Top menu

"Όνειρο στο δρόμο με τις λεύκες". Ένα διήγημα της Γεωργίας Γιώτα

©Nicolas Diaz

 

- Φαίη, κορίτσι μου, κοντεύει μεσάνυχτα. Δεν θα ξυπνάς αύριο για το σχολείο. Σε καλό σου απόψε…

Η φωνή της μητέρας της την ξάφνιασε έτσι που ήταν απορροφημένη σε όρους, έννοιες και σκέψεις. Σήκωσε το κεφάλι της απότομα. Η προσφώνηση και μόνο με το χαϊδευτικό της, «Φαίη»,  ήταν απόδειξη έκδηλης τρυφερότητας και ανησυχίας τής μητέρας της, καθώς το βαφτιστικό της όνομα ήταν Ιφιγένεια, κοινή επιλογή και των δύο γονιών που λάτρευαν την αρχαία ελληνική γραμματεία, τα ονόματα ηρώων με τις ιστορίες και τους μύθους που κρύβονταν, πλέοντα σημαινόμενα, πίσω από αυτά.

- Εγώ φταίω, βρε μαμά; Γράφω διαγώνισμα αύριο στα Αρχαία Ελληνικά. Και έχει κάτι όρους αυτή η εισαγωγή στην τραγωδία και τόσες λεπτομέρειες…  διαβάζω τη μια στήλη, ξεχνάω την άλλη. Κουράστηκα…  βαρέθηκα… Να γράψω αύριο να ξεμπερδεύω.

Η μητέρα της χαμογέλασε συγκαταβατικά και έδωσε ένα φιλί στο ξαναμμένο μάγουλο το κοριτσιού. Εφηβεία γαρ… Οι ορμόνες του σώματος κάνουν πάρτι, ενώ το ευμετάβλητο του ψυχισμού δεν το λες και ανώδυνα διαχειρίσιμο. «Η καρδιά πονάει, όταν ψηλώνει...», όπως καταμαρτυρούν και οι στίχοι σε ένα αγαπημένο της νεολαίας τραγούδι.

- Είμαι σίγουρη ότι θα τα πας περίφημα. Δεν σε φοβάμαι. Κάνε μια επανάληψη τελευταία και μην αργήσεις να πας για ύπνο. Καλύτερα αποδίδεις με ξεκούραστο νου και χωρίς άγχος. Είπε η μητέρα της και ανακάτεψε για τελευταία φορά τη χόβολη στο τζάκι, προσθέτοντας ένα ακόμα ξύλο για να διατηρηθεί η γλυκιά θαλπωρή στο δωμάτιο.

- Καληνύχτα, κοριτσάκι μου… και όπως είπαμε, ναι;

- Ε… ναι, ναι… απάντησε η Ιφιγένεια αφηρημένα, χωρίς να δώσει ιδιαίτερη σημασία, καθώς ήταν βυθισμένη στη μελέτη.

Ωστόσο, μόλις έκλεισε η πόρτα στου σαλονιού και έμεινε μόνη, με το απαλό φως της λάμπας του διπλανού της  φωτιστικού και τη γλυκιά αυτή ζέστη που αναδυόταν από το τελευταίο κομμάτι ξύλου, λίγο πριν μετατραπεί σε ένα κατακόκκινο κομμάτι κάρβουνου, η Ιφιγένεια ένιωσε τα μάτια της να βαραίνουν και το σώμα της να παραδίδεται γλυκά σε μια μέθη που την παρέλυε. Πήρε από το διπλανό τραπεζάκι το ποτήρι με το νερό και το ήπιε λαίμαργα. Ξαφνικά σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς τη βιβλιοθήκη. Στο κάτω ράφι ήταν ένα παλιό άλμπουμ με οικογενειακές φωτογραφίες της γιαγιάς της. Της το είχε δώσει πριν πεθάνει, για να θυμάται κάθε όμορφη στιγμή του παρελθόντος και να τη διαφυλάξει στη μνήμη και την καρδιά ης.

