Top menu

"Πέντε στάσεις", του Μάκη Τσίτα

Γράφει η Μάριον Χωρεάνθη

Η Τασούλα είναι νοσοκόμα στο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης, όπου πηγαίνει κάθε μέρα με το λεωφορείο 14. Διαδρομή πέντε στάσεων από το σπίτι της στην Αγία Βαρβάρα Τούμπας ως το νοσοκομείο όπου εργάζεται - πέρα απ’ την οποία η Τασούλα, αφοσιωμένη στην οικογένεια και τη δουλειά της, δεν γνωρίζει και πολλά άλλα μέρη της πόλης όπου μεγάλωσε και ζει.

Όπως πάρα πολλές γυναίκες -κυρίως- στη χώρα μας και στον κόσμο, η ηρωίδα και αφηγήτρια στη νουβέλα του Μάκη Τσίτα Πέντε Στάσεις δεν ζει και στην πραγματικότητα την ειδυλλιακή ζωή που βλέπουν οι “απέξω”. Κάθε σπίτι, αντίθετα απ’ ό,τι λέει το τραγούδι, δεν κρύβει πάντα “λίγη αγάπη στη σιωπή”, αλλά, συχνά, μυστικά επώδυνα ή επαίσχυντα και παλιές πληγές που όχι μονάχα δεν γιατρεύονται στο πέρασμα του χρόνου, μα κακοφορμίζουν και το μόλυσμά τους κατατρύχει την οικογένεια από γενιά σε γενιά. Κι η Τασούλα είναι ο φύλακας, ο κλειδοκράτορας του δικού της φρικτού οικογενειακού μυστικού, που αποκαλύπτεται στον αναγνώστη προς το τέλος της αφήγησης - αν και η ίδια αφήνει να εννοηθεί πως το ήξερε από πολύ νωρίτερα.

Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Μάκης Τσίτας πλάθει ένα πρόσωπο παγιδευμένο σε καταστάσεις πέρα απ’ τον έλεγχό του, αδιέξοδες και απελπιστικές. Είναι αναπόφευκτος ο παραλληλισμός της Τασούλας με έναν άλλο του ήρωα, τον εμβληματικό Χρυσοβαλάντη από το Μάρτυς μου ο Θεός - μυθιστόρημα που χάρισε στον συγγραφέα του το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλες διακρίσεις και μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες (οι Πέντε Στάσεις έχουν επίσης αρχίσει να μεταφράζονται στο εξωτερικό), ενώ διασκευάστηκε από τον ίδιο σε θεατρικό μονόλογο που παρουσιάστηκε -και εξακολουθεί τακτικά να παρουσιάζεται- με μεγάλη επιτυχία στη σκηνή. Τόσο ο Χρυσοβαλάντης όσο και η Τασούλα είναι, ο καθένας με τον τρόπο του, χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της ελληνικής -και όχι μόνο- ανθρώπινης καθημερινότητας: τα ακραία θλιβερά γεγονότα που και οι δύο αντιμετωπίζουν δεν είναι, βέβαια, ο κανόνας, αλλά το απόσταγμα, θα λέγαμε, μιας ευρύτερης κοινωνικής εμπειρίας, λίγο πολύ συμπυκνώνοντας τα βάσανα και τις αγωνίες όλων μας.

