Top menu

"Η Ηδύλη" του Ανδρ. Παπανικολάου -Κριτική Βιβλίου

Γράφει ο Κ.Γ. Βασιλείου

Υπό το ασύνηθες όνομα Ηδύλη, τουτέστιν γλυκό, ηδύ, ο Α. Παπανικολάου, με αφηγηματική ζωντάνια, συνθέτει ένα ιστόρημα, ήτοι μια ελεγεία του έρωτα, του πάθους, της αγωνίας. Περιορίζεται στα αναγκαία. Δεν αφήνεται σε ασαφείς ορίζοντες. Λακωνίζει. Αναμένει. Εξάπτεται. Απογοητεύεται. “Έγνων” την γύμνια και “ηνεώχθησαν οι οφθαλμοί του”. Επιχειρεί πρόχειρες ετυμολογίες προς ιδίαν αρέσκεια (“Ηδύλη πα να πεί Γλύκα”). Παραλλάσει εύστοχα τον επιτάφιο ύμνο (“Ηδύλη, γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατη μου Ηδύλη”). Κραυγάζει απελπισμένος για την “Ηδύλη των ανεπίδοτων ερώτων”.

H Ηδύλη ήταν ποιήτρια (“…τοὺς ἀλκυόνων παῖδας ἔτ᾽ ἀπτερύγους τῇ νύμφῃ δύσπιστος ἀθύρματα…”). Η Ηδύλη, κυρίως, είναι άπιαστη ιδέα, παραλήρημα, οπτασία, ιριδισμός, ουράνιος αστερισμός, παιδικές αναταράξεις. O ήρωας βρίσκεται σε υπερδιέγερση. Δεν έχει επίγνωση των διαστάσεων και εμπλέκεται σε παιγνίδια των αισθήσεων. Κατατρύχεται από οδύνες της απόρριψης. Μελαγχολεί υπό το κράτος της απώλειας. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο μορφοποιεί ένα ολόκληρο ατομικό (!) έπος. Ζει κάθε στιγμή. Απολαμβάνει τα τρέχοντα. Στο τέλος, όμως, συντρίβεται. (“Κι αν έσβησε σαν ίσκιος τ’ όνειρό μου”, Κ. Καρυωτάκης). Με απανωτούς συλλογισμούς ο ανήλικος πρωταγωνιστής οδηγείται σε πλήρη αναταραχή. Κάποιος εύρωστος ξανθομάλλης, με εμφανή πλεονεκτήματα, αρπάζει την ποθητή νέα και την καθιστά κτήμα του. Τα χρόνια, πάντως, έφεραν τη λήθη και τη γήρανση. Στην ουσία, “τ’ αρχοντικά χέρια της Ηδύλης” και το “αλαβάστρινο πρόσωπο”, έχοντας περάσει στην αιωνιότητα, δεν χάνουν την ομορφιά τους.

Συγγενής στενή η Μοσχούλα του Α. Παπαδιαμάντη, διαλέγεται νοερά με την Ηδύλη, ακολουθώντας το πεπρωμένο. Ο γλωσσοπλάστης δραματουργός με το “Όνειρο στο κύμα” καταγράφει τις σκέψεις, τους στεναγμούς, τις ελπίδες ενός εφήβου βοσκού, με ανυπέρβλητη εικονογραφία: “Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα…Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λεύκας ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα• ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων...”.

O Α. Παπανικολάου κινείται αμφίδρομα με τον κοσμοκαλόγερο και σαγηνεύεται από τις νεανικές του ανησυχίες. Επανέρχεται εμμονικά στο Πάσχα το Ελληνικόν και χαριεντίζεται εύχαρις με τους φίλους του, τον εύστροφο Λιμπίο, τον μελλοντικό ιεροψάλτη Σπύρο, τον πυροκροτητή Γιωργάκη, τον ευέξαπτο Αννίβα, που μετέχουν σε παιδικές σκανδαλιές. Επιχειρεί ένα υπέροχο βύθισμα στα άδυτα πεδία της συνείδησης, διαθέτοντας έμφυτο χάρισμα αγνότητας και πρωτοτυπίας. Ολοκληρώνει, το διήγημά του, χωρίς ευρηματικό τέλος, χωρίς ξάφνιασμα, παρά μόνον με ένα συναίσθημα λύπης.