«Θα κάνω ένα μικρό διάλειμμα», σκέφτηκε. «Έτσι κι αλλιώς το έχω ανάγκη. Διαβάζω τόση ώρα. Ουφ, πια!»

Άνοιξε σχεδόν με ευλάβεια το οικογενειακό αυτό κειμήλιο και άρχισε να κοιτά τις φωτογραφίες. Που και που χαμογελούσε, καθώς η μνήμη ανέσυρε πρόσωπα και γεγονότα και ανάδευε στην ψυχή συναισθήματα.

Ξαφνικά, το βλέμμα της στάθηκε σε μια φωτογραφία ξεχωριστή για κείνη. Απεικονιζόταν σε αυτή ένας όμορφος κήπος με μεγάλα δένδρα. Τρεις ηλικιωμένες κυρίες κάθονταν στον ίσκιο τους και απολάμβαναν το απογευματινό τους καφεδάκι. Και δίπλα, ένα κοριτσάκι, όχι πάνω από 4-5 ετών καθόταν στο καρεκλάκι του τρώγοντας λαίμαργα γλυκό κουταλιού βύσσινο, το αγαπημένο της. Το χέρι της μιας κυρίας, στο πρόσωπο της οποίας η Ιφιγένεια αναγνώρισε την αγαπημένη της γιαγιά, έδειχνε προς τη μεριά του ενός δένδρου, ενώ με το άλλο χέρι της άγγιζε απαλά τον κορμό του, σαν να ήθελε να επικοινωνήσει μαζί του.

Η Ιφιγένεια χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι. Τα μάτια της άστραψαν, σαν να δανείστηκαν προς στιγμή λίγο μόνο, ένα τόσο δα κομματάκι… από το κάρβουνο που σιγόκαιγε στο τζάκι, εκείνη τη νύχτα, τη τελευταία του Νοέμβρη. Στη μνήμη της ήλθε εκείνη η ιστορία των δένδρων, εκείνο το παραμύθι που ακροβατούσε ανάμεσα σε πραγματικότητα και φαντασία, αλήθεια ή όχι ποιος το ξέρει και γιατί να το μάθει άλλωστε, μια μυθιστορία που για έναν περίεργο λόγο που ακόμα δεν είχε καταφέρει και η ίδια  να εξηγήσει, τη συγκινούσε κάθε φορά που το θυμόταν.

Πριν από πολλά χρόνια, λοιπόν, στον κήπο αυτό,  όταν η γιαγιά της ήταν η ίδια μικρό κοριτσάκι και έπαιζε με τα άλλα παιδιά της γειτονιάς σε αυτόν, υπήρχαν φυτρωμένα από χρόνια πολλά δύο πανέμορφα και μοναδικά στο είδος τους δένδρα, ένα κυπαρίσσι και μια βελανιδιά. Ήταν βέβαια διαφορετικά μεταξύ τους, αλλά τόσο όμορφα μέσα στη διαφορετική τους φύση και λειτουργία. Μοιράζονταν το ίδιο περίπου ύψος, είχαν καταπράσινο πυκνό φύλλωμα και καθώς ήταν φυτεμένα το ένα δίπλα στο άλλο, τα κλαδιά τους ενώνονταν σχηματίζοντας καταπράσινους θόλους, στους οποίους έβρισκαν καταφύγιο πολλά είδη πουλιών που τρέλαιναν με τα τιτιβίσματα και το κελάηδισμά τους τους περαστικούς και τους γείτονες. Κάθε απόγευμα, ειδικά εκείνα τα ζεστά καλοκαίρια του Αυγούστου, η γιαγιά της Ιφιγένειας, κοριτσάκι στο δημοτικό, έπαιζε κυνηγητό και κρυφτό με τα άλλα παιδιά και σαν τέλειωναν τα παιγνίδια η μητέρα της τα κερνούσε υποβρύχιο μέσα σε νερό κρύο της πηγής που ανέβλυζε λίγο πιο κάτω, στο δασάκι, σκέτη απόλαυση.

