Top menu

Περιδιαβαίνοντας στην παλιά και καινούργια Γερμανία

Γράφει ο Γεώργιος Νικ. Σχορετσανίτης

Ετούτο το πόνημα του Γιάννη Κατσίκη, αποτελεί το τέταρτο του συγγραφέα με συναφές αντικείμενο τα αγαπημένα του ταξίδια, τις εντυπώσεις που αποκόμισε απ’ αυτά, τους προβληματισμούς που γεννήθηκαν  και την  ανάλογη λογοτεχνία που τα συνόδεψε αργότερα. Είναι τα ‘Εν Ταπροβάνη. Οδοιπορικό στην Σρι Λάνκα’ (2010), ‘Ένα εικοσιτετράωρο στην Αντίς Αμπέμπα’ (2015), και το ‘Εν Αιγύπτω.  Περιπλανήσεις στον χώρο και τον χρόνο’ (2016), όλα από τις άψογες, στην κυριολεξία, ΑΩ Εκδόσεις. Το συγκεκριμένο βιβλίο του Κατσίκη υπήρξε το αποτέλεσμα διαφόρων ταξιδιών του συγγραφέα, σε διάφορα χρονικά διαστήματα, πριν και μετά την εξαφάνιση του τείχους του Βερολίνου από την ιστορία, στις δύο Γερμανίες, Ανατολική και Δυτική, και φυσικά στην σημερινή ενοποιημένη, πλέον, πόλη και χώρα.  Με αυτά κατά νου, είναι επόμενο πως η ματιά του πολλά χρόνια πριν είναι εκείνη ενός νέου στην ηλικία περιηγητή, με ότι συνεπάγεται αυτό, ενώ τα τελευταία του ταξίδια και οι εντυπώσεις που αποκόμισε από αυτά χαρακτηρίζουν έναν άνθρωπο μεγαλύτερης ηλικίας, με κατασταλαγμένες αρκετές απόψεις πάνω σε κρίσιμα θέματα που άπτονται της γεωπολιτικής και κοινωνικής σφαίρας, δεδομένου ότι η χώρα ετούτη, αρκετά γνώριμη σε όλους μας, είναι η μεγαλύτερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση όχι μόνο από πληθυσμιακή άποψη, αλλά και η ισχυρότερη οικονομικά, με βαρύνουσα σημασία στις γενόμενες συζητήσεις και αποφάσεις πάνω σε ότι αφορά, τουλάχιστον, την οικονομία της  ευρωζώνης.

Ο συγγραφέας δεν παραλείπει, σε διάφορα σημεία του κειμένου, να σκιαγραφεί και να μας υπενθυμίζει τις πολυδιάστατες σχέσεις της συγκεκριμένης χώρας με τη δική μας, οι οποίες πέρασαν και συνεχίζουν να διέρχονται από πολυποίκιλα στάδια, είτε πριν από την δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είτε αργότερα μέσα σε αυτή. Αναγκαστικά κάνει αναφορές στην γνωστή μετανάστευση μεγάλου πληθυσμού Ελλήνων εργατών στη Γερμανία μετά το πέρας του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και κυρίως του αδελφοκτόνου εμφυλίου που ακολούθησε, τη στιγμή που οι άλλες χώρες προσπαθούσαν εναγωνίως να συμμαζέψουν τις καταστραμμένες σάρκες τους, την συνήθη πορεία των περισσότερων εκεί στην ξενιτιά και εδώ όταν επισκέπτονταν την πατρίδα τους. Όμως, συνεχίζει και δεν παύει να λέει ότι το σενάριο εκείνο επαναλήφθηκε πολλές δεκαετίες μετά,  στη δεκαετία 2010-2020, συγκεκριμένα, όταν με βασικό πρόσχημα και αιτία την πρόσφατη περίοδο των μνημονίωνκαι της οικονομικής κρίσης που ενέσκηψε, αρκετοί ομοίως μετανάστευσαν στη χώρα ετούτη και παραμένουν ακόμη εκεί, για άγνωστο χρονικό διάστημα. Εδώ μας υπενθυμίζει πως ενώ κάποτε, μεταπολεμικά, οι μετανάστες ήταν σε μεγάλο βαθμό ανειδίκευτοι, πρόσφατα μετανάστευσαν κυρίως τα καλύτερα μυαλά της χώρας, επιστήμονες με ζηλευτά πτυχία και πληθώρα μεταπτυχιακών διπλωμάτων και διδακτορικών  διατριβών επειδή ακριβώς βρήκαν καλύτερες συνθήκες εργασίας και το βασικότερο καλύτερα αμειβόμενες. Σε πολλά σημεία επίσης σκιαγραφεί  τις περισσότερες πτυχές των σχέσεων των δύο χωρών μας, τις πολιτιστικές διαφορές των κατοίκων των δύο χωρών, το σύνηθες τουριστικό ρεύμα των Γερμανών στην πατρίδα μας και την μόνιμη παραμονή πολλών από αυτούς  σε διάφορα θερμά μέρη  της Ελλάδας, ειδικά τους  χειμερινούς μήνες. Όλα αυτά διαχέονται στις διάφορες σελίδες του βιβλίου, είτε αυτές αναφέρονται στο Βερολίνο, στην καινούργια πρωτεύουσα της Γερμανίας,  που αποτελούν και τη μισή έκταση του βιβλίου, είτε στην Βαυαρία και τη Ρηνανία, με κύρια εστία το ελκυστικό Μόναχο. 

