Top menu

Ο μαγικός ρεαλισμός στην "Κρεμμυδαποθήκη" της Κατερίνας Λιάτζουρα

Γράφει ο Κωνσταντίνος Γιαννάκος, φιλόλογος, συγγραφέας

Πρόσφατα διάβασα στον ημερήσιο τύπο πως τον χειμώνα που μας πέρασε οι άνθρωποι αγόρασαν περισσότερα λογοτεχνικά βιβλία απ’ όσα αγοράζουν συνήθως. Οι πωλήσεις αυξήθηκαν.

Προφανώς τα αγόρασαν και τα διάβασαν-συντροφιά μοναδική, παρηγορητική και ταξιδιάρα τις άνυδρες μέρες και νύχτες της καραντίνας. Δεν ξοδεύεις χρήματα για βιβλία σε τέτοιες συνθήκες για να στολίσεις τα ράφια της βιβλιοθήκης σου.

Αγοράζεις βιβλία και τρόφιμα για να καλύψεις τις βασικές ανάγκες της ύλης και του πνεύματος.

Αυτή είναι βέβαια μια ευχάριστη διαπίστωση.

Ωστόσο πιο ευχάριστο από το να μαθαίνεις ότι η λογοτεχνία «πουλάει», πιο συναρπαστικό από το να διαβάζεις ένα βιβλίο είναι, θαρρώ, να γνωρίζεις πώς «γεννιέται», πώς «φυτρώνει» ένα λογοτεχνικό βιβλίο.

Να γνωρίζεις την/τον δημιουργό, να γνωρίζεις το χώμα που το σπέρνει, τα υλικά που χρησιμοποιεί για να το φροντίσει, να το βλέπεις να ξεβλασταρώνει, να ανθίζει, να δένει τους καρπούς του. Κι ύστερα να βιώνεις μαζί του τα συναισθήματα, τις παραστάσεις, τον αβίωτο ποιητικό χώρο και χρόνο.

Αυτή η συναρπαγή με κατέλαβε όταν συνάντησα την Κρεμμυδαποθήκη της Κατερίνας Λιάτζουρα.

Πρώτη εντύπωση, το εξώφυλλο: αγριόχορτα, βράχια και ξερολιθιές, μονοπάτι που χορευτικά οδηγεί μάλλον κάπου, ερημιά. Κι εκεί στο βάθος, στο βάθος του πεδίου, συμμετρικά τοποθετημένο στο κάδρο μια δομημένη κατάσταση: ένα οικοδόμημα, συμμετρικό κι αυτό.

Και ο τίτλος: Κρεμμυδαποθήκη, να το οικοδόμημα. Τι είναι φυλαγμένο εκεί;

Διαβάζω τη συλλογή. Χμ… πεζά ποιήματα λοιπόν, Κατερίνα! Έκπληξη; Απορία; Όχι. Η Κατερίνα σε μεταβατικό ποιητικό στάδιο: αλλάζει. Σκουλήκι που σέρνεται ο πεζός λόγος στη γη, κάτω από τη γη, έτοιμος να πετάξει το κουκούλι και να μεταμορφωθεί σε πεταλούδα.

Θυμάμαι: αυτός είναι ο ρόλος του πεζού ποιήματος από τότε που καθιερώθηκε ως «μορφή» έκφρασης στα τέλη του 19ου αιώνα: να αποδεσμεύσει τον ποιητικό λόγο από την τυποποίηση, να τον απελευθερώσει. Και να μας δείξει ότι ποίηση δεν είναι η φόρμα, το κουτί. Ότι το σκουλήκι είναι και πεταλούδα. Και έτσι να αποτινάξει τα βαρίδια της και να πετάξει στον ελεύθερο στίχο και στους ασαφείς ορίζοντες του σουρεαλισμού. Πρόκειται για τον δικό της μαγικό ρεαλισμό.