Περήφανη η βελανιδιά καμάρωνε το συνεργάτη της σε αυτή την προσφορά ζωής . Αλλά και το κυπαρίσσι μέσα στην περηφάνια του για το ύψος και το παράστημά του είχε βρει στη βελανιδιά το δένδρο που του έδινε σκοπό, καθώς από μόνο του δεν θα μπορούσε να κάνει και πολλά, λόγω της φύσης των κλαδιών του.

Μια μέρα όμως ξέσπασε ένας δυνατός άνεμος. Μόλις είχε μπει ο Δεκέμβρης, αλλά ο χειμώνας είχε δείξει από νωρίς τις απειλητικές του προθέσεις. Το κυπαρίσσι, ψηλό και ευθυτενές, χωρίς ιδιαίτερο πλάτος στα φυλλώματά του, άρχισε να κουνιέται δεξιά και αριστερά μανιασμένα. Και καθώς ήταν πολύ περήφανο για να σκύψει ελαφρά, όπως τα άλλα φυτά γύρω του, ώσπου να κοπάσει ο άνεμος, αντίκρισε μέσα στο χαλασμό μια λεύκα που δεν την είχε προσέξει άλλοτε, καθώς τα υπόλοιπα δένδρα της περιοχής κάλυπταν την παρουσία της.

Η αλήθεια είναι ότι η λεύκα βρισκόταν εκεί χρόνια τώρα, αλλά πριν ένα μήνα οι υλοτόμοι χρειάστηκε να κόψουν μερικά δένδρα γύρω από το ποτάμι εκεί κοντά για να ανοίξουν ένα μικρό δρομάκι και να διευκολύνονται τα ζώα την ώρα που πήγαιναν να ξεδιψάσουν. Λίγο ο ξαφνικός άνεμος, λίγο το προγραμματισμένο γεγονός η δουλειά έγινε και οδήγησε στην αποκάλυψη.

«Μπα», σκέφτηκε έκπληκτο το κυπαρίσσι. «Τι δένδρο είναι αυτό, δεν το έχω ξαναδεί. Και τι ψηλό που είναι. Πιο ψηλό από μένα», συμπλήρωσε με έκδηλο θαυμασμό. «Μόλις κοπάσει ο άνεμος, θα φροντίσω να πιάσω φιλία μαζί του».

Και ο άνεμος ήλθε η ώρα να κοπάσει. Νόμος της φύσης γαρ.

Και το κυπαρίσσι, εντυπωσιασμένο από τη λεύκα, θέλησε να την πλησιάσει. Τέντωσε τον κορμό του όσο μπορούσε, άπλωσε τα κλαδιά και το φύλλωμά του προς το μέρος, σε μια προσπάθεια να κερδίσει την εμπιστοσύνη  και γιατί όχι, τη φιλία της. Η λεύκα, είναι αλήθεια, κολακεύτηκε από την προτίμησε που της έδειξε το κυπαρίσσι. Κυπαρίσσι είναι αυτό, δεν είναι παίξε γέλασε. Για ένα διάστημα λοιπόν έκανε παρέα μαζί του και ούτε που καταδεχόταν τις άλλες λεύκες που τόσα χρόνια ήταν φίλες της και μοιράζονταν τα μυστικά των πουλιών τα βράδια με πανσέληνο.  

Όμως η βελανιδιά που είχε την τιμή να είναι το ιερό Δένδρο της Γαίας και του ίδιου του Πατέρα θνητών και αθανάτων και που τόσο χρόνια είχε το κυπαρίσσι συνεργάτη των παραμυθιών της βυθίστηκε στη θλίψη, καθώς δεν είχε πια με ποιον να μοιραστεί τα λόγια των ανθρώπων και τις αναπνοές των ανέμων. Ευτυχώς τα παιδιά της γειτονιάς προτιμούσαν πάντα τον παχύ της ίσκιο τα καλοκαιρία και αυτό της έδινε κάθε φορά κουράγιο και δύναμη.

