Top menu

"Μεταπλάσματα" της Μ. Παπαγεωργίου -Κριτική Βιβλίου

Γράφει ο Μιχάλης Βαβούλας

Πιάνοντας στα χέρια τα «Μεταπλάσματα» της Μαργαρίτας Παπαγεωργίου και διαβάζοντας τον τίτλο, στέκεται κανείς αμήχανος απέναντι σε μια λέξη άγνωστη, όπως λέμε. Μια λέξη μάλιστα που στο πρώτο άκουσμα παραπέμπει περισσότερο σε κείμενα επιστημονικού χαρακτήρα. Σε μια δεύτερη προσέγγιση η εξοικείωση επιτυγχάνεται μερικώς χάρη σ’ εκείνο το ρήμα «πλάθω» που ανακαλείται, ανοικτό σε εικόνες και συνειρμούς. Ρηματική ενέργεια, όπως και το δελεαστικό «μεταπλάσσω» που συνείρεται. Αλλά και το ουσιαστικό του τίτλου αποτέλεσμα ενέργειας παρουσιάζει παρά την αρχική στατικότητά του. Στη συνέχεια, οι συνειρμοί οδηγούν και στα «πλάσματα» βέβαια, με την πρόθεση «μετά» να σημαίνει την αλλαγή ή σε επιστημονικά κείμενα κάτι που «υπερβαίνει, ξεπερνά ή ασκεί κριτική σ’ αυτό που εκφράζει το β΄ συνθετικό». Η αμηχανία πια έχει ήδη ενεργοποιήσει την ποιητική επικοινωνία. Αν αργότερα ανατρέξει κανείς στο λεξικό, θα διαβάσει: «Μετάπλασμα (ΓΕΩΠΟΝ.): ουσία χρήσιμη για τη βελτίωση φυσικών και χημικών ιδιοτήτων του εδάφους».

Διαβάζοντας τα «Μεταπλάσματα», εκείνο που γίνεται γρήγορα αισθητό είναι ή έντονη, επίμονη θα μπορούσε να πει κανείς, παρουσία του σώμα-τος. Σώμα πάσχον ή εν εγρηγόρσει, θνήσκον ή εν έρωτι, ιδιωτικό ή δημόσιο. Σώμα που διεκδικεί τελικά, στον ποιητικό χώρο τουλάχιστον, μια θέση εμφανέστερη από αυτή που του έχει επιφυλάξει εδώ και αιώνες ο δυτικός πολιτισμός. Συνιστά ένα υποδόριο μοτίβο που διαπερνά όλα τα θέματα και γίνεται έτσι το κεντρικό θέμα της συλλογής. Κυριαρχεί στο ποιητικό σώμα όχι μόνο στο επίπεδο της επιλογής των λέξεων ως στατική ύλη ή ως χώρος έγχρονων βιωμάτων, αλλά και στο επίπεδο του συνδυασμού των λέξεων ως αφόρμηση για νέες νοηματοδοτήσεις.

Στον παραδειγματικό άξονα αρχικά, συχνότατη είναι η ίδια η γενική έννοια-λέξη «σώμα» και πιο συχνά βέβαια τα μέλη του και τα εσωτερικά όργανά του, τα υγρά του, αλλά και τα ενδύματα που το καλύπτουν ή το αποκαλύπτουν ή τα αξεσουάρ που το διακοσμούν ή του δίνουν μια κοινωνική ταυτότητα. Δεν υπάρχει σχεδόν ποίημα που να μην περιέχει τουλάχιστον μία σχετική λέξη. Για παρόμοια ποιητικά κείμενα, ο θεωρητικός λόγος χρησιμοποιεί τα τελευταία χρόνια τους ειδικούς χαρακτηρισμούς «σωματικότητα» και «σωματική ποίηση», γεγονός που μαρτυρεί την εντονότερη παρουσία του σώματος στη σύγχρονη ποίηση. Η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ χρησιμοποιεί τον χαρακτηρισμό «σωματοκεντρική ποίηση» για την ποίηση νεότερων ποιητριών «όπου το σώμα ενδιαφέρει, φυσικά, σαν εσωτερική ορμή κι έκφραση προς τα έξω αυτού που γίνεται μέσα, κι όχι σαν είδωλο στον καθρέφτη.» Εντάσσει μάλιστα αυτή τη σωματοκεντρική ποίηση σε μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της γυναικείας ταυτότητας πέρα από τους κοινωνικούς προσδιορισμούς αιώνων. Στα «Μεταπλάσματα» βέβαια η εσωτερικότητα υπονομεύεται από τη συνεχή παρουσία της επιστήμης και του β΄ γραμματικού προσώπου.

