Top menu

Τζοβάνι Παπίνι: "Ο επαίτης των ψυχών"

Μεταφράζει ο Αλέξανδρος Τσαντίλας

Ήταν νωρίς το απόγευμα, κι είχα ξοδέψει τα τελευταία μου κέρματα για ένα φλιτζάνι καφέ, χωρίς όμως να βρω απ’ αυτό το τόσο συνηθισμένο μου ρόφημα την έμπνευση που ζητούσα, και που ήμουν αναγκασμένος να βρω αμέσως. Τις μέρες εκείνες, υπέφερα από μια σχεδόν διαρκή πείνα – πείνα για ψωμί, για δόξα – και το βάσανο που βίωνα ούτε το ζούσε, ούτε το’ χε ζήσει ποτέ άλλος κανείς πέρα από εμένα. Ο αρχισυντάκτης ενός περιοδικού – ένας χλωμός, λιγομίλητος τύπος – δεχόταν τις ιστορίες μου κάθε φορά που δεν είχε κάτι καλύτερο να τυπώσει, έναντι μονίμου αντιτίμου πενήντα λιρών, ούτε περισσότερες, ούτε λιγότερες, όποια κι αν ήταν η αξία, ή η έκταση των κομματιών που του παρέδιδα.

Εκείνο το απόγευμα του Ιανουαρίου φυσούσε ένας άστατος άνεμος, και το ουρλιαχτό του ανακατευόταν με τον φριχτό και μονότονο ήχο από καμπάνες που αντηχούσαν στην ατμόσφαιρα. Είχα κάτσει σε μια μεγάλη καφετέρια (λευκός φωτισμός και νυσταγμένα πρόσωπα) κι είχα αδειάσει με αργές γουλιές το φλιτζάνι μου, προσπαθώντας ν’ ανασύρω απ’ το νου μου μια θαμμένη ανάμνηση κάποιας παράξενης περιπέτειας ∙ διότι ήμουν αποφασισμένος να εξωθήσω τη φαντασία μου στο να δημιουργήσει κάποιου είδους ιστορία που θα μου προσέφερε τα προς το ζην για μερικές, έστω, ημέρες. Έπρεπε, την ίδια νύχτα, να γράψω μια ιστορία, που το επόμενο πρωί θα την πήγαινα στο γραφείο του αρχισυντάκτη, κι αυτός με τη σειρά του, θα μου έδινε ένα επαρκές ποσό για να την βολέψω για λίγο καιρό. Έτσι λοιπόν καθόμουν, προσηλωμένος με λύπη στον χείμαρρο των σκέψεων μου, έτοιμος να αποτυπώσω σε λέξεις την πρώτη ιδέα, το πρώτο όραμα που θα προσφερόταν για να γεμίσει τον σωρό από λευκά φύλλα που κείτονταν παράμερα, ήδη αριθμημένα κι έτοιμα να δεχτούν στην επιφάνεια τους την έμπνευση. Πέρασαν τέσσερις ώρες κι ένα τέταρτο κι εγώ ακόμη περίμενα εις μάτην, κυριευμένος από εκνευρισμό. Η ψυχή μου ήταν άδεια, το πνεύμα μου ναρκωμένο, ο νους μου αποκαμωμένος. Αποφάσισα να τα παρατήσω, οπότε άφησα τα τελευταία μου κέρματα στο τραπέζι και σηκώθηκα να φύγω. Κι ενώ καλά-καλά δεν είχα βγει στον δρόμο, μια απρόσμενη πρόταση παρουσιάστηκε ξαφνικά και κυριάρχησε στις σκέψεις μου – μια πρόταση που την είχα ακούσει να επαναλαμβάνεται τόσες και τόσες φορές, χωρίς να μπορώ να θυμηθώ ποιος ήταν εκείνος που την είχε διατυπώσει.