Ώσπου ένα καλοκαίρι -η γιαγιά της Ιφιγένειας τελείωνε το δημοτικό σχολείο-, έπεσαν στην περιοχή καύσωνες διαρκείας. Ζέστη ανυπόφορη, λειψυδρία βασανιστική. Η ανομβρία συνεχίστηκε για εβδομάδες πολλές και η γη ρουφούσε με λαχτάρα κάθε σταγόνα νερού από τα παιδιά που τρώγοντας το υποβρύχιο, έχυναν το νερό στο διψασμένο χώμα.

Το ποταμάκι που ήταν λίγο πιο κάτω από το σπίτι της οικογένειας είχε αρχίσει να στερεύει και τα βατράχια τις νύχτες κάναν διαδήλωση και ακούγονταν να κοάζουν με παράπονα. Ως και τα τζιτζίκια τεμπέλιασαν ακόμα περισσότερο και τραγουδούσαν μόνο όταν φυσούσε λίγο, αργά το βράδυ.

Αλλά χωρίς νερό, οι λεύκες δεν μπορούσαν να ζήσουν. Άρχισαν να μαραίνονται σιγά σιγά. Πάει και το ύψος τους, πάει και η περηφάνια τους. Έχασαν το λευκό χρώμα των σπόρων τους που άλλοτε έμοιαζαν σαν  απαλό βαμβάκι.

Το κυπαρίσσι, βλέποντας τη λεύκα να χάνει την ομορφιά και τη δόξα της, άρχισε να χάνει και το ενδιαφέρον του.  Και μαζί με το ενδιαφέρον άρχισε να αποσύρει και την προσοχή του σε αυτή.

Η βελανιδιά αντίθετα, καθώς ο κορμός της ήταν χονδρός, είχε συγκρατήσει λίγη υγρασία και άντεχε στην κακουχία της υψηλής θερμοκρασίας, ακόμη και της παρατεταμένης.

«Φέρθηκα ανόητα», σκέφτηκε τότε το κυπαρίσσι. «Υποτίμησα τη βελανιδιά που τόσα χρόνια ήταν δίπλα μου σε τούτον τον κήπο και υπερτίμησα τη λεύκα που την ήξερα τόσο λίγο και αγνοούσα πλήρως τις ιδιότητές της».

Αμέσως, μάζεψε τα κλαδιά και το φύλλωμά του από την πλευρά του ποταμού και μέσα σε λίγες ημέρες τα έστρεψε και πάλι προς το μέρος της βελανιδιάς, πιστεύοντας πως εκείνη θα του συγχωρούσε το… αιτιολογημένο του παραστράτημα.

Μόνο που τα πράγματα είχαν αλλάξει… κάπως.

«Μπορείς να απλώσεις ξανά τα κλαδιά σου προς το μέρος μου», είπε ήρεμα η βελανιδιά, «και το φύλλωμά σου επίσης. Μόνο που τώρα πια έχω μεγαλώσει κι εγώ. Τα κλαδιά μου και το φύλλωμά μου είναι πιο πυκνά και πιο στέρεα. Βλέπεις, εγώ έχω ενισχυμένο από τη φύση κορμό και συγκράτησα μέσα μου τη λίγη υγρασία που μου ήταν πολύτιμη όλο αυτό το διάστημα της ξηρασίας». Και συμπλήρωσε μελαγχολικά: «Αλλά κι εσύ… είσαι κάπως διαφορετικό. Τα κλαδιά σου είναι αδύναμα και το φύλλωμά σου έχασε τη λάμψη και την ένταση του χρώματός του. Λυπάμαι τόσο πολύ».

Το κυπαρίσσι χαμήλωσε την κορυφή του, που έστεκε άλλοτε αγέρωχη, από ντροπή. Μάζεψε τα ασθενικά του κλαδιά και δεν ξαναμίλησε. Και κάθε απόγευμα που τα παιδιά χαλούσαν τον κόσμο με τις φωνές τους, μάζευαν τους καρπούς του και παίζαν με αυτούς… πετροπόλεμο.

