Όταν ο ήλιος μπήκε στο δώματιο, διήγημα, Γιώργος Μολέσκης, εκδόσεις Βάκχικον 2017
ΕΝΑ ΠΡΩΙ ΣΕ ΑΝΕΓΕΙΡΟΜΕΝΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗ
Πρωί. Ισόγειο ανεγειρόμενης πολυώροφης οικοδομής στο κέντρο της Αμμοχώστου, δυο τετράγωνα από την καινούργια αγορά της πόλης. Εκεί, ανάμεσα σε πέτρες, τούβλα, ξύλα, σίδερα, κάθονταν σε κύκλο οι εργάτες και οι μαστόροι, Έλληνες και Τούρκοι. Κάποιοι έβγαλαν από τα ζεμπίλια τους ψωμί, ελιές, κρεμμύδι, ντομάτα, τυρί και προγευμάτισαν, άλλοι κάπνιζαν το τσιγάρο τους.
Επικεφαλής του κύκλου στην οικοδομή αυτή του δεξιού επιχειρηματία, που το όνομά του είναι τίτλος ευγενείας για τους Εγγλέζους, καθόταν ο κομουνιστής πρωτομάστορας και αρχιεπιστάτης του, ο Χαμπής Νικόλα, και διάβαζε μεγαλόφωνα την αριστερή του εφημερίδα. Τον άκουγαν όλοι σιωπηλά. Κάποτε σταματούσε το διάβασμα και σχολίαζε τις ειδήσεις. Μιλούσε για τους πολέμους που επέβαλλαν στους λαούς του κόσμου οι ιμπεριαλιστές και για τα εγκλήματά τους, για την ασυδοσία των καπιταλιστών, την κοινωνική αδικία, τις λαϊκές επαναστάσεις και τους αγώνες των φτωχών χωρών για την ισότητα και τη δικαιοσύνη… Κάποτε σταματούσε, γύριζε φύλλο, άρχιζε πάλι, αλλάζοντας θέμα. Με διαφορετικό τώρα ύφος αναφερόταν στα μεγάλα επιτεύγματα του σοσιαλισμού. Να προσφέρει ο καθένας κατά τις δυνατότητές του και να παίρνει κατά τις ανάγκες του… Ύστερα ερχόταν και στα του τόπου. Μιλούσε για τη δυσλειτουργία του κυπριακού κράτους κάτω από τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου και για τα δεκατρία σημεία του συντάγματος που έπρεπε ν’ αλλάξουν. Αναφορά έκανε και στον μεγάλο ηγέτη του λαού, τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, που είχε αναλάβει αυτή την πρωτοβουλία, καθώς και στη στήριξη που του πρόσφερε το κόμμα της αριστεράς και ο ηγέτης του Εζεκίας Παπαϊωάννου!…
Καθώς μιλούσε, κοίταξε στο αριστερό του χέρι το ρολόι – η ώρα είχε πάει εφτά. Έβγαλε από τη δεξιά του τσέπη τη σφυρίχτρα και σφύριξε με τον συνθηματικό τρόπο που σήμαινε το ξεκίνημα για δουλειά. Όλοι σηκώθηκαν μεμιάς, πήραν στα χέρια τα εργαλεία τους και προχώρησαν, καθένας στο δικό του πόστο. Ο Χαμπής Νικόλα δίπλωσε την εφημερίδα, την τοποθέτησε πάνω σ’ έναν σωρό από τούβλα κι έβαλε μια πέτρα από πάνω της για να μην την παίρνει ο αγέρας, πήρε από κει τα σχέδια της οικοδομής και άρχισε να δίνει οδηγίες στους μαστόρους. Οι χτίστες ανέβηκαν στις σκαλωσιές. Οι εργάτες έβαλαν μπρος τις πηλομηχανές, πήραν τα φτυάρια κι έριχναν άμμο και τσιμέντο μέσα στους περιστρεφόμενους κάδους τους…
Από την ημιτελή σκάλα της οικοδομής ανέβηκα κι εγώ στον όγδοο όροφο, όπου βρίσκονταν τα δικά μου εργαλεία, η μέγγενη, το πριόνι, οι βιδολόγοι και οι γαλβανισμένες σωλήνες της μισής ίντσας, των τριών τετάρτων, της μίας και των δύο ιντσών. Δούλευα ως μαθητευόμενος υδραυλικός. Μετρούσε ο μάστορας τα μεγέθη των σωλήνων που χρειάζονταν, μου τα φώναζε, τα έκοβα με το πριόνι, τα έσφιγγα στη μέγγενη και τους άνοιγα πάσα με τον χειροκίνητο βιδολόγο. Τα ετοίμαζα κι έτρεχα μέσα στα δωμάτια του ορόφου, ανάμεσα σε σπασμένα τούβλα, ξύλα και τσιμέντα, είτε κατέβαινα τις σκάλες, για να του μεταφέρω τα έτοιμα κομμάτια των σωλήνων, να τα εφαρμόσει στη θέση τους, να μετρήσει τα επόμενα και να μου δώσει τις καινούργιες παραγγελίες. Από αυτό το ανεβοκατέβασμα και από την προσπάθεια που χρειαζόταν το χειροκίνητο πριόνι να κόψει τις σωλήνες και ο χειροκίνητος επίσης βιδολόγος για να ανοίξει τα πάσα, με πονούσαν όλα, τα πόδια, τα χέρια και η πλάτη. Αυτό ήταν το τίμημα, όπως άκουγα στο σπίτι και από τους μεγαλύτερους, για να μάθω την τέχνη!...