Φοιτήτρια νοσηλευτικής ακόμα, στα δεκαεννιά της, η Τασούλα είχε γνωρίσει τον Θεόφιλο, τριανταπεντάρη υπάλληλο σε γραφείο ταξιδίων, συνάδελφο και φίλο του θείου της. Η γνωριμία κατέληξε σε γάμο, ύστερα από ανένδοτη -και περιπετειώδη- πολιορκία της Τασούλας από τον Θεόφιλο. Αν και απ’ την αρχή εκείνος είχε δώσει δείγματα ότι ίσως κάτι δεν πήγαινε καλά στην όλη υπόθεση, η Τασούλα δεν καλλιέργησε τις υποψίες της και αφέθηκε να παρασυρθεί απ’ την εντυπωσιακή του επίφαση. Ιστορία όχι, δυστυχώς, μοναδική: πόσες γυναίκες δεν έχουν υποκύψει στη γοητεία και ξεγελαστεί απ’ τις υποσχέσεις ενός επίμονου επίδοξου συζύγου ή εραστή, ο οποίος αντιπροσωπεύει πλήρως τη λαϊκή ρήση “όπου ακούς πολλά κεράσια…” Στις περιπτώσεις αυτές, ο χειριστικός νάρκισσος, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο της ψυχολογίας για τα συγκεκριμένα άτομα, που σε γενικές γραμμές αυτοσυστήνεται ως “κελεπούρι” (και ώσπου να πετύχει το σκοπό του, φροντίζει να ενισχύει παντοιοτρόπως την αρχική του εικόνα), μόλις γίνει αποδεκτός και εξασφαλίσει την εμπιστοσύνη -και επομένως τη συναισθηματική “ιδιοκτησία”- της ταλαίπωρης που τον πίστεψε ώστε να επισημοποιηθεί η σχέση τους, αλλάζει απότομα βιολί. Κι έτσι, μέσα σε μια στιγμή, ο Θεόφιλος μεταμορφώθηκε από άγγελο και ιππότη σε τέρας.

Ως εδώ, η υπόθεση πιθανώς δεν φαντάζει πρωτάκουστη -σε ορισμένους (ορισμένες, για την ακρίβεια), μάλιστα, ίσως είναι και οδυνηρά οικεία. Όμως οι Πέντε Στάσεις κρύβουν έναν άσο στο “μανίκι” τους-  και αυτός δεν είναι τόσο το βαρύ και καλά φυλαγμένο μυστικό του Θεόφιλου (αν και λιγότερο καλά φυλαγμένο απ’ ό,τι ο ίδιος θα ήθελε να νομίζει), όσο το όνομα της κεντρικής ηρωίδας. Σ’ αυτό εμπεριέχεται το δράμα και η λύση του μαζί, μέσα από τις πολλαπλές σημασίες και συνδηλώσεις του, αλλά και τις άλλες λέξεις που περικλείει. Δεν ξέρω αν αυτό έγινε εσκεμμένα από την πλευρά του συγγραφέα ή λειτούργησαν υποσυνείδητα οι συνειρμοί του ονόματος - πάντως, όπως και να ’χει, το αποτέλεσμα παρουσιάζει μια συναρπαστική σημειολογία.

Το “Τασούλα” είναι χαϊδευτικό του “Αναστασία”  -και η παραλλαγμένη, “μεταμφιεσμένη” αυτή μορφή του ονόματος λειτουργεί ως νύξη για την ύπαρξη ενός βαθύτερου νοηματικού επιπέδου. Πρώτα απ’ όλα, στο “Αναστασία” περιέχεται η “στάση”, που είναι και η μια απ’ τις λέξεις του τίτλου. Η στάση του λεωφορείου, η στάση ζωής, η στασιμότητα, το “στάσιμο” της τραγωδίας, τα στάδια του βίου και της μυθιστορηματικής αφήγησης: όλες αυτές οι λέξεις προέρχονται από το αρχαιοελληνικό ρήμα “ίστημι” (στέκομαι). Ταυτόχρονα, διακρίνουμε τη λέξη “αστασία”, που σημαίνει την έλλειψη ικανότητας να σταθεί κανείς στα πόδια του και συνυπάρχει συνήθως με την “αβασία”, την αδυναμία του βαδίσματος - ενώ μια άλλη έννοια της “αστασίας” είναι η “αστάθεια” (κυριολεκτική και συμβολική), την οποία στο κείμενο εκπροσωπεί κατεξοχήν ο Θεόφιλος, με τη σειρά του βαλτωμένος (“στάσιμος”) μέσα σ’ έναν εαυτό ανήμπορο να συνετιστεί και ν’ αλλάξει. Πριν την “αστασία”, όμως, υπάρχει το στερητικό “αν”, που την αναιρεί (το όνομα “Αναστασία” δεν ετυμολογείται ακριβώς έτσι, αλλά διαιρείται οπτικά στα προαναφερθέντα υποσύνολα): με την επιμονή και την αποφασιστικότητά της, η Τασούλα καταφέρνει να προχωρήσει στη ζωή της σχεδόν ερήμην του Θεόφιλου. Τον “παρακάμπτει” κατά κάποιον τρόπο, λαβαίνοντάς τον υπόψη της μονάχα τόσο όσο χρειάζεται για να μην κλονιστούν ανεπανόρθωτα οι ισορροπίες που εκείνη με τόσο κόπο κρατά. Κάποιες φορές, βεβαίως, η σύγκρουση δεν αποφεύγεται, αλλά οι συνέπειές της γίνονται κάπως πιο ήπιες, πιο υποφερτές και λιγότερο καταστροφικές.