Εκτός από την παραπάνω στατικότερη παρουσία του σώματος στο γλωσσικό υλικό των «Μεταπλασμάτων», συχνότατος είναι και ο συγχρωτισμός του με άλλα σώματα στο χρόνο και το χώρο, ως σώματος κοινωνικού, αλλά και η αλληλεπίδρασή του με τη φύση. Ένας μεγάλος αριθμός λέξεων αναφέρεται στις αισθήσεις, τις διαδικασίες μέσω των οποίων επιτελείται αυ-τή η συνδιαλλαγή, αλλά και τα συναισθήματα, τα εσωτερικά αποτελέσματά τους.

Μερικές παρατηρήσεις για τις λεκτικές αναφορές στις αισθήσεις και την έγχρονη παρουσία του σώματος στα «Μεταπλάσματα»: Πρώτα-πρώτα, από τις πέντε αισθήσεις κυρίαρχη ως προς τη συχνότητα είναι η όραση. Ως κύρια πηγή της επιθυμίας αλλά και των αναπαραστάσεων του κόσμου, αναιρεί την περίκλειστη εσωτερικότητα και τον αυτάρεσκο περιορισμό του «εγώ». Έπειτα, ένα ευάριθμο και λειτουργικά διαφοροποιημένο λεξιλόγιο παρουσιάζει το αισθαντικό σώμα σε εξίσου ευάριθμες και διαφοροποιημένες στιγμές του κύκλου της ζωής.

Στο σημείο αυτό μπαίνει κανείς στον πειρασμό να ελέγξει τη γραμματική ιδιότητα των λέξεων που δηλώνουν τα παραπάνω: Κυριαρχούν οι ρηματικοί τύποι που αισθητοποιούν την κίνηση, την ενέργεια, τη δράση και την αλληλεπίδραση. Ακολουθούν τα ουσιαστικά, που δηλώνουν συνοπτικά, ή υποβάλλουν με σύνεση την κίνηση ή τη σωματική κατάσταση. Τέλος, πολύ σπανιότερα είναι τα επίθετα, που περιγράφουν με την ασφάλεια της χρονικής απόστασης ένα βλέμμα, μια στάση, ως κάτι τετελεσμένο και παγιωμένο.

Η γραμματική αυτή προσέγγιση της έγχρονης λεκτικής παρουσίας του σώματος στους στίχους της Μαργαρίτας αντιστοιχεί στη λυρική αίσθηση του χρόνου του Οδυσσέα Ελύτη. Και εκεί προτάσσεται η κίνηση, η δράση και η (ερωτική) αλληλεπίδραση σε παρόντα χρόνο, ακολουθεί η περισυλλογή και η ανασκόπηση, ενώ ένα μικρό χώρο καταλαμβάνει η επίγνωση, η παγιωμένη γνώση. Διαβάζω το δίστιχο από το «Λακωνικόν»:
Ω λινό καλοκαίρι, συνετό φθινόπωρο,
χειμώνα ελάχιστε

Από τη λυρική αυτή ποιητική του χρόνου, που έχει αναλύσει ο Δ. Ν. Μαρωνίτης , απουσιάζει βέβαια η κατ’ εξοχήν ή κατ’ έθος «λυρική» εποχή, η άνοιξη, η εποχή της συνάντησης, αφήνοντας ένα ανοικτό ερωτηματικό. Αυτό το ερωτηματικό που ενεργοποιεί τον αναγνώστη, τη συνάντηση δηλαδή του ποιήματος με τον δέκτη. Η συνάντηση αυτή παραμένει πάντα το αιτούμενο της ποίησης για τον Ελύτη και δεν συντελείται παρά μέσα από την επεξεργασία της γλώσσας. Κατά ανάλογο τρόπο και στη γραμματική της σωματικής παρουσίας στα «Μεταπλάσματα» η επιλογή και η συνδιαλλαγή των λέξεων είναι εκείνη κυρίως που προβάλλει επίμονα το αίτημα μιας περισσότερο ενσώματης βίωσης και συνύπαρξης.