Στις δώδεκα το μεσημέρι, μ’ ένα διαφορετικό σφύριγμα, ο Χαμπής Νικόλα έδωσε το σύνθημα για την ημίωρη διακοπή της εργασίας για μεσημεριανό. Το σφύριγμα ακούστηκε μέχρι και τον όγδοο όροφο της ανεγειρόμενης οικοδομής. Σταμάτησα, πήρα την τσάντα που είχε μέσα το φαγητό που μου είχε ετοιμάσει η μάνα μου, με ό,τι είχε απομείνει από το δείπνο της προηγούμενης νύχτας, έβγαλα την πετσέτα μέσα στην οποία ήταν τυλιγμένη μια φέτα ψωμί και την άπλωσα πάνω σε δύο τούβλα, που είχα τοποθετήσει το ένα δίπλα στο άλλο, έβγαλα και το δοχείο με το φαγητό, το τοποθέτησα πάνω στην πετσέτα και το άνοιξα. Θα έτρωγα εκεί, καθισμένος πάνω σ’ ένα άλλο τούβλο. Δεν είχα διάθεση ούτε να κατέβω τις σκάλες, όπως έκαναν οι περισσότεροι, ούτε και να καθίσω παρέα με τους άλλους στο ισόγειο. Ένιωθα μόνος και ξένος στον χώρο. Δεν έπρεπε να βρίσκομαι εκεί σ’ εκείνη την ηλικία. Προσπαθούσα να μάθω μια τέχνη που δεν την αγαπούσα όσο έπρεπε. Η έγνοια για το μέλλον που διαγραφόταν μπροστά μου ήταν έντονη και βασανιστική. Αναζητούσα μια αλλαγή και δεν την έβρισκα πουθενά.
Δεν πρόλαβα καλά καλά ν’ αρχίσω το φαγητό κι εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου ο Μιχάλης ο χτίστης, μεσήλικας, σωματώδης, πρόσωπο μελαχρινό, με αδρά χαρακτηριστικά, μικρά μελισσιά μάτια, που μέσα τους φώλιαζε κάποια σκληρότητα, χοντρά και ροζιασμένα χέρια, σχισμένα από το τσιμέντο και τον ασβέστη. Όποτε συναντιόμασταν σε κάποιο μέρος στην οικοδομή, με κοίταζε παράξενα κι επίμονα, πράγμα που μου προκαλούσε ένα είδος ακαθόριστου φόβου. Μόλις τον είδα ένιωσα μια αμηχανία να με κυριεύει. Κάτι κακό προαισθανόμουν. Ήμασταν μόνοι, οχτώ ορόφους πάνω από τους άλλους. Τι ήθελε; Φοβήθηκα! Προσπάθησε να μου χαμογελάσει κι αυτό με τρόμαξε ακόμη περισσότερο.
«Μην φοβάσαι, θα σου αρέσει» μου είπε.
Από το μαύρο στόμα του κρεμόταν μια μεγάλη γλώσσα όλο σάλια. Ένιωσα αηδία. Άνοιξε το παντελόνι του μπροστά κι έβγαλε το τεράστιο πέος του σε στύση.
Αναστατώθηκα. Φόβος και πανικός με κυρίευσαν. Ο κόσμος όλος γύρισε ανάποδα, η οικοδομή έγινε ξαφνικά κόλαση, χώρος βασανιστηρίων. Άφησα το φαγητό μου ανέγγιχτο πάνω στα τούβλα, πλάι στη μέγγενη και τον βιδολόγο, έτρεξα προς την ημιτελή σκάλα και κατέβηκα τους οχτώ ορόφους χωρίς να πάρω ανάσα. Ήμουν χάλια. Ήθελα να κλάψω μα κρατιόμουν. Κι ούτε που μπορούσα να μιλήσω σε οποιονδήποτε. Τι να πω; Ντρεπόμουν.
Οι επόμενες μέρες, ώσπου να τελειώσουμε τη φάση εκείνη των υδραυλικών εγκαταστάσεων και να πάμε σε άλλη δουλειά, ήταν εφιαλτικές. Τα μεσημέρια κατέβαινα στο ισόγειο, έτρωγα μαζί με τους άλλους και άκουγα τον Χαμπή Νικόλα να συνεχίζει το διάβασμα της εφημερίδας. Έτσι απέφευγα, με κάθε τρόπο, να συναντήσω τον Μιχάλη τον χτίστη. Κι όταν τύχαινε να διασταυρωθούμε, γύριζα αλλού το κεφάλι κι έφευγα βιαστικός. Το πρόσωπό του όμως το θυμόμουν για χρόνια. Το κουβαλούσα μέσα μου ως έναν από τους μύχιους, βασανιστικούς και μυστικούς μου εφιάλτες.
Τον είδα ξανά, εικοσιπέντε χρόνια αργότερα. Δούλευα ως πολιτιστικός λειτουργός στο δημαρχείο της Λάρνακας. Είχαμε μια μεγάλη εκδήλωση στην παραλία, με χορευτικά συγκροτήματα, μουσικούς, τραγουδιστές και άλλα. Πήγα να ελέγξω τις διάφορες τεχνικές εγκαταστάσεις και τα καθίσματα που είχαν τοποθετηθεί για τον κόσμο. Πέρασα και από τα αποχωρητήρια. Μόλις τον είδα τον αναγνώρισα αμέσως από τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου του. Ο Μιχάλης ο χτίστης ήταν εκεί και τα καθάριζε. Μου φάνηκε ότι με αναγνώρισε κι αυτός. Δεν είπαμε τίποτα. Τι μπορούσαμε να πούμε; Είχαν περάσει εικοσιπέντε χρόνια από τότε. Μεσολάβησε ο πόλεμος, ο ξεριζωμός… Κι ήμασταν και οι δύο πρόσφυγες σε ξένη πόλη!...