Χαρακτηριστική της θαυμαστής τροπικότητας που διαθέτει η γλώσσα μας είναι η δυνατότητα μιας λέξης να σημαίνει όχι μόνο πλήθος παραπλήσιων πραγμάτων, αλλά και δυο διαμετρικά αντίθετα συγχρόνως. Για να επανέλθουμε στον τίτλο του βιβλίου, η λέξη “στάση” εκτός από “σταμάτημα” σημαίνει και “επανάσταση”, “εξέγερση” – την οποία πραγματοποιεί στο τέλος η Τασούλα, με τρόπο μάλλον αντισυμβατικό (την επιστράτευση μιας “από μηχανής” θεϊκής παρέμβασης), ο οποίος, απροσδόκητα και ανέλπιστα, φέρνει αποτέλεσμα. Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι, ακόμα, ότι την ίδια ρίζα με τη “στάση” έχει και η λέξη “σταυρός”: τόσο ο “σταυρός” που κουβαλάει η Τασούλα, όσο και η συμβολική της “ανάσταση” ενυπάρχουν, λοιπόν, στο όνομά της.

Εργατική όσο και νοικοκυρά, η Τασούλα είναι άψογη στη δουλειά της και ιδιαίτερα αγαπητή στο επαγγελματικό της περιβάλλον, ενώ στο σπίτι της βάζει τάξη όπως ακριβώς θα ήθελε να βάλει και στη ζωή της – και θα έβαζε, αν οι συνθήκες της το είχαν επιτρέψει. Παρά το αρνητικό πατρικό πρότυπο του Θεόφιλου, κατόρθωσε να μεγαλώσει και να αναθρέψει υποδειγματικά τα παιδιά της, δίνοντάς τους έμπρακτα το καλό παράδειγμα ως αντίβαρο της αδιάφορης, ανεύθυνης, ανέντιμης και αναίτια επιθετικής συμπεριφοράς του συζύγου της. Γιατί ο Θεόφιλος θα είχε, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, καταστρέψει τη ζωή των παιδιών του – όπως, έμμεσα, κατέστρεψε τον ίδιο ο δικός του πατέρας (το μυστικό που “στοιχειώνει” την οικογένεια και το οποίο ο ίδιος δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει ως “πολεμοφόδιο”, όταν η Τασούλα, στη διάρκεια ενός μεγάλου καυγά, του αποκαλύπτει ότι το γνώριζε) – αν δεν υπήρχε ή δεν πατούσε πόδι η Τασούλα. Η κόρη του, λόγου χάρη, δεν απέφυγε την επανάληψη της ιστορίας, μπλέκοντας και η ίδια μ’ έναν τύπο ο οποίος σύντομα αποδείχθηκε “αντίγραφο” του πατέρα της στο χαρακτήρα. Με την εμπειρία, όμως, και την υποστήριξη της μητέρας της, κατάφερε να πάει ένα βήμα πιο μπροστά από κείνη, χωρίζοντάς τον όσο ήταν ακόμα καιρός.