Κάτι παρόμοιο συνέβη και με τον Α. Παπαδιάμάντη. Ο δύσμοιρος ήρωας εκείνου δεν ανταμείβεται για τη διάσωση της Μοσχούλας, αλλά επιπλέον χάνει την συνονόματη αίγα του. Η αποκαρδιωτική κατάληξη, όμως, οδηγεί στις γραμμές της ευθύνης του αναγνώστη, ο οποίος επανέρχεται στις υποδόριες νοηματικές κλωστές και εισβάλλει ευτυχής στην ευφραντική, λυτρωτική γλώσσα.

Επομένως, ας σταθούμε σε αυτή τη διακειμενική προσέγγιση και ας αναλογισθούμε την κρυπτόμενη αξία, για να διαπιστώσουμε ενεοί, ότι η ελλειπτική ολοκλήρωση είναι ακριβώς το πολύτιμο μυστικό της επιτυχίας.

Βέβαια, η πλοκή πιθανόν να ακολουθούσε άλλον δρόμο• Ίσως μάλιστα ήταν γλαφυρότερη και πιο συναρπαστική, με ποικίλα επεισόδια, δραματικούς διαλόγους, ενδεχόμενες αιματηρές μονομαχίες και παρόμοια ευρήματα. Είναι όμως αυτή η βασιλική οδός ή απλώς υποτυπώνει φαντασιακές σκιές ημών των εσχάτων; Η Ηδύλη και η Μοσχούλα για ποιο λόγο έζησαν άδοξα και δεν άφησαν εμφανή ίχνη, ως οδοδείκτες χάριν των ερωτευμένων νέων;

Ο Κώστας Μουρσελάς, λαμπρός επινοητής του παράλογου και της ανατροπής, στην “Άκρη της νύχτας”, πιστός ακόλουθος του Σκιαθίτη, προσπάθησε το ευφυές, να διαλευκάνει την τύχη της Μοσχούλας για να βάλει το μαχαίρι στο κόκκαλο, άρα να εξαντλήσει κάθε πιθανή γνώση για την πορεία μιας νεανικής πλάνης, ώστε να διαπιστώσει έντρομος, ότι είναι εξ αρχής ηττημένος, διότι η Ηγερία “δεν έχει ούτε σάρκα ούτε οστά. Είναι η πραγματική σου ηρωίδα. Πριν απ’ όλα είναι πλασμένη από λέξεις και άνεμο και όνειρα και φαντασιώσεις, δικό σου δημιούργημα, μη δειλιάζεις”.

Το ίδιο συμβαίνει και με την Ηδύλη. Περαστικό σύννεφο ήταν, ένα πουλί χωρίς φτερά, μια πολύχρωμη πεταλούδα, που χάθηκε στα πέρατα και άφησε πίσω συντετριμμένες ψυχές, ευτυχώς αρκετά νέες ώστε να μπορέσουν να ξεχάσουν. Ο καπετάνιος δεν επιμένει. Δεν παίζει με τη μοίρα του. Θυμάται, μόνον, μέσα από μια φωτογραφία, συγκινείται, αλλά είναι πραγματιστής (“να πηγαίνεις εσαεί από το πουθενά στο πουθενά”).

Ο Ανδρέας Παπανικολάου είναι γνώστης του ανθρώπινου άλγους, διαλέγεται με το άγνωστο, προσεταιρίζεται εν τέλει τον Μεγάλο Αλεξανδρινό (Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον: “Σὰν ἔξαφνα, ὥρα μεσάνυχτ’, ἀκουσθεῖ/ ἀόρατος θίασος νὰ περνᾶ/ μὲ μουσικὲς ἐξαίσιες, μὲ φωνές-/ τὴν τύχη σου ποῦ ἐνδίδει πιά, τὰ ἔργα σου/ ποῦ ἀπέτυχαν, τὰ σχέδια τῆς ζωῆς σου/ ποῦ βγῆκαν ὅλα πλάνες, μὴ ἀνοφέλετα θρηνήσεις”).