Ωστόσο η ιδέα ότι ποίηση μπορεί να βρεθεί ακόμη κι εκεί όπου δεν υπάρχει ίχνος μέτρου συναντάται στην Ποιητική του Αριστοτέλη [1451b1-4] ὁ γὰρ ἱστορικὸς καὶ ὁ ποιητὴς οὐ τῷ ἢ ἔμμετρα λέγειν ἢ ἄμετρα διαφέρουσιν (εἴη γὰρ ἂν τὰ Ἡροδότου εἰς μέτρα τεθῆναι καὶ οὐδὲν ἧττον ἂν εἴη ἱστορία τις μετὰ μέτρου ἢ ἄνευ μέτρων)· ἀλλὰ τούτῳ διαφέρει, τῷ τὸν μὲν τὰ γενόμενα λέγειν, τὸν δὲ οἷα ἂν γένοιτο. διὸ καὶ φιλοσοφώτερον καὶ [1451b5-9] σπουδαιότερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν ([1451b]. Ο ιστορικός και ο ποιητής δεν διαφοροποιούνται κατά το ότι γράφουν έμμετρα ή χωρίς μέτρο (το έργο του Ηροδότου θα μπορούσε να στιχουργηθεί, αλλά και με μέτρο δεν θα ήταν λιγότερο ιστορία από ό,τι χωρίς το μέτρο)· η διαφορά τους είναι η εξής: ο ένας παρουσιάζει αυτά που έγιναν, ο άλλος αυτά που θα μπορούσαν να γίνουν. Συνεπώς η ποίηση είναι και φιλοσοφικότερη και σπουδαιότερη από την ιστοριογραφία).

Επανεμφανίζεται τον 16ο και 17ο αιώνα (όψιμη Αναγέννηση) και τη χρησιμοποιεί ο Μπωντλαίρ (Τα δώρα της Σελήνης) τον 19ο αιώνα (poeme en prose). Υιοθετεί την ιδέα ο Καβάφης και γράφει τρία πεζά ποιήματα (Το Σύνταγμα της Ηδονής, Τα πλοία, Τα ενδύματα), μια ποιητική μορφή που συγχωνεύει τα όρια ποίησης και πρόζας. Ο Παλαμάς δημιουργεί ρήξη με προηγούμενες τοποθετήσεις του περί αποκλειστικά έμμετρης ποίησης· σε κριτική του για συλλογή του Ζαχαρία Παπαντωνίου χρησιμοποιεί την έκφραση «ρυθμοποιός του πεζού λόγου» (εφημ. Εμπρός, 16-12-1922). Ο Παναγιώτης Μουλλάς την προσγράφει ως χαρακτηριστικό της γενιάς του’20.

Στο υλικό της Κρεμμυδαποθήκης της Κατερίνας Λιάτζουρα αποτυπώνονται ευδιάκριτα τα χαρακτηριστικά των πεζών ποιημάτων: η Συντομία, η Ένταση, ο Εσωτερικός ρυθμός και δευτερευόντως τα Τυπογραφικά κενά και η Έλλειψη αναφορικότητας.

Περπατώντας τον δρόμο που οδηγεί στην Κρεμμυδαποθήκη διαπίστωσα πως σε κάθε σταθμό, σε κάθε ποίημα, διακρινόταν μια έννοια κυριαρχούσα, ενιαία, συνολική και καθαρά διατυπωμένη.

Έτσι στον Πλάτανο του Καράμπαμπα συνάντησα την επιθυμία που νικάει τη λογική. Ένα μικρό μυστικό φυλαγμένο βαθιά στις ρίζες αυτής της επιθυμίας χρεώνεται την επιτυχία.

«Κόντρα στο είθισται έκανα του κεφαλιού μου και έπραξα την επιθυμία. Μα δεν πρόκειται να πω πως δίπλα στο βόθρο είναι μυστικό να φυτεύεις προσδοκίες».

Στη Μέσα Παναγίτσα (κάπου εδώ τριγύρω;) βρήκα την αγάπη (εφάμιλλη της σκέψης) ως κληροδότημα με κληρονόμους τα ψάρια, τα βότσαλα και τα νυχτοπούλια. Μόνο εκείνα, άδολα και ικανά στοιχεία της φύσης, και όσοι μπορούν να δουν -όχι μόνο να κοιτάζουν- δέχονται το θείο δώρο της και γίνονται αιώνιοι μάρτυρες·φρουροί της, φρουροί της αγάπης, Δυόσμος και Βασιλικός.

Στη Χιλιαδού τη συνάντησα παρέα με την απειλητική μοναξιά, ένα τραύμα οδυνηρό όσο και η απώλεια του μοναδικού ματιού του Κύκλωπα. Η μοναξιά στα απόκρημνα του εαυτού, να κρεμιέται στο κενό και να κρατιέται από ένα παιχνίδι του εγώ και του εσύ.