Το όνομα του Θεόφιλου, τώρα, είναι μάλλον ειρωνικό, μια και ούτε ο Θεός φαίνεται να τον αγαπάει, ούτε ο ίδιος έχει Θεό. Το αρχικό του, μάλιστα, είναι το ίδιο με τη λέξη “θάνατος” – σε αντιδιαστολή με την “επιστροφή στη ζωή” που πρεσβεύει η Τασούλα μέσω του δικού της ονόματος. Δεν μπόρεσα να αντισταθώ σε μια σύγκριση του Θεόφιλου με τη φιγούρα του Χάρου στις τράπουλες Ταρό: η κάρτα αυτή προβλέπει όχι απαραίτητα έναν κυριολεκτικό θάνατο, αλλά την κάθετη ανατροπή στα δεδομένα μιας κατάστασης. Σχετικές κάρτες είναι ο Τροχός της Τύχης και το Άρμα – το τελευταίο ακόμα περισσότερο, μια και ο Θεόφιλος είναι οδηγός λεωφορείου (και η φιγούρα του Χάρου εικονίζεται επίσης πάνω σε άλογο). Η ξαφνική του εμφάνιση γύρισε ανάποδα τη ζωή της Τασούλας σε μια καίρια καμπή της, με το να τη βγάλει απ’ το δρόμο που είχε η ίδια επιλέξει – ενώ, απ’ την άλλη, είναι παντελώς ανίκανος να στεριώσει σε μια σχέση, μια οικογένεια. Μαζί του δεν παύει, επιπλέον, να κουβαλά και στην κυριολεξία τη σκιά του θανάτου, από την παιδική ηλικία ως και το μέλλον του.

Ένα επιμέρους – μα όχι λιγότερο φλέγον – ζήτημα που θέτουν οι Πέντε Στάσεις είναι το αναπάντητο “γιατί” της συμπεριφοράς ατόμων σαν τον Θεόφιλο. Δυστυχώς, όπως καταλήγει να διαπιστώσει και η Τασούλα, δεν υπάρχει “γιατί”, πέρα απ’ το “κάτι” εκείνο που κι οι ίδιοι δεν θα μπορούσαν ίσως να το ονομάσουν ούτε να το εξηγήσουν λογικά, και το οποίο τους εξωθεί να κάνουν αμεταμέλητα κακό, ιδίως σε όσους υποτίθεται ότι οφείλουν να αγαπούν, να σέβονται και να φροντίζουν. Μπορεί να φταίει το περιβάλλον όπου μεγάλωσαν, οι καταβολές τους, τα τυχόν παιδικά τους τραύματα (που τα προβάλλουν πάντα ως βολικό άλλοθι), μπορεί και όχι. Πολλές φορές υπάρχει η εντύπωση ότι για να μπλέξει κανείς μ’ ένα τέτοιο άτομο πρέπει να είναι αφελής, αμόρφωτος, με διάφορα δικά του προβλήματα, αδυναμία χαρακτήρα, έλλειψη αυτοπεποίθησης. Και είναι αλήθεια ότι εάν ίσχυε μια τέτοια συνθήκη, θα απλοποιούσε σημαντικά την ανατομία – και την ερμηνεία – παρόμοιων καταστάσεων. Όμως, τις περισσότερες φορές δεν είναι καθόλου έτσι, διότι οι χειριστικοί άνθρωποι έχουν πάντα τρόπους να βρίσκουν τα “κουμπιά” των άλλων, επιδεικνύοντας δεινή προσαρμοστικότητα. Αν, για παράδειγμα, βάλουν στο μάτι κάποιον (ή κάποια) με δυναμικό χαρακτήρα, όπως τελικά εξελίσσεται η Τασούλα, θα του (της) κλαφτούν ως αδύναμοι και κατατρεγμένοι, δημιουργώντας τετελεσμένα, ενοχές και εξαρτήσεις σε κάθε επίπεδο – κυρίως όμως στο ψυχολογικό/συναισθηματικό, όπου φροντίζουν να αντιστρέφουν συνεχώς τους όρους. Φέρονται, δηλαδή, σαν να υφίστανται οι ίδιοι εξευτελισμούς και ταπεινώσεις, εκφοβισμό,απιστίες, ψυχολογικές πιέσεις, εκβιασμούς ή ακόμα και πόλεμο από τους συντρόφους/συζύγους τους (ή/και τους συγγενείς, τους φίλους, τα παιδιά τους) – τη μεγάλη μπόρα την τραβούν συνήθως οι σύζυγοι και τα παιδιά, καθώς η δυναμική των στενών οικογενειακών σχέσεων διευκολύνει κάτι τέτοιο –ενώ στην πραγματικότητα συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Δίνουν όλα τα δικαιώματα στον εαυτό τους, τον οποίο μονίμως παρουσιάζουν σαν θύμα των περιστάσεων, ενώ στον άλλον αναγνωρίζουν – ή, ενίοτε, δημιουργούν απ’ το τίποτα – μόνο υποχρεώσεις (κυρίως απέναντι στους ίδιους και συχνά παράλογες), στις οποίες τον κατηγορούν κι από πάνω ότι δεν ανταποκρίνεται επαρκώς. Και ο Θεόφιλος είναι τρανταχτό παράδειγμα αυτής της συμπεριφοράς.