«Αν κάθε άνθρωπος, όσο απλός κι αν είναι, μπορούσε να διηγηθεί την ιστορία της ζωής του, τότε θα συνέθετε ένα απ’ τα μεγαλύτερα μυθιστορήματα που έχουν γραφτεί ποτέ». Για δέκα περίπου λεπτά, ο νους μου είχε καταληφθεί πλήρως απ’ την πρόταση αυτή – δίχως, παρ’ όλα αυτά, να μπορώ να βρω έναν τρόπο να την εκμεταλλευτώ προς όφελος μου. Καθώς πλησίαζα στο σπίτι, ξαφνικά κοντοστάθηκα κι αναρωτήθηκα: «Γιατί όχι; Γιατί να μην διηγηθώ τη ζωή κάποιου ανθρώπου – ενός υπαρκτού ανθρώπου – του πρώτου απλού ανθρώπου που θα συναντήσω; Εγώ δεν είμαι απλός άνθρωπος, και πέραν τούτου, έχω γράψει για τον εαυτό μου τόσες φορές στις ιστορίες μου, που είναι αδύνατον πια να προσθέσω κάτι άλλο. Πρέπει αμέσως να βρω έναν άνθρωπο, όποιος κι αν είναι – έναν που να μην τον γνωρίζω, έναν συνηθισμένο άνθρωπο – και να τον κάνω να μου πει ποιος είναι και τι έχει κάνει. Αυτό το απόγευμα έχω άμεση, απόλυτη ανάγκη για έναν άνθρωπο! Δεν θέλω να ζητήσω να με συνδράμει με χρήματα, αλλά θα του ζητήσω, ή μάλλον θα τον αναγκάσω, να με ελεήσει προσφέροντας μου την αυτοβιογραφία του!»

Το σχέδιο μου ήταν τόσο απλό και ξεχωριστής εμπνεύσεως, που αποφάσισα να το κάνω πράξη πάραυτα. Αντί να βαδίσω προς το σπίτι μου, γύρισα και πήρα τον δρόμο για το κέντρο της πόλης όπου, όντας ήδη αργά, ήμουν σίγουρος ότι θα έβρισκα άλλους ανθρώπους. Κι έτσι λοιπόν ξεκίνησα, ένας καινούργιος, αλλόκοτος επαίτης, αναζητώντας ένα θύμα να το ληστέψω απ’ τα υπάρχοντα του. Βάδιζα με γρήγορο βήμα, με τα μάτια μου στυλωμένα ευθεία εμπρός μου στα πρόσωπα των περαστικών, προσπαθώντας να επιλέξω εκείνον που θα σίγαζε την πείνα μου. Σαν νά ‘μουν νυχτοκλέφτης, ή σεσημασμένος πορτοφολάς, είχα στήσει καρτέρι σε μια διάβαση, και περίμενα κάποιον άνθρωπο να περάσει – έναν απλό άνθρωπο, απ’ τον οποίο θα ζητούσα, παρακαλώντας τον, την ελεημοσύνη μιας εξομολόγησης.

Απέφυγα να πλευρίσω τον πρώτο που πέρασε κάτω από τον φανοστάτη – ήταν μόνος του, και φαινόταν μέσης ηλικίας – μιας και το πρόσωπο του, χαραγμένο με μυστήριες ρυτίδες, μου κέντρισε το ενδιαφέρον, κι αποφάσισα να διεξάγω το πείραμα μου υπό λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες. Επόμενος ήταν ένας νεαρός, τυλιγμένος μ’ ένα μακρύ παλτό, αλλά απ’ τα ανακατωμένα του μαλλιά και τα μάτια του – τα μάτια ενός χασισοπότη – μπορούσα να συμπεράνω ότι ήταν ένας ονειροπόλος, ένα αφύσικο παλικάρι, άρα μια ιδιαίτερα ασυνήθιστη και ξεχωριστή ψυχή. Ο τρίτος που διέσχισε τη διάβαση, ένας φαλακρός ηλικιωμένος, σιγοτραγουδούσε με λυπητερό τόνο ένα γνωστό ισπανικό τραγούδι – που μάλλον θα του θύμιζε μια ζωή γεμάτη λιακάδα κι αγάπη –, κι η ζωή του φαινόταν ν’ ανήκει στην κατηγορία του λαμπρού, Βακχικού, Νότιου βίου. Ούτε κι αυτός ανταποκρινόταν στις προδιαγραφές του θύματος μου, οπότε δεν τον σταμάτησα. Δεν μπορώ να φέρω στη θύμηση μου την οργή που πρέπει να ένιωθα εκείνες τις στιγμές.

