Top menu

"Μικρές περιπλανήσεις" του Κ. Τριανταφυλλάκη -Κριτική Βιβλίου

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

Οι 250 σελίδες ενός ευφυούς πονήματος του Εβρίτη Κ. Τριανταφυλλάκη περιέχουν αποστάγματα εμπειριών και πολυσήμαντων σκέψεων, στεφόμενες με το έμμετρο «αναζητήσεις», στην αρχή και στο τέλος, όπου εκφράζεται με περισσή ενάργεια μια συνεχής αγωνιώδης διαλεκτική ανάμεσα στη γενέθλια γη και στο όνειρο, πάνω στο οποίο ταξίδεψε, πιστεύοντας πως «ό,τι κι αν προλάβω, ό,τι κι αν ζήσω, κέρδος θα είναι…», αναφωνώντας τον περισπούδαστο στίχο: «Αλλά έζησα, πασχίζοντας για τ’ Αδύνατο!».

Ο συγγραφέας, γνήσιο τέκνο του Ασημένιου Διδυμοτείχου, μετά από ολιγόχρονη στάση στην Αθήνα, εγκλωβίζεται σε μια χαώδη μεγαλούπολη (Νέα Υόρκη), όπου ανθούν άνθη του κακού, αλλά και της αληθείας. Εισέρχεται, ως ικανός σκαπανέας στα άδυτα του συστήματος και εντάσσεται ταχύτατα στον μηχανισμό και στη μοναξιά του, αναδεικνύοντας τις διαφυγές, τα πλεονεκτήματα και την ανθρώπινη πλευρά των ισχυρών. Το ύφος, η ρέουσα γραφή, η εκφραστική λιτότητα, η συνεχής ταυτοτική αγωνία, η εμφανής διάθεση μάθησης, η συμβολιστική αποθέωση, η δομική αποτύπωση επεισοδίων, οι αντικατοπτρισμοί, όπου αναγνωρίζονται πολλαπλοί χαρακτήρες, η συχνή γκροτέσκα προσέγγιση της πραγματικότητας, η απλή ρέουσα νεοελληνική, σχεδιάζουν με αδρά χρώματα, κάποια εξωλογική αφαίρεση, τουτέστιν μια παραδόξως γόνιμη αυθαιρεσία, μέσα στην οποία πρωταγωνιστούν ανθρώπινες μονάδες, έτοιμες να προσφέρουν στο σύνολο εμπειρίες, γνώσεις, συμβουλές, οράματα, σκοπούς, ελπίδες, παρηγορία.

Η μαστοριά και τα τεχνάσματα ενός περιπλανώμενου Οδυσσέα, φανερώνουν μια ανατρεπτική λιτότητα, που εμπλουτίζει τα κατορθώματα των θνητών και πεπερασμένων. Η ανανεούμενη επίμονα ηθικοπλαστική διάχυση από τα μικροεπεισόδια των ταπεινών στα πεδία των επιφανών, συνιστά ισχυρό προτέρημα της κρινόμενης γραφής, η οποία σύρει την ανάγνωση, με ευθυκρισία και έντονη εισβολή σε πνευματικά γυμνάσματα. Παράλληλα, ένας αδιόρατος μαγικός ρεαλισμός απομονώνει τη γυμνή καθημερινότητα, εξάγοντας επαγωγικά τεκμήρια, σταθερά πορίσματα και εν τέλει Ορθό Λόγο.

Ο ευαίσθητος πρωταγωνιστής προσεγγίζει το άγνωστο, μετέχει στα δρώμενα, διδάσκεται, προσκυνά κάποια ανώτερη υπερβατική Δύναμη, παρατηρεί με οξυδέρκεια, σκώπτει τους ματαιόδοξους, αναπαράγει απλότητα, συγκροτεί με επιμέλεια ήθος.