Η Τασούλα, απ’ την πλευρά της, διαφοροποιείται ευδιάκριτα απ’ τις γυναίκες που ζουν εγκλωβισμένες σε ανάλογες νοσηρές σχέσεις και με την πλύση εγκεφάλου που τους έχει ασκηθεί, πείθονται ώστε να θεωρούν τον εαυτό τους υπεύθυνο για το χαρακτήρα, ουσιαστικά, και τις πράξεις του συζύγου τους. Η Τασούλα έχει εξαρχής πλήρη συνείδηση της κατάστασης, ξέρει ότι η ίδια δεν είναι δυνατόν να ευθύνεται για το παρελθόν ούτε για την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά του Θεόφιλου. Γι’ αυτό και αρνείται να υποταχθεί στη μοίρα της, αν και την υπομένει στωικά. Σφίγγει τα δόντια και τη “λούζεται”, τιμωρώντας, έτσι, τον εαυτό της για την αρχική της εσφαλμένη επιλογή. Παράλληλα, όμως, με τον τρόπο της αντιστέκεται, παίρνοντας τα πράγματα όπως έρχονται και κουμαντάροντας σαν άξια “καπετάνισσα” τον καιρό. Μιλώντας για τον εαυτό της, είναι σαν να τον παρατηρεί με τα μάτια ενός τρίτου (λέει, ας πούμε, “έχω κάλο στον εγκέφαλο” για τη μανία της με το σιδέρωμα – μια από τις εκφάνσεις της ανάγκης της να αποκτήσει έναν έστω και στοιχειώδη έλεγχο των πραγμάτων), αποφεύγοντας την ανάλυση των δικών της συναισθημάτων – γιατί δεν την ενδιαφέρει κιόλας να το κάνει. Όπως κάθε απλός άνθρωπος, νιώθει ή πράττει χωρίς να εμβαθύνει σε αίτια και κίνητρα, τα οποία αφήνονται στην ερμηνεία του αναγνώστη. Απ’ την άλλη, ωστόσο, δεν είναι μια τυπική απλή, ούτε απλοϊκή γυναίκα. Αν και καλοπροαίρετη, δεν είναι αφελής – διαθέτει μάλιστα ευφυΐα και διορατικότητα, χάρη στην οποία έχει αναπτύξει μια φιλοσοφία ζωής. Δεν είναι μόνο μια βασανισμένη ψυχή που απευθύνεται στην ενσυναίσθηση και τη συμπάθειά μας, αλλά βρίσκει, όπως είδαμε, το σθένος να γίνει ο ρυθμιστής της ιστορίας (της).