Απλά σχηματίστε στο νου σας την εικόνα ενός παράδοξου λωποδύτη που ζητιανεύει, πεινασμένος, ξεσηκωμένος, περιμένοντας σε μια γωνιά του δρόμου να φανεί ένας άνθρωπος που δεν γνωρίζει, ελπίζοντας να ακούσει την ιστορία μιας ζωής πρωτόγνωρης για εκείνον, φλεγόμενος από επιθυμία να ριχτεί σ’ ένα άγνωστο θύμα ∙ κι από μια παραξενιά, μια μνησικακία της τύχης, όλοι αυτοί που περνάνε δεν είναι εκείνοι που ζητάει, αλλά άνθρωποι που τα χαρακτηριστικά τους αποτελούν σημάδια της ξεχωριστής και ασυνήθιστης ζωής τους. Και τί δεν θά’ δινα για να δω μπροστά μου έναν από εκείνους τους αμέτρητους Φιλισταίους, με τα ρόδινα και γεμάτα ικανοποίηση πρόσωπα της γουρουνίσιας τους νιότης, που τόσο συχνά με γέμιζαν αποτροπιασμό και περιέργεια!

Τον καιρό εκείνο ήμουν επίμονος και θαρραλέος, οπότε έμεινα εκεί να περιμένω κάτω από το φως του δρόμου, που άλλοτε χαμήλωνε κι άλλοτε δυνάμωνε, ανάλογα με το πώς φυσούσε ο αγέρας. Οι δρόμοι είχαν ήδη ερημώσει, κι ο άνεμος είχε σκορπίσει τους περαστικούς. Μόνο κάτι σκιές, που βιάζονταν να χαθούν, έδιναν κάποια σημάδια ζωής στην πόλη. Μια απ’ τις σκιές αυτές εδέησε επιτέλους να περάσει κάτω απ’ τον φανοστάτη που στεκόμουν, και μεμιάς είδα ότι ήταν ο άνθρωπος που ζητούσα. Δεν ήταν ούτε νέος, ούτε γέρος ∙ ούτε όμορφος, ούτε αποκρουστικός ∙ το βλέμμα του ήταν ήρεμο, το μουστάκι του καλά περιποιημένο, και το κορμί του ήταν τυλιγμένο μ’ ένα παλτό σε καλή κατάσταση.

Δεν με είχε καλά-καλά προσπεράσει και τον πρόφτασα, κόβοντας του τον δρόμο. Τινάχθηκε απ’ τον φόβο, και σήκωσε το χέρι του για να αμυνθεί.
Τον καθησύχασα αμέσως.

«Μη φοβάστε, κύριε» του είπα, με τον πιο μελωδικό τόνο της φωνής μου, «δεν είμαι ούτε φονιάς, ούτε ληστής, ούτε καν ζητιάνος. Ή, μάλλον, είμαι ζητιάνος, όντως είμαι, αλλά όχι για λεφτά. Ζητώ ένα μόνο πράγμα, κάτι που δεν σας κοστίζει τίποτα: την ιστορία της ζωής σας».

Τα μάτια του ανθρώπου άνοιξαν διάπλατα και γι’ άλλη μια φορά πισωπάτησε. Κατάλαβα ότι μάλλον μ’ έπαιρνε για τρελό, οπότε πρόσθεσα, με απόλυτη ηρεμία: «Δεν είμαι αυτό που νομίζετε, κύριε μου, δεν είμαι τρελός. Είμαι μοναχά κάτι παρόμοιο: είμαι συγγραφέας. Πρέπει μέχρι αύριο να γράψω μια ιστορία, κι η ιστορία αυτή θα με γλιτώσει από την πείνα. Θέλω να μου πείτε ποιος είστε, πώς ήταν η ζωή σας έως τώρα, για να χρησιμοποιήσω τις πληροφορίες που θα μου δώσετε στην πλοκή της ιστορίας μου. Σας έχω άμεση ανάγκη, χρειάζομαι την εξομολόγηση, την ζωή σας. Μη μου αρνηθείτε αυτή τη χάρη, μην αρνηθείτε την αρωγή προς έναν κακομοίρη φουκαρά. Είστε αυτός που έψαχνα, και με το υλικό που θα μου προσφέρετε, μπορεί να μου δώσετε την δυνατότητα να γράψω το μεγάλο μου αριστούργημα!»