Τελειώνοντας με τις παρατηρήσεις στο επίπεδο της επιλογής των λέξεων, τα συν-αισθήματα, οι κατ’ ιδίαν βιωμένες απολήξεις της συν-ύπαρξης και της αλληλεπίδρασης, λιγότερο δηλώνονται ρητά με τις αντίστοιχες λέξεις και περισσότερο υποβάλλονται με την επεξεργασία του γλωσσικού υλικού. Έχει ενδιαφέρον επίσης ότι σ΄ αυτή τη λεκτική παρουσία των συναισθημάτων η κίνηση των ρημάτων ισορροπεί αριθμητικά με τη σύνεση των ουσιαστικών.

Στο παραδειγματικό επίπεδο, λοιπόν, η συχνότατη και λειτουργικά διαφοροποιημένη παρουσία του σώματος στα «Μεταπλάσματα» είναι φορέας νοήματος. Εκεί μάλιστα που το σχετικό λεξιλόγιο πυκνώνει, εκεί και η ποιητική λειτουργία βρίσκεται σε ένταση. Στα σημεία, αντίθετα, όπου αραιώνει, εκεί χαλαρώνει και η συγκίνηση. Στο ποίημα π.χ. «Ο έφηβος του έκτου ορόφου», ένα από τα χαρακτηριστικότερα της συλλογής, κατά τη γνώμη μου, χρησιμοποιούνται 39 σχετικές λέξεις στους 43 στίχους του. Αλλού πάλι, κυρίως εκεί που ο λόγος γίνεται περισσότερο προγραμματικός ή ο φακός καταγράφει μακρινά πλάνα ή έρημα τοπία, εκεί και η ποιητική συγκίνηση δίνει τη θέση της στη ρητορική προτροπή ή τη χαλαρότερη περιγραφή αντίστοιχα.

Προχωρώντας τώρα στο συνταγματικό επίπεδο, στο κατεξοχήν ποιητικό υλικό, στη συνάντηση των λέξεων, συχνές είναι αρχικά οι προσωποποιήσεις της φύσης με έντονη την παρουσία του σώματος. Π.χ. στο ποίημα «Το τρίξιμο του πορθμού»: «Στο ρίγος των ονείρων / γεννιέται η ανατολή». Εδώ η πολυσύνθετη μεταφορική προσωποποίηση με έντονο τον ερωτισμό και με τη νοηματική απόσταση των συνδυαζόμενων σημασιών παραπέμπει στον ερωτικό Υπερρεαλισμό του Εμπειρίκου. Πολύ πιο ενδιαφέρουσα ερμηνευτικά είναι η προσωποποίηση του φωτός ως μιας ενέργειας ή ύλης απειλητικής που καραδοκεί να «καταπιεί» την ποιητική ηρωίδα Λουσίντα στο ποίημα «Lucid dream». Μόνη διέξοδος της Λουσίντα μια σωματική και ταυτόχρονα νοητική λειτουργία: «Ξέρει πως αν σταματήσει να μετρά / τη συχνότητα των αναπνοών της, / το φως θα την καταπιεί». Η θάλασσα πάλι, ως ρευστή αναγεννητική δύναμη, προσωποποιημένη στο ποίημα «Σε θολά νερά», γίνεται φορέας μιας επαγγελίας, όπως αποκαλύπτει το πρόσωπο που μιλάει στο ποίημα, μια… νεράιδα: «Η θάλασσα κουράστηκε να περιμένει τους νεκρούς / Είναι ανάγκη να φουσκώσει με νέα γέννα // (Σώπα, άκουσε / Η απάντηση θα έρθει / σα μουσική μεσ’ απ’ τα κύματα // Σσσσσσσςςςς)». Η μουσική αυτή θάλασσα θα μπορούσε να έχει καταγωγή από τον Σολωμό, αν δεν δήλωνε με τόση σαφήνεια τη θετική της πρόθεση απέναντι στον άνθρωπο και κυρίως αν για τη φανέρωση της επαγγελίας της δεν ήταν τόσο επιτακτικά απαραίτητη η συμμετο-χή του αναγνώστη.

