η σύγχρονη κοινωνία προσδιόρισαν το ρόλο της γυναίκας και οριοθέτησαν το πλαίσιο της δράσης και της συμπεριφοράς της. Ο κοινωνιολογικός αυτός προβληματισμός και προσανατολισμός του βιβλίου, βέβαια, δεν περνάει σε πρώτο πλάνο. Αντίθετα, χωνεύεται πολύ επιδέξια στην αφήγηση έτσι ώστε να μοιάζει στενά, απόλυτα συνυφασμένος με τις προσωπικές ιστορίες και τα περιστατικά που τις συγκροτούν και τις συνθέτουν.

Η όλη αφήγηση, άλλωστε, έχει σαν σταθερό σημείο αναφοράς την λογοτεχνία και τη λογοτεχνικότητα όχι μόνο ως μέσο και τρόπο μετουσίωσης του υλικού της πραγματικότητας σε τέχνη, αλλά και ως μέσο και τρόπο ύπαρξης και εξεικόνισης των ανθρωπίνων μέσα από την τέχνη και την τεχνική του λόγου. Η μετουσίωση και η μεταστοιχείωση αυτή λειτουργεί και διαφαίνεται από την αρχή του βιβλίου, στο τέλος όμως κορυφώνεται και αναδύεται ξεκάθαρα με την μετατροπή της προσωπικής ιστορίας σε λογοτέχνημα, όπου τα γεγονότα της πραγματικότητας μπολιάζονται με τα αποκυήματα της φαντασίας για να εκβάλουν σε αυτό που είναι γνωστό ως μυθοπλασία. Πρόκειται δηλαδή για κάτι ανάλογο ενός εκκρεμούς που εκκινεί από την ζωή για να καταλήξει στην τέχνη και το αντίστροφο. Μέσα από αυτή τη διαδικασία ο αναγνώστης εμπλέκεται και καθοδηγείται σε μία κατανόηση του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί η λογοτεχνία, νοούμενη όχι ως αντιγραφή, αλλά ως αναπαραγωγή της πραγματικότητας με απώτερο στόχο να προξενήσει αισθητική απόλαυση μέσα από το αντίκρισμα του κακού, του απεχθούς, του βίαιου ή του βάναυσου που οδηγεί στον περίφημο αριστοτελικό έλεο και φόβο και, κατ’ επέκταση, στην κάθαρση, τη λύτρωση, την αποσυμφόρηση. Η λογοτεχνία, δηλαδή, του ρεαλιστικού ή ακόμα και του νατουραλιστικού οφείλει τη λειτουργικότητα και τη δραστικότητά της ακριβώς σε αυτό, στο γεγονός δηλαδή ότι εκθέτει την άσχημη πλευρά της ζωής ακριβώς για να μπορέσει να την αναστρέψει.

Το αφήγημα της Μακρογιώργου είναι ρεαλιστικό στο μέτρο και στο βαθμό που πείθει για την αλήθεια των προσώπων και των περιστατικών που συγκροτούν τον βασικό κορμό της ιστορίας. Δίνει δηλαδή την εντύπωση του πραγματικού χωρίς όμως ποτέ να απεκδυθεί την λογοτεχνικότητα του, την πλαστότητα και την πλαστοπροσωπία των πρωταγωνιστών του. Με τους τελευταίους να αποτελούν την πεμπτουσία της αφήγησης πλάθεται ουσιαστικά ένα μυθιστόρημα χαρακτήρων ή, καλύτερα, τύπων, γυναικείων κατά βάση, καθεμιά από τις οποίες αντιστοιχεί και σε ένα πρότυπο ή τρόπο ζωής και κοσμοαντίληψης. Όλες όμως οι γυναικείες αυτές μορφές συνέχονται από την μοίρα και το πεπρωμένο των επιλογών τους. Η τελευταία αυτή φράση, με το οξύμωρο που περιέχει, μιας και η έννοια του προδιαγεγραμμένου και του αυτοπροσδιορισμού είναι εκ διαμέτρου αντίθετες, σχηματοποιεί και εικονίζει – σε μια τολμηρή ίσως σύλληψη, οπωσδήποτε όμως ενδιαφέρουσα και ελκυστική – τη συνύπαρξη και τη συλλειτουργία της ίδιας της ζωής, ως μιας πορείας που διαγράφεται με τους δικούς της νόμους, και της τέχνης, εν προκειμένω της λογοτεχνίας, που έχει τη δύναμη και τη δυναμική να αποτελέσει μια παράπλευρη πραγματικότητα που γεννιέται και πραγματώνεται από τον καλλιτέχνη.