Ακούγοντας τα λόγια αυτά, ο άνθρωπος φάνηκε να συγκινείται, και δεν με κοίταζε πλέον με τρόμο, αλλά με οίκτο.

«Αφού η ζωή μου σας είναι τόσο απαραίτητη» μου είπε, «μπορώ πολύ εύκολα να σας την διηγηθώ – πόσο μάλλον αφού είναι μια καθ’ όλα απλή ζωή. Γεννήθηκα πριν τριανταπέντε χρόνια από γονείς υψηλόφρονης ιδιοσυγκρασίας, σ’ ένα περιβάλλον που είχε όλες τις ανέσεις. Ο πατέρας μου ήταν σιδηροδρομικός υπάλληλος, κι η μητέρα μου εισέπραττε ένα μικρό εισόδημα. Ήμουν μοναχογιός, κι όταν έγινα έξι χρονών, μ’ έστειλαν στο σχολείο. Στα έντεκα μου αποφοίτησα απ’ το δημοτικό, χωρίς να έχω μελετήσει ούτε πολύ, ούτε λίγο. Στα έντεκα μου μπήκα στο γυμνάσιο, στα δεκάξι μου στο λύκειο, και στα δεκαεννιά μου, στο πανεπιστήμιο. Στα εικοσιτέσσερα μου πήρα το πτυχίο μου, και καθ’ όλη τη διάρκεια αυτή, δεν εκδήλωσα σημάδια ότι ήμουν προικισμένος με εξαιρετικά χαρίσματα, αλλά ούτε κι ότι ήμουν ηλίθιος πέραν πάσης θεραπείας. Όταν πήρα το πτυχίο, ο πατέρας μου μού εξασφάλισε μια θέση στον οργανισμό σιδηροδρόμων, και με γνώρισε στην αρραβωνιαστικιά μου. Η θέση που κατέχω μου τρώει οκτώ ώρες ημερησίως, και το μόνο που απαιτεί είναι καλή μνήμη και κάποια αποθέματα υπομονής. Κάθε έξι χρόνια λαμβάνω μια αυτόματη αύξηση διακοσίων λιρών. Γνωρίζω από τώρα ότι στο εξηντατέσσερα μου, θα πάρω σύνταξη 3453 λιρών και 62 λεπτών. Με την αρραβωνιαστικιά μου ταιριάζαμε, και την παντρεύτηκα ένα χρόνο μετά. Ουδέποτε υπήρξε άχρηστος συναισθηματισμός μεταξύ μας. Την επισκεπτόμουν τρεις φορές την εβδομάδα, και δυο φορές τον χρόνο – στα γενέθλια της και τα Χριστούγεννα – της έδινα ένα δώρο κι ένα φιλί. Απέκτησα μ’ αυτήν δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι. Το αγόρι είναι έντεκα χρονών και θα γίνει μηχανικός ∙ το κορίτσι είναι εννιά, και θα γίνει δασκάλα. Ζω μια ήσυχη ζωή, χωρίς παραστρατήματα, και χωρίς ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Σηκώνομαι κάθε μέρα στις οκτώ, και στις εννιά κάθε βράδυ πηγαίνω σε μια καφετέρια, όπου μ’ άλλους τέσσερις συναδέλφους μου συζητάμε για τη βροχή ή το χιόνι, και για τον πόλεμο ή την κυβέρνηση. Και τώρα που ικανοποίησα την επιθυμία σας, επιτρέψτε μου να γυρίσω σπίτι, διότι ήδη έχω αργοπορήσει δέκα λεπτά».

Κι έχοντας πει όλα τα παραπάνω με γαλήνια φωνή, που δεν έσπασε ούτε για μία μόνο στιγμή, κίνησε να φύγει. Είχα σαστίσει από τη φρίκη. Η ζωή του, τόσο μονότονη, συνηθισμένη, τακτική, προγραμματισμένη, υπολογισμένη και κενή, με γέμισε με τέτοια σπαρακτική θλίψη, με τέτοια έντονη ζαλάδα, που ήμουν έτοιμος να κλάψω με λυγμούς και να το βάλω στα πόδια. Κατάφερα, ωστόσο, να παραμείνω στη θέση μου.