Ι.-Οι σαράντα ενότητες αυτού του βιβλίου συνθέτουν ένα πολύχρωμο ψηφιδωτό, αποτελούμενο από ατομικές εκμυστηρεύσεις, βιωματικές αφηγήσεις, συσσωρευμένες κάτω από φθέγματα κορυφαίων πνευματικών ανθρώπων. Αξία υπόμνησης είναι το πρωτότυπο «Ο Μάο ως σύμβουλος επιχειρήσεων» (σελ. 135), οι μεστές «Αναμνήσεις» του Gabriel Garcia Marquez (σελ. 161), το ουσιώδες «Σε πρώτο ενικό» του Κων. Τσάτσου (σελ. 202), το περιεκτικό «Αεί διδασκόμε-νος» από την τέχνη του πολέμου του Sun Tzu (114), το πυκνό «Επίμετρο» του προεξάρχοντος Αμερικάνου δραματουργού Tennessee Williams (από το «γλυκό πουλί της νιότης») (σελ. 229), την εξαίρετη «Προσευχή των Ινδιάνων Ναβάχο στο Μεγάλο Πνεύμα» (σελ. 119) και το έμμετρο «Τα Ταξίδια του Ορφέα» (σελ. 83), στο οποίο αναδύεται στιχική ευρηματικότητα, μέσα από τον μύθο της Ωραίας του γένους, στην πολύπαθη Τροία, όπου διεξήχθη ένας αδιέξοδος αιματηρός πόλεμος. Πρώτος ο Ευριπίδης στην «Ελένη», αλλά και ο Γ. Σεφέρης, διείδαν την κενότητα του εγχειρήματος, ως ενός «άδειου πουκάμισου». Ο Κ. Τριανταφυλάκης επιχειρεί μια παράλληλη προσέγγιση: «και κείνο το αδιόρατο χαμόγελο, που δίνει σ’ όλους μια ελπίδα/ πως μπορεί να είναι αυτός το αντικείμενο του πόθου της!..», ως πιστεύουν αφελώς οι «περισσότεροι άδοξοι εραστές» (σελ. 29).

II.- Η συλλογή διανθίζεται με γνωστά τραγούδια, που δίνουν ανάλαφρη νότα στη διήγηση: Το κρητικό ριζίτικο νανούρισμα «πάρε ύπνε το παιδί μου» (σελ. 23), τα Ελυτικά «μη σας παρακαλώ, μη/ λησμονάτε τη χώρα μου» (σελ. 54) και «ναοί στο σχήμα τ’ ουρανού» (σελ. 219). του Μ. Θεοδωράκη με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, το «πόσο λυπάμαι τα χρόνια που πήγαν χαμένα» με την Σοφία Βέμπο (σελ. 54), το «dust in the wind» των Kansas (σελ. 92), η μπαλάντα «φώναξε με» με την Αρλέτα (σελ. 101), το ζειμπέκικο «μια στάση εδώ» με τον Δημήτρη Μητροπάνο σελ. 102), το «της μοίρας το παιγνίδι» με τον Γιάννη Πάριο (σελ. 114), το θρακιώτικο «με γελάσανε τα πουλιά» με τον Χρόνη Αηδονίδη (σελ. 170), το «φάλτσο τραγούδι», όπως και το «πίκρα σταλάζει η Κυριακή» (σελ. 173), αλλά και το «κορίτσι με τα παντελόνια» (σελ. 175) με τον Μ. Μητσιά, ο «Πίκινος» του Κώστα Ρούκουνα (σελ. 183), το «σαν σβησμένο καρβουνάκι» με τον Γιώργο Νταλάρα (σελ. 181) και το «the boxer» με τους Simon and Garfunkel (σελ. 196) Δεν πρέπει να παραλειφθεί ο «Ακάθιστος Ύμνος» (σελ. 176) και ο αμφισβητούμενος Χρησμός του Μαντείου των Δελφώνν (σελ. 74), που ανήγγειλε την Πτώση του Δωδεκαθέου («Είπατε τω βασιλεί: Χαμαί πέσε δαίδαλος αυλά•/ ουκέτι Φοίβος έχει καλύβαν, ου μάντιδα Δάφνην,/ ου παγάν λαλέουσαν• απέσβετο και λάλον ύδωρ»).