Ο ταπεινών εαυτόν υψωθήσεται…

Η Ιφιγένεια χαμογέλασε μελαγχολικά. Με μια κίνηση του χεριού έκλεισε το άλμπουμ απότομα, καθώς η ώρα του ρολογιού στο τζάκι απέναντι έδειχνε περασμένες δύο.

Αποφάσισε να ρίξει μια τελευταία ματιά στην Εισαγωγή του Αρχαίου Δράματος… Τα κατά Ποιόν και τα κατά Ποσόν μέρη της τραγωδίας… Και ο ορισμός αυτής.

Θυμήθηκε αμέσως το φιλόλογο της τάξης, την ώρα που συζητούσαν στο μάθημα των αρχαίων για την έννοια του τραγικού στην αρχαία ελληνική γραμματεία και συγκεκριμένα στο έργο του Σοφοκλή «Ιφιγένεια εν Αυλίδι». Στην ερώτησή του λοιπόν ποιο πρόσωπο από το συγκεκριμένο έργο κατά τη γνώμη τους θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «τραγικό», τα περισσότερα παιδιά απάντησαν «η Ιφιγένεια» που πήγε για θυσία, άλλα «ο Αγαμέμνονας» ως πατέρας-αρχιστράτηγος του Τρωικού πολέμου που έθεσε εαυτόν σε τρομερό δίλημμα, άλλα πάλι θεώρησαν την Κλυταιμνήστρα, ως τη μητέρα που εν αγνοία της επρόκειτο να θυσιαστεί το παιδί της. Εκείνη τότε, είχε σηκώσει το χέρι με θάρρος και απάντησε: «το τραγικότερο πρόσωπο όλων ήταν… ο Αχιλλέας». Και μπροστά στα γεμάτα απορία μάτια όλων, καθηγητή και συμμαθητών, συνέχισε…

«Έχει σκεφτεί κανείς, άραγε, πόσο τραγικό πρόσωπο ήταν στο συγκεκριμένο δράμα ο Αχιλλέας; Εν αγνοία του ο έρωτας και η υπόσχεση για γάμο έγιναν το δέλεαρ και συνάμα το δόλωμα για να συρθεί ως πρόβατο επί σφαγή στο βωμό της θυσίας μια αθώα κοπέλα. Κι αυτό για να εξιλεωθεί ο θεός, να φυσήξει ούριος άνεμος και να ξεκινήσει ένας πολύνεκρος πόλεμος, ο Τρωικός Πόλεμος. Ένας πόλεμος στον οποίο εκείνος θα έχανε τη ζωή του και δεν θα επέστεφε ζωντανός ποτέ, ενώ εκείνη, πάλι, το πρόσωπο της θυσίας, με θεϊκή παρέμβαση θα βρισκόταν ζωντανή στη χώρα των Ταύρων, αλλά μακρι … από ταυρομάχους και αρένες, προσμένοντας την επιστροφή στην παρίδα».

Η Ιφιγένεια χαμογέλασε. Άφησε στην άκρη το άλμπουμ και άνοιξε και πάλι το βιβλίο, σελίδα 17, στον ορισμό της τραγωδίας, τον ορισμό της ζωής…

«Έστιν ουν τραγωδία… μίμησις ζωής… δι΄ελέου και φόβου ελθούσα … την των τοιούτων παθημάτων εγγίζουσα κάθαρσιν…»

Πόσοι, άραγε, αναζητούν την κάθαρση και πόσοι αληθινά γνωρίζουν ότι αυτή διαπερνά τον έλεο και το φόβο;

Τα μάτια της Ιφιγένειας έκλεισαν απαλά. Και μαζί με αυτά και το βιβλίο με τον ορισμό της τραγωδίας στη σελίδα 17… όσα και τα άγουρα χρόνια της νιότης της.