Συμβολικά είναι, εξάλλου, και τα ονόματα των παιδιών της: Χριστόφορος – ο οποίος, αν και έχει γίνει γιατρός στη Νορβηγία, κληρονομεί το λεωφορείο των γονιών του, τιμώντας έτσι το όνομά του (ο Άγιος Χριστόφορος είναι ο προστάτης των οδηγών, πράγμα που εντείνει, επιπρόσθετα, την ύβρη της άθλιας συμπεριφοράς του Θεόφιλου προς το γιο του, αλλά και τον πεθερό του, το όνομα του οποίου έχει το παιδί) – και Σοφία (στην οποία ο Θεόφιλος έχει, παραδόξως, αδυναμία και μάλιστα τη φοβάται – ίσως επειδή εκείνη έχει πάρει στοιχεία του οξύθυμου χαρακτήρα του – αν και δεν τον διακρίνει στο ελάχιστο η αρετή που υποδεικνύει το όνομα της κόρης του).

Όπως επισημάναμε και νωρίτερα, η Τασούλα έχει αναπτύξει ένα είδος θυμοσοφίας, εξισορροπώντας την εγγενή τραγικότητα των καταστάσεων και στιγμιοτύπων που ιστορεί με αβίαστο χιούμορ, όχι σπάνια αυτοσαρκαστικό, ενώ διαρκώςακροβατεί στις παρυφές του διπόλου στάσης και κίνησης – την οποία (κίνηση) αντιπροσωπεύουν τα πανταχού παρόντα μέσα μεταφοράς, λεωφορεία κατά πρώτο λόγο: το αστικό με το οποίο πάει στη δουλειά της, το ΚΤΕΛ Ημαθίας για το χωριό, το τουριστικό που οδηγεί ο άντρας της. Οι πέντε στάσεις του καθημερινού της δρομολογίου, που αν και τις έχει πια μάθει απέξω, συνεχίζει να τις μετρά σχεδόν εμμονικά – όπως κρατά λεπτομερή λογαριασμό για το καθετί στη ζωή της – είναι ο άηχος “μετρονόμος” με τον οποίο ρυθμίζει το χρόνο της, μα και όλο τον υπόλοιπο μικρόκοσμό της.

Ο αριθμός 5 εμφανίζεται, άλλωστε, επανειλημμένα μέσα στο κείμενο (όπως και το 3, σε πολύ μικρότερη συχνότητα), πότε ως “αθώο” παρασκηνιακό στοιχείο και πότε ως ορόσημο της διήγησης: η Τασούλα ξυπνά, λόγου χάρη, κάθε μέρα στις πέντε το πρωί για να πάει στο ΑΧΕΠΑ, πέντε δρόμους πιο πάνω απ’ το σπίτι της ανακαλύπτει ένα ψαράδικο του οποίου αγνοούσε την ύπαρξη, πέντε χρόνια μετά το γάμο της πληροφορείται το μυστικό του Θεόφιλου – ο οποίος έχει άλλα τέσσερα αδέλφια (δηλαδή πέντε μαζί μ’ αυτόν). Μέσα σε διάστημα πέντε ημερών μαθαίνει για το εξωσυζυγικό ποιόν του άντρα της από συγγενή άλλης “παθούσας”, ενώ στα πενήντα πέντε της (διπλό 5) η κόρη της αναφέρει ως σοβαρή πιθανότητα το χωρισμό των γονιών της. Ως και η κηδεία του Θεόφιλου θα στοιχίσει 5.000 ευρώ! Το 5, όπως και το 3, είναι μαγικός αριθμός (ή “μαγική σταθερά”): η αριθμολογία το θέλει να δηλώνει την αλλαγή και την ευελιξία, την αέναη κίνηση, τη δυσκολία υποταγής σε κανόνες (ας θυμηθούμε, ακόμα, το αλχημικό σύμβολο της πεντάλφας, που συνοψίζει την τελειότητα, καθώς και τη σχηματική γεωμετρία των αστεριών). Η συνύπαρξη, λοιπόν, του 5 με τις “στάσεις” στον τίτλο του βιβλίου δημιουργεί ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον οξύμωρο σχήμα, που ακολουθεί και διέπει την πλοκή στο κάθε βήμα της.