Συνεχίζοντας με τις μεταφορές που εμπλέκουν το σώμα, εντοπίζω αρχικά τις πολύ ενδιαφέρουσες συνδιαλλαγές μεταξύ αισθημάτων και συν-αισθημάτων. Στο ποίημα «Το θέρετρο» π.χ. το ιδιωτικό αίσθημα της οσμής μεταφέρεται σε ένα επικοινωνητέο συναίσθημα, την απώλεια: «Η οσμή της απώλειας / Δε χάνεται ποτέ από το δέρμα που /Μυρίζει σαπιοκάραβο». Έπειτα, οι μεταφορές που υποβάλλουν μια αυτοσυνειδησία μέσω του σώμα-τος. Χαρακτηριστικά στο ποίημα «Κβάντα στο κατώφλι μου μπροστά»: «Πάρε μου ό,τι θες, / κι αν οι επιδερμίδες μου χαμένες / κύμα ταλαντώνομαι εντός».

Τέλος, πολύ χαρακτηριστικές είναι οι μεταφορές εκείνες όπου μια αίσθηση ή μια σωματική λειτουργία συνυφαίνεται με μια νοητική. Π.χ. «Άκου πώς ακούγεται ο ήχος της λέξης μου» από το ποίημα «Συχνότητες». Η λέξη ως ανάσα, ήχος αλλά και ταυτόχρονα επικοινωνήσιμη σημασία θεματοποιείται συχνά στα «Μεταπλάσματα» κυρίως για να υποβάλει την ανάγκη ανανοηματοδότησης του κόσμου. Ή «Το δυτικό μηνίγγι κύλαγε αίμα / λώρος άχρονος δια του χρόνου μου» από το ποίημα «Αιμάτινος πόντος», όπου η συνειδητοποίηση του χρόνου, μια νοητική διαδικασία, σωματοποιείται μέσω του ασυνείδητου.

Ενδιαφέρουσα επίσης είναι η σωματική παρουσία και στη ρητορική των «Μεταπλασμάτων». Αρχικά, το β΄ ενικό πρόσωπο με το οποίο κοινωνείται η ερωτική παρουσία ή μια υπερλογική επικοινωνία. Συχνά μάλιστα το «εσύ» αυτό δέχεται τις προτροπές του ποιητικού υποκειμένου, ακόμα και στον τίτλο του ποιήματος: «Φάε με / Πιες με», είναι ο τίτλος ενός από τα πιο αντιπροσωπευτικά «Μεταπλάσματα». Έπειτα το «εμείς», ως ανάγκη υπέρβασης της ατομικής εμπειρίας: «Για να μετεωρίσουμε την ναυν εις τα πελάγη / τους μεγάλους ορίζοντες μετατοπίζοντας / ας πετάξουμε στον αφρό των ημερών / απ’ τα αμπάρια το έρμα διαπιστώνοντας / βαρίδια που μας έφτασαν στον πάτο / κι ας χορέψουμε τα τραγούδια μας εδώ.» («Η πλατεία στο πέλαγος»)