III.- Τα περικείμενα, που χρησιμοποιούνται, αποδεικνύουν γνωσιολογική ευρηματικότητα και συμβάλλουν στην ολοκληρωμένη αφήγηση. Ο Maurice Maeterlinch, ο Thomas Fuller, η Sara Blakely, ο Juan Ramon Jimenez, ο Jorge Luis Borges, ο Andre Malraux, ο Publius Cornelious Tacitus, ο Baruch Spinoza, o Osho, o Friedrich Nietzsche, ο August Strindberg, o Charles Bukowski, ο Steve Jobs, ο Marc Twain, η Maya Angelou, όπως και οι ημέτεροι: ο μέγας Πλάτων, ο Οδυσσέας Ελύτης, o Γιώργος Σεφέρης, ο Κωνσταντίνος. Καβάφης, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Ιωάννης Πολέμης, ο Κώστας Μόντης, η Παυλίνα Παμπούδη, ο Μάνος Χατζιδάκης, η Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά, ο Τάκης Λαμπρίας, η Αναστα-σία Παπαδάκη, ο Βασίλης Κυριακάκος, η Ευαγγελία Ζηλιασκοπούλου, χαράσσουν αυτόνομες, πλην ακριβείς ερμηνείες, στην στιβαρότητα του κειμένου.

ΙV.- Η κορυφαία «Λάμπαινα» (σελ. 35) είναι ένα σπαρακτικό διήγημα, όπου ακραίες καταστάσεις κατατρύχουν μια ανθρώπινη ψυχή και την καλούν να ανταπεξέλθει στα βάσανα. Μια άμοιρη γυναίκα χάνει διαδοχικά τον άνδρα της, την μικρή θυγατέρα της, τα δύο της παιδιά και τη νύφη της. Ξεριζωμένη από το χωριό της βρίσκει αποκούμπι στην απέναντι δυτική όχθη του Έβρου, ανάμεσα σε Έλληνες και πορεύεται τον βίο της με υπομονή και εγκαρτέρηση. Σε αυτό το ολιγοσέλιδο κείμενο περικλείεται όλη η ιστορία του Έθνους. Η αξία του είναι απροσδιόριστη και μόνον για αυτό, πρέπει να κάνει κτήμα του κάποιος τις «Μικρές περιπλανήσεις». Ο φιλομαθής αναγνώστης θα βρεί επιπλέον, στην «Λάμπαινα» πολλές ιδιωματικές λέξεις, που διασώζονται χάριν της συνέχειας και της πολυπολιτισμικότητας της γλώσσας. Ένα διαφωτιστικό γλωσσάρι, στην σελίδα 265 ερμηνεύει για τους νεώτερους (π.χ. τσιορμπατζής = προύχοντας, αρκαντάσης = φίλος, χράμι = μάλλινο πανοσκέπασμα, φιλίζι = παραφυάδα για μπόλιασμα, καούνι = πεπόνι, σερμπέζης = καμαρωτός, αβανάκης = βλάκας, ντουλαμάς = μάλλινο πανωφόρι, ντρουβανίζω = κτυπώ το γάλα για να γίνει βούτυρο, μπακίρα = μεγάλο χάλκινο καζάνι).