Όπως ήδη είπαμε, μεγάλο μέρος του κειμένου αφιερώθηκε στο Ανατολικό και το Δυτικό Βερολίνο, στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων, με εστίαση  στην ιστορία της ανέγερσης του τείχους που χώρισε το Βερολίνο, τις προσπάθειες απόδρασης κάποιων από την ανατολική πλευρά προς τη δυτική, τα δυνητικά περάσματα  ένθεν κακείθεν και φυσικά σε διάφορες πτυχές της καθημερινότητας και πως τις βίωναν οι κάτοικοι των δύο μερών της ιστορικής γερμανικής  μεγαλούπολης, με κύρια έμφαση τα ταξίδια και τις μετακινήσεις, τις αγορές και την οικονομία γενικότερα.

Στο δεύτερο μέρος του κειμένου που αφορά κατά κύριο λόγο την περιοχή της Βαυαρίας, κάνει λόγο για τους βασιλιάδες της περιοχής δίνοντάς μας κάποια βασικά ιστορικά στοιχεία που έχουν σχέση με τη δική μας ιστορία και ορισμένα παραλειπόμενα των κύριων πρωταγωνιστών σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο και ακόμα για την ποικιλία της σύνθεσης των κατοίκων που ζουν εκεί και φυσικά την σημερινή ελληνική ‘ομογένεια’ και κάποια εκατομμύρια Τούρκων που βρίσκονται δεκαετίες ζώντας εκεί και επηρεάζοντας ποικιλοτρόπως πολλές αποφάσεις της γερμανικής κυβέρνησης διαχρονικά, όσον αφορά πάντοτε τη στάση της Γερμανίας απέναντι στη δική μας χώρα.

Ένα ενδιαφέρον βιβλίο, τελικά, για μια χώρα τόσο ‘κοντινή’ σε μας, με τις τόσες σχέσεις ανάμεσά μας οι οποίες και στις μέρες μας σηματοδοτούν και επηρεάζουν πολλές εκφάνσεις και του βίου των Ελλήνων, με πολλές λεπτομέρειες γνωστές και άγνωστες στους περισσότερους, ένα κείμενο, σχετικά μικρό και ευανάγνωστο, που φέρνει κοντύτερα  σε εμάς την νοοτροπία εκείνων κάτω από το πρίσμαδιαφορετικών χρονικών περιόδων και ιδωμένου από διαφορετικά ηλικιακά βλέμματα του,ευαίσθητου στις αλλαγές των καιρών, συγγραφέα.