«Κενό μαχαίρι ορθώνεται απειλούμενο από μοναξιά. Και έχοντάς με αντίκρισμά μου, υπό απειλή με άκουγα με τα αφτιά μου, που γίνανε αφτιά σου και με άκουγες».

Κι ύστερα βρέθηκα σε ένα δάσος με Δέντρα γυμνά, φοβερά και φοβισμένα, βιαστές και Ιούδες μαζί.

Περπατώ ανάμεσά τους και μια θέλω να τα προστατέψω προσφέροντας την ομπρέλα μου να τα σκεπάσει, μια χαίρομαι με την κακία μου να τα συντρίβω με τα λασπωμένα αρβυλάκια μου-χωρίς τύψεις. Αυτά τα δέντρα, σκέψεις και συναισθήματα, αποζητά η ποιήτρια να γίνουν το αγκάθινο στεφάνι που θα τη λυτρώσουν.

«Απαιτώ από εσάς, απαίσια πλάσματα του δάσους, ερινύες της ψυχής μου, το αγκάθινο στεφάνι. Θέλω να γαληνέψω».

Δεν είναι μόνο η Συντομία όμως που προσυπογράφει τον χαρακτηρισμό πεζά ποιήματα στην Κρεμμυδαποθήκη. Προπαντός είναι η Ένταση με την οποία αποδίδει με γλαφυρότητα ζηλευτή η Κατερίνα όλη αυτήν την καθημερινότητα των ανθρώπων: τη σχέση με τα άλλο φύλο, τον πόνο και την απογοήτευση, τη δύναμη της επιθυμίας, τη μοναξιά, τη σχέση της γυναίκας με την κουζίνα, τις αυταπάτες, τον θάνατο και τον έρωτα. Είναι δε εντυπωσιακή, τουλάχιστον σε μένα, η γεωγραφία της συλλογής: ξεκινά με τον θάνατο και τα Κοράκια του Λαύκου, περπατά στην καθημερινότητα των ανθρώπων (κάπως μελαγχολικός θα έλεγα ο περίπατος σε θάλασσες, δρόμους, γέφυρες, λιμάνια, δάση, πλατείες) και καταλήγει σε μια Κρεμμυδαποθήκη για να υμνήσει τον έρωτα. Αυτή είναι η ζωή!

Πλημμυρισμένη από μεταφορές, σύμβολα, εικόνες (τυπικές και σουρεαλιστικές), επαναλήψεις, παλλιλογίες, αντιθέσεις, παρηχήσεις, συμμετρίες που αφενός αναδεικνύουν και υπαγορεύουν τον Εσωτερικό ρυθμό των ποιημάτων, αφετέρου μάς αποκαλύπτουν τον κόσμο τους με ενάργεια και λυρισμό.

Με τις μεταφορές της ωθεί τον αναγνώστη, τον παρακινεί να σκεφτεί, να σκύψει λίγο περισσότερο, να σταθεί, να αφουγκραστεί, να δει πιο βαθιά.

Στην Οδό Αβάντων περπατάει Στα απόκρημνα της παραίσθησης, χαραμάδα στο παράθυρο του ουρανού για να δει καλύτερα. Ένα φως που ξετρυπώνει από μια χαραμάδα στον ουρανό μάς βγάζει από την άκρη του γκρεμού κι ένα τσιγάρο-σωτήρας θα λαγαρίσει τον νου και θα μας αποκαλύψει την ανεμόσκαλα που οδηγεί στο φως.

Στη Λιανή Άμμο Τα πίσω κουτάκια του μυαλού αρνούνται να υπογράψουν λευκό χαρτί αισθήσεων και παραισθήσεων, συγχωροχάρτια και δηλώσεις μετανοίας. Μια «προσωποποιημένη» μεταφορά παλεύει επίμονα να αντισταθεί στις επιθέσεις της μνήμης, των αναμνήσεων και στο τέλος της μέρας (δηλαδή της νύχτας) θα αναδυθεί ένας νέος άνθρωπος, πιο δυνατός.

Με τα σύμβολα θα αποδώσει την ψυχική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου, τον εσωτερικό του κόσμο. Τα αντικείμενα του έξω κόσμου γίνονται σύμβολα εσωτερικών καταστάσεων.