Προσθέτοντας, επίσης, το 5 στο 8, που είναι ο αριθμός γραμμάτων στο όνομα του Θεόφιλου, έχουμε τον αριθμό 13, τον οποίο φέρει η φιγούρα Ταρό του Χάρου που μνημονεύσαμε πιο πάνω, ενώ ο αριθμός γραμμάτων στο όνομα της Τασούλας (7) αντιστοιχεί στην κάρτα του Άρματος – και αν του προσθέσουμε τον άλλο μαγικό αριθμό, το 3, βγαίνει το 10 του Τροχού της Τύχης.

Σε πρώτο πρόσωπο, όπως και στο Μάρτυς μου ο Θεός, η αφήγηση έχει έντονο το στοιχείο της θεατρικότητας αλλά και της “προφορικότητας”, χάρη στη συνειρμική αλληλουχία των σκέψεων και των σκηνών που περιγράφονται – μια υποτυπώδη (με την καλή έννοια) εκδοχή του “ρεύματος συνείδησης” (stream of consciousness), το οποίο γίνεται αρκετά αισθητό ώστε να προσδίδει ζωντάνια, φυσικότητα και αμεσότητα στο λόγο, ενώ συγχρόνως είναι αρκετά συγκαλυμμένο ώστε να μη διακυβεύεται η ομαλή ροή του κειμένου και η πλήρης, απρόσκοπτη κατανόησή του από τον αναγνώστη (ή ακροατή, σε περίπτωση που μεταφερθεί στη θεατρική σκηνή – πράγμα το οποίο αξίζει με το παραπάνω και από καρδιάς εύχομαι να συμβεί). Η αναφορά σε συγκεκριμένες περιοχές, τοποθεσίες, δρόμους και μαγαζιά της συμπρωτεύουσας, καθώς και το σαλονικιό ιδίωμα στο οποίο μιλά η ηρωίδα, συντελούν στην εντύπωση μιας φρέσκιας, απολαυστικής αυθεντικότητας, βάζοντας τον αναγνώστη/ακροατή μέσα στην ιστορία, τόσο πραγματολογικά όσο και μέσω της αισθητηριακής του αντίληψης.

Οι Πέντε Στάσεις αποτελούν μια ατομική ψυχογραφία και μαζί μια κοινωνική ακτινογραφία έξοχης παραστατικής ακρίβειας και καθαρότητας. Τοπίο ένδον και εκτός, ιδωμένο μέσα από ένα πρίσμα ελκυστικά ιδιότυπο, ένα είδος φίλτρου που εντείνει τις φωτοσκιάσεις και τα περιγράμματα, αποκαλύπτοντας τις πτυχές και σαφηνίζοντας τα σχήματά του. Το ανάγλυφο της ανθρώπινης τραγικωμωδίας προβάλλει γνώριμο όσο και πρωτόγνωρο, με όλη τη συναρπαστική δυσαρμονία και την οδυνηρή του ομορφιά. Σ’ ένα άλλο επίπεδο, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι η Τασούλα είναι μια μικρογραφία τηςίδιας της Ελλάδας: δυναστευόμενη και ανυπότακτη, αθώα αλλά και πονηρή, με αστείρευτη προσαρμοστικότητα και ευελιξία, μα και ράμματα για τη γούνα όποιου την έχει βλάψει. Στο πρόσωπό της, ο καθένας μας – είτε γυναίκα είτε άντρας, είτε με παρόμοιο βιωματικό φορτίο, είτε όχι – αντικρίζει κι από ένα κομμάτι της δικής του ψυχής, της δικής του ζωής.