«Ιδού» είπα μονολογώντας, «ιδού ο διάσημος φυσιολογικός κι απλός άνθρωπος, που εξ ονόματος του αυστηροί γιατροί μας περιφρονούν και μας καταδικάζουν, λέγοντας ότι είμαστε ανώμαλοι κι εκφυλισμένοι! Αυτός είναι το πρότυπο του ανθρώπου, ο τυπικός άνθρωπος, ο αληθινός ήρωας του καιρού μας, ο μικρός τροχός στη μεγάλη μηχανή, το λιθαράκι στο τεράστιο τείχος – ο άνθρωπος που δεν τρέφεται με ανθυγιεινά όνειρα και παρανοϊκές φαντασιώσεις. Ιδού ο άνθρωπος που θεωρούσα αδιανόητο, αδύνατο να υπάρχει, που έλεγα ότι δεν είναι παρά ένα δημιούργημα της φαντασίας. Να λοιπόν που βρίσκεται τώρα ενώπιον μου, φοβερός και τρομερός, χωρίς συνείδηση της άχρωμης ευδαιμονίας του». Ο άνθρωπος, μολαταύτα, δεν περίμενε να ολοκληρώσω τη σκέψη μου, και πήγε πάλι να φύγει.

Αν και κεραυνοβολημένος, δεν είχα χάσει την επιμονή μου ∙ οπότε, τον πήρα στο κατόπι και τον ρώτησα: «Μα δεν είναι δυνατόν, μπορεί να μην υπάρχει κάτι άλλο στη ζωή σας; Δεν σας συνέβη ποτέ τίποτα; Δεν προσπάθησε κανένας να σας σκοτώσει; Δεν σας απάτησε η γυναίκα σας; Δεν στράφηκαν οι ανώτεροι σας εναντίον σας;»

«Τίποτε απ’ όλα όσα λέτε δεν μου συνέβη» αποκρίθηκε, με μια κάπως βαριεστημένη ευγένεια, «τίποτε απολύτως. Η ζωή μου κύλησε τόσο ήρεμα, σταθερά, τακτικά, χωρίς πολλές χαρές, αλλά ούτε και πολλές λύπες ή πολλές περιπέτειες…»

«Μα ούτε μια περιπέτεια, κύριε;» τον διέκοψα, «ούτε μια και μοναδική; Προσπαθήστε να τα θυμηθείτε όλα, ψάξτε βαθιά στη μνήμη σας. Αδυνατώ να πιστέψω ότι όντως δεν σας συνέβη ποτέ τίποτα – ούτε έστω κάτι, σε μια και μόνο περίσταση. Η ζωή σας πρέπει στ’ αλήθεια φρικιαστική όσο τίποτε άλλο!»

«Σας διαβεβαιώνω ότι στ’ αλήθεια δεν είχα καμία περιπέτεια», μου απάντησε ο Απλός Άνθρωπος, καταβάλλοντας έντονη προσπάθεια να διατηρήσει την ευγένεια του. «Καμία, τουλάχιστον έως αυτό το απόγευμα. Η συνάντηση μου μ’ εσάς, κύριε Συγγραφέα, ήταν η πρώτη μου περιπέτεια. Εάν πραγματικά χρειάζεστε μία, γράψτε γι’ αυτήν».

Και δίχως να μου αφήσει χρόνο ν’ απαντήσω, με παράτησε και πήρε το δρόμο του, αγγίζοντας απαλά το καπέλο του. Πέρασαν μερικές στιγμές που έμεινα ακινητοποιημένος, λες κι ένα απίστευτο συμβάν μ’ είχε κάνει να ριζώσω εκεί που στεκόμουν. Το πρωί επέστρεψα στο δωμάτιο μου και δεν έγραψα την ιστορία. Από εκείνη τη νύχτα και μετά, μου είναι αδύνατο να γελάσω με τους απλούς ανθρώπους.

 

Σημείωση
Il Medicante di Anime, Il Tragico Quotidiano, 1906, The Stratford Journal, τ.4, 1919.