Ο βράχος (ο) άνυδρος και χέρσος στον Καράμπαμπα. Σε μια πρώτη ανάγνωση ως σύμβολο της αντιξοότητας που είναι ανάγκη να ξεπεράσουμε. Σε μια δεύτερη ο δωρικός χαρακτήρας με τη «στέγνια» και τον «χέρσο-ακαλλιέργητο τρόπο» του, θα οδηγήσει το ποιητικό υποκείμενο, κόντρα στο «είθισται», στη δικαίωση της επιθυμίας του.

Το κενό μαχαίρι στη Χιλιαδού ορθώνεται απειλητικό. Το αγαπημένο των ποιητών, αιώνιο σύμβολο του πόνου, των πληγών της ψυχής που δεν κλείνουν ποτέ. Το μαχαίρι που ανοίγει πληγές, το μαχαίρι που ξύνει πληγές.

Και τα άνθη γύρω τριγύρω από την ασβεστωμένη Κρεμμυδαποθήκη: ο βασιλικός, η βουκαμβίλια, τα χρυσάνθεμα, το γεράνι να στολίζουν την αποθήκη, να σκορπίζουν την ευωδιά τους στον αέρα του έρωτα που πάει να ανταμώσει με το βαθυκόκκινο της δύσης καθώς ακουμπά πάνω στη γαλάζια θαλασσινή γραμμή. Μελωδία αισθήσεων, πανδαισία συναισθημάτων.

Με τις αντιθέσεις και τις συμμετρίες θα αναδείξει αυτήν την ιδιότυπη διαπάλη, την εσωτερική σύγκρουση που πολλές φορές δείχνει να οφείλεται σε κάποιον τρίτο, κάποιο «εσύ». Ωστόσο, δεν είναι τίποτε περισσότερο παρά ο εαυτός που στέκεται εκεί και πυροδοτεί τη διαμάχη του μέσα μας κόσμου.

Χιόνι και φωτιά αναμειγνύονται μες στο πρωινό του αυτοκινήτου στο Λιμεναρχείο Χαλκίδας. Το εγώ επιτίθεται φαινομενικά σε ένα εσύ και το κατηγορεί: μίζερο πλάσμα, προς τι ο μορφασμός: Δεν έχεις φαντασία; Η σύγκρουση είναι αναπόφευκτη και εκτονώνεται μόνο με δυο χαριτωμένους ήχους Φου φου φου Λα λα λα.

Στην Αρτάκη μια μορφή νύχτας στοιχειώνει από την προσμονή (της) αυγής, η ομιχλώδης παρουσία κινείται μέσα σε ευφορία ψυχής και το αέρινο πέπλο σε κόσμους σκοτεινούς και κουρασμένους.

Ιδιόρρυθμες, εσωτερικές αντιθέσεις εξηγούν γιατί τα όνειρά μας είναι γεμάτα φαντάσματα.

Και ξανά στη Χιλιαδού θα παίξει περίτεχνα με τις συμμετρίες για να συγκαλύψει επιτηδευμένα τον τρόμο που προκαλεί το καθρέφτισμα του εαυτού στην απέναντι πλευρά του, τον πόνο που προκαλεί το μαχαίρι της μέσα μοναξιάς: Με άκουγα με τα αφτιά μου, που γίνανε αφτιά σου και με άκουγες…Και με κοίταξα με τα μάτια μου, που γίνανε μάτια σου και με είδες… Πότε, άλλωστε, οι δυο πλευρές των ανθρώπων είναι ίδιες;

Με τις επαναλήψεις, τις παλλιλογίες και την ειρωνεία που τις συνοδεύει θα αποδώσει εμφατικά και πολύ έντονα αλλού μια απειλή, αλλού μια απώλεια ή μια επιθυμία.

Στην Πλατεία Φριζή οι άντρες παραδομένοι στην «αθωότητά» τους και στη λεπτή ειρωνεία της ποιήτριας που τους υπενθυμίζει ότι τα χρόνια περνούν και προειδοποιεί ότι η πένα της θα αποκαλύψει κάθε καλά κρυμμένο μυστικό τους: ανυποψίαστοι, αθώοι όρκο δώσανε -απονήρευτοι αθώες σκέψεις κάνανε- αθώα προσέγγιζαν και αθώα προσεγγίζουν -αθώα θα σπαρταρίσουν- αθώα θα μαρτυρήσουν.