V.- Το ακαράμιλλο «ταξιδευτής του ονείρου» (σελ. 231) οδηγεί σε μια υπερβατική περιήγηση με Ελλαδικές σημάνσεις, που ανασκάπτουν την ιστορία και τη λαϊκή σοφία. Ο Θεάνθρωπος Μίνωας, που στο Δικταίο Άντρο, κάθε εννέα χρόνια, παρελάμβανε από τους θεούς νέους νόμους και που όταν πέρασε στην αιωνιότητα, τού ανατέθηκε ο ρόλος του μεγάλου Κριτή, οι «πολύχρυσες Μυκήνες», η φύτρα του πολιτισμού Ιωνία, η Αττική, «σύζευξη του φωτός με την σοφία και την αρμονία», ο Παρθενώνας, με τις Καρυάτιδες και τον υπερήφανο όρκο «Την πατρίδα ουκ ελάσσω παραδώσω», ο πατέρας της Δημοκρατίας Κλεισθένης, ο Πλατωνικός Σωκράτης, η Μάνη, που τραγουδήθηκε από τον Νικ. Βρεττάκο («Έτσι μου στάθηκε ο Ταΰγετος: όπως ο κόρφος της μητέρας μου/ Με πότισε γαλάζιο, αψύ αίμα, ήλιο και πράσινο…»), η καστροπολιτεία του Μυστρά, όπου ο Πλήθωνας δίδαξε πως «κάλλιστα τε και άριστα βιώεν, και εις όσον οίον τε ευδαιμονέστατα», η εύστοχη ρήση ότι την τετρακτύν της Λακεδαίμονος απαρτίζουν Ταΰγετος, Μάνη, Ελένη και Μυστράς, η θεϊκή Επίδαυρος, όπου διδάχθηκαν οι αρχαίες τραγωδίες («Αντιγόνη»: «πολλά τα δεινά, κουδέν ανθρώπου δεινότερον πέλει»), ο Επικούριος Απόλλων, που στέκεται επιβλητικός πάνω από την αρχαία Φιγαλεία, η Φολέγανδρος, η οποία αναπέμπει από το καμπαναριό της Παναγιάς προσευχή αιώνια, η Οία, ο απαράμιλλος οικισμός του έρωτα και του δροσοσταλίτη ήλιου, η Κύθνος, που τα βράχια της μοιάζουν με σμιλεμένα αγάλματα, η Λευκάδα, η ομηρική «Λευκάς Πέτρη», όπου η παράδοση θέλει να αυτοκτόνησε η γλυκόλαλη Σαπφώ χάριν του «περικαλλή Φάωνα» («το χιτώνα τον άσπρο σαν το γάλα όταν φοράς,/ να ’ξερες τους πόθους που με τριγυρίζουν»), ο «Τρικάρηνος όφις», το αφιέρωμα των Ελλήνων στον Λοξία θεό του Μαντείου των Δελφών για τη νίκη τους στις Πλαταιές, που βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη για να χαθεί τελικά στους αιώνες, και τέλος το Κάστρο του Διδυμότειχου, όπου ατενίζεις τον ορμητικό Έβρο, ιερό προσκύνημα-επάνοδος στη γενέθλια γη. Η ολοκλήρωση της περιήγησης περιέχει επισκέψεις στη μακρινή Λας Πας της Βολιβίας, όπου στην αγορά των Μάγων ο Ινδιάνος της φυλής Κέτσουα σε γεμίζει σοφά λόγια («να μην κλέβεις./ να μην αδρανείς./ να μην λες ποτέ ψέματα.») και η Χιλιανή έρημος Ατακάμα, την οποία, κατά τον μύθο, ο Θεός μεταμόρφωσε σε πολύχρωμο κήπο. Ο «ταξιδευτής του ονείρου» συνιστά μια αλληγορία του απείρου, της ουτοπίας και της διεθνιστικής ώσμωσης.

VI.- Επισημαίνεται, ότι οι πρώτες είκοσι έξι γραμμές από το «Παράπονο» (σελ. 15) συγκρο-τούν απόσταγμα λογοτεχνικού οίστρου.