Σχετικά με τον τρόπο που η στιχουργική των «Μεταπλασμάτων» δια-χειρίζεται το σώμα. Σε ένα περιβάλλον ελεύθερου αλλά όχι άμετρου στίχου, εκεί που η εμπειρία μένει αποσπασματική, η φράση τεμαχίζεται ακόμα και σε μονολεκτικούς στίχους, αισθητοποιώντας τον κατακερματισμό της εμπειρίας, της γλώσσας και του σώματος. Π.χ. στο πρώτο μέρος του ποιήματος «Περί πτώσεων», όπου το γραμματικό υποκείμενο είναι «το κορμί» (διαβάζω με παύσεις όπου υπάρχει αλλαγή στίχου): «κι εκεί / στην ύστατη στιγμή / στην κόψη επάνω / λυγίζει / σπάει / αναλίσκεται / σε μυριάδες μόρια / λευκού αφρού / σταγονίδια λευκής ύλης». Έπειτα, η ομοιοκαταληξία, ως απο-μεινάρι της παραδοσιακής ποίησης, ξένο σώμα συχνά στον ελεύθερο στίχο, χρησιμοποιείται σπάνια στα «Μεταπλάσματα» είτε για να εμβαθύνει μια ειρωνεία, είτε για να τονίσει μια παιγνιώδη διάθεση. Για την πρώτη περίπτωση πολύ ενδιαφέρον το σύντομο ποίημα «Κυκλογράφημα» που αρχίζει ως εξής: «Ας εστιάσουμε στο υπαρκτό / Σαρκώδη χείλη / Ουροβόρων εαυτών / Κατά τον ενιαυτόν». Και για την παιγνιώδη διάθεση: «Παράπλευρη απώλεια το φιλί / με φόντο το ηλιοβασίλεμα στο νησί, / ολοφώτιστη η αίθουσα αλλ’ ο γρίφος δε λέει να λυθεί / κι ο πόλεμος αιώνια χωρίς ανακωχή / πώς ο ιδανικός αριθμός 2 θα ενσαρκωθεί». (από το ποίημα «Η αριθμητική είναι γένους θηλυκού»)

Mερικές, τέλος, παρατηρήσεις για το επίπεδο ύφους στο λεξιλόγιο των «Μεταπλασμάτων». Κατά βάση το λεξιλόγιο είναι καθημερινό και προφορικό σαν για να ακούγεται η φωνή π.χ. του ανθρώπου της διπλανής πόρτας, ενός φίλου ή του ερωτικού συντρόφου. Από την καθημερινότητα αυτή δε λείπουν και λέξεις ξενόγλωσσες, ή λέξεις της νεανικής ιδιολέκτου, δίνοντας ήχο σε φωνές περισσότερες από αυτήν του ενός, μονοσήμαντου κοινωνικά, ποιητικού υποκειμένου.

Σε αντίστιξη με το παραπάνω ύφος, λειτουργεί ένα λεξιλόγιο είτε λογιότερο, είτε επιστημονικό και φιλοσοφικό. Για την πρώτη περίπτωση ανα-φέρω μερικές λέξεις που σχετίζονται με το σώμα: Ρήματα: εγκολπώνομαι, αναλαμβάνομαι, εμβαπτίζομαι, καθεύδω, θωπεύω. Ουσιαστικά: μειδίαμα (αντιστικτικά προς το «χαμόγελο»), αναπνοή (αντιστικτικά προς την «ανάσα»), επιδερμίδα (αντιστικτικά προς το «δέρμα» και τη «σάρκα»). Το επίρρημα επίσης: νωχελικά ή τα επίθετα: αιμάτινος και κυκλόθυμος. Κάποτε τα λόγια στοιχεία κορυφώνουν την αντίστιξή τους με το σώμα του υπόλοιπου λεξιλογίου εντείνοντας το ειρωνικό περιεχόμενο. Π.χ. η μετοχή «παρηκμασμένος» δίπλα στο ουσιαστικό «κοσμοπολίτης» ή μια λόγια κατάληξη, όπως στο δίστιχο «άφυλον είδος / κατασκευασμένο στην αστική μας φύση», από το ποίημα «Σαλάχια, γοργόνες και ρομποτικά πλοία». Εξίσου συχνό είναι και το ειδικό λεξιλόγιο, από τη φιλοσοφία, τη χημεία και τη φυσική, τα μαθηματικά, τη γλωσσολογία και την ψυχολογία. Αναφέρω χαρακτηριστικά μερικές φράσεις: «έφτυνα σφαίρες αιμάτινες λέξεις», «με δάκρυα οξείδωση μετάλλου», «ίσως τελικά καταφέρουμε να κάμψουμε το χρόνο».