Και δυτικότερα, στον Σιδηροδρομικό Σταθμό Χαλκίδας, πάλι με τις επαναλήψεις θα θρηνήσει μια ματαίωση, μια απώλεια: Και να λέγαμε όλα αυτά που χαθήκανε. Που χαθήκανε στην προσπάθεια. Που χαθήκανε στο ξημέρωμα. Που τ’ άφησα να χαθούν μέσα στην ανάγκη. Και πιο κάτω: Και να πούμε όλα αυτά που σωθήκανε. Που σωθήκανε στην προσπάθεια. Που σωθήκανε στο ξημέρωμα. Που τ’ άφησα να σωθούν μέσα στην αδιαφορία.

Με τις επαναλήψεις και τις παλλιλογίες θα χτίσει ακόμη πιο στέρεο τον εσωτερικό ρυθμό που έχει ανάγκη ο λόγος για να γίνει ποίηση: Θα ήθελα να ήμουν εκεί. Εκεί. Ένα ανεπαίσθητο γραμματάκι και να σε περίμενα. Να περίμενα. ( Σ.Σ. Χαλκίδας) μα …με ένα τραπέζι, όμως, μπροστά, μπροστά στο παραθύρι…

Και με τις εικόνες θα στήσει τη φωτογραφία, το σκηνικό της ταινίας μικρού μήκους, όπως η ίδια η ποιήτρια ομολογεί στην Καναπίτσα. Με τη βροχή, την ομίχλη και το κύμα, με το χώμα που μυρίζει, με τους βράχους και τα φώτα στη Μεγάλη Γέφυρα Χαλκίδας και στο περίπτερο της Οδού Αβάντων, με τους ψαράδες και τα πουλιά.

Θα σταθώ σε μια, στο Πολύδροσο, και με αυτή θα κλείσω την απόδειξη περί Έντασης (ότι είναι πεζά ποιήματα ακέραια τα κρυμμέναυλικά στην Κρεμμυδαποθήκη):

Το νεκρό σώμα μεταφέρεται από σμαραγδένια ξωτικά που αφήνουν ίχνη για να μπορέσει να τα ακολουθήσει εκείνη που θρηνεί. Διάφανες νεράιδες κρατούν κεριά. Σκιές ακολουθούν όλο αυτό το αλλόκοτο ξόδι που οδηγείται στη θάλασσα, αυτό το ξόδι πραγματικού και φανταστικού κόσμου, με φωνές μικρού παιδιού να το συνοδεύουν και φτερά αγγέλων να προκαλούν το γέλιο.

Σαν φωτογραφίες ασπρόμαυρες τα ποιήματα της Κατερίνας· απομονώνουν στιγμές της ζωής και μας τις παρουσιάζουν γυμνές, αφτιασίδωτες, φορτωμένες με πάθη και συναισθήματα. Άλλοτε σοκάρουν με την αλήθεια τους, όπως στην Αγία Ειρήνη, άλλοτε μας κάνουν συνταξιδιώτες στα όνειρα παιδιών, κάπου στις Γειτονιές της Στουτγκάρδης που δίνουν μορφές στα σύννεφα, ανυποψίαστων και ευτυχισμένων.

Η ποίηση της Κατερίνας γεμάτη αγριόχορτα, βράχια και ξερολιθιές, δέντρα γυμνά, θάλασσες, γέφυρες και χαράδρες· αυτά είναι τα υλικά της. Και το οικοδόμημα: ποιήματα που σου αφήνουν το περιθώριο εσύ να σκεφτείς, εσύ να συναισθανθείς, εσύ να βιώσεις λίγο από τον απέραντο κόσμο της ψυχής των ανθρώπων.

Θα κλείσω αυτήν την απόπειρα προσέγγισης της Κρεμμυδαποθήκης με μια προτροπή: να συνεχίσεις, Κατερίνα, να μας χαρίζεις τις Σκέψεις σου και την άποψή σου για την Ηθική, να μας αποκαλύπτεις τα ψυχικά αποθέματα που έχεις φυλαγμένα σε όλες τις «αποθήκες» σου. Συνέχισε να μαδάς τα πέταλα της ποίησης και να τη σκορπάς αφειδώλευτα ανάμεσα στις ζωές μας.