VII.- Οι «Μικρές περιπλανήσεις» είναι ένα ανθρώπινο, άρα ευαίσθητο, ανάγνωσμα, που οδηγεί σε ψύχραιμη, ονειρική εξερεύνηση του νου και του αισθήματος, συγχρόνως όμως προβάλλεται μια τολμηρή ανεξιχνίαστη και παράδοξη επιστροφή στην πραότητα και στη γαλήνη, που αναδίδουν τα χώματα, όπου καταυγάζει η αλήθεια. Η αποδημία αποδεικνύεται ένα είδος καταφυγής στα βάθη της συνείδησης, άρα της αυτογνωσίας, επομένως μιας υποδόριας θλίψης, κυοφορούσας αναμνήσεις και τον νόστο, υπό τύπον συντριπτικής οντολογίας. Η συνεχώς παρούσα ευωχία πολλαπλασιάζει την πάντα χρήσιμη ισορροπία, ιδιαίτερα στους πλάνητες και στους αποκομμένους από την πατρώα γη των μύθων. Κάθε δρων υποκείμενο απογυμνώνεται, αυτοπεριορίζεται μπροστά στις επελάσεις, συρρικνώνεται σε ελάχιστα μόρια, δεν παίζει πρωτεύοντα ρόλο, παρά μόνον, ως οργανωτική μηχανή. Ο αφηγητής κινείται με άνεση ανάμεσα σε οικονομικούς παράγοντες, χωρίς να νοιώσει ποτέ την περιώνυμη υποταγή στην κυρίαρχη τάξη. Αντίθετα, αντλεί δύναμη από τους έμπειρους φορείς του πλούτου, κυρίως, όμως παραδειγματίζεται από τον αγώνα τους να ανεβούν τα σκαλιά της επιτυχίας. Η συνεχής κίνηση, η αέναη δράση, οι αναφορές στην πολυπλοκότητα, ο σεβασμός στην ανά τον κόσμο σοφία, η ανίχνευση των ορίων και της αντοχής τους, συνιστούν ορατά πλεονεκτήματα ενός αγωνιώδους παιγνίου ανάμεσα σε περίπλοκα, κατά φαινομενικό τρόπο, συμβάντα, αφού όλα αποτελούν μια αδιάσπαστη ενότητα, μια πορεία προς την ολοκλήρωση.

VIΙΙ.- Η επανακάμπτουσα εξηγηματική ποιητική επωδός διακόπτει την αφήγηση και παίζει ρόλο καθαρτήριας εξόδου από τις απανωτές στρεβλώσεις. Ο απώτερος στόχος επιτεύχθηκε, τα όρια επανακαθορίστηκαν, οι ερμηνείες του αγνώστου και χαώδους ανακάλυψαν τους κανόνες, το υπόβαθρο αποδείχθηκε ευάλωτο, αναγνωρίσιμο, προσεγγίσιμο, αρκεί οι ήρωες να μην χάσουν τον προσανατολισμό, την ηθική, το αληθές νόημα, την αισθητική ολοκλήρωση, τον αυτοσαρκασμό, την αυτογνωσία, την ρομαντική χροιά του είναι, τις υπαρξιακές φιλοδοξίες, την απλότητα, την αυτοκυριαρχία, την ανθρωπιά, τη μετριοπάθεια, τα ψυχικά αποθέματα, την συνθετική ικανότητα, τις ρίζες. Οι ίδιοι στίχοι βρίσκονται και στην έναρξη της αφήγησης, όπου προϊδεάζουν για την εσωτερική πάλη των βροτών, για την πορεία τους στα πέρατα του κόσμου και για το ευλογημένο «Νόστιμον ήμαρ». «Κι ας καώ στο πέταγμά μου, κυνηγώντας τον ήλιο•/ κι ας γυρίσω γέρος, νικημένος, με σπασμένες φτερούγες./ Τουλάχιστον, θα ’χω να λέω και πάντα να διηγούμαι/ ότι δεν ρίζωσα σε κάποια παραλία ατενίζοντας τη θάλασσα/ μήτε γέρασα στους πρόποδες ενός απάτητου βουνού…».